Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1920 και του 1930, ο δικτάτορας Μπενίτο Μουσολίνι επιχείρησε κάτι που κανένας Ιταλός πολιτικός δεν είχε επιχειρήσει ποτέ στο παρελθόν, αλλά ούτε και στο μέλλον: να απαγορεύσει τα ζυμαρικά. Με μια ματιά, η παράδοξη αυτή εκστρατεία, φαίνεται να υποκινήθηκε από ανησυχία για τη δημόσια υγεία. Η Ιταλία, σύμφωνα με τη φασιστική ηγεσία, θα ήταν καλύτερη αν οι πολίτες της έτρωγαν λιγότερους υδατάνθρακες και περισσότερες πρωτεΐνες.
Στην πραγματικότητα, όμως, η προσπάθεια να απαλλαχθεί από το πιο εμβληματικό και ευρέως διάσημο προϊόν της χώρας, υποκινήθηκε σε μεγάλο βαθμό από πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες. Καθώς οι διεθνείς σχέσεις ψυχραίνονταν και η προοπτική ενός νέου ευρωπαϊκού πολέμου μεγάλωνε, η κυβέρνηση ήλπιζε να καταστήσει την ιταλική γεωργία πιο αυτοδύναμη περιορίζοντας την εισαγωγή του κύριου συστατικού των ζυμαρικών: το αλεύρι.
Ο Ιταλός δικτάτορας χρησιμοποίησε το φαγητό ως εργαλείο για να διαμορφώσει τον ιταλικό στρατό και το κοινό. Πίστευε σε μια αυτάρκεια όπου όλα τα τρόφιμα και τα αγαθά ήταν ιταλικής προέλευσης και έτσι ξεκίνησε την λεγόμενη Μάχη για το Σιτάρι. Για να το επιτύχει αυτό, ο Μουσολίνι, προσπάθησε να περιορίσει την κατανάλωση των ζυμαρικών τα οποία και ευελπιστούσε να αντικαταστήσει με το ρύζι. Ενώ η μάχη ενάντια στα ζυμαρικά μπορεί να φαίνεται ασήμαντη σε σύγκριση με οτιδήποτε άλλο συνέβη όταν ο Μουσολίνι ήταν επικεφαλής, υπάρχουν κάποιες πτυχές του παράδοξου αυτού επεισόδιού της ιστορίας του 20ου αιώνα που αποδεικνύουν ότι αυτός ο πόλεμος ήταν καθοριστικός για την πορεία του Ιταλικού λαού.
Όταν οι φασίστες ανέλαβαν την εξουσία στην Ιταλία, είχαν περάσει μόνο τέσσερα χρόνια από το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, μια σύγκρουση που είχε κοστίσει στο έθνος περίπου 600.000 ζωές. Έχοντας επενδύσει σε μεγάλο βαθμό στην αφήγηση ότι ο φασισμός είχε «σφυρηλατηθεί στα χαρακώματα» και ότι το μέλλον της Ιταλίας εξαρτιόταν από τη δυνατότητα να στήσει έναν μεγάλο και αυτοσυντηρούμενο στρατό, η κυβέρνηση του Μουσολίνι υιοθέτησε συνειδητά ένα στρατιωτικοποιημένο μοντέλο ακόμη και σε καιρό ειρήνης. Η Μάχη για τις Γεννήσεις ήταν ένα από τα πολλά εγχώρια εγχειρήματα που «κινητοποίησαν» τον πληθυσμό με πολεμικούς όρους ζωής και θανάτου.
Ο συνδυασμός των δύο μαχών του αυταρχικού καθεστώτος (της Μάχης για τις Γεννήσεις και της Μάχης των Σιτηρών) καθόριζε πλέον τη ζωή εκατομμύρια γυναικών θέτοντας οικονομικά, αυταρχικά και βιοπολιτικά όρια εντός των οποίων έπρεπε να κινούνται. Από το φαγητό μέχρι την αναπαραγωγική διαδικασία, το καθεστώς είχε τον πρώτο και τελευταίο λόγο.
Μέσω του ελέγχου της παραγωγής του φαγητού και των διατροφικών συνηθειών του, ο Ιταλός δικτάτορας ήθελε να εξασφαλίσει ότι το απολυταρχικό του καθεστώς θα είχε λόγο σε κάθε πτυχή της ζωής των Ιταλών. Ακόμα και στο τραπέζι του φαγητού.
Θεωρούσε πως ρυθμίζοντας αυστηρά όλα τα τρόφιμα, καθώς και περιορίζοντας τις γυναίκες στο σπίτι ως νοικοκυρές, μητέρες και συζύγους θα μπορούσε να ασκήσει μεγαλύτερο έλεγχο στην ιδιωτική ζωή των πολιτών, επηρεάζοντας τις διατροφικές τους συνήθειες και, κυρίως, τα ποσοστά γεννήσεών τους.
«Το φαγητό έχει σημασία», επισημαίνει η Dr. Diana Garvin επίκουρη καθηγήτρια Ιταλικών με έμφαση στις Μεσογειακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Όρεγκον. «Ο τρόπος με τον οποίο παράγονται, αγοράζονται, μαγειρεύονται, τρώγονται και αντιπροσωπεύονται τα τρόφιμα απεικονίζει κοινωνικούς κανόνες καθώς και προσωπικές επιλογές. Επιπλέον, το φαγητό αποτελεί το σημείο στο οποίο η πολιτική αγγίζει σωματικά το άτομο μέσω της υλικής πραγματικότητας της καθημερινής ζωής». Ο Μουσολίνι, βάλθηκε επίσης να ξανασχεδιάσει τα σπίτια των Ιταλών πολιτών, μετατρέποντας την κουζίνα από ένα τεράστιο δωμάτιο σε ένα μικρό αλλά τεχνολογικά προηγμένο μέρος που θα χωρούσε πλέον μόνο ένα άτομο, μία γυναίκα.
Τα ζυμαρικά ως σκλαβιά
Κεντρική θέση στο φασιστικό δόγμα είναι η εικόνα μιας αυτάρκης κοινωνίας με μια κλειστή οικονομία που δεν χρειάζεται να βασίζεται στο εμπόριο με άλλους πολιτισμούς για να επιβιώσει. Όταν λοιπόν ανέβηκε στην εξουσία, ο Μπενίτο Μουσολίνι προώθησε την παραγωγή και την κατανάλωση μιας ποικιλίας προϊόντων εγχώριας καλλιέργειας, συμπεριλαμβανομένων των εσπεριδοειδών, των ντοματών, του κρασιού, του ελαιόλαδου και —κυρίως— του ρυζιού. Το ρύζι, το οποίο καλλιεργούνταν από καιρό στις βόρειες περιοχές της Λομβαρδίας, του Πιεμόντε και του Βένετο, προοριζόταν να αντικαταστήσει τα ζυμαρικά και το ψωμί, τα οποία παρασκευάζονταν από αλεύρι που αγοραζόταν από την Τουρκία με αυξανόμενο κόστος.
Η οικονομική αστάθεια και οι εξωτερικές κυρώσεις στις οποίες υπέστη η Ιταλία ως αποτέλεσμα της εισβολής της στην Αιθιοπία το 1935 αύξησαν περαιτέρω την ανάγκη της για μια αξιόπιστη, εγχώρια πηγή τροφής. Ωστόσο, η αντικατάσταση των ζυμαρικών με ρύζι ήταν πιο εύκολο να ειπωθεί παρά να γίνει. Ιδιατέρως στις νότιες περιοχές της χώρας, όπου οι κουζίνες ήταν γεμάτες με φιδέ, ριγκατόνι και φουσίλι, οι εντολές κατανάλωσης ρυζιού του Μουσολίνι έφεραν ανεπιθύμητες αναμνήσεις από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, μια εποχή που οι Ιταλοί αναγκάστηκαν να ζουν με πενιχρές μερίδες. Το ρύζι ήταν ήπιο και άγευστο, πιο κατάλληλο για σκύλους παρά για ανθρώπους.
Έτσι ο δικτάτορας ξεκίνησε εκστρατείες προπαγάνδας που στόχευαν στις γυναίκες που θα αξιοποιούσαν την υπερηφάνεια τους ως μητέρες και σύζυγοι των τότε φασιστών μαχητών. Κρατικά φορτηγά ταξίδεψαν στην ύπαιθρο για να μοιράσουν ρύζι σε γυναίκες σε φασιστικές συγκεντρώσεις, ιδιαίτερα στη νότια Ιταλία, ενώ μετέφεραν επίσης φυλλάδια που δεν περιείχαν απλώς συνταγές και διατροφικές πληροφορίες, αλλά ισχυρή προπαγάνδα.
Ένα επιδραστικό βιβλίο μαγειρικής του 1932 που γράφτηκε από τον Filippo Tommaso Marinetti, συν-συγγραφέα του Φασιστικού Μανιφέστου, υποστήριζε ότι η κατανάλωση ζυμαρικών έκανε τους ανθρώπους ληθαργικούς και καταθλιπτικούς. Αυτές οι ιδιότητες επηρεάζουν τους αξιόμαχους στρατιώτες που είναι πρόθυμοι να πεθάνουν για την πατρίδα τους. «Αυτό το μεγάλο πάθος για τα ζυμαρικά», λέει ο πρόλογος του βιβλίου, «είναι μια ιταλική αδυναμία και έχεις εκατό λόγους για να το καταστρέψεις».
Τα ζυμαρικά ήταν η «αχίλλειος πτέρνα» της Ιταλίας και «μια μορφή σκλαβιάς» από την οποία η χώρα έπρεπε να δραπετεύσει για να διεκδικήσει ξανά το χαμένο καθεστώς και το κύρος της αρχαίας Ρώμης. Οι συνταγές αυτές επινοήθηκαν για να πείσουν τις γυναίκες ότι τρώγοντας ρύζι υποστήριζαν άμεσα την υγεία των ιταλικών στρατευμάτων και των ιταλικών οικογενειών και κατ’ επέκταση την σταθερή πορεία του κράτους.
Οι υγιείς άνδρες έκαναν ισχυρούς στρατιώτες, ενώ οι υγιείς γυναίκες έκαναν δυνατές μητέρες, οι οποίες με τη σειρά τους γέννησαν περισσότερους στρατιώτες και μητέρες. Το «Mangiate Riso» (Φάτε ρύζι) αποτελεί μια διαφήμιση από το 1933, που απεικονίζει ένα παχουλό, ξανθό μωρό καθισμένο σε έναν ανοιχτό σάκο. Το φόντο αυτής της διαφήμισης περιλαμβάνει μια εικόνα των Μondine, των γυναικών αγροτών που εργάζονται στους ορυζώνες της βόρειας Ιταλίας με την προπαγάνδα του Μουσολίνι να της αναδεικνύει ως εμβλήματα της εγκεκριμένης από το κράτος γυναικείας αρετής και ανδρείας.
Στην πραγματικότητα όμως, οι γυναίκες αυτές υποβλήθηκαν σε συνθήκες εργασίας τόσο σκληρές που υπέφεραν συνήθως αποβολές και διαταραχές τους εμμηνορροϊκούς κύκλους. Ως θύματα της πολιτιστικής και γαστρονομικής επανάστασης του Μουσολίνι, οι mondine παραμένουν ζωντανές στις αναμνήσεις των Ιταλών ακόμα και σήμερα μέσα από τα αντιστασιακά τραγούδια που έλεγαν καθώς δούλευαν, όπως το δημοφιλές πλέον αντιφασιστικό λαϊκό τραγούδι Bella Ciao. Εξαιτίας της τολμηρής αντίστασης και της αντιφασιστικής προοπτικής τους, οι mondine έγιναν κοινοί στόχοι βίαιης αστυνομικής βίας. Το εμβληματικό λευκό μαντίλι που φορούσαν μετατράπηκε από σύμβολο στιβαρής θηλυκότητας σε έμβλημα για τους παρτιζάνους.
Η γενναιότητα των γυναικών αυτών ενέπνευσε άλλα στοιχεία της ιταλικής κοινωνίας να μιλήσουν εναντίον του Ιταλού δικτάτορα. Ο δήμαρχος της Νάπολης, διάσημη για τα ζυμαρικά της, διακήρυξε ότι «οι άγγελοι στον Παράδεισο δεν τρώνε τίποτε άλλο εκτός από φιδέ al pomodoro», ενώ η εφημερίδα La Settimana Modenese έγραψε ότι ο Marinetti και το βιβλίο του «έχουν ξεπεράσει τον σωστό χρόνο μαγειρέματος».
Η αποτυχημένη προσπάθεια του Φασιστικού Κόμματος να αντικαταστήσει πλήρως το εισαγόμενο αλεύρι των ζυμαρικών με ρύζι εγχώριας καλλιέργειας κατέληξε να προκαλέσει μεγάλες ελλείψεις τροφίμων στη δεκαετία που οδήγησε στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το μεγαλεπήβολο σχέδιο υγιεινής διατροφής, άφησε μεγάλο μέρος του πληθυσμού υποσιτισμένο. Όσο κι αν προσπάθησαν οι φασίστες, δεν μπορούσαν να υποχρεώσουν τους Ιταλούς να εγκαταλείψουν το φαγητό τους. Για τους Ιταλούς, τα ζυμαρικά είναι κάτι περισσότερο από ένα φαγητό. Είναι ένα μέρος της κληρονομιάς τους που οι φασίστες δεν μπορούσαν να καταστρέψουν. Τα ζυμαρικά, σε όλα τα σχήματα και μεγέθη, έγιναν σύμβολο του αντιφασιστικού κινήματος και της επανάστασης.