Μία μέρα σαν και αυτή, πριν ακριβώς μισό αιώνα, φοιτητές της Νομικής και του Πολυτεχνείου, μέλη οργανώσεων αλλά και απλοί πολίτες, πρωτοστάτησαν σε ένα αγώνα κόντρα σε ένα δικτατορικό καθεστώς που είχε εξορίσει και βασανίσει χιλιάδες και είχε βυθίσει τη χώρα στην στο σκοτάδι του αυταρχισμού. Ένα καθεστώς που δημιουργήθηκε από τη δράση των συνωμοτών της 21ης Απριλίου που είχε ξεκινήσει τουλάχιστον από το 1956 και σε συνδυασμό με τη στήριξη τους από το στρατό και την εκκλησία, τους θεσμικούς στυλοβάτες του καθεστώτος, και την κάλυψή τους από ξένες μυστικές υπηρεσίες, κατάφεραν να επιβάλουν το 1967 τη χούντα των συνταγματαρχών που άλλαξε άρδην την κοινωνικοπολιτική ζωή της χώρας.

Σημαντικός παράγοντας σε αυτήν την εξέλιξη αποτέλεσε η αμερικανική στάση απέναντι σε αυτήν την ομάδα στρατιωτικών. Σε όλη την ιστορία τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποίησαν τις στρατιωτικές και μυστικές επιχειρήσεις τους για να ανατρέψουν ή να στηρίξουν ξένες κυβερνήσεις στο όνομα της “δημοκρατίας”, της αντικομμουνιστικής ρητορικής με κύριο στόχο τη διατήρηση των στρατηγικών και επιχειρηματικών συμφερόντων τους.

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να χρησιμοποιούν τη νεοσύστατη Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (CIA) για να ανατρέψουν κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο με πιο καλυμμένο τρόπο. Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι  εξορθολόγησαν πολλές από αυτές τις παρεμβάσεις ως απαραίτητες για την αποτροπή της εξάπλωσης του κομμουνισμού σύμφωνα με τη θεωρία του ντόμινο του Ψυχρού Πολέμου.

Από την Κούβα, το Ιράν, το Κονγκό, την ανατροπή της κυβέρνησης Salvador Allende, στη Χιλή, μέχρι την υποστήριξη της χούντας των συνταγματαρχών στη Ελλάδα, η αμερικανική εξωτερική πολιτική αποτέλεσε πολλάκις σημαντικός παράγοντας στην ανατροπή δημοκρατικών καθεστώτων και την επιβολή αυταρχικών δικτατοριών που στοίχισαν τη ζωή σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους.

Οι ΗΠΑ, μέσω της πρεσβείας τους στην Αθήνα και της CIA, είναι γνωστό ότι έπαιζαν ενεργό ρόλο στις ελληνικές υποθέσεις τουλάχιστον από τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο (1946–1949), κατά τον οποίο η χώρα πέρασε από τη βρετανική στην αμερικανική σφαίρα επιρροής. Οι δεκαετίες του 1950 και του 1960 ήταν περίοδοι πολιτικής αστάθειας, με ξένους πράκτορες και το παλάτι να ανακατεύεται στην πολιτική. Ο σταθερός στόχος των ΗΠΑ ήταν να κρατήσουν την Ελλάδα στο ΝΑΤΟ, να περιορίσουν τη δράση της Αριστεράς και συνολικά να καταστείλουν τις φιλελεύθερες και προοδευτικές φωνές.

Οι ΗΠΑ φαίνεται ότι γνώριζαν και ενέκριναν τα σχέδια πραξικοπήματος που ετοιμάζονταν μεταξύ υψηλόβαθμων αξιωματικών του στρατού. Τόσο οι στρατηγοί όσο και ένα σημαντικό μέρος του φιλοαμερικανικού δεξιού κατεστημένου στήριξαν τη χούντα, αφού οι στόχοι τους δεν διέφεραν πολύ. Οι δικτάτορες ώθησαν την ιδέα ότι είχαν σώσει τη χώρα από μια κομμουνιστική κατάληψη και οι Αμερικανοί αξιωματούχοι εξασφάλισαν ότι η ελληνική επικράτεια δε θα κυλήσει σε ένα αριστερό κοινοβουλευτικό πολίτευμα.

Το σχέδιο Περικλής το 1961 που ενίσχυσε την παρέμβαση του στρατού και της αστυνομίας στα τότε πολιτικά πράγματα , η δολοφονία Λαμπράκη το 1963 που εξέθρεψε έναν ανεξέλεγκτο παρακρατικό μηχανισμό, τα Ιουλιανά που ενίσχυσαν την ανάμιξη του νεαρού τότε βασιλιά Κωνσταντίνου στην πολιτική και στρατιωτική πραγματικότητα της χώρας και οδήγησαν σε απαξίωση των πολιτικών, όλα ήταν αποτέλεσμα αυτού του σχεδίου των ελληνικών και αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών και άνοιξαν τον δρόμο στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967.

Τα έγγραφα της CIA που είδαν το φως της δημοσιότητας, όχι μόνο αντανακλούν τη στάση της υπηρεσίας απέναντι στο καθεστώς, αλλά υπογραμμίζουν και τις στενές σχέσεις που είχαν οι Αμερικανοί αξιωματούχοι με τα μέλη του. Η πρώτη αναφορά μετά το πραξικόπημα ενημερώνει το State Department πως «η κυβέρνηση Κανελλόπουλου ανατράπηκε από ένα ταχύτατο και καλοσχεδιασμένο στρατιωτικό πραξικόπημα, διευθυνόμενο απ’ ό,τι φαίνεται από την ανώτατη ηγεσία του ελληνικού στρατού».

«Ο εκπρόσωπος της ομάδας, στρατηγός Παττακός, δήλωσε στον αεροπορικό ακόλουθο των ΗΠΑ ότι το πραξικόπημα σχεδιάστηκε “για να διασφαλιστεί η εσωτερική ηρεμία, η νομιμοφροσύνη προς τον βασιλέα και η αφοσίωση στο ΝΑΤΟ και τη Δύση, καθώς και η ενότητα του λαού” που δίχασαν οι πολιτικοί». Σε περίπτωση που «οι υποστηρικτές των Παπανδρέου ή η άκρα Αριστερά συνέλθουν από το αρχικό τους σοκ» κι «επιχειρήσουν να ξεκινήσουν φασαρίες», «οι δυνάμεις ασφαλείας είναι σε θέση να διατηρήσουν την τάξη».

Εξυπηρέτηση αμερικανικών συμφερόντων

Ο αμερικανικός παράγων φαίνεται να επιδίωξε να εξασφαλίσει την ομαλή συμβίωση του Στέμματος με τη νέα ηγετική στρατιωτική ομάδα. Για τα αμερικανικά συμφέροντα, ο βασιλιάς ήταν χρήσιμος ως δύναμη εγγυητική του βασικού στρατηγικού προσανατολισμού της Ατλαντικής Συμμαχίας. Η χούντα αντιθέτως, ενίσχυε τη θέση της στις ένοπλες δυνάμεις εκκαθαρίζοντας σταδιακά βασιλόφρονες ή νομιμόφρονες προς το κοινοβουλευτικό σύστημα αξιωματούχους.

Οι Αμερικανοί δεν ήταν όμως διατεθειμένοι να ασκήσουν οποιαδήποτε πίεση προς το στρατιωτικό καθεστώς και αυτό γιατί διαπίστωσαν κατά τον Αραβοϊσραηλινό πόλεμο των 6 ημερών τον Ιούνιο του 1967 ότι η χούντα τους επέτρεψε την ανεμπόδιστη χρήση του ελληνικού χώρου και παρείχε διευκολύνσεις. Επιπλέον, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι είχαν συνειδητοποιήσει ότι αν επέστρεφε κοινοβουλευτικό σύστημα στη χώρα, πιθανότατα θα επικρατούσαν δυνάμεις που εκφράζονταν από την Ένωση Κεντρώων, κάτι που δε θεωρούσαν ότι θα ήταν σύμφωνο με τα συμφέροντά τους στην περιοχή.

Με το πραξικόπημα στη Λιβύη το 1969 υπό τον στρατηγό Μουαμάρ Καντάφι οι ΗΠΑ αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις στρατιωτικές βάσεις τους. Έτσι, γίνεται άμεσα αντιληπτό ότι η αμερικανική κυβέρνηση, δεν ήταν σε θέση να υποστεί άλλη μια απώλεια σημαντικών βάσεων στη Μεσόγειο με αποτέλεσμα να πράξει ό,τι είναι απαραίτητο για την διατήρηση των βάσεων στην Ελλάδα. 

Στήριξη και διεθνή νομιμοποίηση

Όλα αυτά οδήγησαν στην αντίληψη ότι η συνεργασία με τη χούντα και η σταδιακή, ελεγχόμενη από τους αμερικανικούς κύκλους επιστροφή σε αντιπροσωπευτικούς θεσμούς ήταν η καλύτερη στρατηγική. Η κυβέρνηση Richard Nixon τον Ιανουάριο του 1969 με σύμβουλο εθνικής ασφαλείας τον Henry Kissinger καλλιέργησε πλήρως της σχέσεις συνεργασίας με το δικτατορικό καθεστώς με αποκορύφωμα την επίσκεψη του Αντιπρόεδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Spiro Agnew στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 1971. Οποιαδήποτε πίεση ή στοιχείο αποδοκιμασίας προς το καθεστώς είχε πλέον αποσιωπηθεί καθώς ο Kissinger θεωρούσε ότι η αμερικανική πολιτική δεν επιτρεπόταν να καθορίζεται από ηθικά ζητήματα και τη φύση του πολιτικού καθεστώτος των άλλων κρατών αλλά μόνο από την προώθηση των συμφερόντων της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.

Κατά τη διάρκεια της επταετίας(1967–1974), οι ΗΠΑ παρείχαν στο καθεστώς σημαντική βοήθεια με σημαντικότερη την πολιτική κάλυψη, το κύρος και τη διεθνή νομιμοποίηση. Έχει διατυπωθεί η θεωρία ότι η χούντα μπορεί να μην είχε επιβιώσει χωρίς την αμερικανική στήριξη και βοήθεια, καθώς η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) ήταν πολύ επικριτική μαζί της και προσπάθησε ακόμη και να διώξει την Ελλάδα από το Συμβούλιο της Ευρώπης το 1969 καθώς ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων συνιστούσε βασικό πυλώνα της νομιμοποιησης του. Στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, η Ουάσινγκτον ήταν σε θέση να επηρεάσει τη στάση των σημαντικότερων συμμάχων της και να εξουδετερώσει τις καταγγελίες των Σκανδιναβών για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την ελληνική χούντα.

Τριγμοί στο χουντικο καθεστώς

Από τις αρχές του 1973 έγινε αντιληπτό ότι ο Παπαδόπουλος έχανε σταδιακά τον έλεγχο της κατάστασης, η φοιτητική αναταραχή ήταν πλέον έκδηλη, η μαζικοποίηση των αγώνων, το σύντομο χρονικό διάστημα τους, η βιαιότητα των αρχών ασφαλείας αποδείκνυαν ότι το καθεστώς βρισκόταν σε κρίση. Παράλληλα η δραστηριότητα του Γρίβα στην Κύπρο και η διαμάχη των επισκόπων με τον Μακάριο, ήταν σημάδια ότι το δικτατορικό καθεστώς αδυνατούσε να χαράξει μια συγκεκριμένη πολιτική στο Κυπριακό. Η αποκάλυψη του κινήματος του Ναυτικού το Μάιο του 1973 και η ανταρσία του αντιτορπιλικού “Βέλος” έδειξε ότι η χούντα δε διέθετε τον πλήρη έλεγχο των ενόπλων δυνάμεων και από την αμερικανική οπτική ήταν φανερή η άνοδος της επιρροής των νεότερων αξιωματικών υπό την ηγεσία του ταξίαρχου Ιωαννίδη.

Στις 9 Νοεμβρίου του 1972 τα αρχεία της CIA αναφέρουν: «Ενα πραξικόπημα όπου θα κυριαρχούσαν οι νεότεροι αξιωματικοί της χούντας θα εγκαθίδρυε ίσως ένα σφιχτότερο, πιο δικτατορικό καθεστώς. Κατά τα λοιπά, κανένα τους δε θα ήταν πολύ διαφορετικό από το παρόν καθεστώς· δηλαδή φιλονατοϊκό, κραυγαλέα αντικομμουνιστικό, πουριτανικό».

Η απόπειρα πολιτικοποίησης και “φιλελευθεροποίησης” του καθεστώτος με το σχηματισμό κυβέρνησης Μαρκεζίνη έτυχε της υποστήριξης του αμερικανού πρεσβευτή στην Αθήνα Henry Tasca αλλά όχι του Kissinger που πλέον ήταν Υπουργός Εξωτερικών. Ο Kissinger εισηγήθηκε στον πρόεδρο Nixon την απόρριψή του καθώς κατά τη διάρκεια του αραβοϊσραηλινού πολέμου τον Οκτώβριο του 1973, η κυβέρνηση Μαρκεζίνη απαγόρευσε τη χρήση του ελληνικού χώρου από τις αμερικανικές δυνάμεις.

Ο ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης, ένας δυσαρεστημένος αδιάλλακτος χουντικός, χρησιμοποίησε την εξέγερση του Πολυτεχνείου ως πρόφαση για να αποκαταστήσει τη δημόσια τάξη και οργάνωσε πραξικόπημα με το οποίο ανατράπηκε ο Παπαδόπουλος και η κυβέρνηση Μαρκεζίνη, στις 25 Νοεμβρίου 1973.

«Η υποτροπή της δικτατορίας έθεσε την ενδοαμερικανική συζήτηση σε νέα βάση» σύμφωνα με τον Δρ. Σωτήρη Ριζά, Διευθυντή του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών. «Ο Tasca εισηγήθηκε την αποδοκιμασία του πραξικοπήματος από την αμερικανική πλευρά και την υποστήριξη ενός ευρύτερου πολιτικού σχηματισμού, μιας “κυβέρνησης εθνικής ενότητας” υπό τον Καραμανλή».

«Κατά τη διάρκεια του πολέμου του Οκτωβρίου το καθεστώς Παπαδόπουλου, ενώ υιοθέτησε μια πολιτική που δημοσίως απέκλινε από εκείνη των ΗΠΑ, υπήρξε ωστόσο μυστικά υποβοηθητικό με ποικίλους τρόπους. Για παράδειγμα, παρείχε χρήσιμα στοιχεία για τις σοβιετικές πτήσεις ανεφοδιασμού κι επέτρεψε πολύ πιο εκτεταμένη χρήση των βάσεων των ΗΠΑ στην Ελλάδα απ’ ό,τι προβλέπουν οι διμερείς συμφωνίες. Στο μέλλον δε θα μπορούμε να αναμένουμε αυτού του είδους τη συνεργασία από το καθεστώς Ιωαννίδη, εκτός αν οι ΗΠΑ είναι διατεθειμένες να είναι περισσότερο εξυπηρετικές σε μια γκάμα στρατιωτικών ζητημάτων» αναφέρουν χαρακτηριστικά τα αρχεία της CIA. Η αποδόμηση του χουντικού καθεστώτος και η έλευση του Καραμανλή ήταν ήδη στα σχέδια του State Department.

Για τον πρεσβευτή, ο Καραμανλής φαινόταν ο μόνος ικανός εκπρόσωπος του παλαιού πολιτικού κόσμου προκειμένου να επαναφέρει την Ελλάδα σε συνταγματική διακυβέρνηση χωρίς τον κίνδυνο μιας ανεξέλεγκτης για τα αμερικανικά συμφέροντα πόλωσης και στροφής προς τα αριστερά.

ΗΠΑ και Κυπριακό

Το Μάρτιο του 1974 υπήρξε έντονη διαφωνία στους κύκλους των αμερικανών αξιωματούχων, με τον πρεσβευτή και άλλα στελέχη του State Department να θεωρούν ότι η συνέχιση της δικτατορίας ήταν επικίνδυνη για τα αμερικανικά συμφέροντα, καθώς το καθεστώς δεν είχε πια λαϊκή απήχηση και συρρικνωνόταν η υποστήριξή του από της ένοπλες δυνάμεις και την αντίδραση του Kissinger που προέβαλε τον κινδυνο της επικράτησης μία αντιαμερικανικής κυβέρνησης με κυριότερο υποψήφιο τον Ανδρέα Παπανδρέου.

Ενώ για πολλούς στο State Department η πολιτική διαμάχη των Ιωαννίδη-Μακάριου ήταν ξεκάθαρο ότι θα είχε καταστροφικά αποτελέσματα η απουσία δράσης από τον Υπ. Εξωτερικών Kissinger θεωρήθηκε ως συνειδητή, και πιστέυεται ότι ο ίδιος συμφωνούσε και προωθούσε μια προκείμενη ανατροπή του Μακάριου στον Κύπρο.  Κατά το τελικό στάδιο του σχεδίου του Ιωαννίδη για την ανατροπή του Μακάριου, ο ίδιος ενημέρωνε τα εμπλεκόμενα, υψηλά κλιμάκια των στρατιωτικών του μονάδων ότι έχει την πλήρη υποστήριξη από την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Η άρνηση για συμφεροντολογικούς λόγους, οποιασδήποτε αμερικανικής διπλωματικής παρέμβασης, κυρίως στο καθεστώς Ιωαννίδη, άφησε τον τελευταίο ανενόχλητο να οργανώσει το πραξικόπημα στην Κύπρο, που με την σειρά του οδήγησε στην Τουρκική εισβολή.

Η στάση των ΗΠΑ απέναντι στη στρατιωτική δικτατορία έχει χαρακτηριστεί ως εγκληματική, με βάση τα αποτελέσματα που δημιούργησε. Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι, με βασικότερο τον Henry Kissinger, επέδειξαν μια στάση αρχικά ανοχής και στην συνέχεια αγαστής συνεργασίας, παρά τις έντονες αντιδράσεις από μεγάλη μερίδα του Κογκρέσου αποδεικνόντας για μία ακόμη φορά πως οι μεγάλες στρατιωτικές και οικονομικές δυνάμεις κινούν τα ηνία του διεθνούς συστήματος και καθορίζουν την πολιτικοκοινωνική ζωή των χωρών ανάλογα με τα συμφέροντά τους. 

Η αμερικανική στήριξη και ανάμειξη σε ένα καθεστώς αυταρχικό φέρει μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την σκοτεινή αυτή επταετία που αποτέλεσε μία μαύρη σελίδα της ιστορίας τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Κύπρο που πλήρωσε πολύ ακριβά το τίμημα της στήριξης των αμερικανικών συμφερόντων στη Μεσόγειο μέσα από ένα εγκληματικό καθεστώς.