Κάποιοι πολιτικοί κερδίζουν από το βήμα, άλλοι από την τηλεόραση. Ο Ζοχράν Μαμντάνι, ο νέος δήμαρχος της Νέας Υόρκης, κέρδισε από το πεζοδρόμιο το 2025. Κυριολεκτικά. Στις φωτογραφίες της εκστρατείας του δε βλέπεις σκηνές από λαμπερές συγκεντρώσεις ή πανό με συνθήματα. Βλέπεις πόρτες: ανοιχτές, μισόκλειστες, ξεχαρβαλωμένες. Εκεί στο κατώφλι του κόσμου που δεν πιστεύει πια ότι η πολιτική μπορεί να τον αγγίξει, ο Μαμντάνι έκανε το αδύνατο να πείσει τους πολίτες ότι αξίζει να ξαναμιλήσουν.
Η πορεία του μοιάζει με πολιτική παραβολή. Γεννημένος στο Κουίνς, γιος Ουγκαντέζου πανεπιστημιακού και μητέρας ποιήτριας,μεγάλωσε ανάμεσα σε βιβλία, την ιδεολογία και μεταναστευτικές ιστορίες. Το όνομά του δεν είχε πολιτικό βάρος. Δεν είχε πίσω του καμία εταιρεία, κανένα τηλεοπτικό δίκτυο, καμία παραδοσιακή κομματική μηχανή. Είχε μόνο μια ιδέα: ότι η Νέα Υόρκη η πόλη των αντιθέσεων, της λάμψης και της ακραίας φτώχειας μπορεί να ξαναγίνει πόλη των ανθρώπων.
Το επιτελείο του ήξερε από την αρχή ότι δε θα κέρδιζε με τα μέσα των αντιπάλων του. Οπότε έκανε κάτι απλό: πήγε εκεί που κανείς άλλος δεν πάει πια. Σε υπόγεια πολυκατοικιών στο Μπρονξ, σε μικρά πάρκα του Κουίνς, σε κοινωνικά κέντρα του Μπρούκλιν, εκεί όπου η ελπίδα έχει εξαντληθεί.
«Αν δε σε γνωρίζουν, πήγαινε να τους γνωρίσεις» έλεγε συχνά στα μέλη της ομάδας του. Έτσι στήθηκε μια εκστρατεία πόρτα-πόρτα, εμπνευσμένη από τη μέθοδο που καθιέρωσε ο Μπέρνι Σάντερς στα προεδρικά του campaigns: ένας στρατός εθελοντών, όχι επαγγελματιών πολιτικών. Δάσκαλοι, φοιτητές, νοσηλευτές, μετανάστες, νέοι που δεν είχαν ξανασυμμετάσχει σε εκλογές. Κάθε απόγευμα, χάρτες, σημειώσεις, λίστες με ονόματα και μετά οι ίδιες κινήσεις: κουδούνι, χαμόγελο, διάλογος.
Στο τέλος κάθε εβδομάδας, το επιτελείο συγκέντρωνε στοιχεία όχι για το πόσοι πείστηκαν, αλλά για το πόσοι ένιωσαν ότι κάποιος τους άκουσε. «Η εκστρατεία μας δεν μετρούσε ψήφους», είπε ο ίδιος σε μια από τις τελευταίες ομιλίες του. «Μετρούσε συναντήσεις».
Ο Μπέρνι Σάντερς υπήρξε ο πολιτικός πρόγονος αυτής της διαδρομής. Ήταν εκείνος που έδειξε ότι μια ριζοσπαστική ατζέντα μπορεί να μιλήσει στην καρδιά του αμερικανικού λαού χωρίς να απολογηθεί. Ο Μαμντάνι πήρε αυτή την ιδέα και την προσάρμοσε στη Νέα Υόρκη του 2025 μια πόλη εξαντλημένη από ανισότητες, ενοίκια-φωτιά και κυβερνήσεις που νομοθετούν υπέρ των ισχυρών.
Όπως ο Σάντερς μίλησε για αναδιανομή πλούτου, για δωρεάν δημόσια υγεία, για προστασία των ενοικιαστών, για μια πόλη όπου η τεχνολογία υπηρετεί το κοινό καλό και το έκανε με τη γλώσσα του δρόμου, όχι των think tanks. Ένα λεξιλόγιο γεμάτο καθημερινότητα: το νοίκι που δε βγαίνει, η ζέστη στα σπίτια χωρίς κλιματισμό, το σχολείο που κλείνει γιατί δεν έχει κονδύλια. «Αν δεν έχεις σπίτι, δεν έχεις ελευθερία», έλεγε στα debate και το κοινό τον πίστευε, γιατί δεν έβλεπε άλλον να τολμά να το πει έτσι.
Αν ο Σάντερς έκανε επανάσταση με τον πολιτικό ακτιβισμό της φυσικής παρουσίας, ο Μαμντάνι έκανε το επόμενο βήμα: συνδύασε το πεζοδρόμιο με τον ψηφιακό κόσμο.
Η καμπάνια του στα social media ήταν ένα μικρό μάθημα πολιτικής επικοινωνίας για τον 21ο αιώνα. Χωρίς επιτηδευμένα βίντεο, χωρίς χορηγούμενα stories, χωρίς ψεύτικα χαμόγελα. Η ομάδα του, μια χούφτα δημιουργικοί νέοι από το Μπρούκλιν μετέτρεψαν το TikTok, το Instagram και το Threads σε εργαλεία πολιτικής αφήγησης. Στα reels ο Μαμντάνι δε μιλούσε “στον λαό” … συνομιλούσε με τον λαό. Έτρωγε μαζί τους σε φτηνά diners, περπατούσε στις συνοικίες, απαντούσε σε σχόλια, διόρθωνε λάθη, αστειευόταν.
Ένα από τα πιο δημοφιλή του βίντεο, που έγινε viral, ήταν μια απλή φράση:
«Η πόλη δεν χρειάζεται έναν σωτήρα. Χρειάζεται κάποιον που να την ακούει».
Σε μια εποχή όπου η πολιτική επικοινωνία μοιάζει με marketing, η αυθεντικότητα αυτή φάνηκε επαναστατική. Το αποτέλεσμα ήταν συγκλονιστικό. Η εκστρατεία του χωρίς μεγάλα κεφάλαια κινητοποίησε δεκάδες χιλιάδες πολίτες. Τα γραφεία του στο Queens και στο Bronx έγιναν μικρές κυψέλες συμμετοχής, χώροι συνάντησης ανθρώπων που δεν πίστευαν πια σε τίποτα.
Όταν το βράδυ των εκλογών τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο Μαμντάνι κέρδισε με ευρεία διαφορά, η Νέα Υόρκη δεν πανηγύρισε απλώς για έναν νέο δήμαρχο. Πανηγύρισε για μια νέα ιδέα πολιτικής: ότι μπορείς να κερδίσεις χωρίς να πουλήσεις ψευδαισθήσεις, χωρίς να εξαγοράσεις προσοχή, χωρίς να αποκηρύξεις την ηθική σου.
Η νίκη του Μαμντάνι είναι κάτι περισσότερο από τοπική υπόθεση. Είναι όπως γράφουν πολλοί αναλυτές ένα πολιτικό σήμα προς ολόκληρη την Αμερική, αλλά κι ολόκληρη την ανθρωπότητα. Έδειξε ότι υπάρχει δρόμος πέρα από τη ρητορική του φόβου, πέρα από τη λαϊκιστική πόλωση του Τραμπ. Ένας δρόμος που ξεκινά από κάτω, από την κοινότητα, από τη γειτονιά.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.
Κάποιοι πολιτικοί κερδίζουν από το βήμα, άλλοι από την τηλεόραση. Ο Ζοχράν Μαμντάνι, ο νέος δήμαρχος της Νέας Υόρκης, κέρδισε από το πεζοδρόμιο το 2025. Κυριολεκτικά. Στις φωτογραφίες της εκστρατείας του δε βλέπεις σκηνές από λαμπερές συγκεντρώσεις ή πανό με συνθήματα. Βλέπεις πόρτες: ανοιχτές, μισόκλειστες, ξεχαρβαλωμένες. Εκεί στο κατώφλι του κόσμου που δεν πιστεύει πια ότι η πολιτική μπορεί να τον αγγίξει, ο Μαμντάνι έκανε το αδύνατο να πείσει τους πολίτες ότι αξίζει να ξαναμιλήσουν.
Η πορεία του μοιάζει με πολιτική παραβολή. Γεννημένος στο Κουίνς, γιος Ουγκαντέζου πανεπιστημιακού και μητέρας ποιήτριας,μεγάλωσε ανάμεσα σε βιβλία, την ιδεολογία και μεταναστευτικές ιστορίες. Το όνομά του δεν είχε πολιτικό βάρος. Δεν είχε πίσω του καμία εταιρεία, κανένα τηλεοπτικό δίκτυο, καμία παραδοσιακή κομματική μηχανή. Είχε μόνο μια ιδέα: ότι η Νέα Υόρκη η πόλη των αντιθέσεων, της λάμψης και της ακραίας φτώχειας μπορεί να ξαναγίνει πόλη των ανθρώπων.
Το επιτελείο του ήξερε από την αρχή ότι δε θα κέρδιζε με τα μέσα των αντιπάλων του. Οπότε έκανε κάτι απλό: πήγε εκεί που κανείς άλλος δεν πάει πια. Σε υπόγεια πολυκατοικιών στο Μπρονξ, σε μικρά πάρκα του Κουίνς, σε κοινωνικά κέντρα του Μπρούκλιν, εκεί όπου η ελπίδα έχει εξαντληθεί.
«Αν δε σε γνωρίζουν, πήγαινε να τους γνωρίσεις» έλεγε συχνά στα μέλη της ομάδας του. Έτσι στήθηκε μια εκστρατεία πόρτα-πόρτα, εμπνευσμένη από τη μέθοδο που καθιέρωσε ο Μπέρνι Σάντερς στα προεδρικά του campaigns: ένας στρατός εθελοντών, όχι επαγγελματιών πολιτικών. Δάσκαλοι, φοιτητές, νοσηλευτές, μετανάστες, νέοι που δεν είχαν ξανασυμμετάσχει σε εκλογές. Κάθε απόγευμα, χάρτες, σημειώσεις, λίστες με ονόματα και μετά οι ίδιες κινήσεις: κουδούνι, χαμόγελο, διάλογος.
Στο τέλος κάθε εβδομάδας, το επιτελείο συγκέντρωνε στοιχεία όχι για το πόσοι πείστηκαν, αλλά για το πόσοι ένιωσαν ότι κάποιος τους άκουσε. «Η εκστρατεία μας δεν μετρούσε ψήφους», είπε ο ίδιος σε μια από τις τελευταίες ομιλίες του. «Μετρούσε συναντήσεις».
Ο Μπέρνι Σάντερς υπήρξε ο πολιτικός πρόγονος αυτής της διαδρομής. Ήταν εκείνος που έδειξε ότι μια ριζοσπαστική ατζέντα μπορεί να μιλήσει στην καρδιά του αμερικανικού λαού χωρίς να απολογηθεί. Ο Μαμντάνι πήρε αυτή την ιδέα και την προσάρμοσε στη Νέα Υόρκη του 2025 μια πόλη εξαντλημένη από ανισότητες, ενοίκια-φωτιά και κυβερνήσεις που νομοθετούν υπέρ των ισχυρών.
Όπως ο Σάντερς μίλησε για αναδιανομή πλούτου, για δωρεάν δημόσια υγεία, για προστασία των ενοικιαστών, για μια πόλη όπου η τεχνολογία υπηρετεί το κοινό καλό και το έκανε με τη γλώσσα του δρόμου, όχι των think tanks. Ένα λεξιλόγιο γεμάτο καθημερινότητα: το νοίκι που δε βγαίνει, η ζέστη στα σπίτια χωρίς κλιματισμό, το σχολείο που κλείνει γιατί δεν έχει κονδύλια. «Αν δεν έχεις σπίτι, δεν έχεις ελευθερία», έλεγε στα debate και το κοινό τον πίστευε, γιατί δεν έβλεπε άλλον να τολμά να το πει έτσι.
Αν ο Σάντερς έκανε επανάσταση με τον πολιτικό ακτιβισμό της φυσικής παρουσίας, ο Μαμντάνι έκανε το επόμενο βήμα: συνδύασε το πεζοδρόμιο με τον ψηφιακό κόσμο.
Η καμπάνια του στα social media ήταν ένα μικρό μάθημα πολιτικής επικοινωνίας για τον 21ο αιώνα. Χωρίς επιτηδευμένα βίντεο, χωρίς χορηγούμενα stories, χωρίς ψεύτικα χαμόγελα. Η ομάδα του, μια χούφτα δημιουργικοί νέοι από το Μπρούκλιν μετέτρεψαν το TikTok, το Instagram και το Threads σε εργαλεία πολιτικής αφήγησης. Στα reels ο Μαμντάνι δε μιλούσε “στον λαό” … συνομιλούσε με τον λαό. Έτρωγε μαζί τους σε φτηνά diners, περπατούσε στις συνοικίες, απαντούσε σε σχόλια, διόρθωνε λάθη, αστειευόταν.
Ένα από τα πιο δημοφιλή του βίντεο, που έγινε viral, ήταν μια απλή φράση:
«Η πόλη δεν χρειάζεται έναν σωτήρα. Χρειάζεται κάποιον που να την ακούει».
Σε μια εποχή όπου η πολιτική επικοινωνία μοιάζει με marketing, η αυθεντικότητα αυτή φάνηκε επαναστατική. Το αποτέλεσμα ήταν συγκλονιστικό. Η εκστρατεία του χωρίς μεγάλα κεφάλαια κινητοποίησε δεκάδες χιλιάδες πολίτες. Τα γραφεία του στο Queens και στο Bronx έγιναν μικρές κυψέλες συμμετοχής, χώροι συνάντησης ανθρώπων που δεν πίστευαν πια σε τίποτα.
Όταν το βράδυ των εκλογών τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο Μαμντάνι κέρδισε με ευρεία διαφορά, η Νέα Υόρκη δεν πανηγύρισε απλώς για έναν νέο δήμαρχο. Πανηγύρισε για μια νέα ιδέα πολιτικής: ότι μπορείς να κερδίσεις χωρίς να πουλήσεις ψευδαισθήσεις, χωρίς να εξαγοράσεις προσοχή, χωρίς να αποκηρύξεις την ηθική σου.
Η νίκη του Μαμντάνι είναι κάτι περισσότερο από τοπική υπόθεση. Είναι όπως γράφουν πολλοί αναλυτές ένα πολιτικό σήμα προς ολόκληρη την Αμερική, αλλά κι ολόκληρη την ανθρωπότητα. Έδειξε ότι υπάρχει δρόμος πέρα από τη ρητορική του φόβου, πέρα από τη λαϊκιστική πόλωση του Τραμπ. Ένας δρόμος που ξεκινά από κάτω, από την κοινότητα, από τη γειτονιά.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.




