Στην αρχή της διακυβέρνησής του, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ένας ευσεβής μουσουλμάνος που κυβέρνησε με επιτυχία τη μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας, την Κωνσταντινούπολη, τη δεκαετία του 1990, επιβεβαίωσε τον δυτικό προσανατολισμό και τη φιλοδοξία της χώρας να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Την τελευταία δεκαετία, ωστόσο, ο Ερντογάν, όχι μόνο καλλιέργησε έναν πιο ανατρεπτικό και δυσάρεστο τόνο προς τις ΗΠΑ και την Ευρώπη – αλλά  υιοθέτησε και πιο μαχητικούς και δυσάρεστους για τη Δύση φίλους. Στην κορυφή αυτής της λίστας βρίσκεται ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν.

Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο Ερντογάν, ο μακροβιότερος ηγεμόνας της Τουρκίας που βρίσκεται στο τιμόνι της χώρας από το 2003, πρώτα ως πρωθυπουργός και από το 2014 ως πρόεδρος, αν και βρίσκεται σε θέση ισχύος είναι αντιμέτωπος με μία σκληρή εκλογική μάχη.

Βασική διαφορά των δύο υποψηφίων είναι η προσέγγιση που έχουν στην εξωτερική πολιτική και ειδικά τη διπλωματία με τη Δύση και τη Ρωσία. Ο Κιλιτσντάρογλου έχει δεσμευτεί να αποκαταστήσει την τεταμένη σχέση με τη Δύση και φαίνεται να απομακρύνεται από την ρωσική επιρροή κατηγορώντας τον Πούτιν για ανάμειξη στις τουρκικές εκλογές.

Αντίθετα ο Ερντογάν πιστεύει ότι η Ρωσία είναι πολύ σημαντικός δρων για να μην ληφθεί υπόψιν. «Η Δύση δεν ακολουθεί μια πολύ ισορροπημένη προσέγγιση», είπε στο CNN. «Χρειάζεστε μια ισορροπημένη προσέγγιση απέναντι σε μια χώρα όπως η Ρωσία». Και κατηγόρησε τον αντίπαλό του ότι επιδιώκει να «αποσπάσει» την Τουρκία από τη Ρωσία.

Όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα, ένα είναι σίγουρο, ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν θα είναι έτσι και αλλιώς κερδισμένος.

Ισχυροί δεσμοί με Ρωσία

Ο Πούτιν κέρδισε τον Ερντογάν και την υποστήριξή του τη νύχτα της 15ης Ιουλίου 2016. Μετά από μια απόπειρα πραξικοπήματος για την ανατροπή του Ερντογάν, ο Ρώσος πρόεδρος τηλεφώνησε στον Τούρκο ομόλογό του και δήλωσε ρητά την υποστήριξη της χώρας του.

Ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, τηλεφώνησε στον Ερντογάν τέσσερις ημέρες αργότερα.

Αυτή η αργοπορία και ο έμμεσος δισταγμός, τροφοδότησε το αφήγημα συνωμοσίας που είχε από καιρό προβάλει η κυβέρνηση του Ερντογάν – ότι οι ΗΠΑ, που αρνήθηκαν να εκδώσουν τον ύποπτο πραξικοπηματία, τον ισλαμιστή ιεροκήρυκα Φετουλάχ Γκιουλέν, ήταν ένοχοι για «βρώμικες συνωμοσίες» κατά της Τουρκίας.

Αυτή η αντι- αμερικανική ρητορική έφερε τη Μόσχα και την Άγκυρα πιο κοντά κάτι που επισφραγίστηκε και τα επόμενα χρόνια. Το 2017, προς μεγάλη απογοήτευση των μελών του ΝΑΤΟ, η τουρκική κυβέρνηση ανακοίνωσε μία συμφωνία αξίας 2.5 δις δολαρίων με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν για την αγορά του πυραυλικού συστήματος S-400.

Το αποκορύφωμα αυτής της προσέγγισης φάνηκε ένα χρόνο πριν, με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το Φεβρουάριο του 2022. Ο Τούρκος πρόεδρος, αρνήθηκε να επιβάλει κυρώσεις στη Μόσχα και δεν προχώρησε σε απαγόρευση πτήσεων. Από την άλλη δεν φαίνεται να έχει ταχθεί πλήρως και με το πλευρό των Ρώσων.

Από τη ρωσική εισβολή, ο ισχυρός άνδρας της Τουρκίας επιχειρεί να αναδειχθεί ως βασικός μεσολαβητής, υιοθετώντας μια πολιτική ίσων αποστάσεων, ευρέως γνωστή ως «φιλοουκρανική ουδετερότητα».

Η Τουρκία έχει μια «ειδική» σχέση με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, δήλωσε ο πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν σε συνέντευξη στο CNN ενόψει του δεύτερου γύρου των προεδρικών εκλογών την επόμενη εβδομάδα. «Δεν βρισκόμαστε σε σημείο όπου θα επιβάλουμε κυρώσεις στη Ρωσία, όπως έχει κάνει η Δύση. Δεν δεσμευόμαστε από τις κυρώσεις της Δύσης. Είμαστε ένα ισχυρό κράτος και έχουμε θετική σχέση με τη Ρωσία» .

Παράλληλα, ο Ερντογάν προχωράει σε κινήσεις που έρχονται κόντρα στο δυτικό αφήγημα, ενισχύοντας ολοένα και περισσότερο την αυτοδυναμία του και τη διαφοροποίησή του από τη δυτική επιρροή.

Τους τελευταίους μήνες, η Άγκυρα  μπλοκάρει την αίτηση της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, με τη δικαιολογία ότι η Στοκχόλμη υποστηρίζει Κούρδους αυτονομιστές μαχητές που αποτελούν απειλή για την Τουρκία.

«Εφόσον η Σουηδία συνεχίζει να επιτρέπει στα παρακλάδια τρομοκρατικών ομάδων στην Τουρκία να περιφέρονται ελεύθερα στη Σουηδία, στους δρόμους της Στοκχόλμης, δεν μπορούμε να βλέπουμε ευνοϊκά την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Μια χώρα του ΝΑΤΟ θα πρέπει να έχει μια ισχυρή στάση όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας».

Αν όλα αυτά δεν ήταν αρκετά για να αναστατώσουν τη Δύση, πριν από τον καταστροφικό σεισμό στην Τουρκία και τη Συρία τον περασμένο Φεβρουάριο που σκότωσε σχεδόν 60.000 ανθρώπους και εκτόπισε πάνω από ένα εκατομμύριο, ο Ερντογάν είχε εκφράσει απειλές κατά της Ελλάδας στο Αιγαίο. Ο λανθασμένος χειρισμός της καταστροφής και οι επακόλουθες αποκαλύψεις ότι επέτρεψε στους εργολάβους να παραβιάσουν τους πολεοδομικούς κανονισμούς, τον οδήγησαν σε μία πολιτική πίεση και μείωσαν κάθε πολεμική ρητορική.

Ωστόσο, αυτό το πολιτικό χτύπημα ήταν μάλλον προσωρινό και σίγουρα δεν ήταν ικανό για να μεταβάλλει την δυναμική του Ερντογάν αλλά και την ρωσική στροφή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Είτε κερδίσει είτε χάσει ο Ερντογάν, η Άγκυρα είναι απίθανο να αποκοπεί τελείως από τη Μόσχα και να γυρίσει πίσω στην αποκλειστικότητα της Δύσης.

Πολιτική και οικονομική εξάρτηση

Μία πλήρης απομάκρυνση από τη Ρωσία δεν είναι εφικτή αρχικά, γιατί η Τουρκία δεν μπορεί να το αντέξει οικονομικά. Η οικονομία είναι βυθισμένη στον πληθωρισμό. Η τουρκική λίρα είναι αδύναμη, η ανάπτυξη έχει σταματήσει και είναι σαφές ότι η χώρα πρέπει να διατηρήσει τους εμπορικούς της δεσμούς για τις εξαγωγές της στη Μέση Ανατολή, τον Καύκασο και την Ευρώπη.

Επιπροσθέτως, η ενεργειακή της εξάρτηση από τη Ρωσία είναι αρκετά ισχυρή. Η Μόσχα προμηθεύει με πίστωση φυσικό αέριο στην Τουρκία που έχει περιορισμένη ροή χρήματος. Ειδικά αν ο Ερντογάν χάσει, είναι σίγουρο ότι ο Πούτιν θα πιέσει τη νέα κυβέρνηση όχι μόνο να αποπληρώσει, αλλά να συνεχίσει να είναι μια από τις λίγες χώρες που συνεργάζονται μαζί του.

Ακόμα κι αν ηττηθεί ο Ερντογάν, δεν θα εξαφανιστεί από τη δημόσια ζωή. Θα βρίσκεται σε μία ισχυρή αντιπολίτευση και σε μια πολωμένη Τουρκία, αυτό θα συνέχιζε να του δίνει δύναμη και πλεονέκτημα ώστε να υποστηρίζει και να προωθεί μία φίλορωσική πολιτική ανάλογα πάντα με τα συμφέροντά του.

Εκτός από τον πρόεδρο, οι Τούρκοι θα ψηφίσουν για εκπροσώπους στο κοινοβούλιο. Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ερντογάν, (AKP), αναμένεται να εξασφαλίσει ένα σημαντικό μπλοκ, αν όχι πλειοψηφία. Αυτό και η δυναμική του παρουσία εδώ και 20 χρόνια στο τουρκικό σύστημα είναι που θα του δώσουν τη δύναμη να επιτεθεί στη νέα κυβέρνηση. Και είναι σίγουρο ότι θα επιτεθεί.

Παντοδυναμία Ερντογάν σε εσωτερικό

Η δημοτικότητα του Ερντογάν εκτινάσσεται όταν στηρίζεται στον τουρκικό εθνικισμό και επιτίθεται σε “αντίπαλους” της χώρας – το PKK, τη Δύση, το Ισραήλ, καθώς όλοι εργάζονται, όπως ισχυρίζεται, για να υπονομεύσουν την Τουρκική Δημοκρατία, η οποία γίνεται 100 τον Οκτώβριο.

Μην ξεχνάμε την παντοδυναμία του στα ΜΜΕ. Εδώ και 20 χρόνια που βρίσκεται στην εξουσία, η ελευθερία του λόγου και του τύπου έχουν καταβαραθρωθεί. Οι δημοσιογράφοι που ασκούν κριτική στην κυβέρνηση φυλακίζονται. Τα μέσα ενημέρωσης λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό υπό τον έλεγχο των φίλων του Ερντογάν. Σύμφωνα με τους Δημοσιογράφους Χωρίς Σύνορα, περισσότεροι από 200 δημοσιογράφοι συνελήφθησαν τα τελευταία 5 χρόνια. Ο ίδιος όμως αρνείται πεισματικά οποιαδήποτε ανάμειξη σε παραβιάσεις των ελευθεριών.

Ο Ερντογάν μπόρεσε επίσης να διαμορφώσει τους θεσμούς της Τουρκίας σύμφωνα με τη θέλησή του. Αυτό περιλαμβάνει το υπουργείο Εξωτερικών. Σε μια πρόσφατη έκθεση που δημοσιεύτηκε από το Ίδρυμα για την υπεράσπιση των δημοκρατιών (FDD) , ο συγγραφέας Sinan Ciddi σημειώνει ότι ξεκινώντας το 2009, η κυβέρνηση Ερντογάν «άρχισε να διορίζει αξιωματικούς ξένων υπηρεσιών τόσο σε κατώτερο όσο και σε ανώτερο επίπεδο με βάση την πίστη στη γραμμή ΑΚΡ/Ερντογάν. Ενίσχυσε τον νεποτισμό, τον συναγωνισμό και τη συκοφαντία με τεράστια αδιαφορία για την αμεροληψία και την τεχνογνωσία».

Η Τουρκία σε σταυροδρόμι κόσμων

Αυτό που δεν έχουν καταλάβει στη Δύση είναι ότι η Τουρκία αποτελεί μία αχανή χώρα, δύσκολα διαχειρίσιμη και βρίσκεται κυριολεκτικά και μεταφορικά σε ένα σταυροδρόμι. Σταυροδρόμι κόσμων, ιδεολογιών και  εμπορικών δρόμων. Πρόκειται για έναν συνεργάτη που έχει τα άκρα του στη Δύση, αλλά οι ρίζες είναι βαθιά στην  ανατολή και η ωφελιμιστική πολιτική που πάντα ακολουθεί δεν μπορεί να αποκόψει κανένα από τα δύο σημεία. Θα ήταν και αυτοκτονικό άλλωστε να το κάνει.

Ενώ η Άγκυρα μπορεί επί του παρόντος να έχει ισχυρούς δεσμούς με τη Μόσχα, δεν μπορεί να αποκρούσει πλήρως ούτε το ΝΑΤΟ ούτε την ΕΕ. Η επιτυχία της Τουρκίας εξαρτάται από την οικονομική ανάπτυξη, συγκεκριμένα μέσω των εξαγωγών και των ξένων επενδύσεων.

«Δεν είμαι δικτάτορας. Ένας δικτάτορας δεν θα πήγαινε σε δεύτερο γύρο εκλογών», υποστηρίζει, απαντώντας εμμέσως στον Τζο Μπάιντεν που τον έχει αποκαλέσει απολυταρχικό ηγέτη. «Χωρίς αμφιβολία θα συνεργαστώ με τον κ. Μπάιντεν. Και εάν ο Μπάιντεν αποχωρήσει, θα συνεργαστώ και με αυτόν που θα τον διαδεχθεί» πρόσθεσε.

Το περασμένο καλοκαίρι, η Τουρκία μεσολάβησε επιτυχώς σε μια συμφωνία μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, γνωστής ως Πρωτοβουλία για τον διάδρομο σιτηρών της Μαύρης Θάλασσας, για εξαγωγή σιτηρών από την Ουκρανία, αποτρέποντας μία επισιτιστική κρίση. «Αυτό ήταν δυνατό λόγω της ειδικής σχέσης μας με τον Πρόεδρο Πούτιν», είπε στο CNN, αναφερόμενος στη συμφωνία για τα σιτηρά. Ενώ πρόσφατα πούλησε πρόθυμα drones στην Ουκρανία

Ο Ερντογάν ήταν από καιρό πρόθυμος να εκτοξεύσει την Τουρκία ως περιφερειακό παίκτη και ήταν πρόθυμος να φέρει τις αντιμαχόμενες πλευρές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Μια ισχυρή Τουρκία, που δεν είναι απόλυτα ευθυγραμμισμένη με τη Δύση (αλλά διατηρεί δεσμούς) και ο φύλακας της Ρωσίας και της Ουκρανίας στη μοναδική ναυτιλιακή διέξοδο στη Μαύρη Θάλασσα, την καθιστά αξιόπιστο μεσολαβητή και για τις δύο πλευρές.

Αυτός είναι και ο ρόλος που πρέπει να παίξει η Δύση για την Τουρκία. Εφόσον η Τουρκία αποτελεί σημαντικό εταίρο, είναι προς όφελός της να προβάλει διαρκώς ευκαιρίες στην Άγκυρα που θα την ωθούν να επιλέγει τη δυτική επιρροή και όχι τη ρωσική.

Για την Τουρκία το ζήτημα ποτέ δεν ήταν ιδεολογικό (όπως και για την πλειοψηφία βέβαια των διεθνών δρώντων). Η οικονομική ευρωστία της και η ισχυρή παρουσία της στη διεθνή σκακιέρα καθορίζουν την πλευρά που θα γέρνει η πλάστιγγα, αν θα είναι προς δυσμάς ή προς ανατολάς.

 

➪ Πηγή: CNN, BBC, The New York Times