Τα βραβεία Pulitzer είναι για τη δημοσιογραφία, ό,τι τα Όσκαρ για τον κινηματογράφο και τα Grammy για την μουσική. Απονέμονται ετησίως και αποτελούν την ύψιστη διάκριση για την αμερικανική δημοσιογραφία. Το όνομά τους το πήραν από τον ουγγρο-αμερικανό εκδότη Joseph Pulitzer που γεννηθηκε σαν σήμερα πριν 177 χρόνια, στις 10 Απριλίου 1847.
Ωστόσο, αν και αυτά τα βραβεία δίνονται σε δημοσιογράφους που προωθούν την αντικειμενική έρευνα και θεωρείται η υψηλότερη δημοσιογραφική διάκριση στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Joseph Pulitzer ήταν ένας μεγαλοεκδότης οι πρακτικές του οποίου γέννησαν τον όρο “κίτρινη δημοσιογραφία” και “κίτρινο τύπο”.
“Κίτρινος τύπος” χαρακτηρίζεται η εκδοτική και δημοσιογραφική πρακτική που προβάλλει με εντυπωσιακό τρόπο ως πρωτεύοντα δημοσιογραφικά θέματα αυτά που εξάπτουν την περιέργεια, προωθεί σκανδαλοθηρικά θέματα συνήθως χωρίς την τήρηση των βασικών δεοντολογικών δημοσιογραφικών αρχών, με χρήση υπερβολών ή ακόμα και κατασκευασμένων ιστοριών με σκοπό να προσελκύσει το ενδιαφέρον του κοινού κυρίως για οικονομικούς ή πολιτικούς λόγους.
Ο όρος επινοήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1890 για να χαρακτηρίσει τη σκανδαλοθηρική δημοσιογραφία που επικρατούσε στον πόλεμο κυκλοφορίας μεταξύ του έντυπου “New York World” του Joseph Pulitzer και του “New York Journal” του William Randolph Hearst. Η μάχη κορυφώθηκε από το 1895 έως το 1898 περίπου, και η ιστορική χρήση του όρου συχνά αναφέρεται ειδικά σε αυτήν την περίοδο.
Και οι δύο εφημερίδες κατηγορήθηκαν από τους επικριτές ότι δημοσίευαν σκάνδαλα και υπερβολές να προκαλέσουν τον κόσμο προκειμένου να ανεβάσουν τις πωλήσεις τους, αν και οι εφημερίδες έκαναν και σοβαρά ρεπορτάζ.
Ο όρος Κίτρινος τύπος επινοήθηκε από μία σειρά κόμικς που ξεκίνησε ο Pulitzer το 1895, να εμπεριέχει στην εφημερίδα του με ένα σκανταλιάρικο αγόρι με κίτρινο νυχτικό, με τίτλο «Yellow Kid» (Κίτρινο Παιδί) του σχεδιαστή Richard Felton Outcault.
Αργότερα, ο Hearst έψαξε λαθραία τον δημιουργό του καρτούν και δημοσίευσε το strip στην εφημερίδα του. Ένας κριτικός του New York Press, σε μια προσπάθεια να ντροπιάσει την σκανδαλοθηρική προσέγγιση των εφημερίδων, επινόησε τον όρο «Yellow-Kid Journalism» (η δημοσιογραφία του κίτρινου παιδιού) από τη γελοιογραφία.
Στη συνέχεια ο όρος συντομεύτηκε σε «Yellow Journalism- Κίτρινη Δημοσιογραφία».
Ένα αγγλικό περιοδικό το 1898 σημείωσε: «Όλη η αμερικανική δημοσιογραφία δεν είναι «κίτρινη», αν και όλη η αυστηρά «ενημερωμένη» κίτρινη δημοσιογραφία είναι αμερικανική!»
Δημοσιογραφία της ταχύτητας
Τα μέσα ενημέρωσης έχουν τεράστια δύναμη και αντιπροσωπεύουν την κύρια και συχνά τη μοναδική πηγή πληροφοριών για σημαντικά γεγονότα και θέματα. Σύγχρονες τεχνολογίες επικοινωνίας και καινοτομίες όπως ο δορυφόρος ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων, το διαδίκτυο και τα social media, μείωσαν δραστικά τα παγκόσμια κενά πληροφόρησης, έτσι ώστε η ταχεία μετάδοση των πληροφοριών να επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τη ζήτηση των καταναλωτών. Η πληροφόρηση σήμερα χαρακτηρίζεται από μία τρομακτική ταχύτητα, προκαλώντας δυσαρέσκεια στους υποστηρικτές της «αργής» δημοσιογραφίας που προωθούν τις παραδοσιακές τεχνικές αναφοράς (έρευνα, ρεπορτάζ, ενδελεχής έλεγχος των πηγών)
Η αμφισβητήσιμη ποιότητα πολλών από αυτές τις πληροφορίες που προωθούνται στα νέα μέσα εγείρει σοβαρά ζητήματα για τον δημοκρατικό λόγο και την εγκυρότητα βέβαια των ειδήσεων. Η κλικοθηρια έχει μετατρέψει το ρεπορτάζ και την έρευνα σε γρήγορη και πρόχειρη, αλλοιωμένη δημοσιογραφία, που θυσιάζει την ποιότητα για την ποσότητα, ενώ οι τίτλοι εντυπωσιασμού και τα άρθρα clickbait έχουν ενισχύσει την κιτρινοποίηση του τύπου.
H Κίτρινη Δημοσιογραφία του Pulitzer πουλάει, ειδικά στα social media
Εφόσον πλέον οι περισσότεροι ενημερώνονται μέσα από τις πλατφόρμες των social media, υπάρχει η τάση τα άρθρα και τα ρεπορτάζ να παίρνουν ολοένα και πιο “ανάλαφρη” μορφή, καθώς την ώρα του σκρολαρίσματος δύσκολα κάποιος θα διακόψει την “ψυχαγωγία” του για να διαβάσει κάτι που απαιτεί προσοχή και σκέψη. Τα νέα γίνονται bullets, αποκτούν κωδικοποιημένη μορφή και η ανάλυση περιορίζεται. Οι θεματολογίες ειδικά που εντυπωσιάζουν έχουν την τιμητική τους και έτσι ο κίτρινος τύπος στην νέα αυτή διαδικυτακή εποχή ενισχύεται σημαντικά.
Κατά κάποιο τρόπο, ο παραδοσιακός Τύπος, που θεωρείται από πολλούς ως τέταρτη εξουσία, έχει μετατραπεί από ελεγκτικό μηχανισμό του συστήματος σε φερέφωνο για τους πολιτικούς, αλλά και σαν μία κερδοφόρα επιχείρηση προώθησης διαφημίσεων online. Ο Αμερικανός συγγραφέας Ralph Keyes (2004) παρατηρεί ότι η κοινωνία έχει εισέλθει σε μια εποχή μετά- αλήθειας (post-truth reporting).
Η εξαπάτηση έχει γίνει καθοριστικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης ζωής και είναι τόσο διάχυτη που οι διφορούμενες δηλώσεις που περιέχουν έναν πυρήνα αυθεντικότητας, αλλά υπολείπονται της αλήθειας, έχουν γίνει το νόμισμα πολιτικών, δημοσιογράφων, εταιρικών στελεχών και άλλων μεσιτών εξουσίας. Οι αρθρογράφοι πληρώνονται για να γράφουν ή να καταγράφουν ψευδείς πληροφορίες ή άρθρα που θα προκαλέσουν εντυπώσεις χωρίς ουσιαστικά να λένε τίποτα. Χρησιμοποιούν τις νέες τεχνολογίες και τους αλγόριθμους των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για τη διάδοση περιεχομένου σε συγκεκριμένες ιδεολογικές ομάδες. Οι κατασκευασμένες ιστορίες διαδίδονται virally από ρομπότ, αυτοματοποιημένο λογισμικό που αναπαράγει μηνύματα σαν να ήταν άνθρωπος χειραγωγώντας την κοινή γνώμη εξαιτίας της μεγάλης επίδρασης που ασκεί.
Προωθώντας ρεπορτάζ κίτρινου τύπου συχνά στρέφουν την προσοχή του κοινού προς ανούσιες πληροφορίες, σχετικά με την προσωπική ζωή του καθενός, τον σεξουαλικό του προσανατολισμό και την καθημερινότητά του. Άλλωστε αυτό κάνουμε και στα social media. Μέσα από μία κλειδαρότρυπα, παρακολουθούμε τις ζωές που οι άλλοι θέλουν να προβάλουν και έχουμε εθιστεί στην αφομοίωση προσωπικών στιγμών και πληροφοριών για τον καθένα. Ασυναίσθητα λοιπόν, το click θα γίνει πολύ πιο εύκολα σε μία είδηση σχετικά με το γάμο ενός τραγουδιστή παρά σε μία ανάλυση για το πώς η πείνα χρησιμοποιείται ως όπλο πολέμου από το Ισραήλ.
Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι η δημοσιογραφία δεν γνώρισε ποτέ μια «χρυσή εποχή» όπου τα γεγονότα πάντα κυριαρχούσαν και το υπεύθυνο ρεπορτάζ ήταν απόλυτο. Ωστόσο, η τρέχουσα εποχή μπορεί να σηματοδοτήσει ένα νέο χαμηλό για τη δημοκρατική επιταγή του ελεύθερου Τύπου.