Οι Depeche Mode δεν είναι συγκρότημα. Είναι εμμονή. Δεν είναι, απλώς, μια ακόμη μπάντα απ’ τις δεκάδες που σκάνε μύτη κάθε χρόνο στην χώρα μας για συναυλίες. Αποτελούν, εδώ και 25 χρόνια, ένα «κόλλημα» του ελληνικού κοινού, μια έμμονη μουσική ιδέα με ρίζες γερές που κρατάνε από τα μέσα της δεκαετίας του ’80.

Και όμως πέρασαν ακριβώς 44 χρόνια από εκείνες τις αρχές του Μαρτίου του 1980, όταν σχηματίστηκαν οι πρώιμοι DM, ονόματι «Composition Of Sound», αποτελούμενοι από τους Vince Clarke, Andy Fletcher και Martin Gore.

Μετά προστέθηκε και ο Dave Gahan.

Kαι, ξέρετε, κάθε, πραγματικά, μεγάλη μπάντα αποτελείται από διαφορετικούς (μουσικούς) χαρακτήρες, που μπορεί να είναι από τους πιο βολικούς και easygoing μέχρι τους πιο εκνευριστικούς και σπαζαρχίδηδες.

Όλες όμως έχουν κάτι κοινό: σε κάθε μία υπάρχει ο «ήσυχος», ο «ήρεμος», ο σχεδόν απαθής τύπος που πάνω στην σκηνή κάνει σαν να μην συμβαίνει τίποτα.

Στους Who ήταν ο John Entwistle, στους Rolling Stones ο Charlie Watts και στους Beatles ο George.

Τον ρόλο αυτό στους Depeche Mode επιτελούσε επί 40 συναπτά έτη ο εκλιπών Andy Fletcher, ο οποίος έφυγε αιφνιδίως από την ζωή το 2022, μόλις στα 60 του χρόνια.

Ο «Fletch», όπως ήταν το συντομογραφημένο του παρατσούκλι, δεν ήταν απλώς ένας εξαιρετικός μουσικός που έκρυβε την ικανότητά του αυτή (και την δεινότητα του στο να συνθέτει εξαιρετικά τραγούδια) πίσω από τόνους αυτοσαρκασμού και βρετανικού φλέγματος.

Ήταν η «κόλλα» που ένωνε τις, συχνά, τραχείς και έντονες διαφωνίες που είχαν ο Dave Gahan με τον Martin Gore, ειδικά μετά την οικειοθελή αποχώρηση του τέταρτου μέλους της μπάντας, του Alan Wilder, το 1995, μετά από πολλά χρόνια εσωτερικών συγκρούσεων ως προς την μουσική κατεύθυνση που θα έπαιρνε το συγκρότημα.

Και όχι μόνο η «κόλλα»: καθαρά και ξάστερα, ο συνδετικός αρμός όλου του depechemode-ικού οικοδομήματος, αυτός που στο τέλος της ημέρας θα μεσολαβούσε προκειμένου ο Gore με τον Gahan να συνέχιζαν να μιλάνε, να συνθέτουν και να αντέχουν, τέλος πάντων, ο ένας τον άλλον στο ίδιο δωμάτιο, προκειμένου το συγκρότημα από «ενεργό» να αποφύγει να βάλει τον διακόπτη στο «out of order».

Με αφορμή την 44η επέτειο από τον σχηματισμό των Depeche Mode, εμείς ανατρέχουμε σε μια συνέντευξη που κάναμε προ 15ετίας με τον «Φλετς», στην οποία μας μιλάει για την εμπειρία του Rock In Athens, το 1985, για το «κράξιμο» που τρώνε Depeche Mode στην πατρίδα τους, την Αγγλία αλλά και τις νέες τεχνολογίες και το κατά πόσο αυτές συνδράμουν το έργο ενός νέου μουσικού.

 

Depeche Mode, εμμονή και «κόλλημα» μαζί

Οι Depeche Mode έκαναν την παρθενική τους εμφάνιση στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1985, στο Καλλιμάρμαρο, στα πλαίσια του φεστιβάλ Rock In Athens: ένα απόγευμα που, εκτός από την αποθεωτική υποδοχή που επεφύλαξε το εγχώριο κοινό στο αγγλικό σχήμα απ’ το Μπέισιλντον του Εσεξ, κορυφώθηκε απ’ την αποδοκιμασία και τα αντικείμενα που εκτοξεύθηκαν προς το μέρος του Μπόι Τζορτζ των Culture Club.

«Φυσικά και θυμάμαι πολύ έντονα εκείνη τη μέρα» μού έλεγε προ 15ετίας ο Φλέτσερ «καθώς και τις αντιδράσεις του πλήθους απέναντι στους Culture Club. Είχε κάνει σε όλους μας εντύπωση όλος αυτός ο ξεσηκωμός και η εξέγερση απέναντι σε ένα μουσικό συγκρότημα. “Ελλάδα” για μένα όμως σημαίνει επίσης τις πρώτες διακοπές εκτός Αγγλίας που έκανα όταν ήμουν 18 χρονών με τους φίλους μου, όπως επίσης και οι τόσοι φίλοι που κάναμε στην χώρα σας τα τελευταία 25 χρόνια».

Η σχέση μας με τους Depeche Mode δεν πέρασε ποτέ από 40 κύματα: ήμασταν πάντα εκεί, απίκο, αιωνίως πιστοί στην αγαπημένη μας μπάντα, σαν ένας υπηρέτης (servant) απέναντι στο αφεντικό του (master), όπως λέει κι ένα από τα πλέον δημοφιλή τους τραγούδια.

Είναι τυχαίο άραγε πως το πιο δραστήριο fan club ξένου καλλιτέχνη στην Ελλάδα είναι αυτό των Mode, το Hysterika, το οποίο συστήθηκε πριν 38 χρόνια, εν έτει 1986;

«Είναι παράξενο που είμαστε τόσο διάσημοι εκτός Αγγλίας. Στην χώρα μας δεν είμαστε δημοφιλείς. Οι τοπικές εφημερίδες στην πόλη μας, το Μπέισιλντον, γράφουν συνέχεια άρθρα σχετικά με το πόσο κακό συγκρότημα είμαστε. Λες να μας ζηλεύουν;», αναρωτιέται, με τη σειρά του, ο Φλέτσερ.

Γιατί να μην τους ζηλεύουν; Στο κάτω κάτω, τι έχουν να ζηλέψουν οι Depeche Mode από άλλα, περισσότερο προβεβλημένα, συγκροτήματα; Απ’ το 1981 μέχρι σήμερα έχουν πουλήσει συνολικά πάνω από 70 εκατομμύρια δίσκους, γεμίζοντας μεγάλα στάδια και «μιλώντας» στο μουσικό αισθητήριο όλων των μουσικών «φυλών», χωρίς όμως να σταματήσουν ποτέ τους να θεωρούνται μια αρχετυπική «εναλλακτική» μπάντα με indie καταβολές.

Και όμως, υπήρξε μια εποχή, πριν ακριβώς 30 χρόνια, κατά την οποία το όνομα της μπάντας ήταν συνώνυμο με οτιδήποτε «ξοφλημένο». Όταν το 1993 ο Γκάχαν, βυθισμένος στο speedball (ένα θανατηφόρο μείγμα ηρωίνης και κοκαΐνης), κόντεψε να πεθάνει δυο φορές από υπερβολική δόση ναρκωτικών και να κάνει άλλη μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας.

Ή, όταν, δυο χρόνια μετά, αποχωρούσε από τη μπάντα ο «ηχητικός εγκέφαλος» της, ο Αλαν Ουάιλντερ, προκειμένου να αφοσιωθεί στο προσωπικό του project, τους Recoil.

Μέχρι τις αρχές του 2001, οι Depeche Mode αφήνουν το αγαπημένο τους ημίφως και επιλέγουν να μετακινούνται στο σκοτάδι, σαν τις νυχτερίδες. Θωπεύουν την έννοια του «ντεκαντάνς» και φτάνουν σε απόσταση μόλις λίγων εκατοστών από την πρόσκρουση πάνω στο αιχμηρό έδαφος του απόλυτου ναδίρ. Τότε είναι που κυκλοφορούν το άλμπουμ «Exciter», στο οπισθόφυλλο του οποίου γράφουν χαρακτηριστικά «Πόνος και Μαρτύριο σε Διάφορους Ρυθμούς».

Αν οι Depeche Mode του 2001 ακούγονταν σαν να έχουν ξυπνήσει κάθιδροι από ένα εφιάλτη, οι Mode του 2009 αλλά και εκείνοι του 2023 είναι σαν να έχουν μόλις βιώσει την απόλυτη νυχτερινή ονείρωξη.

«Κάθε άλμπουμ των Depeche Mode που προέκυψε μετά από μια απώλεια (φυσική ή μη) ήταν ένας θρίαμβος για το βρετανικό συγκρότημα: όταν ο Vince Clarke αποχώρησε εθελουσίως το 1981 από την μπάντα προκειμένου να σχηματίσει αρχικά τους Yazoo και κατόπιν τους Erasure, οι DM κυκλοφόρησαν το «A Broken Frame», το πρώτο πραγματικά σπουδαίο άλμπουμ τους, το 1982. Και όταν ο αντικαταστάτης του, ο Alan Wilder, αποφάσισε και αυτός να αποχωρήσει στα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι DM αμέσως μετά έβγαλαν το πραγματικά τελευταίο πολύ σημαντικό άλμπουμ τους, το «Ultra» του 1997. Γιατί λοιπόν το νέο τους άλμπουμ με τίτλο «Memento Mori» να αποτελεί εξαίρεση σε αυτόν τον άτυπο κανόνα;», γράφαμε ακριβώς πριν ένα χρόνο.

«Το θετικό με το συγκρότημα είναι πως ξέρουμε πολύ καλά πώς να γράφουμε μουσική που καταφέρνει κάθε φορά να ακούγεται επίκαιρη και σύγχρονη. Δεν θα θέλαμε επ’ ουδενί να ακουγόμαστε ως ακόμη μια νοσταλγική μπάντα από τα ‘80s. Θέλουμε να μας θυμούνται επειδή κάθε φορά θα έχουμε κάτι καινούργιο να πούμε με τα τραγούδια μας», λέει ο Αντι για το νέο, δωδέκατο, κατά σειρά, στουντιακό τους άλμπουμ, με τίτλο «Sounds Of The Universe» και παραδέχεται πως «όσο μεγαλώνεις, σε απογοητεύει και σε κουράζει λίγο όταν στραγγίζεις από έμπνευση και χρειάζεται να δώσεις το κάτι παραπάνω ώστε να βγάλεις το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Αλλά στο τελευταίο μας άλμπουμ, ευτυχώς, περάσαμε πολύ ωραία κατά τη διάρκεια της ηχογράφησής του. Είχαμε κι ένα επιτραπέζιο ποδοσφαιράκι και το κουβαλούσαμε μαζί μας όπου πηγαίναμε. Είχαμε διοργανώσει και ένα πρωτάθλημα μεταξύ μας, γιατί ξέρεις, δεν υπάρχει μόνο μουσική, υπάρχουν κι άλλα πράγματα στη ζωή».

Όπως, λόγου χάρη, τι; Η μερικές φορές όψιμη και ατσούμπαλη ευαισθητοποίηση των μουσικών σχετικά με την οικολογία; Η πολιτική;

«Δεν πιστεύω πως θα έπρεπε εμείς οι μουσικοί να “κηρύττουμε” πολιτικά προκειμένου να «αγγίξουμε» τον κόσμο. Ο Μπόνο, ας πούμε, θέλει να σώσει τον κόσμο. Είναι δικαίωμα του, αλλά εμείς δεν είμαστε τέτοια μπάντα. Εμείς αγγίζουμε την ψυχή του άλλου, τραγουδώντας του για τη ζωή, τις σχέσεις και την αγάπη», παραδέχεται ο Φλέτσερ, ο οποίος πριν λίγα χρόνια προχώρησε στην ίδρυση του δικού του, ανεξάρτητου, δισκογραφικού label, του Toast Hawαii: «όλη αυτή η κατάσταση με το παράνομο downloading είναι εν μέρει ευθύνη και των ιδίων των δισκογραφικών εταιριών, οι οποίες, όταν αυτό το πράγμα άρχισε να γιγαντώνεται, μια δεκαετία πριν, δεν έκαναν τίποτα προκειμένου να το αποτρέψουν, παρά κάθονταν και τεμπέλιαζαν. Το γεγονός είναι πως η ποιότητα ήχου ενός cd είναι παρασάγγες ανώτερη από αυτή των mp3. Πάντως, είναι πλέον πολύ δύσκολο να βρεις αξιόλογους καλλιτέχνες σήμερα. Το ίντερνετ είναι καλό για τη νέα γενιά καλλιτεχνών, όχι όμως τόσο όσο για μεγάλα ονόματα», καταλήγει με νόημα.