Μπορεί κάποτε το φαγητό να σήμαινε επιβίωση, σήμερα όμως είναι παγίδα. Παγίδα γεμάτη θερμίδες, φτηνές πρώτες ύλες, εθιστικά συστατικά και μια ψευδαίσθηση ευχαρίστησης. Ο κόσμος παχαίνει, αλλά όχι γιατί αγαπάει το φαγητό. Παχαίνει γιατί δεν αγαπάει τον εαυτό του. 

Η παχυσαρκία δεν είναι προσωπική αποτυχία. Είναι κοινωνικό σύμπτωμα και όταν το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού, δηλαδή σχεδόν 3,5 δισεκατομμύρια άνθρωποι βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση δεν πρόκειται για ατομικές επιλογές, αλλά για συλλογική πορεία. Ένα φαινόμενο που μιλάει πιο πολύ για τις ανισότητες και την απόγνωση του μοντέρνου ανθρώπου παρά για το περιεχόμενο του πιάτου του. 

Πώς φτάσαμε εδώ; 

Ο κόσμος άλλαξε ταχύτατα. Μέσα σε λίγες δεκαετίες η τροφή έγινε υπερεπεξεργασμένο προϊόν, η εργασία αποσυνδέθηκε από τη σωματική κόπωση, η ψυχαγωγία πέρασε σε οθόνες, το περπάτημα έγινε περιττή συνήθεια και το “γρήγορο” πήρε τη θέση του “ουσιαστικού”. Οι φτωχοί αγοράζουν θερμίδες γιατί αυτές είναι οικονομικές. Οι μεσαίες τάξεις δουλεύουν υπερωρίες και τρώνε ό,τι βρουν. Οι πλούσιοι πληρώνουν για να “επιστρέψουν” στη φύση, στην άσκηση και στην ισορροπημένη διατροφή. 

Όλο και περισσότεροι άνθρωποι καταφεύγουν στο φαγητό για παρηγοριά. Δεν πεινάνε, πονάνε. Και το σώμα κουβαλάει αυτή τη θλίψη, τη συσσωρεύει στις γωνίες του. Δεν είναι μόνο λίπος, είναι μοναξιά, είναι άγχος, είναι εξάντληση, είναι σιωπηρή διαμαρτυρία. Είναι μια απόδειξη πως κάτι δεν πάει καλά. Όχι στο σώμα, αλλά στην καθημερινότητα, στην εργασία, στην οικογένεια, στην πόλη, στον κόσμο. 

Η παχυσαρκία είναι επίσης μια επιδημία που γνωρίζει ταξικές και γεωγραφικές διακρίσεις. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, το ποσοστό αγγίζει το 42% των ενηλίκων με σαφή ανοδική τάση στις πολιτείες με χαμηλότερο εισόδημα. Στην Ασία και την Αφρική, παρατηρείται ταυτόχρονα το παράδοξο: ο υποσιτισμός συνυπάρχει με την παχυσαρκία. Μια κοινωνία που πεινάει και παχαίνει την ίδια στιγμή. 

Η Ελλάδα, άλλοτε χώρα της μεσογειακής διατροφής είναι πλέον πρωταθλήτρια στην παιδική παχυσαρκία στην Ευρώπη. Οι σχολικές αυλές άδειες από παιχνίδι. Τα παιδιά τρώνε βιαστικά, περνούν ώρες σε οθόνες και μεγαλώνουν με πρότυπα που ούτε χωρούν ούτε αγαπούν το σώμα τους. Η μνήμη της υγιούς διατροφής χάνεται, ενώ η αγορά την αντικαθιστά με ροφήματα πρωτεΐνης και δίαιτες express. 

Κι όμως δεν φταίνε μόνο οι βιομηχανίες, ούτε μόνο η διαφήμιση. Φταίει το ότι έχουμε ξεχάσει να ακούμε το σώμα, να το σεβόμαστε, να του αφήνουμε χρόνο να πεινάσει, να χορτάσει, να κινηθεί, να ανασάνει. Ο σύγχρονος ρυθμός ζωής δεν προνοεί για σώματα, μόνο για παραγωγικότητα, λειτουργία και απόδοση. 

Οι συνέπειες είναι γνωστές και τραγικά προβλέψιμες: διαβήτης τύπου 2, καρδιοπάθειες, υπέρταση, κατάθλιψη, κοινωνικός στιγματισμός. Η φαρμακοβιομηχανία σπεύδει να απαντήσει με ενέσεις αδυνατίσματος, με χάπια που “κόβουν την όρεξη”, με προτάσεις που δεν λύνουν τίποτα, γιατί η ρίζα του προβλήματος δεν είναι στο σώμα είναι στην ψυχή. 

Ο κόσμος χρειάζεται μια επανεκκίνηση. Όχι με δίαιτες, αλλά με μια νέα πολιτισμική σχέση με το σώμα. Να θυμηθεί πως το φαγητό είναι χαρά, όχι παγίδα. Πως η κίνηση είναι προνόμιο, όχι τιμωρία. Πως η φροντίδα δεν είναι πολυτέλεια, αλλά προϋπόθεση επιβίωσης. Χρειαζόμαστε παιδεία που να μιλά για τροφή, άσκηση και αυτοσεβασμό. Χρειαζόμαστε πόλεις που να ενθαρρύνουν το περπάτημα. Σχολεία που να προσφέρουν φαγητό και όχι σνακ. Κοινωνίες που δεν θα εκφοβίζουν το διαφορετικό σώμα, αλλά θα κατανοούν την ιστορία του. 

Όταν το 40% του κόσμου είναι υπέρβαρο ή παχύσαρκο, το ερώτημα δεν είναι μόνο «τι τρώμε». Είναι «τι ζούμε». Πώς μεγαλώνουμε, πώς εργαζόμαστε, πώς διαχειριζόμαστε το άγχος, την απελπισία, την ανισότητα. 

Αν δεν αλλάξουμε κάτι βαθύτερο, πέρα από τις θερμίδες και την κατανάλωσή τους, δεν θα αλλάξει τίποτα όσον αφορά την ουσία του προβλήματος και όσο παχαίνουμε συλλογικά, ίσως αυτό που βαραίνει περισσότερο να μην είναι το σώμα, αλλά η σιωπηρή παραίτηση απέναντι σε έναν τρόπο ζωής που δεν μας χωράει πια. 

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.