Ένα παγωμένο βράδυ του Δεκέμβρη του 2023 σε μια χωματερή κοντά στο Δελχί, εκατοντάδες άντρες στέκονταν γύρω από μικρές φωτιές κρατώντας χάρτινα ποτήρια με τσάι. Πετούσαν πλαστικές σακούλες στις φλόγες, περιμένοντας τον στόλο φορτηγών που θα έφερνε το νέο φορτίο: όχι σιτηρά ούτε μέταλλα, αλλά σπασμένα λάπτοπ, καμένα τηλέφωνα, παλιά ψυγεία. Τα απομεινάρια της ψηφιακής εποχής. 

Όταν οι πόρτες άνοιξαν ο Ρασίντ Καν και ο Μοχάμαντ Ικράρ όρμησαν μέσα στο κοντέινερ, σκαρφαλώνοντας πάνω σε έναν λόφο από χαλασμένα μηχανήματα. Με φακούς στα χέρια, ξέθαβαν τα κουφάρια των συσκευών. Για μιάμιση ώρα ξεφόρτωναν το φορτηγό, με αμοιβή τρία δολάρια. Έτσι ζουν εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες για ένα κομμάτι ψωμί, μέσα στη σκόνη, τη φωτιά και τα τοξικά. 

Το σημείο αυτό γνωστό ως Khatta βρίσκεται στη γειτονιά Μουσταφαμπάντ. Ένα κομμάτι γης στο μέγεθος μισού γηπέδου ποδοσφαίρου, πνιγμένο σε λόφους από ηλεκτρονικά σκουπίδια. Εκεί καταλήγει ένα μεγάλο μέρος από τα ηλεκτρονικά της πιο πολυπληθούς χώρας του κόσμου και εκεί ξαναρχίζει η ζωή τους. Από τα βουνά των σκουπιδιών, εργάτες ξεδιαλέγουν κομμάτια και τα μεταφέρουν με καροτσάκια, ποδήλατα, μοτοσικλέτες, ακόμη και άλογα σε αποθήκες όπου αποσυναρμολογούνται και ξαναπουλιούνται. 

Η Ινδία είναι σήμερα ο τρίτος μεγαλύτερος παραγωγός ηλεκτρονικών αποβλήτων παγκοσμίως. Μόνο το οικονομικό έτος που έληξε το 2024 παρήγαγε περίπου 1,75 εκατομμύρια τόνους, δηλαδή 75% περισσότερους από πέντε χρόνια πριν. Αν αυτό ακούγεται βαρύ, η χώρα εισάγει κιόλας τόνους e-waste από τις ΗΠΑ, την Υεμένη, τη Δομινικανή Δημοκρατία. Νόμιμα και παράνομα, γιατί στα μάτια των εμπόρων, τα πεταμένα αυτά μηχανήματα είναι χρυσωρυχεία: χρυσός, άργυρος, χαλκός, σπάνιες γαίες. Ένα κομμάτι από μια αγορά που αποτιμάται σε 1,56 δισ. δολάρια. 

Στην κορυφή αυτής της ανεπίσημης οικονομίας δεσπόζουν οικογένειες σαν τους Μάλικ. Ο Άσιφ Μάλικ που είδε για πρώτη φορά υπολογιστή ψάχνοντας χωματερές το 1990, είναι σήμερα γνωστός ως «Βασιλιάς των Μόνιτορ» του Khatta. Η κοινότητά του ελέγχει τέσσερις αποθήκες και πάνω από το 80% της τοπικής αγοράς ανακύκλωσης. «Χωρίς την άδεια των Μάλικ ούτε πουλί δεν κουνάει φτερό εδώ» λέει με περηφάνια. Η οικογένειά του βγάζει περίπου 24.000 δολάρια την εβδομάδα. 

Οι ρίζες τους φτάνουν στην κάστα των Teli, παλιούς λιοτριβιάδες που όταν η δουλειά τους ξεπεράστηκε από τη βιομηχανία στράφηκαν στη συλλογή σκραπ. Από πλαστικό και χαρτί πέρασαν στα ψυγεία και τα τηλέφωνα, ώσπου σήμερα κρατούν στα χέρια τους ολόκληρη την τοπική αλυσίδα αξίας των ηλεκτρονικών αποβλήτων. 

Όμως για κάθε Μάλικ που μετράει εκατομμύρια, υπάρχουν χιλιάδες Νουρ. Παντρεμένη στα 19 με έναν εργάτη της αγοράς έμαθε να ξεχωρίζει πλακέτες και να τραβάει χαλκό από τα καλώδια. Τα χέρια της είναι γεμάτα ουλές από τα 15 χρόνια που έλιωνε κυκλώματα πάνω από φωτιές. “Κάθε εβδομάδα βάζω επίδεσμο. Συνεχίζω από ανάγκη. Δεν ξέρω τίποτε άλλο». Για 10 κιλά e-waste, μετά από οχτώ ώρες δουλειάς κερδίζει πενήντα σεντς. Στο διπλανό σοκάκι δουλεύει και ο 15χρονος γιος της για να συμπληρώνει το νοίκι των 120 δολαρίων. 

Το Khatta είναι μέρος του λεγόμενου “τοξικού κατακαθιού” της πρωτεύουσας. Εκεί όπου κάποτε υπήρχαν χωράφια σήμερα απλώνονται στενά γεμάτα αποθήκες και μικρομάγαζα με τη μυρωδιά των αποχετεύσεων να πλανάται στον αέρα και τον ήχο του σφυριού να χτυπάει ασταμάτητα το μέταλλο. Χιλιάδες ζουν σε αυτό το περιβάλλον ανάμεσα σε βουλωμένα κανάλια και καπνισμένους τοίχους. 

Μόνο ένα μικρό κομμάτι του κλάδου λειτουργεί νόμιμα. Εταιρείες όπως οι Attero και Recyclekaro χτίζουν μεγάλες εγκαταστάσεις με κράνη, μάσκες και γάντια για τους εργάτες. Η Recyclekaro διαχειρίζεται 18 στρέμματα στη Μαχαράστρα με εκατομμύρια δολάρια τζίρο από χρυσό, ασήμι, παλλάδιο, λίθιο και κοβάλτιο που εξάγει από τα παλιά κυκλώματα. 

Το κράτος προσπαθεί εδώ και χρόνια να επισημοποιήσει την αγορά. Νόμοι το 2011 και το 2016 υποχρέωσαν τους κατασκευαστές να διοχετεύουν μέρος των αποβλήτων τους σε πιστοποιημένους “ανακυκλωτές”. Το 2022 επιβλήθηκε ελάχιστη αμοιβή 22 ρουπιών ανά κιλό e-waste, μαζί με ένα σύστημα πιστοποιητικών σαν τα carbon credits. Όμως οι πολυεθνικές από τη Samsung έως τη LG προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη, καταγγέλλοντας κόστος και αντισυνταγματικότητα. 

Στην πράξη το μεγαλύτερο μέρος των προσωπικών συσκευών συνεχίζει να καταλήγει στον “άτυπο τομέα”. Γιατί; Γιατί είναι πιο φθηνός. Στον επίσημο τομέα πρέπει να πληρώνονται μισθοί, φόροι 18%, μέτρα ασφαλείας. Στον άτυπο κανόνες δεν υπάρχουν. 

Ο Ρόχαν Μάσεϊ από την Saahas Zero Waste το λέει καθαρά: χωρίς το άτυπο δίκτυο η Ινδία δεν θα μπορούσε να ανακυκλώνει τον τεράστιο όγκο των αποβλήτων της. Ο επίσημος τομέας απλώς δεν βγαίνει οικονομικά. Άρα μέχρι να γίνει κερδοφόρα η ανακύκλωση για όλους, οι «ανήθικες πρακτικές» θα συνεχίζονται. 

Το καλοκαίρι του 2025 το Khatta σείστηκε από μια νέα πραγματικότητα. Μετά τον μουσώνα το έδαφος είχε γίνει λάσπη και μια νομική διαμάχη σκίαζε την περιοχή. Στις 25 Ιουλίου η αστυνομία εκκένωσε τον χώρο. Οι έμποροι κάθονταν άπραγοι έξω από τα μαγαζιά τους, περιμένοντας. Ήταν φανερό ότι όλοι θεωρούσαν το κλείσιμο προσωρινό. 

Ο Σατίς Σίνχα από την Toxics Link που μελετά την περιοχή εδώ και 20 χρόνια ήταν ξεκάθαρος: το Khatta θα ξανανοίξει ή θα μεταφερθεί αλλού. «Ένα παρατεταμένο κλείσιμο θα αναγκάσει τις οικογένειες να μετακινηθούν σε άλλο σημείο. Πρέπει. Γιατί αλλιώς πού θα πάνε όλα αυτά τα απόβλητα;» 

Η Ινδία βρίσκεται μπροστά σε μια αντίφαση. Από τη μία επενδύει σε βιομηχανίες που υπόσχονται βιώσιμη ανακύκλωση. Από την άλλη εκατομμύρια φτωχοί εργάτες συνεχίζουν να καίνε πλακέτες με γυμνά χέρια. Το e-waste είναι ταυτόχρονα κατάρα και θησαυρός: δηλητηριάζει τα σώματα και τη γη, μα ταΐζει οικογένειες και χτίζει περιουσίες. 

Η αυτοκρατορία των ηλεκτρονικών αποβλήτων στην Ινδία δεν είναι απλώς μια αγορά δισεκατομμυρίων. Είναι ένας καθρέφτης του κόσμου μας: της απληστίας μας για γκάτζετ, της αδυναμίας μας να διαχειριστούμε τα απομεινάρια τους και της επιμονής ανθρώπων που ανάμεσα σε καπνό και λάσπη συνεχίζουν να ζουν από αυτά που εμείς πετάμε. 

*Με πληροφορίες από το Rest of World. 

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.