Η βαθιά ανάσα της Γενιάς Ζ που ήταν έτοιμη να νιώσει την «#Kamalove» και να αποκοπεί από το παρελθόν που εκπροσωπούσε ο Μπάιντεν, οδηγήθηκε σε ένα πνιγερό παρόν. Οι οργανώσεις που ήταν επιφορτισμένες με την προσέγγιση, κινητοποίηση και εκπροσώπηση διαφόρων νεανικών ομάδων πίστευαν ότι αυτή η επανεκκίνηση και το επακόλουθο καλοκαίρι θετικών συναισθημάτων θα καθιστούσαν πολύ πιο εύκολη τη δουλειά τους στον εκλογικό αγώνα. Η προσπάθεια μπορούσε τώρα να επικεντρωθεί περισσότερο στο να φέρουν τη νεολαία στις κάλπες για μια φρέσκια υποψήφια αντί να προσπαθούν να πείσουν όσους είχαν απογοητευτεί από τον Μπάιντεν να σύρουν τον εαυτό τους μέχρι το εκλογικό κέντρο. Αυτή η εκλογική αναμέτρηση φαινόταν πλέον απλώς θέμα συμμετοχής των νέων. 

Τουλάχιστον αυτό περίμεναν. 

Αντ’ αυτού… η πραγματικότητα: Η δημοτικότητα του Ντόναλντ Τραμπ μεταξύ των νέων Αμερικανών συνέχισε να αυξάνεται, είτε ακολουθώντας ανοδική τάση είτε παραμένοντας σταθερή όπως γινόταν για το μεγαλύτερο μέρος του προηγούμενου έτους. Συνέχισε τη στρατηγική του να διεξάγει την καμπάνια του μέσω influencers και μη συμβατικών μέσων, όπως podcasts ποντάροντας στη διασημότητα και το αντισυστημικό μήνυμά του για να προσεγγίσει ψηφοφόρους – ειδικά νεαρούς άνδρες – που συνήθως δεν ενδιαφέρονται για την πολιτική. 

Στην πλευρά των Δημοκρατικών η περίοδος χάριτος για τη Χάρις έληξε σύντομα. Η εκστρατεία πήρε σιγά σιγά αρνητική τροπή και οι δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι η υποστήριξη της νεολαίας προς τη Χάρις είχε φτάσει σε ένα ταβάνι. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν μια στροφή προς τα δεξιά από τη νεότερη γενιά ψηφοφόρων. Οι ψηφοφόροι κάτω των 30 εξακολουθούσαν να προτιμούν τη Χάρις έναντι του Τραμπ, αλλά μόλις με 4 ποσοστιαίες μονάδες διαφορά σύμφωνα με ανάλυση των δεδομένων του AP VoteCast από το Κέντρο Πληροφόρησης και Έρευνας για τη Συμμετοχή των Πολιτών (CIRCLE) του Πανεπιστημίου Tufts. Αυτή είναι μία πολύ μικρότερη διαφορά από το προβάδισμα των 25 μονάδων που είχε ο Μπάιντεν το 2020 και των περίπου 30 μονάδων που είχε η Χίλαρι Κλίντον το 2016.  

Τι είναι λοιπόν αυτό που απομακρύνει τους Δημοκρατικούς και τους νέους ψηφοφόρους; 

Μήπως οι Δημοκρατικοί και οι σύμμαχοί τους στον χώρο των οργανώσεων και ακτιβιστών για τη νεολαία έκαναν λάθος διάγνωση για το τι πραγματικά ένιωθαν και ήθελαν οι νέοι; Μήπως οι νεαροί προοδευτικοί είχαν δίκιο ότι η Χάρις – και ο Μπάιντεν πριν από αυτήν – έπρεπε να στραφούν πιο αριστερά για να ενθουσιάσουν και να κινητοποιήσουν τη βάση τους; Ή μήπως και οι ίδιες οι οργανώσεις νεανικών ψηφοφόρων έχουν μερίδιο ευθύνης επειδή πίεσαν τους υποψηφίους να επικεντρωθούν σε προοδευτικές ιδεολογικές προτεραιότητες αντί για καθημερινά οικονομικά ζητήματα; 

Υπάρχει ένα θεμελιώδες χάσμα μεταξύ των νέων που ενδιαφέρονται για τη δημοκρατική πολιτική και των νέων που προσπαθούσαν να πείσουν. 

Μετά την ήττα της Χάρις ξέσπασε έντονη συζήτηση μεταξύ πολιτικών σχολιαστών και ακτιβιστών σχετικά με το πόση ευθύνη φέρουν οι κυρίως αστικές προοδευτικές και ακτιβιστικές ομάδες. Ορισμένοι φιλελεύθεροι και μετριοπαθείς κατηγόρησαν αυτές τις ομάδες ότι ώθησαν τους Δημοκρατικούς αξιωματούχους, υποψηφίους, στρατηγικούς αναλυτές και τις προεκλογικές τους εκστρατείες πολύ μακριά … προς τα αριστερά, παραβλέποντας τη δεξιά στροφή του εκλογικού σώματος. 

Το αποτέλεσμα αυτών των προσπαθειών σε συνδυασμό με την προεκλογική καμπάνια της Χάρις ήταν παράδοξο: η σχετικά υψηλή συμμετοχή των νέων ψηφοφόρων, ειδικά στις κρίσιμες πολιτείες. Η υψηλή συμμετοχή δεν μεταφράστηκε απαραίτητα σε μεγαλύτερο πλεονέκτημα για τους Δημοκρατικούς για κακή τους τύχη. 

Στις πρόσφατες εκλογές είχαμε συμμετοχή του 42% των νέων ψηφοφόρων, ποσοστό μειωμένο από το λίγο πάνω από 50% που ψήφισε στις εκλογές του 2020. Αυτή η σύγκριση πρέπει να γίνεται με προσοχή: το 2020 ήταν μια ιστορική χρονιά υψηλής προσέλευσης σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, ενώ το 2024 η συμμετοχή ήταν πιο κοντά στα επίπεδα των προεδρικών εκλογών του 2016. Οι εκτιμήσεις του CIRCLE δείχνουν επίσης ότι οι νέοι ψηφοφόροι αποτέλεσαν μικρότερο ποσοστό του εκλογικού σώματος το 2024 σε σύγκριση με το 2016 και το 2020, πράγμα που σημαίνει ότι οι προτιμήσεις των μεγαλύτερων ηλικιακών ομάδων πιθανώς έπαιξαν μεγαλύτερο ρόλο στην ήττα των Δημοκρατικών. 

Πρέπει να συνυπολογίσουμε όμως πως υπήρχαν σημαντικές διαφορές στην εκπαίδευση, το φύλο και τη γεωγραφική κατανομή μεταξύ των νέων ψηφοφόρων. Οι νέοι άνδρες υποστήριξαν τον Τραμπ με διαφορά 14 μονάδων, ενώ οι νέες γυναίκες ψήφισαν τη Χάρις με διαφορά 17 μονάδων—μια διαφορά 31 μονάδων. Οι νέοι χωρίς πανεπιστημιακό πτυχίο και όσοι ζούσαν σε αγροτικές περιοχές υποστήριξαν τον Τραμπ με διψήφιες διαφορές, ενώ εκείνοι με κάποιο επίπεδο πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και οι κάτοικοι των αστικών περιοχών υποστήριξαν τη Χάρις με αντίστοιχες διαφορές. 

Αλλά κάτω από αυτούς τους αριθμούς κρύβονται σημαντικές μετακινήσεις ψηφοφόρων προς τον Τραμπ από το 2020: 

• Οι νεαροί λευκοί άνδρες μετακινήθηκαν κατά 22 μονάδες προς τον Τραμπ. 
• Οι νεαρές λευκές γυναίκες μετακινήθηκαν κατά 15 μονάδες προς τον Τραμπ. 
• Οι νεαροί Λατίνοι άνδρες μετακινήθηκαν κατά 38 μονάδες προς τον Τραμπ. 

Οι δημοσκοπήσεις πριν τις εκλογές για τις προτεραιότητες των νέων ψηφοφόρων αποδείχθηκαν ακριβείς: Κατά συντριπτική πλειοψηφία, ανέφεραν ως κορυφαία ζητήματα την οικονομία, τις αμβλώσεις και τη μετανάστευση. Όσοι θεωρούσαν την οικονομία και τη μετανάστευση ως τα πιο σημαντικά ζητήματα υποστήριξαν μαζικά τον Τραμπ και αυτοί οι ψηφοφόροι ήταν απλά περισσότεροι από εκείνους που έθεσαν ως προτεραιότητα τις αμβλώσεις ή εμπιστεύονταν τους Δημοκρατικούς για την οικονομία και τη μετανάστευση.  

Πως ήρθε η ήττα…

Αρκετοί εκτιμούν ότι η Χάρις και οι Δημοκρατικοί είχαν να αντιμετωπίσουν το βάρος της αντίληψης ότι ήταν υπερβολικά προοδευτικοί, υπερβολικά φιλελεύθεροι ή εκτός του πολιτισμικού ρεύματος, γεγονός που τους έφερνε σε δυσαρμονία με τους πιο συντηρητικούς και μετριοπαθείς νέους ψηφοφόρους που αποτελούσαν μεγαλύτερο κομμάτι του εκλογικού σώματος φέτος. Άλλοι υποστηρίζουν ότι το κόμμα τοποθετήθηκε υπερβολικά μετριοπαθώς, μετακινήθηκε πολύ προς τα δεξιά σε θέματα όπως η Γάζα, η μετανάστευση ή η πολιτική για το κλίμα ή εγκατέλειψε ένα λαϊκιστικό μήνυμα υπέρ της εργατικής τάξης στην οικονομία, δίνοντας έτσι λιγότερο κίνητρο στους προοδευτικούς νέους να προσέλθουν στις κάλπες. 

Οφείλουμε να σημειώσουμε πως κατά γενική ομολογία υπήρξε μια γενικότερη αναντιστοιχία μεταξύ των ανθρώπων που έκαναν τη δουλειά προσέγγισης των νέων και εκείνων που έπρεπε να πείσουν. 

Οι άνθρωποι των μεγάλων αστικών κέντρων από το επίπεδο εκπαίδευσης, ιδεολογικής κατεύθυνσης, πολιτικής φιλοδοξίας, διαμονής σε αστικές περιοχές και ενασχόλησης με την πολιτική ειδησεογραφία διαφέρουν από τον μέσο νέο ψηφοφόρο. Οι τελευταίοι, αν δεν είναι συντηρητικοί, τείνουν να κλίνουν περισσότερο προς το κέντρο ή να είναι ιδεολογικά μετριοπαθείς σε σχέση με ό,τι συνήθως υποτίθεται. Πιθανότατα δεν φοιτούν σε ένα κορυφαίο ή επιλεκτικό πανεπιστήμιο και δεν παρακολουθούν στενά τις πολιτικές εξελίξεις.Τ 

Το εκλογικό σώμα των νέων του 2024 ήταν διαφορετικό — πιο συντηρητικό, πιο ρεπουμπλικανικό, λιγότερο αφοσιωμένο — και επηρεασμένο από τα lockdown της πανδημίας και την απομάκρυνση του Τραμπ από το κέντρο της αμερικανικής πολιτικής σκηνής. 

Αυτή η απόσταση οδήγησε σε ένα δεύτερο είδος αναντιστοιχίας. Οι οργανώσεις νεολαίας και τα μέλη τους επέμειναν να μιλούν για θέματα όπως οι απειλές των Ρεπουμπλικανών κατά των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων, η περιφρόνηση του Τραμπ για τις δημοκρατικές αξίες και η ανάγκη δράσης για την κλιματική αλλαγή, την ασφάλεια των όπλων και τη φυλετική δικαιοσύνη. Πίστευαν ότι αυτά ήταν ζητήματα που ενδιέφεραν τους νέους και ήλπιζαν πως η έμφαση σε αυτά θα αρκούσε για να ξεπεράσουν τη δυσαρέσκεια για το υπάρχον πολιτικό σύστημα. Όμως πολλοί νέοι ψηφοφόροι έβλεπαν το οικονομικό κόστος της καθημερινότητας ως το μεγαλύτερο πρόβλημα. Όταν οι Δημοκρατικοί μιλούσαν για τη δημιουργία θέσεων εργασίας, τη μείωση της ανεργίας και την αύξηση των μισθών, το αφήγημά τους δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα που βίωναν οι νέοι. 

Τέλος, υπήρχε ακόμα ένα δομικό όριο στο πόσο μπορούσαν να επηρεάσουν και να προσεγγίσουν ψηφοφόρους μέσω διαδικτυακής καμπάνιας. Ενώ νόμιζαν ότι είχαν ευρεία απήχηση, στην πραγματικότητα οι ψηφιακές εκστρατείες τους κινούνταν μέσα σε «ηχώ-θαλάμους» (echo chambers), φτάνοντας κυρίως σε ήδη πεπεισμένους υποστηρικτές. Αντίθετα ο Τραμπ κατάφερε να προσεγγίσει αδιάφορους και λιγότερο ενημερωμένους νέους ψηφοφόρους, εμφανιζόμενος σε podcast και συνεργαζόμενος με influencers που δεν είχαν πολιτική ατζέντα. 

Και τώρα ποια μπορεί να είναι η επόμενη ημέρα; 

Οι οργανώσεις δεν υποτιμούν ή απορρίπτουν το έργο που έκαναν — και σίγουρα υπήρξαν επιδράσεις στις πολιτείες-κλειδιά, όπου τα περιορισμένα δεδομένα που διαθέτουμε δείχνουν ότι η μετατόπιση των νέων από τους Δημοκρατικούς δεν ήταν τόσο καθοριστική. Αναγνωρίζουν ότι πρέπει να αναπτύξουν καλύτερους τρόπους επικοινωνίας με νέους που ενδέχεται να είναι εκ φύσεως αδιάφοροι για την πολιτική, τα πολιτικά κόμματα και τους υποψηφίους, καθώς και με όσους είναι σκεπτικοί απέναντι στην ίδια την ψήφο. 

Παρόλο που οι νεότεροι Αμερικανοί είναι ακόμη πιο πιθανό να υποστηρίζουν φιλελεύθερες ή προοδευτικές πολιτικές σε σχέση με τις μεγαλύτερες γενιές, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα στηρίξουν τους Δημοκρατικούς. Σίγουρα η Γενιά Ζ είναι πολύ πιο πιθανό να ταυτίζεται με τους Δημοκρατικούς και τους φιλελεύθερους σε σχέση με τις παλαιότερες γενιές και οι νεαροί “έγχρωμοι” ψηφοφόροι είναι πιο πιθανό να κλίνουν προς τα αριστερά σε σύγκριση με τους λευκούς συνομηλίκους τους. Όμως τα αποτελέσματα του 2024 υποδηλώνουν ότι μια γενεακή αλλαγή βρίσκεται σε εξέλιξη. 

Πράγματι ενώ η υποστήριξη προς φιλελεύθερες κοινωνικές πολιτικές και πολιτιστικές θέσεις παραμένει υψηλή μεταξύ των νέων, οι Δημοκρατικοί και οι συμμαχικές τους νεανικές ομάδες θα πρέπει να καταβάλουν σημαντικές προσπάθειες πειθούς και ανοικοδόμησης εμπιστοσύνης μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια.  

Επιπλέον οι Δημοκρατικοί θα πρέπει να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη ακόμη και των νέων που θα μπορούσαν να θεωρηθούν το μελλοντικό τους εκλογικό κοινό. Οι νεαροί Αφροαμερικανοί ψηφοφόροι, σύμφωνα με ανάλυση του CIRCLE ήταν πολύ πιο πιθανό να ψηφίσουν τον Τραμπ το 2024 σε σύγκριση με τους μεγαλύτερους Αφροαμερικανούς ψηφοφόρους: Ο Τραμπ κέρδισε το 23% αυτών των ψηφοφόρων ηλικίας 18 έως 29, ενώ στους άνω των 65 ετών το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις 6%. Οι νεαροί Ασιάτες Αμερικανοί και ισπανόφωνοι ψηφοφόροι επίσης υποστήριξαν την Χάρις, αλλά με πολύ μικρότερα ποσοστά σε σχέση με τη στήριξή τους στον Μπάιντεν το 2020. 

Το στοιχείο της πειθούς θα είναι κρίσιμο στις μελλοντικές εκλογές, καθώς το γεγονός ότι η οικονομία κυριάρχησε στις ανησυχίες της Γενιάς Z το 2024 δεν σημαίνει ότι οι νέοι αυτοί δεν νοιάζονται για την κλιματική αλλαγή, τη φυλετική δικαιοσύνη, την ελάφρυνση φοιτητικών δανείων, τα αναπαραγωγικά δικαιώματα, την ασφάλεια από όπλα ή τα δικαιώματα των μεταναστών. Το εκλογικό σώμα των νέων που προσήλθε στις κάλπες απλώς έδωσε προτεραιότητα στις οικονομικές ανησυχίες και στην απόρριψη του υπάρχοντος κατεστημένου, έναντι των εκκλήσεων που έγιναν με βάση τα δικαιώματα στην άμβλωση, τις περιβαλλοντικές ανησυχίες ή την κοινωνική δικαιοσύνη. 

*Mε στοιχεία από το Vox.

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookBluesky και Instagram.