Ένα χρόνο πριν, τα ξημερώματα της 24ης Φεβρουαρίου του 2022, η εισβολή των ρωσικών στρατευμάτων θα σηματοδοτήσει μία νέα εποχή για το μέλλον της ευρωπαϊκής ασφάλειας και το σύστημα της ισορροπίας δυνάμεων στον παγκόσμιο χάρτη. Ένα χρόνο πριν, κανένας αναλυτής δεν μπορούσε να προβλέψει τις κινήσεις του Ρώσου Προέδρου που είχε σαν απώτερο στόχο -σύμφωνα με τις δηλώσεις του-, την επίτευξη της αποστρατιωτικοποίησης και της «αποναζιστικοποίησης» του ουκρανικού κράτους και την απομάκρυνση του από τη Δύση και το ΝΑΤΟ.
Ακόμα και όταν ο Ουκρανός Πρόεδρος Volodymyr Oleksandrovych Zelenskyy απηύθυνε έκκληση για βοήθεια -από το βήμα της Διάσκεψης του Μονάχου για την Ασφάλεια- λίγες μέρες πριν τη εισβολή, υπογραμμίζοντας ότι η χώρα του θα δεχτεί επίθεση «από στιγμή σε στιγμή», αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία από το ακροατήριο. Ακόμα και όταν τα ρωσικά τεθωρακισμένα έμπαιναν στα περίχωρα του Κιέβου, πολλοί αναλυτές χαρακτήριζαν την κίνηση αυτή ως μια εισβολή -αστραπή- διάρκειας μερικών εβδομάδων.
Ένα χρόνο μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι μάλλον αδύνατο να προβλεφθεί με ακρίβεια τόσο το αποτέλεσμα όσο και οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του πολέμου. Με 8000 άμαχους νεκρούς, σύμφωνα με έκθεση του ΟΗΕ, και τουλάχιστον 13,287 τραυματίες, 14 εκατομμύρια εκτοπισμένους και μεγάλο μέρος των ουκρανικών υποδομών καταστραμμένο, η ρωσική εισβολή ήρθε να επισφραγίσει το τέλος της ευρωπαϊκής φαινομενικής αθωότητας και να επαναπροσδιορίσει ολόκληρη τη διεθνή τάξη πραγμάτων.
Που βρισκόμαστε στο πεδίο των μαχών;
«Όπως είναι η τρέχουσα κατάσταση στην Ουκρανία, είναι σημαντικό να εκτιμούμε την κατάσταση μέρα με τη μέρα. Ακόμα και οι βραχυπρόθεσμες εκτιμήσεις είναι δύσκολες καθώς οι πληροφορίες είναι συγκεχυμένες, οι προθέσεις και οι θέσεις των πλευρών αλλάζουν ανάλογα το πόσο πετυχαίνει μία τακτική που εφαρμόζουν ή όχι», υποστήριξε σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Olafaq.gr ο Κωνσταντίνος Φίλης, διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων, καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος και αναλυτής διεθνών θεμάτων.
Όπως σε ένα καλειδοσκόπιο, το σκηνικό αλλάζει συνεχώς. Κατά τους τελευταίους μήνες, υπάρχει μία φαινομενική στατικότητα στο πεδίο, καθώς οι εξελίξεις στο μέτωπο της ανατολικής Ουκρανίας έχουν επιβραδυνθεί, με καμία από τις δύο πλευρές να μην έχει το πάνω χέρι. Οι τελευταίες μέρες βρίσκουν τον Ρώσο Πρόεδρο να εξαπολύει μία νέα επίθεση από τα ανατολικά με στόχο την κατάληψη της πόλης Bakhmut, και σταδιακά τον έλεγχο στρατηγικών σημείων που θα δώσουν ένα σημαντικό πάτημα για την ρωσική επέκταση στην ευρύτερη περιοχή Donetsk.
Τα εδάφη της Donetsk μαζί με της Luhansk, αποτελούν την περιοχή Donbas, την καρδιά της ουκρανικής βιομηχανίας που εν μέρει ελέγχονται από τη Ρωσία η οποία θέλει να τα κατακτήσει ολοκληρωτικά. Υπάρχουν βέβαια και οι αναλύσεις που θέλουν τη ρωσική κυβέρνηση να εφαρμόζει μία τακτική εξουθένωσης. Δεσμεύοντας ουκρανικές δυνάμεις στην ανατολή, μία επικείμενη επίθεση από το βορρά θα αποδιοργανώσει την ουκρανική άμυνα και θα την αιφνιδιάσει.
Με έναν ολοκληρωτικό πόλεμο αντοχής, ο Ρώσος Πρόεδρος αποσκοπεί στη σταδιακή απορρύθμιση της Δύσης και ίσως σε μια αλλαγή ηγεσίας στο Κίεβο που θα τον βοηθήσει να δημιουργήσει ένα φιλορωσικό προπύργιο στα Νότια σύνορά του.
Ποιες είναι οι στρατηγικές της Ρωσίας;
Κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Ουκρανία, οι στρατηγικές της Ρωσίας έχουν αλλάξει σημαντικά. Αρχικά, το Κρεμλίνο αναζητούσε να ξαφνιάσει την Ουκρανία χρησιμοποιώντας σύγχρονες στρατιωτικές δυνάμεις και γρήγορες κινήσεις αιφνιδιασμού που θα κατάφερναν μια γρήγορη και αποτελεσματική νίκη. Τα σχέδια της Μόσχας βασίστηκαν στην πεποίθηση ότι τα στρατεύματά της θα «τρυπούσαν» τον υποτιθέμενο άτακτο στρατό της Ουκρανίας.
Το αρχικό σχέδιο -σύμφωνα με ανάλυση του Royal United Services Institute (RUSI), ενός think tank στο Λονδίνο- έδωσε πολύ μεγάλη βάση στην ταχύτητα και στη χρήση παραπλάνησης ώστε οι ουκρανικές δυνάμεις να μείνουν μακριά από το Κίεβο, κάτι που θα επέτρεπε τη γρήγορη κατάληψη της ουκρανικής πρωτεύουσας και την πρακτική υποταγή της χώρας. Οι αδυναμίες όμως των ρωσικών δυνάμεων, η ελλιπής τους προετοιμασία και η προβληματική υλικοτεχνική υποστήριξη δεν επέτρεψαν την αποτελεσματική εφαρμογή του σχεδίου. «Αν εκτελούνταν αποτελεσματικά, τα σχέδια θα μπορούσαν να είχαν επιτύχει…έφτασαν πιο κοντά από ό,τι πιστεύεται. Αν και υπόθεση πως θα υπήρχε ελάχιστη αντίσταση ήταν λανθασμένη, η κατοχή της νότιας Ουκρανίας δείχνει πως η ταχύτητα όντως παρείχε μια ρεαλιστική οδό προς την κατάληψη εδαφών, ακόμη και χωρίς τη λαϊκή στήριξη», υποστηρίζει η ανάλυση του RUSI. Πέρα από τις ελλείψεις στην εκτέλεση του σχεδίου και τις κακές επιδόσεις των ρωσικών μάχιμων μονάδων, υπάρχουν θεμελιώδεις πτυχές του σχεδίου που πρέπει να γίνουν κατανοητές για να γίνουν αντιληπτές οι ιδιαιτερότητες των επιχειρήσεων της Ρωσίας στην Ουκρανία κατά την πρώτη φάση του πολέμου. «Τα σχέδια αυτά καταστρώθηκαν από μια πολύ μικρή ομάδα αξιωματούχων με την ηγεσία του Putin. Πολλοί αξιωματούχοι που εκτελούσαν στοιχεία των προετοιμασιών δεν γνώριζαν τον ευρύτερο σκοπό. Το ρωσικό στρατιωτικό προσωπικό δεν ήταν ενήμερο για την πρόθεση εισβολής και κατοχής μέχρι ημέρες πριν την εισβολή, και οι τακτικές μονάδες μάχης δεν έλαβαν εντολές παρά μόνο λίγες ώρες πριν μπουν στην Ουκρανία».
Mε την πάροδο του χρόνου, η ρωσική επέλαση βασίστηκε στο δόγμα που δίνει προβάδισμα στο πυροβολικό και στις μαζικές επιθέσεις ώστε να πετύχει σημαντικές νίκες στο πεδίο της μάχης. Η νέα στρατηγική συντόμευσε επίσης σε μεγάλο βαθμό τις ρωσικές γραμμές ανεφοδιασμού, οι οποίες διέτρεχαν ασφαλές έδαφος που κρατούσαν επί μακρόν οι Ρώσοι αυτονομιστές. Αυτή η τακτική οδήγησε σε εξαντλητικές μάχες και ένα πόλεμο φθοράς που μπορεί να μην ήταν το ιδανικό αποτέλεσμα για τους Ρώσους, λειτούργησε ωστόσο, υπέρ τους. Παρά τα προβλήματα – τα οποία φάνηκαν ξεκάθαρα στην αποτυχημένη επίθεση εναντίον του Κιέβου στην αρχή του πολέμου- η ρωσική πολεμική μηχανή προχωρά με αργούς ρυθμούς προς τα εμπρός. «Είναι ακόμα πολύ επικίνδυνοι. Όταν σκέφτεσαι τους 25.000 νεκρούς, οποιοδήποτε άλλο σύστημα θα τα είχε απλά παρατήσει» είπε Robert Ben Lobban Wallace, υπουργός Άμυνας του Ηνωμένου Βασιλείου. «Μα απλά προχωρούν με δυσκολία. Προχωρούν με δυσκολία, σε επίπεδα προέλασης Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, μέτρα, όχι χιλιόμετρα, την ημέρα. Ίσως καταλαμβάνουν κάποια άδεια χωριά. Και κάποιες φορές απωθούνται. Χάνουν πολύ εξοπλισμό και πολλούς στρατιώτες κάνοντάς το».
Η Ρωσία αποτελεί μία τεράστια δύναμη, με τρεις φορές τον πληθυσμό της Ουκρανίας και με μια μεγάλη στρατιωτική βιομηχανία και σημαντικά αποθεματικά στρατιωτικού εξοπλισμού. Η ηγεσία της αντιμετωπίζει αυτόν τον πόλεμο ως μια υπαρξιακή διαμάχη που πρέπει να κερδηθεί. Η στρατιωτική της απόδοση έχει βελτιωθεί από την αρχή του πολέμου και οι επιθέσεις με πυραύλους και drones έχουν επιφέρει σημαντικές απώλειες σε ουκρανικές πόλεις και υποδομές. Ο πόλεμος φθοράς και εξουθένωσης αποτελεί μία μεγάλη πρόκληση για την Ουκρανία η οποία ζητά ανελλιπώς στήριξη και στρατιωτική βοήθεια για να μπορέσει να ανταπεξέλθει.
Τις τελευταίες εβδομάδες έχει παραλάβει συστήματα ρουκετών/ πυραύλων μακράς εμβέλειας από τις ΗΠΑ, με σκοπό να πληγούν ο ρωσικές γραμμές ανεφοδιασμού και να προκληθούν προβλήματα στο ρωσικό πυροβολικό. Όπως υπογραμμίζεται από αναλυτές, το πώς θα χρησιμοποιήσει το Κίεβο τις νέες του δυνατότητες θα μπορούσε να κρίνει τη σύγκρουση. Η στρατιωτική υποστήριξη μπορεί να βοηθήσει το Κίεβο να κρατήσει τις γραμμές στην επικείμενη επίθεση και ίσως να κερδίσει κάποια περιορισμένα εδάφη, ωστόσο το ενδεχόμενο να εκδιώξει τις ρωσικές δυνάμεις από τις περιοχές που ελέγχουν ως τώρα φαίνεται μάλλον αδύνατον, όση βοήθεια και αν της σταλεί.
Βιώνουμε την αρχή μιας νέας εποχής;
Η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου, που ταυτίστηκε με τη γεωπολιτική κυριαρχία δύο υπερδυνάμεων (ΗΠΑ – ΕΣΣΔ) έχει παρέλθει προ πολλού. Ωστόσο, η εισβολή στην ουκρανική επικράτεια φαίνεται να επισφραγίζει την αναβίωση του ανταγωνισμού και της έχθρας των δύο υπερδυνάμεων που αυτή τη στιγμή ανταγωνίζονται για την επέκταση των σφαιρών επιρροής τους σε ένα ανοιχτό στρατιωτικό μέτωπο στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την ανάληψη της εξουσίας από ανίσχυρους Ρώσους ηγέτες , η ηγεμονία του Putin φαίνεται να ταράζει την εύθραυστη ισορροπία δυνάμεων του διεθνούς συστήματος. Με πάνω από 22 χρόνια προϋπηρεσίας σε κυβερνητικές θέσεις (ως Πρόεδρος ή Πρωθυπουργός), ο Putin έχει καταφέρει να επαναφέρει τη Ρωσία σε μία ισχυρή στρατηγική θέση στην παγκόσμια σκακιέρα. Η προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 σήμανε και τη λήξη της οποιασδήποτε συνύπαρξης των δύο υπερδυνάμεων, με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία να αποτελεί το εναρκτήριο λάκτισμα μιας νέας εποχής που χαρακτηρίζεται από μία κούρσα εξοπλισμών, μία ενεργή σύρραξη σε ευρωπαϊκό έδαφος και σχέσεις που ακροβατούν σε ένα εξαιρετικά τεντωμένο σκοινί.
Είναι ωστόσο σημαντικό να υπογραμμιστεί σύμφωνα με τον κ. Φίλη ότι «δεν υπάρχει σύγκριση ανάμεσα στην αμερικανική και τη ρωσική στρατιωτική μηχανή. Η Ρωσία αποδείχτηκε ότι έχει πολλά προβλήματα αποτελεσματικότητας και λόγω της διαφθοράς στο στράτευμα αλλά και των υλικοτεχνικών περιορισμών». Αν κάτι μας έχει δείξει αυτή η σύρραξη είναι ότι «ζούμε σε έναν νέο κόσμο ευμετάβλητο, που είναι ρευστός, είναι σίγουρα πολυκεντρικός (όχι πολυπολικός) και αποδεικνύεται ότι οι ΗΠΑ είτε δεν είναι τόσο ικανές όσο ήταν στο παρελθόν, είτε δεν είναι πλέον τόσο πρόθυμες -είτε και τα δύο- για να μπορούν να αποτρέπουν εξελίξεις οι οποίες αντίκειται στα συμφέροντά τους».
Με την επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία, εξέπνευσε η ειρηνευτική τάξη που γνώριζε η Ευρώπη μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και η συλλογική ασφάλεια αποτελεί παρελθόν. Το διακύβευμα ενός τέτοιου πολέμου σε ευρωπαϊκό έδαφος είναι εξαιρετικά υψηλό γεγονός που ξεσηκώνει ένα κύμα αλληλεγγύης στο δυτικό κόσμο, χωρίζοντας για μία ακόμη φορά την παγκόσμια τάξη σε ανατολή και δύση.
Αυτό που η Ευρώπη και ολόκληρη η διεθνής κοινότητα βιώνει τον τελευταίο χρόνο είναι κομμάτι μιας νέας μορφής ολοκληρωτισμού. Μία υπερδύναμη φαίνεται να αμφισβητεί τη δυτική ιδεολογική πρωτοκαθεδρία και να αναζητά τη δική της ιστορική δικαίωση, είτε με την προσάρτηση εδαφών είτε ουδετεροποιώντας τα, επιβάλλοντας τους δικούς της γεωπολιτικούς όρους. «Πρόκειται για την επιστροφή φαινομένων ολοκληρωτισμού και αυταρχισμού με αναθεωρητικές βλέψεις με τη λογική της κατάκτησης εδαφών και όχι με άυλες και αφηρημένες μορφές επιβολής μέσω της οικονομίας ή της τεχνολογίας» αναφέρει σε συνέντευξή του ο Νικόλαος Σεβαστάκης, Καθηγητής του τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ. Αυτή η αναθεωρητική τάση ενδέχεται να «ξυπνήσει» τις κοιμώμενες συγκρούσεις στην περιφέρεια της ηπείρου, συμπεριλαμβανομένων των μετα-σοβιετικών περιοχών και των Δυτικών Βαλκανίων. Πιθανή νίκη του Putin μπορεί να ενθαρρύνει και τους ρωσόφιλους ηγέτες εντός της ΕΕ. Η εισβολή στην Ουκρανία ένωσε μεν την Ευρώπη, αλλά θα πλήξει την αυτοπεποίθησή της.
Το 1993, ο Γερμανός ποιητής και αρθρογράφος Hans Magnus Enzensberger προέβλεψε ότι μετά τον Ψυχρό Πόλεμο θα ακολουθούσε μια περίοδος χάους, βίας και συγκρούσεων. Αναλογιζόμενος τα όσα συνέβησαν στη Γιουγκοσλαβία αλλά και τις ταραχές στις ΗΠΑ, διέκρινε έναν κόσμο που καθορίζεται από «αδυναμία να διαχωρίσει μεταξύ της καταστροφής και της αυτοκαταστροφής». Σε αυτόν τον κόσμο «δεν υπάρχει ανάγκη να νομιμοποιήσεις τις πράξεις σου. Η βία έχει απελευθερωθεί από την ιδεολογία».
Ο ρόλος και οι ευθύνες της Δύσης
Το αφήγημα των δυτικών δυνάμεων ένα χρόνο τώρα τοποθετεί ως μοναδικό υπαίτιο της κρίσης στην Ουκρανία τη ρωσική επιθετικότητα. Όταν το 2014 ο Ρώσος Πρόεδρος προσάρτησε την Κριμαία, βασικός του στόχος ήταν η αναβίωση της σοβιετικής αυτοκρατορίας μέσω της σταδιακής προσάρτησης εδαφών που έφερε σαν επισφράγισμα την ολοκληρωτική εισβολή σε ευρωπαϊκό έδαφος, την Ουκρανία.
Παρ’ όλα αυτά, μεγάλη μερίδα αναλυτών συμπεριλαμβανομένου του John Joseph Mearsheimer, Αμερικανού πολιτικού επιστήμονα και καθηγητή Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, τόσο οι ΗΠΑ όσο και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους μοιράζονται μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την κρίση. Η απόφαση για περαιτέρω διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς και η σταδιακή απομάκρυνση της Ουκρανίας από τη ρωσική σφαίρα επιρροής με απώτερο στόχο την ενσωμάτωσή της στη Δύση καθώς και η επέκταση της ΕΕ προς την ανατολική Ευρώπη, σίγουρα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πυροδότηση της ρωσικής αντίδρασης. «Στην πραγματικότητα, το πρόβλημα για την Ουκρανία ξεκίνησε στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι τον Απρίλιο του 2008 όταν η τότε κυβέρνηση του George W. Bush ώθησε τη συμμαχία να ανακοινώσει ότι η Ουκρανία και η Γεωργία “θα γίνουν μέλη” της. Οι Ρώσοι ηγέτες απάντησαν αμέσως με οργή, χαρακτηρίζοντας αυτήν την απόφαση ως απειλή για την ίδια την ύπαρξη της Ρωσίας και υποσχέθηκαν να την αποτρέψουν. Η Αμερική αγνόησε την κόκκινη γραμμή της Μόσχας και προώθησε το σχέδιο της να κάνει την Ουκρανία το δυτικό της προπύργιο στα σύνορα με τη Ρωσία. Αυτή η στρατηγική περιλάμβανε δύο άλλα στοιχεία: να φέρει την Ουκρανία πιο κοντά στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να την κάνει μία φιλοαμερικανική δημοκρατία», αναφέρει σε άρθρο του ο καθηγητής Mearsheimer
Ο George Kennan, βετεράνος του Ψυχρού πολέμου, σε συνέντευξή του στους New York Times ανέφερε χαρακτηριστικά για τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ ανατολικά «Πιστεύω ότι έχουμε την απαρχή ενός Ψυχρού Πολέμου. Πιστεύω ότι οι Ρώσοι θα αντιδράσουν σταδιακά και θα επηρεάσει τις πολιτικές τους. Πιστεύω ότι πρόκειται για ένα τραγικό λάθος. Δεν υπήρχε λόγος για κάτι τέτοιο, κανένας δεν απειλούσε κανέναν».
Ταυτόχρονα, η υποστήριξη που επέδειξε η Δύση στην ανατροπή του φιλορώσου Προέδρου Viktor Fedorovych Yanukovych το 2014 δημιούργησε ισχυρές αντιδράσεις από το Κρεμλίνο που την χαρακτήρισε ως πραξικόπημα. Από εκεί και έπειτα η ρωσική πολιτική ξεκίνησε μια προσπάθεια αποσταθεροποίησης της Ουκρανίας μέχρι να εγκαταλείψει τις προσπάθειές της να ενταχθεί στη Δύση, με αποκορύφωμα την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το Μάρτη του 2014 καθώς φοβόταν πως η χερσόνησος αυτή θα φιλοξενούσε μια ναυτική βάση του ΝΑΤΟ.
Η πιθανή ωστόσο εξίσωση της ευθύνης της Δύσης και της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία είναι μάλλον επικίνδυνη σύμφωνα με τον κ. Φίλη. «Είναι δεδομένο ότι η Δύση έκανε πολλούς λάθος χειρισμούς απέναντι στη Ρωσία μεταψυχροπολεμικά και η διεύρυνση του ΝΑΤΟ δεν αποτελεί μοναδικό και καταλυτικό παράγοντα. Μία σειρά κινήσεων όπως ο πόλεμος στο Ιράκ το 2003, η αλλαγή καθεστώτος με τις Αραβικές εξεγέρσεις ειδικότερα στη Λιβύη (που αν και δεν αποτελεί μετα σοβιετικό χώρο, ενόχλησε πάρα πολύ τους Ρώσους το 2011), η υποστήριξη της επανάστασης των Ρόδων στη Γεωργία το 2003 και της Πορτοκαλί Επανάστασης το 2004 στην Ουκρανία, καθώς και τα γεγονότα στην Ουκρανία που προηγήθηκαν της Κριμαίας, η υποστήριξη της ανατροπής δηλαδή του φιλορωσου Yanukovych δημιούργησαν στο Κίεβο την αίσθηση ότι οι δυτικοί μπορούν να κινούνται μονομερώς αγνοώντας τα συμφέροντα των Ρώσων και όλων των υπολοίπων δυνάμεων. Κάπως έτσι το ρωσικό καθεστώς ανέπτυξε μία στρατηγική στο μετα-σοβιετικό χώρο, που ενισχύει κινήσεις και πολιτικές που μονομερώς προστατεύουν και προωθούν τα ρωσικά συμφέροντα. Δημιουργήθηκε η αίσθηση μεταψυχροπολεμικά (ιδιαίτερα τη δεκαετία του ’90 που η Ρωσία ήταν σε πλήρη διεθνή ανυποληψία) ότι οι δυτικοί δεν ενδιαφέρονται για τις απόψεις του Κρεμλίνου και ειδικά για την ανάπτυξη οποιασδήποτε συνεργασίας παρά μόνο ενδιαφέρονται να επιβάλλονται. Ως αποτέλεσμα, παρατηρούμε κινήσεις από τη Ρωσία που επιδιώκουν να επιδείξουν και να ενισχύσουν τη δυναμική της και την ισχυρή της παρουσία με σκοπό να αποδείξει ότι δε βρίσκεται στην αδύναμη θέση της δεκαετίας του ’90 και ότι η δυτική ατζέντα δεν μπορεί να τους επιβληθεί. Σε καμία περίπτωση ωστόσο, τα λάθη της Δύσης δεν δικαιολογούν την εισβολή. Μια τέτοια εξίσωση είναι εξαιρετικά επικίνδυνη όπως είναι επικίνδυνο αυτό που λέει ο Πούτιν ότι έρχεται για να διορθώσει την ιστορία , για να διορθώσει τα λάθη των προκατόχων του. Διότι έτσι, ανοίγει το κουτί της Πανδώρας.»
Τι συνιστά νίκη για τις δύο πλευρές;
Ο πιο ρεαλιστικός αυτή τη στιγμή στόχος για το Κρεμλίνο, είναι η εδαφική προσάρτηση περιοχών που θα της επιτρέψουν την ισχυροποίηση του χερσαίου διαδρόμου που ενώνει την ανατολική Ουκρανία με την Κριμαία και θα βρίσκεται υπό πλήρη ρωσικό έλεγχο. «Για τη Ρωσία δεν είναι αρκετό το να μείνει στις υφιστάμενες γραμμές, στο 15-17 % της ουκρανικής επικράτειας» υπογραμμίζει ο κ. Φίλης. Η επίθεση που αυτή τη στιγμή λαμβάνει χώρα από τα ανατολικά, έχει ως απώτερο σκοπό την πλήρη κατάληψη των περιοχών Donetsk και Luhansk που θα δώσουν ισχυρό προβάδισμα στην επίτευξη των ρωσικών βλέψεων. H Tatiana Stanovaya, ερευνήτρια του think tank Carnegie (CEIP), μιλώντας στους New York Times, υποστήριξε ότι για το Κρεμλίνο, η δημιουργία ενός τέτοιου διαδρόμου είναι θέμα χρόνου. «Ο ίδιος ο Πούτιν εκτιμά πως, ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με τις στρατιωτικές εξελίξεις στην ανατολική Ουκρανία, ο χρόνος είναι με το μέρος του. Η δυτική στρατιωτική στήριξη προς την Ουκρανία έχει όρια τα οποία έχουν, πια, φανεί. Η Δύση δεν πρόκειται να εμπλακεί άμεσα, ή κατά τρόπο αμεσότερο από την τρέχοντα, στον εν λόγω πόλεμο».
Εν συνεχεία, «για το Κρεμλίνο, το να επιβιώσει το υπάρχον καθεστώς Zelensky στο Κίεβο θα είναι μία ήττα» προσθέτει ο κ. Φίλης καθώς δε θα έχει καταφέρει αυτό για το οποίο ξεκίνησε, να ανατρέψει την κυβέρνηση και να εγκαθιδρύσει μια ηγεσία που θα είναι φίλα προσκείμενη στη ρωσική πολιτική. Στόχος της Μόσχας είναι να αναγκάσει το Κίεβο να συνθηκολογήσει και μέσα από αυτή τη διαπραγμάτευση να καταλήξει στην «από-ουκρανοποίηση» και στη «ρωσοποίηση» συνολικά της χώρας, αποστερώντας το δικαιώμα στην Ουκρανία να οικοδομήσει το δικό της έθνος. «Το Κρεμλίνο αναμένει ότι σε ένα με δύο χρόνια η Ουκρανία θα είναι πια εξαντλημένη από τον πόλεμο, ανίκανη να λειτουργήσει κανονικά, βαθιά αποκαρδιωμένη και έτοιμη για συνθηκολόγηση» αναφέρει η Tatiana Stanovaya. «Τότε λοιπόν, σε ένα με δύο χρόνια, το Κρεμλίνο εκτιμά πως η ουκρανική ελίτ θα διασπαστεί και πως θα υπάρξει μια αντιπολιτευόμενη κίνηση που θα εκδιώξει την κυβέρνηση του Volodymyr Zelenskyy. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Ρωσία δεν θα έχει πια κανένα λόγο να εισβάλει στο Κίεβο γιατί το Κίεβο θα έχει πέσει μόνο του».
Για την Ουκρανία, οι στόχοι φαίνονται να είναι πιο μαξιμαλιστικοί, με μόνο αποδεκτό τέλος στις εχθροπραξίες να δίνεται μόνο με την απομάκρυνση των ρωσικών στρατευμάτων από κάθε σημείο της ουκρανικής επικράτειας κάτι όμως που σύμφωνα με τον κ. Φίλη, «φαίνεται να μην είναι εφικτό. Κάτι τέτοιο θα γινόταν μόνο με μια απευθείας ανάμειξη ΝΑΤΟικών δυνάμεων στο έδαφος της Ουκρανίας, πράγμα όμως απίθανο».
Για την Ουκρανία, το ενδεχόμενο μιας εδαφικής παραχώρησης έχει απορριφθεί ολοκληρωτικά από τον Πρόεδρο Zelensky, ο οποίος έχει επανειλημμένως υπογραμμίσει ότι «η Ρωσία ακούει μόνο στη γλώσσα των όπλων» και είναι αδύνατον να συνομιλήσει με τον Ρώσο ομόλογό του μιας και δεν του έχει καμία απολύτως εμπιστοσύνη. Η ουκρανική ηγεσία αισθάνεται πολύ ισχυρότερη με το μεγαλύτερο μέρος του ουκρανικού λαού αλλά και της Δύσης να είναι με το μέρος της. Η εξαιρετική επικοινωνιακή πολιτική του Ουκρανού Προέδρου έχει ενώσει τον δυτικό κόσμο στο πλευρό των αμυνόμενων και με αυτήν την υποστήριξη ως το πιο δυνατό όπλο στη φαρέτρα του επιδίδεται σε έναν πόλεμο φθοράς με στόχο να εξουθενώσει τις ρωσικές δυνάμεις.
«Για την Ουκρανία η κατάσταση είναι εξαιρετικά δύσκολη. Το 1/ 5 της επικράτειας έχει χαθεί. Μπορεί και πριν τον πόλεμο αυτές οι περιοχές να ήταν de facto αυτονομημένες, αλλά αυτό από μόνο του δεν αποτελεί άλλοθι για τον Ουκρανό πρόεδρο, που στο τέλος της ημέρας θα πρέπει να κάνει τον απολογισμό του» επισημαίνει ο κ. Φίλης. Η άποψη που υπάρχει στη Δύση, και που φαίνεται πλέον να αποκτά ολοένα μεγαλύτερο έδαφος, είναι ότι η Ουκρανία δεν θα μπορέσει να πάρει πίσω τις περιοχές που έχουν ήδη καταλάβει τα ρωσικά στρατεύματα εντός των ουκρανικών συνόρων.
Ποια θα είναι η επόμενη μέρα;
Συνήθως όταν δύο χώρες βρίσκονται σε πόλεμο, η διπλωματική δραστηριότητα είναι αυτή που δυνητικά μπορεί να δώσει ένα τέλος στις εχθροπραξίες. Στην περίπτωση της Ουκρανίας, τέτοιες προσπάθειες δε φαίνεται να έχουν καλλιεργηθεί. Με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη να ενισχύουν στρατιωτικά το Κίεβο με σκοπό την ανατροπή των ρωσικών δυνάμεων και την επιβολή κυρώσεων στη Μόσχα, η κατάσταση φαίνεται ιδιαίτερα τεταμένη χωρίς να υπάρχουν κινήσεις που να οδηγούν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Οι Ουκρανοί και οι χώρες που τους υποστηρίζουν καταλαβαίνουν ότι αν η Ρωσία επικρατήσει σε αυτήν την αιματηρή μάχη, η όρεξη του Putin για επέκταση μπορεί να μην σταματήσει στα ουκρανικά σύνορα. Οι βαλτικές χώρες, η Φινλανδία, η Πολωνία και άλλες χώρες του πρώην σοβιετικού χώρου αισθάνονται ότι η εδαφική τους ακεραιότητα μπορεί να απειληθεί στο μέλλον. Κάτι τέτοιο άλλωστε μαρτυρά και η επιθυμία της Φινλανδίας και της Σουηδίας να επισπευστούν οι διαδικασίες προσχώρησης τους στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο.
Στη Δύση έχουν αναπτυχθεί δύο σχολές σκέψεις σύμφωνα με τον κ. Φίλη. «Αυτή των Πολωνών και Βαλτικών χωρών η οποία θέλει την απόλυτη καταστροφή της Ρωσίας και αυτή της Γαλλίας και της Γερμανίας που θέλει την ήττα της Μόσχας χωρίς όμως την ολοκληρωτική καταστροφή της. Η άποψη των ΗΠΑ, είναι κάπου στη μέση. Σίγουρα, κύκλοι -ειδικότερα στους δημοκρατικούς που έχουν αντιρωσικά αισθήματα- θα ήθελαν να δουν τη Ρωσία να γονατίζει, αλλά οι πιο ρεαλιστές αντιλαμβάνονται ότι αυτό είναι ένα σενάριο που δεν συμφέρει τις ΗΠΑ, γιατί αυτό θα τη φέρει τη Μόσχα πιο κοντά στην Κίνα και γιατί δεν υπάρχει διάδοχος κατάσταση απέναντι στον Putin. Οι Αμερικάνοι φαίνεται να μην έχουν ξεκάθαρη στρατηγική για το τι τελικά θα ήθελαν από την Ουκρανία. Δεν έχουν καταλήξει στο τι είναι αυτό που τους ικανοποιεί περισσότερο. Η Ρωσία αν και εφόσον πέσει στην αγκαλιά της Κίνας, ειδικά με κακούς όρους, δεν είναι καλή εξέλιξη για τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των Αμερικανών (που ήδη προειδοποιούν την Κίνα να μην δώσουν οπλικά συστήματα στη Ρωσία.)»
Για την αμερικανική ηγεσία ωστόσο, η δημιουργία αναχώματος στην ρωσική επέλαση δεν θα έχει μόνο αντίκτυπο στην επεκτατική πολιτική του Putin, αλλά σε κάθε πιθανή αναθεωρητική δύναμη καθώς η σταθερότητα στην ευρωπαϊκή ήπειρο είναι ζωτικής σημασίας για την αμερικανική ασφάλεια. Ο στόχος της αμερικανικής κυβέρνησης να εξασθενίσουν τις ρωσικές δυνάμεις ωθώντας τη Ρωσία σε έναν παρατεταμένο πόλεμο δι’ αντιπροσώπων παραμένει ο ίδιος. Τόσο για την Ευρώπη όσο και τις ΗΠΑ η προσάρτηση του Donbas από τη Ρωσία θα σήμαινε μία ξεκάθαρη πολιτική ήττα, γεγονός που θα ενισχύσει την ολοένα και μεγαλύτερη τους ανάμειξη αλλά και παράλληλα την εξάρτηση της Ουκρανίας από τις δυνάμεις τους.
Οι προοπτικές στο να δοθεί ένα τέλος άμεσα στην Ουκρανική μάχη μοιάζουν δυσοίωνες. Όπως επισημαίνει ο κ. Φίλης « Οι απώτεροι στόχοι της κάθε πλευράς δεν μπορούν να ικανοποιηθούν. Το να φύγουν οι Ρώσοι από τα εδάφη που κατέχουν σήμερα δε φαίνεται ρεαλιστικό ως σενάριο. Ακόμα και αν γίνει μία μεγάλη επιχείρηση από τους Ουκρανούς με δυτική υποστήριξη, υπάρχει πιθανότητα η Ρωσία χάσει ένα μικρό μέρος αλλά σίγουρα όχι το 17% της Ουκρανικής επικράτειας που κατέχει αυτή τη στιγμή. Από την άλλη δε φαίνεται ρεαλιστικό το σενάριο η Ρωσία ακόμα και αν καταλάμβανε το Κίεβο να μπορούσε να το διατηρήσει και υποστηρίξει ένα άλλο καθεστώς στη χώρα.»
Τα γεγονότα της περυσινής χρονιάς, θα πρέπει να αποθαρρύνουν τις προβλέψεις. Το βασικό πρόβλημα με τις πολεμικές συρράξεις είναι ότι είναι ευκολότερο να τις ξεκινήσεις απ’ ότι να τις τελειώσεις. Η Ρωσία έχει βρεθεί σε μία παρατεταμένη σύγκρουση στην οποία δε θα τολμήσει να δεχτεί οποιαδήποτε ήττα ακόμα και στην περίπτωση που η νίκη φαντάζει αδύνατη. Αυτό στο οποίο πρωτίστως στοχεύει είναι στη φθορά που ο χρόνος θα επιφέρει στις δυτικές κοινωνίες ώστε να μπουν σε μία λογική διαπραγμάτευσης και αναπόφευκτης υποχώρησης στα αιτήματα της ρωσικής δύναμης.
Ζούμε άλλωστε σε έναν κόσμο όπου σύμφωνα με τον Θουκυδίδη «Ο ισχυρός προχωρά όσο του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί όσο του επιβάλλει η αδυναμία του».
Οποιαδήποτε διαπραγμάτευση για κατάπαυση του πυρός στο μέλλον θα μπορούσε να υπάρξει λόγω της εξάντλησης και των δύο πλευρών «Υπό τον Πούτιν όμως δεν υπάρχει διαρκές ενδιαφέρον για ειρήνη», υπογράμμισε σε συνέντευξή του ο Stefan Meister ειδικός σε θέματα Ρωσίας και Ανατολικής Ευρώπης στο Γερμανικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής (DGAP) διευκρινίζοντας ότι «όσο έχουμε στην εξουσία ένα (τέτοιο) καθεστώς, διαπραγματεύσεις θα γίνουν μόνο εφόσον η Ουκρανία παραχωρήσει οικειοθελώς εδάφη». Και επειδή δεν θα το κάνει, καταλήγει, «δεν βλέπω πιθανότητες για ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις αυτή τη στιγμή – ούτε από τη γερμανική ούτε από την αμερικανική πλευρά».
Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά στο τέλειο αδιέξοδο εδώ και καιρό. Στο ανατολικό σημείο της Ευρώπης θα συνεχίσει να υπάρχει μία μόνιμη μάχη φθοράς στην οποία φθείρονται και οι δύο και περιμένοντας η μία την άλλη πλευρά για το ποια θα φθαρεί γρηγορότερα έχουμε φτάσει στο σημείο μιας ατελέσφορης και ανοιχτής διαμάχης εξουθένωσης. Θα πρέπει πάντως να θεωρείται δεδομένο πως αν ο Πούτιν ανοίξει «παράθυρο» για διάλογο, οι πιέσεις προς την ουκρανική πλευρά θα ενισχυθούν. Μέχρι τότε, η Ευρώπη θα πρέπει να συμβιβαστεί και να προσαρμοστεί στο γεγονός πως στα ανατολικά σύνορά της θα έχει μια ισχυρή εχθρική δύναμη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε οικονομικό, στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο.
Με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τα επακόλουθά της, ο κόσμος έχει ήδη μπει σε μια νέα εποχή, που κατακερμάτισε την επισφαλή ισορροπία που είχε διαμορφωθεί μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Ο πόλεμος αυτός που αριθμεί πλέον 365 μέρες, ήρθε σαν υπενθύμιση ότι η ευρωπαϊκή μεταψυχροπολεμική τάξη αποτελεί παρελθόν (τείνοντας να ξεχάσουμε, συνειδητά ή υποσυνείδητα, τους πολέμους στην πρώην Γιουγκοσλαβία) και ο επαναπροσδιορισμός της εποχής μας είναι κάτι παραπάνω από αναγκαίος προκειμένου να προετοιμαστούμε για την επόμενη μέρα.
Ένα χρόνο πριν, τα ξημερώματα της 24ης Φεβρουαρίου του 2022, η εισβολή των ρωσικών στρατευμάτων θα σηματοδοτήσει μία νέα εποχή για το μέλλον της ευρωπαϊκής ασφάλειας και το σύστημα της ισορροπίας δυνάμεων στον παγκόσμιο χάρτη. Ένα χρόνο πριν, κανένας αναλυτής δεν μπορούσε να προβλέψει τις κινήσεις του Ρώσου Προέδρου που είχε σαν απώτερο στόχο -σύμφωνα με τις δηλώσεις του-, την επίτευξη της αποστρατιωτικοποίησης και της «αποναζιστικοποίησης» του ουκρανικού κράτους και την απομάκρυνση του από τη Δύση και το ΝΑΤΟ.
Ακόμα και όταν ο Ουκρανός Πρόεδρος Volodymyr Oleksandrovych Zelenskyy απηύθυνε έκκληση για βοήθεια -από το βήμα της Διάσκεψης του Μονάχου για την Ασφάλεια- λίγες μέρες πριν τη εισβολή, υπογραμμίζοντας ότι η χώρα του θα δεχτεί επίθεση «από στιγμή σε στιγμή», αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία από το ακροατήριο. Ακόμα και όταν τα ρωσικά τεθωρακισμένα έμπαιναν στα περίχωρα του Κιέβου, πολλοί αναλυτές χαρακτήριζαν την κίνηση αυτή ως μια εισβολή -αστραπή- διάρκειας μερικών εβδομάδων.
Ένα χρόνο μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι μάλλον αδύνατο να προβλεφθεί με ακρίβεια τόσο το αποτέλεσμα όσο και οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του πολέμου. Με 8000 άμαχους νεκρούς, σύμφωνα με έκθεση του ΟΗΕ, και τουλάχιστον 13,287 τραυματίες, 14 εκατομμύρια εκτοπισμένους και μεγάλο μέρος των ουκρανικών υποδομών καταστραμμένο, η ρωσική εισβολή ήρθε να επισφραγίσει το τέλος της ευρωπαϊκής φαινομενικής αθωότητας και να επαναπροσδιορίσει ολόκληρη τη διεθνή τάξη πραγμάτων.
Που βρισκόμαστε στο πεδίο των μαχών;
«Όπως είναι η τρέχουσα κατάσταση στην Ουκρανία, είναι σημαντικό να εκτιμούμε την κατάσταση μέρα με τη μέρα. Ακόμα και οι βραχυπρόθεσμες εκτιμήσεις είναι δύσκολες καθώς οι πληροφορίες είναι συγκεχυμένες, οι προθέσεις και οι θέσεις των πλευρών αλλάζουν ανάλογα το πόσο πετυχαίνει μία τακτική που εφαρμόζουν ή όχι», υποστήριξε σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Olafaq.gr ο Κωνσταντίνος Φίλης, διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων, καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος και αναλυτής διεθνών θεμάτων.
Όπως σε ένα καλειδοσκόπιο, το σκηνικό αλλάζει συνεχώς. Κατά τους τελευταίους μήνες, υπάρχει μία φαινομενική στατικότητα στο πεδίο, καθώς οι εξελίξεις στο μέτωπο της ανατολικής Ουκρανίας έχουν επιβραδυνθεί, με καμία από τις δύο πλευρές να μην έχει το πάνω χέρι. Οι τελευταίες μέρες βρίσκουν τον Ρώσο Πρόεδρο να εξαπολύει μία νέα επίθεση από τα ανατολικά με στόχο την κατάληψη της πόλης Bakhmut, και σταδιακά τον έλεγχο στρατηγικών σημείων που θα δώσουν ένα σημαντικό πάτημα για την ρωσική επέκταση στην ευρύτερη περιοχή Donetsk.
Τα εδάφη της Donetsk μαζί με της Luhansk, αποτελούν την περιοχή Donbas, την καρδιά της ουκρανικής βιομηχανίας που εν μέρει ελέγχονται από τη Ρωσία η οποία θέλει να τα κατακτήσει ολοκληρωτικά. Υπάρχουν βέβαια και οι αναλύσεις που θέλουν τη ρωσική κυβέρνηση να εφαρμόζει μία τακτική εξουθένωσης. Δεσμεύοντας ουκρανικές δυνάμεις στην ανατολή, μία επικείμενη επίθεση από το βορρά θα αποδιοργανώσει την ουκρανική άμυνα και θα την αιφνιδιάσει.
Με έναν ολοκληρωτικό πόλεμο αντοχής, ο Ρώσος Πρόεδρος αποσκοπεί στη σταδιακή απορρύθμιση της Δύσης και ίσως σε μια αλλαγή ηγεσίας στο Κίεβο που θα τον βοηθήσει να δημιουργήσει ένα φιλορωσικό προπύργιο στα Νότια σύνορά του.
Ποιες είναι οι στρατηγικές της Ρωσίας;
Κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Ουκρανία, οι στρατηγικές της Ρωσίας έχουν αλλάξει σημαντικά. Αρχικά, το Κρεμλίνο αναζητούσε να ξαφνιάσει την Ουκρανία χρησιμοποιώντας σύγχρονες στρατιωτικές δυνάμεις και γρήγορες κινήσεις αιφνιδιασμού που θα κατάφερναν μια γρήγορη και αποτελεσματική νίκη. Τα σχέδια της Μόσχας βασίστηκαν στην πεποίθηση ότι τα στρατεύματά της θα «τρυπούσαν» τον υποτιθέμενο άτακτο στρατό της Ουκρανίας.
Το αρχικό σχέδιο -σύμφωνα με ανάλυση του Royal United Services Institute (RUSI), ενός think tank στο Λονδίνο- έδωσε πολύ μεγάλη βάση στην ταχύτητα και στη χρήση παραπλάνησης ώστε οι ουκρανικές δυνάμεις να μείνουν μακριά από το Κίεβο, κάτι που θα επέτρεπε τη γρήγορη κατάληψη της ουκρανικής πρωτεύουσας και την πρακτική υποταγή της χώρας. Οι αδυναμίες όμως των ρωσικών δυνάμεων, η ελλιπής τους προετοιμασία και η προβληματική υλικοτεχνική υποστήριξη δεν επέτρεψαν την αποτελεσματική εφαρμογή του σχεδίου. «Αν εκτελούνταν αποτελεσματικά, τα σχέδια θα μπορούσαν να είχαν επιτύχει…έφτασαν πιο κοντά από ό,τι πιστεύεται. Αν και υπόθεση πως θα υπήρχε ελάχιστη αντίσταση ήταν λανθασμένη, η κατοχή της νότιας Ουκρανίας δείχνει πως η ταχύτητα όντως παρείχε μια ρεαλιστική οδό προς την κατάληψη εδαφών, ακόμη και χωρίς τη λαϊκή στήριξη», υποστηρίζει η ανάλυση του RUSI. Πέρα από τις ελλείψεις στην εκτέλεση του σχεδίου και τις κακές επιδόσεις των ρωσικών μάχιμων μονάδων, υπάρχουν θεμελιώδεις πτυχές του σχεδίου που πρέπει να γίνουν κατανοητές για να γίνουν αντιληπτές οι ιδιαιτερότητες των επιχειρήσεων της Ρωσίας στην Ουκρανία κατά την πρώτη φάση του πολέμου. «Τα σχέδια αυτά καταστρώθηκαν από μια πολύ μικρή ομάδα αξιωματούχων με την ηγεσία του Putin. Πολλοί αξιωματούχοι που εκτελούσαν στοιχεία των προετοιμασιών δεν γνώριζαν τον ευρύτερο σκοπό. Το ρωσικό στρατιωτικό προσωπικό δεν ήταν ενήμερο για την πρόθεση εισβολής και κατοχής μέχρι ημέρες πριν την εισβολή, και οι τακτικές μονάδες μάχης δεν έλαβαν εντολές παρά μόνο λίγες ώρες πριν μπουν στην Ουκρανία».
Mε την πάροδο του χρόνου, η ρωσική επέλαση βασίστηκε στο δόγμα που δίνει προβάδισμα στο πυροβολικό και στις μαζικές επιθέσεις ώστε να πετύχει σημαντικές νίκες στο πεδίο της μάχης. Η νέα στρατηγική συντόμευσε επίσης σε μεγάλο βαθμό τις ρωσικές γραμμές ανεφοδιασμού, οι οποίες διέτρεχαν ασφαλές έδαφος που κρατούσαν επί μακρόν οι Ρώσοι αυτονομιστές. Αυτή η τακτική οδήγησε σε εξαντλητικές μάχες και ένα πόλεμο φθοράς που μπορεί να μην ήταν το ιδανικό αποτέλεσμα για τους Ρώσους, λειτούργησε ωστόσο, υπέρ τους. Παρά τα προβλήματα – τα οποία φάνηκαν ξεκάθαρα στην αποτυχημένη επίθεση εναντίον του Κιέβου στην αρχή του πολέμου- η ρωσική πολεμική μηχανή προχωρά με αργούς ρυθμούς προς τα εμπρός. «Είναι ακόμα πολύ επικίνδυνοι. Όταν σκέφτεσαι τους 25.000 νεκρούς, οποιοδήποτε άλλο σύστημα θα τα είχε απλά παρατήσει» είπε Robert Ben Lobban Wallace, υπουργός Άμυνας του Ηνωμένου Βασιλείου. «Μα απλά προχωρούν με δυσκολία. Προχωρούν με δυσκολία, σε επίπεδα προέλασης Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, μέτρα, όχι χιλιόμετρα, την ημέρα. Ίσως καταλαμβάνουν κάποια άδεια χωριά. Και κάποιες φορές απωθούνται. Χάνουν πολύ εξοπλισμό και πολλούς στρατιώτες κάνοντάς το».
Η Ρωσία αποτελεί μία τεράστια δύναμη, με τρεις φορές τον πληθυσμό της Ουκρανίας και με μια μεγάλη στρατιωτική βιομηχανία και σημαντικά αποθεματικά στρατιωτικού εξοπλισμού. Η ηγεσία της αντιμετωπίζει αυτόν τον πόλεμο ως μια υπαρξιακή διαμάχη που πρέπει να κερδηθεί. Η στρατιωτική της απόδοση έχει βελτιωθεί από την αρχή του πολέμου και οι επιθέσεις με πυραύλους και drones έχουν επιφέρει σημαντικές απώλειες σε ουκρανικές πόλεις και υποδομές. Ο πόλεμος φθοράς και εξουθένωσης αποτελεί μία μεγάλη πρόκληση για την Ουκρανία η οποία ζητά ανελλιπώς στήριξη και στρατιωτική βοήθεια για να μπορέσει να ανταπεξέλθει.
Τις τελευταίες εβδομάδες έχει παραλάβει συστήματα ρουκετών/ πυραύλων μακράς εμβέλειας από τις ΗΠΑ, με σκοπό να πληγούν ο ρωσικές γραμμές ανεφοδιασμού και να προκληθούν προβλήματα στο ρωσικό πυροβολικό. Όπως υπογραμμίζεται από αναλυτές, το πώς θα χρησιμοποιήσει το Κίεβο τις νέες του δυνατότητες θα μπορούσε να κρίνει τη σύγκρουση. Η στρατιωτική υποστήριξη μπορεί να βοηθήσει το Κίεβο να κρατήσει τις γραμμές στην επικείμενη επίθεση και ίσως να κερδίσει κάποια περιορισμένα εδάφη, ωστόσο το ενδεχόμενο να εκδιώξει τις ρωσικές δυνάμεις από τις περιοχές που ελέγχουν ως τώρα φαίνεται μάλλον αδύνατον, όση βοήθεια και αν της σταλεί.
Βιώνουμε την αρχή μιας νέας εποχής;
Η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου, που ταυτίστηκε με τη γεωπολιτική κυριαρχία δύο υπερδυνάμεων (ΗΠΑ – ΕΣΣΔ) έχει παρέλθει προ πολλού. Ωστόσο, η εισβολή στην ουκρανική επικράτεια φαίνεται να επισφραγίζει την αναβίωση του ανταγωνισμού και της έχθρας των δύο υπερδυνάμεων που αυτή τη στιγμή ανταγωνίζονται για την επέκταση των σφαιρών επιρροής τους σε ένα ανοιχτό στρατιωτικό μέτωπο στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την ανάληψη της εξουσίας από ανίσχυρους Ρώσους ηγέτες , η ηγεμονία του Putin φαίνεται να ταράζει την εύθραυστη ισορροπία δυνάμεων του διεθνούς συστήματος. Με πάνω από 22 χρόνια προϋπηρεσίας σε κυβερνητικές θέσεις (ως Πρόεδρος ή Πρωθυπουργός), ο Putin έχει καταφέρει να επαναφέρει τη Ρωσία σε μία ισχυρή στρατηγική θέση στην παγκόσμια σκακιέρα. Η προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 σήμανε και τη λήξη της οποιασδήποτε συνύπαρξης των δύο υπερδυνάμεων, με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία να αποτελεί το εναρκτήριο λάκτισμα μιας νέας εποχής που χαρακτηρίζεται από μία κούρσα εξοπλισμών, μία ενεργή σύρραξη σε ευρωπαϊκό έδαφος και σχέσεις που ακροβατούν σε ένα εξαιρετικά τεντωμένο σκοινί.
Είναι ωστόσο σημαντικό να υπογραμμιστεί σύμφωνα με τον κ. Φίλη ότι «δεν υπάρχει σύγκριση ανάμεσα στην αμερικανική και τη ρωσική στρατιωτική μηχανή. Η Ρωσία αποδείχτηκε ότι έχει πολλά προβλήματα αποτελεσματικότητας και λόγω της διαφθοράς στο στράτευμα αλλά και των υλικοτεχνικών περιορισμών». Αν κάτι μας έχει δείξει αυτή η σύρραξη είναι ότι «ζούμε σε έναν νέο κόσμο ευμετάβλητο, που είναι ρευστός, είναι σίγουρα πολυκεντρικός (όχι πολυπολικός) και αποδεικνύεται ότι οι ΗΠΑ είτε δεν είναι τόσο ικανές όσο ήταν στο παρελθόν, είτε δεν είναι πλέον τόσο πρόθυμες -είτε και τα δύο- για να μπορούν να αποτρέπουν εξελίξεις οι οποίες αντίκειται στα συμφέροντά τους».
Με την επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία, εξέπνευσε η ειρηνευτική τάξη που γνώριζε η Ευρώπη μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και η συλλογική ασφάλεια αποτελεί παρελθόν. Το διακύβευμα ενός τέτοιου πολέμου σε ευρωπαϊκό έδαφος είναι εξαιρετικά υψηλό γεγονός που ξεσηκώνει ένα κύμα αλληλεγγύης στο δυτικό κόσμο, χωρίζοντας για μία ακόμη φορά την παγκόσμια τάξη σε ανατολή και δύση.
Αυτό που η Ευρώπη και ολόκληρη η διεθνής κοινότητα βιώνει τον τελευταίο χρόνο είναι κομμάτι μιας νέας μορφής ολοκληρωτισμού. Μία υπερδύναμη φαίνεται να αμφισβητεί τη δυτική ιδεολογική πρωτοκαθεδρία και να αναζητά τη δική της ιστορική δικαίωση, είτε με την προσάρτηση εδαφών είτε ουδετεροποιώντας τα, επιβάλλοντας τους δικούς της γεωπολιτικούς όρους. «Πρόκειται για την επιστροφή φαινομένων ολοκληρωτισμού και αυταρχισμού με αναθεωρητικές βλέψεις με τη λογική της κατάκτησης εδαφών και όχι με άυλες και αφηρημένες μορφές επιβολής μέσω της οικονομίας ή της τεχνολογίας» αναφέρει σε συνέντευξή του ο Νικόλαος Σεβαστάκης, Καθηγητής του τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ. Αυτή η αναθεωρητική τάση ενδέχεται να «ξυπνήσει» τις κοιμώμενες συγκρούσεις στην περιφέρεια της ηπείρου, συμπεριλαμβανομένων των μετα-σοβιετικών περιοχών και των Δυτικών Βαλκανίων. Πιθανή νίκη του Putin μπορεί να ενθαρρύνει και τους ρωσόφιλους ηγέτες εντός της ΕΕ. Η εισβολή στην Ουκρανία ένωσε μεν την Ευρώπη, αλλά θα πλήξει την αυτοπεποίθησή της.
Το 1993, ο Γερμανός ποιητής και αρθρογράφος Hans Magnus Enzensberger προέβλεψε ότι μετά τον Ψυχρό Πόλεμο θα ακολουθούσε μια περίοδος χάους, βίας και συγκρούσεων. Αναλογιζόμενος τα όσα συνέβησαν στη Γιουγκοσλαβία αλλά και τις ταραχές στις ΗΠΑ, διέκρινε έναν κόσμο που καθορίζεται από «αδυναμία να διαχωρίσει μεταξύ της καταστροφής και της αυτοκαταστροφής». Σε αυτόν τον κόσμο «δεν υπάρχει ανάγκη να νομιμοποιήσεις τις πράξεις σου. Η βία έχει απελευθερωθεί από την ιδεολογία».
Ο ρόλος και οι ευθύνες της Δύσης
Το αφήγημα των δυτικών δυνάμεων ένα χρόνο τώρα τοποθετεί ως μοναδικό υπαίτιο της κρίσης στην Ουκρανία τη ρωσική επιθετικότητα. Όταν το 2014 ο Ρώσος Πρόεδρος προσάρτησε την Κριμαία, βασικός του στόχος ήταν η αναβίωση της σοβιετικής αυτοκρατορίας μέσω της σταδιακής προσάρτησης εδαφών που έφερε σαν επισφράγισμα την ολοκληρωτική εισβολή σε ευρωπαϊκό έδαφος, την Ουκρανία.
Παρ’ όλα αυτά, μεγάλη μερίδα αναλυτών συμπεριλαμβανομένου του John Joseph Mearsheimer, Αμερικανού πολιτικού επιστήμονα και καθηγητή Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, τόσο οι ΗΠΑ όσο και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους μοιράζονται μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την κρίση. Η απόφαση για περαιτέρω διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς και η σταδιακή απομάκρυνση της Ουκρανίας από τη ρωσική σφαίρα επιρροής με απώτερο στόχο την ενσωμάτωσή της στη Δύση καθώς και η επέκταση της ΕΕ προς την ανατολική Ευρώπη, σίγουρα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πυροδότηση της ρωσικής αντίδρασης. «Στην πραγματικότητα, το πρόβλημα για την Ουκρανία ξεκίνησε στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι τον Απρίλιο του 2008 όταν η τότε κυβέρνηση του George W. Bush ώθησε τη συμμαχία να ανακοινώσει ότι η Ουκρανία και η Γεωργία “θα γίνουν μέλη” της. Οι Ρώσοι ηγέτες απάντησαν αμέσως με οργή, χαρακτηρίζοντας αυτήν την απόφαση ως απειλή για την ίδια την ύπαρξη της Ρωσίας και υποσχέθηκαν να την αποτρέψουν. Η Αμερική αγνόησε την κόκκινη γραμμή της Μόσχας και προώθησε το σχέδιο της να κάνει την Ουκρανία το δυτικό της προπύργιο στα σύνορα με τη Ρωσία. Αυτή η στρατηγική περιλάμβανε δύο άλλα στοιχεία: να φέρει την Ουκρανία πιο κοντά στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να την κάνει μία φιλοαμερικανική δημοκρατία», αναφέρει σε άρθρο του ο καθηγητής Mearsheimer
Ο George Kennan, βετεράνος του Ψυχρού πολέμου, σε συνέντευξή του στους New York Times ανέφερε χαρακτηριστικά για τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ ανατολικά «Πιστεύω ότι έχουμε την απαρχή ενός Ψυχρού Πολέμου. Πιστεύω ότι οι Ρώσοι θα αντιδράσουν σταδιακά και θα επηρεάσει τις πολιτικές τους. Πιστεύω ότι πρόκειται για ένα τραγικό λάθος. Δεν υπήρχε λόγος για κάτι τέτοιο, κανένας δεν απειλούσε κανέναν».
Ταυτόχρονα, η υποστήριξη που επέδειξε η Δύση στην ανατροπή του φιλορώσου Προέδρου Viktor Fedorovych Yanukovych το 2014 δημιούργησε ισχυρές αντιδράσεις από το Κρεμλίνο που την χαρακτήρισε ως πραξικόπημα. Από εκεί και έπειτα η ρωσική πολιτική ξεκίνησε μια προσπάθεια αποσταθεροποίησης της Ουκρανίας μέχρι να εγκαταλείψει τις προσπάθειές της να ενταχθεί στη Δύση, με αποκορύφωμα την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το Μάρτη του 2014 καθώς φοβόταν πως η χερσόνησος αυτή θα φιλοξενούσε μια ναυτική βάση του ΝΑΤΟ.
Η πιθανή ωστόσο εξίσωση της ευθύνης της Δύσης και της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία είναι μάλλον επικίνδυνη σύμφωνα με τον κ. Φίλη. «Είναι δεδομένο ότι η Δύση έκανε πολλούς λάθος χειρισμούς απέναντι στη Ρωσία μεταψυχροπολεμικά και η διεύρυνση του ΝΑΤΟ δεν αποτελεί μοναδικό και καταλυτικό παράγοντα. Μία σειρά κινήσεων όπως ο πόλεμος στο Ιράκ το 2003, η αλλαγή καθεστώτος με τις Αραβικές εξεγέρσεις ειδικότερα στη Λιβύη (που αν και δεν αποτελεί μετα σοβιετικό χώρο, ενόχλησε πάρα πολύ τους Ρώσους το 2011), η υποστήριξη της επανάστασης των Ρόδων στη Γεωργία το 2003 και της Πορτοκαλί Επανάστασης το 2004 στην Ουκρανία, καθώς και τα γεγονότα στην Ουκρανία που προηγήθηκαν της Κριμαίας, η υποστήριξη της ανατροπής δηλαδή του φιλορωσου Yanukovych δημιούργησαν στο Κίεβο την αίσθηση ότι οι δυτικοί μπορούν να κινούνται μονομερώς αγνοώντας τα συμφέροντα των Ρώσων και όλων των υπολοίπων δυνάμεων. Κάπως έτσι το ρωσικό καθεστώς ανέπτυξε μία στρατηγική στο μετα-σοβιετικό χώρο, που ενισχύει κινήσεις και πολιτικές που μονομερώς προστατεύουν και προωθούν τα ρωσικά συμφέροντα. Δημιουργήθηκε η αίσθηση μεταψυχροπολεμικά (ιδιαίτερα τη δεκαετία του ’90 που η Ρωσία ήταν σε πλήρη διεθνή ανυποληψία) ότι οι δυτικοί δεν ενδιαφέρονται για τις απόψεις του Κρεμλίνου και ειδικά για την ανάπτυξη οποιασδήποτε συνεργασίας παρά μόνο ενδιαφέρονται να επιβάλλονται. Ως αποτέλεσμα, παρατηρούμε κινήσεις από τη Ρωσία που επιδιώκουν να επιδείξουν και να ενισχύσουν τη δυναμική της και την ισχυρή της παρουσία με σκοπό να αποδείξει ότι δε βρίσκεται στην αδύναμη θέση της δεκαετίας του ’90 και ότι η δυτική ατζέντα δεν μπορεί να τους επιβληθεί. Σε καμία περίπτωση ωστόσο, τα λάθη της Δύσης δεν δικαιολογούν την εισβολή. Μια τέτοια εξίσωση είναι εξαιρετικά επικίνδυνη όπως είναι επικίνδυνο αυτό που λέει ο Πούτιν ότι έρχεται για να διορθώσει την ιστορία , για να διορθώσει τα λάθη των προκατόχων του. Διότι έτσι, ανοίγει το κουτί της Πανδώρας.»
Τι συνιστά νίκη για τις δύο πλευρές;
Ο πιο ρεαλιστικός αυτή τη στιγμή στόχος για το Κρεμλίνο, είναι η εδαφική προσάρτηση περιοχών που θα της επιτρέψουν την ισχυροποίηση του χερσαίου διαδρόμου που ενώνει την ανατολική Ουκρανία με την Κριμαία και θα βρίσκεται υπό πλήρη ρωσικό έλεγχο. «Για τη Ρωσία δεν είναι αρκετό το να μείνει στις υφιστάμενες γραμμές, στο 15-17 % της ουκρανικής επικράτειας» υπογραμμίζει ο κ. Φίλης. Η επίθεση που αυτή τη στιγμή λαμβάνει χώρα από τα ανατολικά, έχει ως απώτερο σκοπό την πλήρη κατάληψη των περιοχών Donetsk και Luhansk που θα δώσουν ισχυρό προβάδισμα στην επίτευξη των ρωσικών βλέψεων. H Tatiana Stanovaya, ερευνήτρια του think tank Carnegie (CEIP), μιλώντας στους New York Times, υποστήριξε ότι για το Κρεμλίνο, η δημιουργία ενός τέτοιου διαδρόμου είναι θέμα χρόνου. «Ο ίδιος ο Πούτιν εκτιμά πως, ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με τις στρατιωτικές εξελίξεις στην ανατολική Ουκρανία, ο χρόνος είναι με το μέρος του. Η δυτική στρατιωτική στήριξη προς την Ουκρανία έχει όρια τα οποία έχουν, πια, φανεί. Η Δύση δεν πρόκειται να εμπλακεί άμεσα, ή κατά τρόπο αμεσότερο από την τρέχοντα, στον εν λόγω πόλεμο».
Εν συνεχεία, «για το Κρεμλίνο, το να επιβιώσει το υπάρχον καθεστώς Zelensky στο Κίεβο θα είναι μία ήττα» προσθέτει ο κ. Φίλης καθώς δε θα έχει καταφέρει αυτό για το οποίο ξεκίνησε, να ανατρέψει την κυβέρνηση και να εγκαθιδρύσει μια ηγεσία που θα είναι φίλα προσκείμενη στη ρωσική πολιτική. Στόχος της Μόσχας είναι να αναγκάσει το Κίεβο να συνθηκολογήσει και μέσα από αυτή τη διαπραγμάτευση να καταλήξει στην «από-ουκρανοποίηση» και στη «ρωσοποίηση» συνολικά της χώρας, αποστερώντας το δικαιώμα στην Ουκρανία να οικοδομήσει το δικό της έθνος. «Το Κρεμλίνο αναμένει ότι σε ένα με δύο χρόνια η Ουκρανία θα είναι πια εξαντλημένη από τον πόλεμο, ανίκανη να λειτουργήσει κανονικά, βαθιά αποκαρδιωμένη και έτοιμη για συνθηκολόγηση» αναφέρει η Tatiana Stanovaya. «Τότε λοιπόν, σε ένα με δύο χρόνια, το Κρεμλίνο εκτιμά πως η ουκρανική ελίτ θα διασπαστεί και πως θα υπάρξει μια αντιπολιτευόμενη κίνηση που θα εκδιώξει την κυβέρνηση του Volodymyr Zelenskyy. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Ρωσία δεν θα έχει πια κανένα λόγο να εισβάλει στο Κίεβο γιατί το Κίεβο θα έχει πέσει μόνο του».
Για την Ουκρανία, οι στόχοι φαίνονται να είναι πιο μαξιμαλιστικοί, με μόνο αποδεκτό τέλος στις εχθροπραξίες να δίνεται μόνο με την απομάκρυνση των ρωσικών στρατευμάτων από κάθε σημείο της ουκρανικής επικράτειας κάτι όμως που σύμφωνα με τον κ. Φίλη, «φαίνεται να μην είναι εφικτό. Κάτι τέτοιο θα γινόταν μόνο με μια απευθείας ανάμειξη ΝΑΤΟικών δυνάμεων στο έδαφος της Ουκρανίας, πράγμα όμως απίθανο».
Για την Ουκρανία, το ενδεχόμενο μιας εδαφικής παραχώρησης έχει απορριφθεί ολοκληρωτικά από τον Πρόεδρο Zelensky, ο οποίος έχει επανειλημμένως υπογραμμίσει ότι «η Ρωσία ακούει μόνο στη γλώσσα των όπλων» και είναι αδύνατον να συνομιλήσει με τον Ρώσο ομόλογό του μιας και δεν του έχει καμία απολύτως εμπιστοσύνη. Η ουκρανική ηγεσία αισθάνεται πολύ ισχυρότερη με το μεγαλύτερο μέρος του ουκρανικού λαού αλλά και της Δύσης να είναι με το μέρος της. Η εξαιρετική επικοινωνιακή πολιτική του Ουκρανού Προέδρου έχει ενώσει τον δυτικό κόσμο στο πλευρό των αμυνόμενων και με αυτήν την υποστήριξη ως το πιο δυνατό όπλο στη φαρέτρα του επιδίδεται σε έναν πόλεμο φθοράς με στόχο να εξουθενώσει τις ρωσικές δυνάμεις.
«Για την Ουκρανία η κατάσταση είναι εξαιρετικά δύσκολη. Το 1/ 5 της επικράτειας έχει χαθεί. Μπορεί και πριν τον πόλεμο αυτές οι περιοχές να ήταν de facto αυτονομημένες, αλλά αυτό από μόνο του δεν αποτελεί άλλοθι για τον Ουκρανό πρόεδρο, που στο τέλος της ημέρας θα πρέπει να κάνει τον απολογισμό του» επισημαίνει ο κ. Φίλης. Η άποψη που υπάρχει στη Δύση, και που φαίνεται πλέον να αποκτά ολοένα μεγαλύτερο έδαφος, είναι ότι η Ουκρανία δεν θα μπορέσει να πάρει πίσω τις περιοχές που έχουν ήδη καταλάβει τα ρωσικά στρατεύματα εντός των ουκρανικών συνόρων.
Ποια θα είναι η επόμενη μέρα;
Συνήθως όταν δύο χώρες βρίσκονται σε πόλεμο, η διπλωματική δραστηριότητα είναι αυτή που δυνητικά μπορεί να δώσει ένα τέλος στις εχθροπραξίες. Στην περίπτωση της Ουκρανίας, τέτοιες προσπάθειες δε φαίνεται να έχουν καλλιεργηθεί. Με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη να ενισχύουν στρατιωτικά το Κίεβο με σκοπό την ανατροπή των ρωσικών δυνάμεων και την επιβολή κυρώσεων στη Μόσχα, η κατάσταση φαίνεται ιδιαίτερα τεταμένη χωρίς να υπάρχουν κινήσεις που να οδηγούν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Οι Ουκρανοί και οι χώρες που τους υποστηρίζουν καταλαβαίνουν ότι αν η Ρωσία επικρατήσει σε αυτήν την αιματηρή μάχη, η όρεξη του Putin για επέκταση μπορεί να μην σταματήσει στα ουκρανικά σύνορα. Οι βαλτικές χώρες, η Φινλανδία, η Πολωνία και άλλες χώρες του πρώην σοβιετικού χώρου αισθάνονται ότι η εδαφική τους ακεραιότητα μπορεί να απειληθεί στο μέλλον. Κάτι τέτοιο άλλωστε μαρτυρά και η επιθυμία της Φινλανδίας και της Σουηδίας να επισπευστούν οι διαδικασίες προσχώρησης τους στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο.
Στη Δύση έχουν αναπτυχθεί δύο σχολές σκέψεις σύμφωνα με τον κ. Φίλη. «Αυτή των Πολωνών και Βαλτικών χωρών η οποία θέλει την απόλυτη καταστροφή της Ρωσίας και αυτή της Γαλλίας και της Γερμανίας που θέλει την ήττα της Μόσχας χωρίς όμως την ολοκληρωτική καταστροφή της. Η άποψη των ΗΠΑ, είναι κάπου στη μέση. Σίγουρα, κύκλοι -ειδικότερα στους δημοκρατικούς που έχουν αντιρωσικά αισθήματα- θα ήθελαν να δουν τη Ρωσία να γονατίζει, αλλά οι πιο ρεαλιστές αντιλαμβάνονται ότι αυτό είναι ένα σενάριο που δεν συμφέρει τις ΗΠΑ, γιατί αυτό θα τη φέρει τη Μόσχα πιο κοντά στην Κίνα και γιατί δεν υπάρχει διάδοχος κατάσταση απέναντι στον Putin. Οι Αμερικάνοι φαίνεται να μην έχουν ξεκάθαρη στρατηγική για το τι τελικά θα ήθελαν από την Ουκρανία. Δεν έχουν καταλήξει στο τι είναι αυτό που τους ικανοποιεί περισσότερο. Η Ρωσία αν και εφόσον πέσει στην αγκαλιά της Κίνας, ειδικά με κακούς όρους, δεν είναι καλή εξέλιξη για τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των Αμερικανών (που ήδη προειδοποιούν την Κίνα να μην δώσουν οπλικά συστήματα στη Ρωσία.)»
Για την αμερικανική ηγεσία ωστόσο, η δημιουργία αναχώματος στην ρωσική επέλαση δεν θα έχει μόνο αντίκτυπο στην επεκτατική πολιτική του Putin, αλλά σε κάθε πιθανή αναθεωρητική δύναμη καθώς η σταθερότητα στην ευρωπαϊκή ήπειρο είναι ζωτικής σημασίας για την αμερικανική ασφάλεια. Ο στόχος της αμερικανικής κυβέρνησης να εξασθενίσουν τις ρωσικές δυνάμεις ωθώντας τη Ρωσία σε έναν παρατεταμένο πόλεμο δι’ αντιπροσώπων παραμένει ο ίδιος. Τόσο για την Ευρώπη όσο και τις ΗΠΑ η προσάρτηση του Donbas από τη Ρωσία θα σήμαινε μία ξεκάθαρη πολιτική ήττα, γεγονός που θα ενισχύσει την ολοένα και μεγαλύτερη τους ανάμειξη αλλά και παράλληλα την εξάρτηση της Ουκρανίας από τις δυνάμεις τους.
Οι προοπτικές στο να δοθεί ένα τέλος άμεσα στην Ουκρανική μάχη μοιάζουν δυσοίωνες. Όπως επισημαίνει ο κ. Φίλης « Οι απώτεροι στόχοι της κάθε πλευράς δεν μπορούν να ικανοποιηθούν. Το να φύγουν οι Ρώσοι από τα εδάφη που κατέχουν σήμερα δε φαίνεται ρεαλιστικό ως σενάριο. Ακόμα και αν γίνει μία μεγάλη επιχείρηση από τους Ουκρανούς με δυτική υποστήριξη, υπάρχει πιθανότητα η Ρωσία χάσει ένα μικρό μέρος αλλά σίγουρα όχι το 17% της Ουκρανικής επικράτειας που κατέχει αυτή τη στιγμή. Από την άλλη δε φαίνεται ρεαλιστικό το σενάριο η Ρωσία ακόμα και αν καταλάμβανε το Κίεβο να μπορούσε να το διατηρήσει και υποστηρίξει ένα άλλο καθεστώς στη χώρα.»
Τα γεγονότα της περυσινής χρονιάς, θα πρέπει να αποθαρρύνουν τις προβλέψεις. Το βασικό πρόβλημα με τις πολεμικές συρράξεις είναι ότι είναι ευκολότερο να τις ξεκινήσεις απ’ ότι να τις τελειώσεις. Η Ρωσία έχει βρεθεί σε μία παρατεταμένη σύγκρουση στην οποία δε θα τολμήσει να δεχτεί οποιαδήποτε ήττα ακόμα και στην περίπτωση που η νίκη φαντάζει αδύνατη. Αυτό στο οποίο πρωτίστως στοχεύει είναι στη φθορά που ο χρόνος θα επιφέρει στις δυτικές κοινωνίες ώστε να μπουν σε μία λογική διαπραγμάτευσης και αναπόφευκτης υποχώρησης στα αιτήματα της ρωσικής δύναμης.
Ζούμε άλλωστε σε έναν κόσμο όπου σύμφωνα με τον Θουκυδίδη «Ο ισχυρός προχωρά όσο του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί όσο του επιβάλλει η αδυναμία του».
Οποιαδήποτε διαπραγμάτευση για κατάπαυση του πυρός στο μέλλον θα μπορούσε να υπάρξει λόγω της εξάντλησης και των δύο πλευρών «Υπό τον Πούτιν όμως δεν υπάρχει διαρκές ενδιαφέρον για ειρήνη», υπογράμμισε σε συνέντευξή του ο Stefan Meister ειδικός σε θέματα Ρωσίας και Ανατολικής Ευρώπης στο Γερμανικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής (DGAP) διευκρινίζοντας ότι «όσο έχουμε στην εξουσία ένα (τέτοιο) καθεστώς, διαπραγματεύσεις θα γίνουν μόνο εφόσον η Ουκρανία παραχωρήσει οικειοθελώς εδάφη». Και επειδή δεν θα το κάνει, καταλήγει, «δεν βλέπω πιθανότητες για ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις αυτή τη στιγμή – ούτε από τη γερμανική ούτε από την αμερικανική πλευρά».
Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά στο τέλειο αδιέξοδο εδώ και καιρό. Στο ανατολικό σημείο της Ευρώπης θα συνεχίσει να υπάρχει μία μόνιμη μάχη φθοράς στην οποία φθείρονται και οι δύο και περιμένοντας η μία την άλλη πλευρά για το ποια θα φθαρεί γρηγορότερα έχουμε φτάσει στο σημείο μιας ατελέσφορης και ανοιχτής διαμάχης εξουθένωσης. Θα πρέπει πάντως να θεωρείται δεδομένο πως αν ο Πούτιν ανοίξει «παράθυρο» για διάλογο, οι πιέσεις προς την ουκρανική πλευρά θα ενισχυθούν. Μέχρι τότε, η Ευρώπη θα πρέπει να συμβιβαστεί και να προσαρμοστεί στο γεγονός πως στα ανατολικά σύνορά της θα έχει μια ισχυρή εχθρική δύναμη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε οικονομικό, στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο.
Με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τα επακόλουθά της, ο κόσμος έχει ήδη μπει σε μια νέα εποχή, που κατακερμάτισε την επισφαλή ισορροπία που είχε διαμορφωθεί μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Ο πόλεμος αυτός που αριθμεί πλέον 365 μέρες, ήρθε σαν υπενθύμιση ότι η ευρωπαϊκή μεταψυχροπολεμική τάξη αποτελεί παρελθόν (τείνοντας να ξεχάσουμε, συνειδητά ή υποσυνείδητα, τους πολέμους στην πρώην Γιουγκοσλαβία) και ο επαναπροσδιορισμός της εποχής μας είναι κάτι παραπάνω από αναγκαίος προκειμένου να προετοιμαστούμε για την επόμενη μέρα.