Με τον Αργύρη Αγγέλου συναντηθήκαμε στην αγαπημένη του γειτονιά, την Κυψέλη, ένα Κυριακάτικο φθινοπωρινό απόγευμα και κάναμε βόλτες στους γεμάτους δρόμους, αλλά και στα στενά της. Σε αυτόν τον πολύχρωμο κόσμο μεγάλωσε, γεμάτο με ήχους και ιστορίες να αναβλύζουν από κάθε γωνιά. Καθώς περνούσαμε από όλα τα αγαπημένα του σημεία, και τον άκουγα να μου μιλάει αισθανόμουν τον κόσμο που έβγαινε από τις παλιές πολυκατοικίες να σταματούν για λίγο και να τον κοιτούν, να τον θυμούνται και να τον χαιρετούν με αγάπη. Σε κάποιες στάσεις που κόβαμε την κίνηση για καμιά φωτογραφία, οι περαστικοί περίμεναν να δουν τον ηθοποιό να ποζάρει, αλλά εκείνος χαλαρός, πρόσχαρος και πάντα ευγενικός τους άφηνε να περάσουν για να συνεχίσουμε τη δουλειά μας.
Σε όλες τις στάσεις μας οι ήχοι από τα καφέ και τα μπαρ γέμιζαν τον αέρα, καθώς οι κάτοικοι απολάμβαναν τον απογευματινό καφέ τους ή συζητούσαν για τις ζωές τους. Οι μυρωδιές από τη Δημοτική Αγορά, μου θύμισαν τα βίντεο με τις συνταγές που φτιάχνει στο Facebook. «Mα, μoυ αρέσει πολύ να μαγειρεύω», μου είπε. «Όχι μόνο για μένα, αλλά και για τους φίλους μου, και για όλους. Είναι μια θεραπευτική ασχολία το μαγείρεμα αν το κάνεις με αγάπη».
Ο Αργύρης αυτόν τον καιρό κάνει πρόβες για τον επόμενο ρόλο του. Σε λίγες μέρες πρόκειται να παίξει στον “Πουπουλένιο” σε σκηνοθεσία του Νικορέστη Χανιωτάκη. Μαζί με τους Νίκο Πουρσανίδη, Γεράσιμο Σκαφίδα και Αλέκο Συσσοβίτη θα ενσωματωθούν στο σύμπαν του Ιρλανδού συγγραφέα Μάρτιν ΜακΝτόνα. Σε ένα έργο που συνδυάζει στοιχεία αστυνομικού θρίλερ και μαύρης κωμωδίας, ένας συγγραφέας που ζει σε ένα κράτος με αυταρχικό καθεστώς, ανακρίνεται για το φρικιαστικό περιεχόμενο των διηγημάτων του και τις ομοιότητές τους με μια σειρά από ανεξιχνίαστες παιδοκτονίες που συμβαίνουν στην πόλη. Και κάπου εκεί, ο κόσμος της φαντασίας μπλέκεται με τον πραγματικό κόσμο, δημιουργώντας ένα σύμπαν όπου όλα είναι πιθανά και απίθανα.
– Tι θα έλεγες ότι ήταν εκείνο που σε ώθησε στην υποκριτική; Μια αγάπη για το σινεμά ή οι συμβουλές κάποιου γνωστού ή μια συνειδητοποίηση κάποιου ταλέντου σου;
Από πολύ μικρός ένιωθα μια κλήση στις τέχνες… Στο δημοτικό ζήτησα από την μητέρα μου να με γράψει στο ωδείο πιστεύοντας πως η μουσική ήταν η κλήση μου. Συνέχισα για αρκετά χρόνια πιστεύοντας ότι αυτό θα κάνω στη ζωή μου. Δυστυχώς ή ευτυχώς τελικά, στην πρώτη λυκείου έμεινα μετεξεταστέος σε κάποια μαθήματα, οπότε αναγκάστηκα να σταματήσω όλες τις εξωσχολικές δραστηριότητες προκειμένου να διαβάσω και να περάσω τον Σεπτέμβρη. Όλα πήγαν καλά, αλλά γυρνώντας μετά από αυτό το διάλειμμα κάτι είχε αλλάξει. Ένιωθα ότι η μουσική δεν ήταν αυτό που ήθελα να κάνω. Εκείνη τη στιγμή συνέπεσε με τη συμμετοχή μου στη θεατρική ομάδα του σχολείου. Λάβαμε μέρος και σε ένα πανελλήνιο σχολικό διαγωνισμό θεάτρου τότε, που ξεχωρίσαμε. Εκεί έγινε η πρώτη μου επαφή με την θεατρική διαδικασία. Μαγευτικά και με έναν τρόπο που κατάλαβα ότι ήμουν σίγουρος πια πως αυτό θέλω να κάνω!
– Ήταν μια εύκολη απόφαση; Και πώς θα περιέγραφες αυτό το ταξίδι, αυτήν την πορεία στον κόσμο του θεάτρου και των τηλεοπτικών σειρών μέχρι σήμερα;
Ήταν η πιο ξεκάθαρη και συνειδητή απόφαση που έχω πάρει στη ζωή μου! Παρόλο που δεν είχα ερεθίσματα από την οικογένεια μου για μια τέτοια κατεύθυνση. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον Σεπτέμβρη που ετοιμαζόμουν να κατέβω στην Αθήνα για τις εξετάσεις. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι στη Χαλκίδα δίπλα στη θάλασσα. Κοιτούσα τη θάλασσα, λοιπόν, το προηγούμενο απόγευμα που θα έφευγα και ένιωθα μέσα μου τον φόβο του αγνώστου, αλλά και μια τεράστια λαχτάρα για το “ταξίδι” που θα ξεκινούσε! Αυτή η λαχτάρα και αυτό το πετάρισμα το νιώθω ακόμα μετά από τόσα χρόνια, κάθε φορά που πάω πρώτη μέρα στην πρόβα! Κλείνω φέτος 25 χρόνια στο θέατρο και νιώθω ακόμα τη μυρωδιά της θάλασσας εκείνου του απογεύματος σαν να ήταν χθες!
– Ποιος είναι εκείνος ο ρόλος που έχεις παίξει και θεωρείς ότι σε έχει επηρεάσει περισσότερο και γιατί;
Αυτό που αισθάνομαι ότι με έχει επηρεάσει και κατά συνέπεια μέσα από αυτό ωρίμασα, είναι η συνεχής τριβή στο θέατρο όλα αυτά τα χρόνια. Πιστεύω ότι ηθοποιός γίνεσαι στη δουλειά, όχι απλά τελειώνοντας μια σχολή. Και όσο αναζητάς και επιδιώκεις διαφορετικούς ρόλους, τόσο περισσότερο εξελίσσεσαι και σαν ηθοποιός. Οπότε κάθε ρόλος που έχω κάνει, με έχει επηρεάσει, γιατί το σύνολό τους είναι αυτό που λέγεται εμπειρία.
– Άρα, η εμπειρία σε έχει διδάξει πολλά. Σήμερα, πώς προσεγγίζεις την προετοιμασία ενός νέου ρόλου; Υπάρχουν κάποιες σταθερές, κάποιες συγκεκριμένες τεχνικές που χρησιμοποιείς;
Οι σταθερές από τις οποίες ξεκινάω είναι πάντα το ίδιο το κείμενο και φυσικά το όραμα του σκηνοθέτη. Από ‘κει και πέρα είναι πολύ προσωπική η διαδικασία του κάθε ηθοποιού. Τους ρόλους μου τους σκέφτομαι πολύ μες τη μέρα μου όταν είμαι σε πρόβες. Τους ονειρεύομαι. Από ‘κει και πέρα φροντίζω πάντα μέρα με τη μέρα να προτείνω κάτι καινούριο στην πρόβα. Να απορρίπτω ή να κρατάω, πάντα σε συνεννόηση με τον σκηνοθέτη. Δεν έχει υπάρξει φορά που να μην έχω φτάσει σε αδιέξοδο! Όμως κάτι γίνεται πάντα και η σκέψη τελικά έρχεται σε απόλυτη αρμονία με την εκτέλεση αυτού που έχω στο μυαλό μου γύρω στη μια εβδομάδα με 10 μέρες πριν την πρεμιέρα. Είναι ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο μου αυτό σε κάθε έργο που συμμετέχω. Παλιά τις έτρεμα τις πρόβες! Τώρα πια τις απολαμβάνω όσο και τις παραστάσεις!
– Ποιους ηθοποιούς ή σκηνοθέτες ή καλλιτέχνες θεωρείς ως μεγάλες πηγές έμπνευσης στην καριέρα σου;
Από τότε που ξεκίνησα να δουλεύω επαγγελματικά, η βασική πηγή έμπνευσης ήταν πάντα η ίδια η θεατρική διαδικασία. Ποτέ κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο. Υπάρχουν πολλοί ηθοποιοί και σκηνοθέτες που εκτιμώ. Με άλλους έχω δουλέψει και λαχταρώ να ξαναδουλέψω, με άλλους δεν θα ήθελα να ξαναδουλέψω και σίγουρα πολλοί που δεν έχουν συναντηθεί ακόμη οι δρόμοι μας, για να μάθω που μπορεί να οδηγήσουν. Εκτιμώ ιδιαίτερα σκηνοθέτες που δε λειτουργούν με ταμπέλες όταν κάνουν διανομές. Και εκτιμώ συναδέλφους που δεν παίζουν μόνοι τους στη σκηνή. Εάν πρέπει να ξεχωρίσω κάποιον ηθοποιό που θαύμαζα απεριόριστα σαν πρότυπο πορείας και σεμνότητας στο χώρο, θα πω τον Μήνα Χατζησάββα. Δυστυχώς πρόλαβα μόνο να τον γνωρίσω και όχι να δουλέψω μαζί του.
– Ο McDonagh συνδυάζει στοιχεία αστυνομικού θρίλερ και μαύρης κωμωδίας. Εσύ, μέσω του ρόλου σου, πως ισορροπείς ανάμεσα σε αυτές τις δύο διαφορετικές ατμόσφαιρες στο έργο;
Ο Μικάλ είναι ένα βαθιά κακοποιημένο, σωματικά και ψυχικά, πλάσμα, πράγμα που τον κάνει να πράττει και να λέει αυτό που πραγματικά σκέφτεται χωρίς κάποιο φίλτρο. Γι’ αυτόν τον λόγο, λοιπόν, η δική του πλευρά στα γεγονότα, ισορροπεί απόλυτα μεταξύ του αστυνομικού θρίλερ και της μαύρης κωμωδίας, όπως επίσης και μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας.
– Από τις θεματικές στον “Πουπουλένιο” ποια είναι εκείνη που σε αγγίζει περισσότερο και γιατί;
Σίγουρα η σχέση μεταξύ των δύο αδερφών. Του Μικάλ και του Κατούριαν. Με συγκινεί απίστευτα το δέσιμο τους. Ο τρόπος επικοινωνίας τους. Με συγκλονίζει η κατάληξη τους. Είμαι παιδί που έχω αδέρφια με τα οποία μας δένει ένας ισχυρός δεσμός βαθιάς αγάπης . Όμως είχαμε την τύχη να μεγαλώσουμε από δύο γονείς με πολλή αγάπη. Αυτοί οι δύο, είναι δύο αδέρφια με ισχυρό δεσμό και δέσιμο που όμως είχαν την ατυχία να μεγαλώσουν από δύο γονείς χωρίς αγάπη. Πόσο τυχαίο είναι τελικά όταν ερχόμαστε σε αυτό τον κόσμο, ποια απ τις δύο όψεις του νομίσματος θα μας τύχει…
– Η μαύρη κωμωδία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για να θίξει σοβαρά κοινωνικά ζητήματα;
Ίσως να είναι ο πιο ασφαλής και ο πιο κατανοητός τρόπος. Εγώ προσωπικά λειτουργώ και στη ζωή μου έτσι. Τα μεγαλύτερα εμπόδια της ζωής μου τα έχω κανιβαλίσει ασύστολα πριν τα προσπεράσω.
– Αυτή είναι μια ερώτηση, που αν μου επιτρέπεις, την κάνω σε όλους με όσους συνομιλώ. Σε ποιο βαθμό η τέχνη ή η μουσική ή η υποκριτική, μπορούν να γίνουν ανατρεπτικές σήμερα, μέχρι εκείνο το σημείο που να μπορούν να αλλάξουν εντελώς την αντίληψή μας για τον σημερινό κόσμο;
Θα μπορούσα να σου απαντήσω πιο εμπεριστατωμένα εάν ήμουν δημιουργός! Θαυμάζω απεριόριστα τους δημιουργούς σε οποιονδήποτε τομέα τέχνης. Πιστεύω βαθιά πως οι δημιουργοί μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο. Να ανοίξουν ορίζοντες. Να φωτίσουν μυαλά. Για εμάς τους υπόλοιπους καλλιτέχνες που δεν παράγουμε κάτι πέρα από τον ρόλο μας και την ψευδαίσθηση μιας υποτιθέμενης κατάστασης, ο τρόπος που επιλέγει ο καθένας μας να κάνει την τέχνη του, ίσως να μπορεί να εμπνεύσει σε έναν βαθμό. Η σεμνότητα, η αφοσίωση σε αυτό που κάνεις. Μέχρι εκεί. Οι δημιουργοί έγραψαν ιστορία. Οι εκτελεστές των δημιουργών απλά την αναπαράγουν καλά ή άσχημα.
Πώς βλέπεις την κατάσταση του θεάτρου και του κινηματογράφου στην Ελλάδα σήμερα; Υπάρχουν κάποιες τάσεις που σε ενθουσιάζουν ή σε ανησυχούν;
Το θέατρο σήμερα, φαινομενικά, βιώνει μία άνθηση. Ο θεατής έχει άπειρες επιλογές πλέον να δει αυτό που επιθυμεί. Αυτό που με ανησυχεί είναι ότι οι συνθήκες εργασίας για τους ηθοποιούς χειροτερεύουν. Ειδικότερα για τους νέους ηθοποιούς. Δεν έχουμε καταφέρει ακόμα να πείσουμε ότι αυτό που έχουμε επιλέξει να κάνουμε, δεν είναι χόμπι. Είναι μία σκληρή και απαιτητική εργασία και έτσι πρέπει να αντιμετωπιζόμαστε και να πληρωνόμαστε. Όσο για τον κινηματογράφο στην Ελλάδα, νιώθω ότι πειραματίζεται ακόμα προς άγνωστη κατεύθυνση. Οποία ταινία καταφέρνει να έχει έναν ξεκάθαρο στόχο σε αυτό που θέλει να πει, πάει καλά και ο κόσμος την αγκαλιάζει. Ο κινηματογράφος είναι ένα λαϊκό μέσο. Απευθύνεται στον πολύ κόσμο. Αυτό θα πρέπει να το θυμούνται οι δημιουργοί του.
– Υπάρχουν συγκεκριμένα έργα ή ρόλοι που έχεις σκεφτεί ότι θέλεις να εξερευνήσεις στο μέλλον;
Αισθάνομαι ότι αν περιορίσω τα θέλω μου σε ρόλους και έργα θα χάσω το μισό ταξίδι. Είμαι ανοιχτός σε όλες τις καλλιτεχνικές προκλήσεις που μπορούν να μου συμβούν και είμαι έτοιμος πλέον να αναμετρηθώ μαζί τους. Είμαι σίγουρος ότι εκεί έξω υπάρχουν ρόλοι που ούτε που τους έχω φανταστεί. Ανυπομονώ…
– Υπάρχει κάποια προσωπική εμπειρία από την καριέρα σου που σε έχει σημαδέψει ιδιαίτερα; Πιθανόν, να σε θυμόμαστε οι περισσότεροι από το “Πάρα Πέντε” αλλά εσύ ποια θα έλεγες ότι είναι η πιο αξέχαστη συνεργασία σου με άλλους καλλιτέχνες;
Σίγουρα όταν έκανα την πρώτη εξ ολοκλήρου δική μου παραγωγή το 2015 με ένα έργο που ήθελα πολύ να το κάνω και που τότε, όπου το ζητούσα, γελούσαν γιατί ήταν δραματικό έργο, οπότε δεν μπορούσαν να με φανταστούν σε κάτι τέτοιο. Ήταν με δύο πρόσωπα! Λεγόταν “Vincent River” του Philip Ridley. Αποφάσισα λοιπόν να το κάνω μόνος μου. Ζήτησα από τον υπέροχο Νίκο Καραγέωργο, που ήταν καθηγητής μου στη σχολή να το σκηνοθετήσει και μου είπε αμέσως «ναι!». Με ρώτησε με ποια γυναίκα ήθελα να το το κάνω και του είπα την Πεγκυ Σταθακοπουλου! Τρελάθηκε με την ιδέα! Πήγα την βρήκα χωρίς να την ξέρω προσωπικά και για κάποιο λόγο που δεν κατάλαβα πότε μου είπε, κι εκείνη, αμέσως «ναι!». Δεν το πίστευα! Δουλέψαμε μαγικά οι τρεις μας και είμαι σίγουρος πως και για τους τρεις μας αυτό το έργο θα αποτελεί για πάντα μια ξεχωριστή στιγμή στη ζωή μας. Η Πέγκυ από τότε με παρακινούσε συνέχεια να αναζητώ συνεχώς διαφορετικούς δρόμους σε έργα! Της το χρωστάω και είναι υπέροχο που είμαστε φίλοι πια!
– Εάν σε ρωτούσε σήμερα κάποιος ή κάποια να τους συμβουλεύσεις, ειλικρινά, τι θα έλεγες στους νέους που θέλουν να ακολουθήσουν μια καριέρα στην υποκριτική;
Δεν ξέρω… Εμένα δε με συμβούλεψε κάνεις. Θυμάμαι μόνο τον μπαμπά μου όταν του ανακοίνωσα ότι θέλω να γίνω ηθοποιός να με ρωτάει κοιτώντας με στα μάτια «είσαι σίγουρος ότι αυτό θέλεις;». Του είπα «ναι», και έτσι ξεκίνησαν όλα. Ίσως αυτό… Να νιώθεις μια σιγουριά πριν ξεκινήσεις. Έτσι κι αλλιώς η διαδρομή του καθένα είναι μοναδική και ξεχωριστή. Άρα, τι να συμβουλέψεις!
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ “Ο ΠΟΥΠΟΥΛΕΝΙΟΣ”
Μετάφραση: Χριστίνα Μπάμπου-Παγκουρέλη
Σκηνοθεσία: Νικορέστης Χανιωτάκης
Σκηνικά: Μαρία Φιλίππου
Κοστούμια: Ιωάννα Καλαβρού
Μουσική: Γιάννης Μαθές
Κίνηση: Φαίδρα Νταϊόγλου
Φωτισμοί: Τάσος Παλαιορούτας
Βοηθός Σκηνοθέτη: Ιωάννα Αγγελίδη
Εκτέλεση παραγωγής: Χρύσω Χαραλάμπους
Διεύθυνση & Οργάνωση παραγωγής: Μαρία Αναματερού-Αναστασία Γεωργοπούλου
Συμπαραγωγή: Νέο Σύγχρονο Θέατρο ΑΜΚΕ – Σκαφίδας – Δωροπούλου Ε.Ε. {Γ.Ι.Δ.Σ.}
ΠΑΙΖΟΥΝ (αλφαβητικά):
Αργύρης Αγγέλου
Νίκος Πουρσανίδης
Γεράσιμος Σκαφίδας
Αλέκος Συσσοβίτης
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:
Σύγχρονο Θέατρο, Ευμολπιδών 45, τηλέφωνο: 210 3464380
www.sychronotheatro.gr
ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ:
Πρεμιέρα 11 Οκτωβρίου 2024
ΠΡΟΠΩΛΗΣΗ:
https://www.ticketservices.gr/event/o-poupoulenios/
Με τον Αργύρη Αγγέλου συναντηθήκαμε στην αγαπημένη του γειτονιά, την Κυψέλη, ένα Κυριακάτικο φθινοπωρινό απόγευμα και κάναμε βόλτες στους γεμάτους δρόμους, αλλά και στα στενά της. Σε αυτόν τον πολύχρωμο κόσμο μεγάλωσε, γεμάτο με ήχους και ιστορίες να αναβλύζουν από κάθε γωνιά. Καθώς περνούσαμε από όλα τα αγαπημένα του σημεία, και τον άκουγα να μου μιλάει αισθανόμουν τον κόσμο που έβγαινε από τις παλιές πολυκατοικίες να σταματούν για λίγο και να τον κοιτούν, να τον θυμούνται και να τον χαιρετούν με αγάπη. Σε κάποιες στάσεις που κόβαμε την κίνηση για καμιά φωτογραφία, οι περαστικοί περίμεναν να δουν τον ηθοποιό να ποζάρει, αλλά εκείνος χαλαρός, πρόσχαρος και πάντα ευγενικός τους άφηνε να περάσουν για να συνεχίσουμε τη δουλειά μας.
Σε όλες τις στάσεις μας οι ήχοι από τα καφέ και τα μπαρ γέμιζαν τον αέρα, καθώς οι κάτοικοι απολάμβαναν τον απογευματινό καφέ τους ή συζητούσαν για τις ζωές τους. Οι μυρωδιές από τη Δημοτική Αγορά, μου θύμισαν τα βίντεο με τις συνταγές που φτιάχνει στο Facebook. «Mα, μoυ αρέσει πολύ να μαγειρεύω», μου είπε. «Όχι μόνο για μένα, αλλά και για τους φίλους μου, και για όλους. Είναι μια θεραπευτική ασχολία το μαγείρεμα αν το κάνεις με αγάπη».
Ο Αργύρης αυτόν τον καιρό κάνει πρόβες για τον επόμενο ρόλο του. Σε λίγες μέρες πρόκειται να παίξει στον “Πουπουλένιο” σε σκηνοθεσία του Νικορέστη Χανιωτάκη. Μαζί με τους Νίκο Πουρσανίδη, Γεράσιμο Σκαφίδα και Αλέκο Συσσοβίτη θα ενσωματωθούν στο σύμπαν του Ιρλανδού συγγραφέα Μάρτιν ΜακΝτόνα. Σε ένα έργο που συνδυάζει στοιχεία αστυνομικού θρίλερ και μαύρης κωμωδίας, ένας συγγραφέας που ζει σε ένα κράτος με αυταρχικό καθεστώς, ανακρίνεται για το φρικιαστικό περιεχόμενο των διηγημάτων του και τις ομοιότητές τους με μια σειρά από ανεξιχνίαστες παιδοκτονίες που συμβαίνουν στην πόλη. Και κάπου εκεί, ο κόσμος της φαντασίας μπλέκεται με τον πραγματικό κόσμο, δημιουργώντας ένα σύμπαν όπου όλα είναι πιθανά και απίθανα.
– Tι θα έλεγες ότι ήταν εκείνο που σε ώθησε στην υποκριτική; Μια αγάπη για το σινεμά ή οι συμβουλές κάποιου γνωστού ή μια συνειδητοποίηση κάποιου ταλέντου σου;
Από πολύ μικρός ένιωθα μια κλήση στις τέχνες… Στο δημοτικό ζήτησα από την μητέρα μου να με γράψει στο ωδείο πιστεύοντας πως η μουσική ήταν η κλήση μου. Συνέχισα για αρκετά χρόνια πιστεύοντας ότι αυτό θα κάνω στη ζωή μου. Δυστυχώς ή ευτυχώς τελικά, στην πρώτη λυκείου έμεινα μετεξεταστέος σε κάποια μαθήματα, οπότε αναγκάστηκα να σταματήσω όλες τις εξωσχολικές δραστηριότητες προκειμένου να διαβάσω και να περάσω τον Σεπτέμβρη. Όλα πήγαν καλά, αλλά γυρνώντας μετά από αυτό το διάλειμμα κάτι είχε αλλάξει. Ένιωθα ότι η μουσική δεν ήταν αυτό που ήθελα να κάνω. Εκείνη τη στιγμή συνέπεσε με τη συμμετοχή μου στη θεατρική ομάδα του σχολείου. Λάβαμε μέρος και σε ένα πανελλήνιο σχολικό διαγωνισμό θεάτρου τότε, που ξεχωρίσαμε. Εκεί έγινε η πρώτη μου επαφή με την θεατρική διαδικασία. Μαγευτικά και με έναν τρόπο που κατάλαβα ότι ήμουν σίγουρος πια πως αυτό θέλω να κάνω!
– Ήταν μια εύκολη απόφαση; Και πώς θα περιέγραφες αυτό το ταξίδι, αυτήν την πορεία στον κόσμο του θεάτρου και των τηλεοπτικών σειρών μέχρι σήμερα;
Ήταν η πιο ξεκάθαρη και συνειδητή απόφαση που έχω πάρει στη ζωή μου! Παρόλο που δεν είχα ερεθίσματα από την οικογένεια μου για μια τέτοια κατεύθυνση. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον Σεπτέμβρη που ετοιμαζόμουν να κατέβω στην Αθήνα για τις εξετάσεις. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι στη Χαλκίδα δίπλα στη θάλασσα. Κοιτούσα τη θάλασσα, λοιπόν, το προηγούμενο απόγευμα που θα έφευγα και ένιωθα μέσα μου τον φόβο του αγνώστου, αλλά και μια τεράστια λαχτάρα για το “ταξίδι” που θα ξεκινούσε! Αυτή η λαχτάρα και αυτό το πετάρισμα το νιώθω ακόμα μετά από τόσα χρόνια, κάθε φορά που πάω πρώτη μέρα στην πρόβα! Κλείνω φέτος 25 χρόνια στο θέατρο και νιώθω ακόμα τη μυρωδιά της θάλασσας εκείνου του απογεύματος σαν να ήταν χθες!
– Ποιος είναι εκείνος ο ρόλος που έχεις παίξει και θεωρείς ότι σε έχει επηρεάσει περισσότερο και γιατί;
Αυτό που αισθάνομαι ότι με έχει επηρεάσει και κατά συνέπεια μέσα από αυτό ωρίμασα, είναι η συνεχής τριβή στο θέατρο όλα αυτά τα χρόνια. Πιστεύω ότι ηθοποιός γίνεσαι στη δουλειά, όχι απλά τελειώνοντας μια σχολή. Και όσο αναζητάς και επιδιώκεις διαφορετικούς ρόλους, τόσο περισσότερο εξελίσσεσαι και σαν ηθοποιός. Οπότε κάθε ρόλος που έχω κάνει, με έχει επηρεάσει, γιατί το σύνολό τους είναι αυτό που λέγεται εμπειρία.
– Άρα, η εμπειρία σε έχει διδάξει πολλά. Σήμερα, πώς προσεγγίζεις την προετοιμασία ενός νέου ρόλου; Υπάρχουν κάποιες σταθερές, κάποιες συγκεκριμένες τεχνικές που χρησιμοποιείς;
Οι σταθερές από τις οποίες ξεκινάω είναι πάντα το ίδιο το κείμενο και φυσικά το όραμα του σκηνοθέτη. Από ‘κει και πέρα είναι πολύ προσωπική η διαδικασία του κάθε ηθοποιού. Τους ρόλους μου τους σκέφτομαι πολύ μες τη μέρα μου όταν είμαι σε πρόβες. Τους ονειρεύομαι. Από ‘κει και πέρα φροντίζω πάντα μέρα με τη μέρα να προτείνω κάτι καινούριο στην πρόβα. Να απορρίπτω ή να κρατάω, πάντα σε συνεννόηση με τον σκηνοθέτη. Δεν έχει υπάρξει φορά που να μην έχω φτάσει σε αδιέξοδο! Όμως κάτι γίνεται πάντα και η σκέψη τελικά έρχεται σε απόλυτη αρμονία με την εκτέλεση αυτού που έχω στο μυαλό μου γύρω στη μια εβδομάδα με 10 μέρες πριν την πρεμιέρα. Είναι ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο μου αυτό σε κάθε έργο που συμμετέχω. Παλιά τις έτρεμα τις πρόβες! Τώρα πια τις απολαμβάνω όσο και τις παραστάσεις!
– Ποιους ηθοποιούς ή σκηνοθέτες ή καλλιτέχνες θεωρείς ως μεγάλες πηγές έμπνευσης στην καριέρα σου;
Από τότε που ξεκίνησα να δουλεύω επαγγελματικά, η βασική πηγή έμπνευσης ήταν πάντα η ίδια η θεατρική διαδικασία. Ποτέ κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο. Υπάρχουν πολλοί ηθοποιοί και σκηνοθέτες που εκτιμώ. Με άλλους έχω δουλέψει και λαχταρώ να ξαναδουλέψω, με άλλους δεν θα ήθελα να ξαναδουλέψω και σίγουρα πολλοί που δεν έχουν συναντηθεί ακόμη οι δρόμοι μας, για να μάθω που μπορεί να οδηγήσουν. Εκτιμώ ιδιαίτερα σκηνοθέτες που δε λειτουργούν με ταμπέλες όταν κάνουν διανομές. Και εκτιμώ συναδέλφους που δεν παίζουν μόνοι τους στη σκηνή. Εάν πρέπει να ξεχωρίσω κάποιον ηθοποιό που θαύμαζα απεριόριστα σαν πρότυπο πορείας και σεμνότητας στο χώρο, θα πω τον Μήνα Χατζησάββα. Δυστυχώς πρόλαβα μόνο να τον γνωρίσω και όχι να δουλέψω μαζί του.
– Ο McDonagh συνδυάζει στοιχεία αστυνομικού θρίλερ και μαύρης κωμωδίας. Εσύ, μέσω του ρόλου σου, πως ισορροπείς ανάμεσα σε αυτές τις δύο διαφορετικές ατμόσφαιρες στο έργο;
Ο Μικάλ είναι ένα βαθιά κακοποιημένο, σωματικά και ψυχικά, πλάσμα, πράγμα που τον κάνει να πράττει και να λέει αυτό που πραγματικά σκέφτεται χωρίς κάποιο φίλτρο. Γι’ αυτόν τον λόγο, λοιπόν, η δική του πλευρά στα γεγονότα, ισορροπεί απόλυτα μεταξύ του αστυνομικού θρίλερ και της μαύρης κωμωδίας, όπως επίσης και μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας.
– Από τις θεματικές στον “Πουπουλένιο” ποια είναι εκείνη που σε αγγίζει περισσότερο και γιατί;
Σίγουρα η σχέση μεταξύ των δύο αδερφών. Του Μικάλ και του Κατούριαν. Με συγκινεί απίστευτα το δέσιμο τους. Ο τρόπος επικοινωνίας τους. Με συγκλονίζει η κατάληξη τους. Είμαι παιδί που έχω αδέρφια με τα οποία μας δένει ένας ισχυρός δεσμός βαθιάς αγάπης . Όμως είχαμε την τύχη να μεγαλώσουμε από δύο γονείς με πολλή αγάπη. Αυτοί οι δύο, είναι δύο αδέρφια με ισχυρό δεσμό και δέσιμο που όμως είχαν την ατυχία να μεγαλώσουν από δύο γονείς χωρίς αγάπη. Πόσο τυχαίο είναι τελικά όταν ερχόμαστε σε αυτό τον κόσμο, ποια απ τις δύο όψεις του νομίσματος θα μας τύχει…
– Η μαύρη κωμωδία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για να θίξει σοβαρά κοινωνικά ζητήματα;
Ίσως να είναι ο πιο ασφαλής και ο πιο κατανοητός τρόπος. Εγώ προσωπικά λειτουργώ και στη ζωή μου έτσι. Τα μεγαλύτερα εμπόδια της ζωής μου τα έχω κανιβαλίσει ασύστολα πριν τα προσπεράσω.
– Αυτή είναι μια ερώτηση, που αν μου επιτρέπεις, την κάνω σε όλους με όσους συνομιλώ. Σε ποιο βαθμό η τέχνη ή η μουσική ή η υποκριτική, μπορούν να γίνουν ανατρεπτικές σήμερα, μέχρι εκείνο το σημείο που να μπορούν να αλλάξουν εντελώς την αντίληψή μας για τον σημερινό κόσμο;
Θα μπορούσα να σου απαντήσω πιο εμπεριστατωμένα εάν ήμουν δημιουργός! Θαυμάζω απεριόριστα τους δημιουργούς σε οποιονδήποτε τομέα τέχνης. Πιστεύω βαθιά πως οι δημιουργοί μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο. Να ανοίξουν ορίζοντες. Να φωτίσουν μυαλά. Για εμάς τους υπόλοιπους καλλιτέχνες που δεν παράγουμε κάτι πέρα από τον ρόλο μας και την ψευδαίσθηση μιας υποτιθέμενης κατάστασης, ο τρόπος που επιλέγει ο καθένας μας να κάνει την τέχνη του, ίσως να μπορεί να εμπνεύσει σε έναν βαθμό. Η σεμνότητα, η αφοσίωση σε αυτό που κάνεις. Μέχρι εκεί. Οι δημιουργοί έγραψαν ιστορία. Οι εκτελεστές των δημιουργών απλά την αναπαράγουν καλά ή άσχημα.
Πώς βλέπεις την κατάσταση του θεάτρου και του κινηματογράφου στην Ελλάδα σήμερα; Υπάρχουν κάποιες τάσεις που σε ενθουσιάζουν ή σε ανησυχούν;
Το θέατρο σήμερα, φαινομενικά, βιώνει μία άνθηση. Ο θεατής έχει άπειρες επιλογές πλέον να δει αυτό που επιθυμεί. Αυτό που με ανησυχεί είναι ότι οι συνθήκες εργασίας για τους ηθοποιούς χειροτερεύουν. Ειδικότερα για τους νέους ηθοποιούς. Δεν έχουμε καταφέρει ακόμα να πείσουμε ότι αυτό που έχουμε επιλέξει να κάνουμε, δεν είναι χόμπι. Είναι μία σκληρή και απαιτητική εργασία και έτσι πρέπει να αντιμετωπιζόμαστε και να πληρωνόμαστε. Όσο για τον κινηματογράφο στην Ελλάδα, νιώθω ότι πειραματίζεται ακόμα προς άγνωστη κατεύθυνση. Οποία ταινία καταφέρνει να έχει έναν ξεκάθαρο στόχο σε αυτό που θέλει να πει, πάει καλά και ο κόσμος την αγκαλιάζει. Ο κινηματογράφος είναι ένα λαϊκό μέσο. Απευθύνεται στον πολύ κόσμο. Αυτό θα πρέπει να το θυμούνται οι δημιουργοί του.
– Υπάρχουν συγκεκριμένα έργα ή ρόλοι που έχεις σκεφτεί ότι θέλεις να εξερευνήσεις στο μέλλον;
Αισθάνομαι ότι αν περιορίσω τα θέλω μου σε ρόλους και έργα θα χάσω το μισό ταξίδι. Είμαι ανοιχτός σε όλες τις καλλιτεχνικές προκλήσεις που μπορούν να μου συμβούν και είμαι έτοιμος πλέον να αναμετρηθώ μαζί τους. Είμαι σίγουρος ότι εκεί έξω υπάρχουν ρόλοι που ούτε που τους έχω φανταστεί. Ανυπομονώ…
– Υπάρχει κάποια προσωπική εμπειρία από την καριέρα σου που σε έχει σημαδέψει ιδιαίτερα; Πιθανόν, να σε θυμόμαστε οι περισσότεροι από το “Πάρα Πέντε” αλλά εσύ ποια θα έλεγες ότι είναι η πιο αξέχαστη συνεργασία σου με άλλους καλλιτέχνες;
Σίγουρα όταν έκανα την πρώτη εξ ολοκλήρου δική μου παραγωγή το 2015 με ένα έργο που ήθελα πολύ να το κάνω και που τότε, όπου το ζητούσα, γελούσαν γιατί ήταν δραματικό έργο, οπότε δεν μπορούσαν να με φανταστούν σε κάτι τέτοιο. Ήταν με δύο πρόσωπα! Λεγόταν “Vincent River” του Philip Ridley. Αποφάσισα λοιπόν να το κάνω μόνος μου. Ζήτησα από τον υπέροχο Νίκο Καραγέωργο, που ήταν καθηγητής μου στη σχολή να το σκηνοθετήσει και μου είπε αμέσως «ναι!». Με ρώτησε με ποια γυναίκα ήθελα να το το κάνω και του είπα την Πεγκυ Σταθακοπουλου! Τρελάθηκε με την ιδέα! Πήγα την βρήκα χωρίς να την ξέρω προσωπικά και για κάποιο λόγο που δεν κατάλαβα πότε μου είπε, κι εκείνη, αμέσως «ναι!». Δεν το πίστευα! Δουλέψαμε μαγικά οι τρεις μας και είμαι σίγουρος πως και για τους τρεις μας αυτό το έργο θα αποτελεί για πάντα μια ξεχωριστή στιγμή στη ζωή μας. Η Πέγκυ από τότε με παρακινούσε συνέχεια να αναζητώ συνεχώς διαφορετικούς δρόμους σε έργα! Της το χρωστάω και είναι υπέροχο που είμαστε φίλοι πια!
– Εάν σε ρωτούσε σήμερα κάποιος ή κάποια να τους συμβουλεύσεις, ειλικρινά, τι θα έλεγες στους νέους που θέλουν να ακολουθήσουν μια καριέρα στην υποκριτική;
Δεν ξέρω… Εμένα δε με συμβούλεψε κάνεις. Θυμάμαι μόνο τον μπαμπά μου όταν του ανακοίνωσα ότι θέλω να γίνω ηθοποιός να με ρωτάει κοιτώντας με στα μάτια «είσαι σίγουρος ότι αυτό θέλεις;». Του είπα «ναι», και έτσι ξεκίνησαν όλα. Ίσως αυτό… Να νιώθεις μια σιγουριά πριν ξεκινήσεις. Έτσι κι αλλιώς η διαδρομή του καθένα είναι μοναδική και ξεχωριστή. Άρα, τι να συμβουλέψεις!
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ “Ο ΠΟΥΠΟΥΛΕΝΙΟΣ”
Μετάφραση: Χριστίνα Μπάμπου-Παγκουρέλη
Σκηνοθεσία: Νικορέστης Χανιωτάκης
Σκηνικά: Μαρία Φιλίππου
Κοστούμια: Ιωάννα Καλαβρού
Μουσική: Γιάννης Μαθές
Κίνηση: Φαίδρα Νταϊόγλου
Φωτισμοί: Τάσος Παλαιορούτας
Βοηθός Σκηνοθέτη: Ιωάννα Αγγελίδη
Εκτέλεση παραγωγής: Χρύσω Χαραλάμπους
Διεύθυνση & Οργάνωση παραγωγής: Μαρία Αναματερού-Αναστασία Γεωργοπούλου
Συμπαραγωγή: Νέο Σύγχρονο Θέατρο ΑΜΚΕ – Σκαφίδας – Δωροπούλου Ε.Ε. {Γ.Ι.Δ.Σ.}
ΠΑΙΖΟΥΝ (αλφαβητικά):
Αργύρης Αγγέλου
Νίκος Πουρσανίδης
Γεράσιμος Σκαφίδας
Αλέκος Συσσοβίτης
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:
Σύγχρονο Θέατρο, Ευμολπιδών 45, τηλέφωνο: 210 3464380
www.sychronotheatro.gr
ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ:
Πρεμιέρα 11 Οκτωβρίου 2024
ΠΡΟΠΩΛΗΣΗ:
https://www.ticketservices.gr/event/o-poupoulenios/