Την περασμένη εβδομάδα, η Σαουδική Αραβία και το Ιράν ανακοίνωσαν ότι θα αποκαταστήσουν τις διπλωματικές σχέσεις τους μετά από επτά χρόνια εντάσεων και ρήξης. Τα δύο έθνη δεσμεύτηκαν να ανοίξουν ξανά τις πρεσβείες τους και συμφώνησαν επίσης να αρχίσουν να συνεργάζονται σε τομείς όπως η ασφάλεια και το εμπόριο.
Η αντιπαλότητα μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας και του Ιράν – η οποία χρησιμοποιείται συχνά ως σύμβολο των ευρύτερων εντάσεων μεταξύ Σουνιτών και Σιιτών Μουσουλμάνων – υπήρξε βασικό χαρακτηριστικό της πολιτικής και των συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή. Στην Υεμένη, με τον πόλεμο να διανύει πλέον τον όγδοο χρόνο, οι δύο χώρες συμμετέχουν σε έναν proxy war (πόλεμο δια αντιπροσώπου) με τους αντάρτες Χούθι να υποστηρίζονται από την Τεχεράνη, ενώ το Ριάντ ηγείται ενός στρατιωτικού συνασπισμού με την ελπίδα να αποκαταστήσει την κυβέρνηση που ανατράπηκε από τους συμμάχους των Ιρανών. Στον Λίβανο, το 2017, η Σαουδική κυβέρνηση υποχρέωσε την παραίτηση του Λιβανέζου πρωθυπουργού, μια κίνηση που πιστεύεται ότι στόχευε στον περιορισμό της Χεζμπολάχ, (η οποία θεωρείται σύμμαχος του Ιράν). Η συμφωνία αυτή έρχεται να αποκαταστήσει έστω προσωρινά τις τεταμένες σχέσεις των δύο χωρών σε μία περίοδο αρκετά δύσκολη για το Ιράν που δέχεται πιέσεις τόσο από τις εσωτερικές αναταραχές όσο και από τις σκληρές κυρώσεις που της έχουν επιβληθεί και συρρικνώνουν την οικονομία του. Για τη Σαουδική Αραβία, η συμφωνία αυτή θα της δώσει τη δυνατότητα να περιορίσει ίσως την παρουσία της στην Υεμένη που φαίνεται να είναι αδιέξοδη (καθλως θα μπορούσε να διευκολυνθεί μια συμφωνία μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Χούθι) και να γεφυρώσει τις διαφορές με ένα κράτος που βρίσκεται δίπλα της και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στα τεκταινόμενα της περιοχής. Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί, ότι η συμφωνία αυτή, δεν οδηγεί σε μία συμμαχία, αλλά σε μια κανονιστική διπλωματική συνθήκη που ασφαλώς αποτελεί ένα καλό βήμα για τη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή. Ο σκεπτικισμός της Σαουδικής Αραβίας για το Ιράν είναι πολύ βαθύς και η ιρανική εχθρότητα προς τη Σαουδική Αραβία είναι ομοίως ριζωμένη. Και οι δύο χώρες αναμένουν ότι θα παραμείνουν αντίπαλοι, αλλά πιστεύουν ότι πιο άμεσοι δίαυλοι επικοινωνίας θα εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους.
Το τέλος της κινεζικής διπλωματικής εσωστρέφειας
Σχεδόν εξίσου σημαντικό όμως με την ίδια τη συμφωνία, είναι το γεγονός ότι η Κίνα διαδραμάτισε το ρόλο του μεσολαβητή εγκαινιάζοντας ένα καινούριο κεφάλαιο στην εξωτερική της πολιτική.
Ο κινεζικός ρόλος στις διαπραγματεύσεις αυξάνει το κύρος του Πεκίνου στη διεθνή κοινότητα και αποτελεί απόδειξη του αυξημένου ενδιαφέροντος της να ενισχύσει την επιρροή του στην περιοχή. Με την Αμερική να μην έχει καμία διπλωματική επαφή με την Τεχεράνη, η Κίνα είχε μία εξαιρετική ευκαιρία να μεσολαβήσει για μια συμφωνία, καθώς πρόκειται για μια δραστηριότητα σχετικά χαμηλού κινδύνου και υψηλής ανταμοιβής μιας και δεν έχουν δεσμευτεί για κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα.Η απόφασή της να εμπλακεί σε μία διεθνή συμφωνία μαρτυρά «μία πολύ μεγάλη στροφή στην εξωτερική της πολιτική και δείχνει για πρώτη φορά ότι μπορεί να παίξει ηγετικό/μεσολαβητικό ρόλο που εγγυάται μια διεθνή συμφωνία εκτός της περιοχής της» αναφέρει σε άρθρο του ο Σωτήρης Ρούσσος, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών.
Αν οι ΗΠΑ αποτελούν την κυρίαρχη στρατιωτική δύναμη στον Κόλπο, η Κίνα έρχεται για μία ακόμη φορά να ενισχύει τη θέση της ως μια ισχυρή οικονομική δύναμη που δύναται να επηρεάσει τη διεθνή κοινότητα. Με την οικονομική της δραστηριότητα σε πολλές περιοχές παγκοσμίως και τους διαμεσολαβητικούς της χειρισμούς, η κινεζική επιρροή αυξάνεται ολοένα και περισσότερο σε αντιπαραβολή με τη σταδιακή δίαβρωση της παγκόσμιας αμερικανικής παρουσίας.
Η διαμεσολάβηση της Κίνας αντανακλά τη σημασία που έχει η περιοχή του Περσικού Κόλπου και της ευρύτερης Μέσης Ανατολής για τη χώρα και επισφραγίζει την αναβάθμιση των σχέσεων της με δύο σημαντικούς οικονομικούς εταίρους. Η Κίνα έχει σημαντικό συμφέρον να βελτιώσει τους δεσμούς και τη σταθερότητα στην περιοχή, καθώς ο Κόλπος είναι μια ζωτική πηγή ενέργειας για το Πεκίνο που εισάγει μεγάλο μέρος του πετρελαίου του από το Ιράν και τη Σαουδική Αραβία. Όταν το 2019 οι πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της Σαουδικής Αραβίας μπήκαν στο στόχαστρο των Χούτι, επηρεάστηκε προσωρινά η παραγωγή πετρελαίου της χώρας, οδηγώντας σε αύξηση των παγκόσμιων τιμών του πετρελαίου, τη μεγαλύτερη άνοδο σε περισσότερο από μια δεκαετία. Μία παρόμοια κρίση στον Περσικό Κόλπο, θα ήταν ζημιογόνα για τον ενεργειακό ανεφοδιασμό και τα οικονομικά συμφέροντα της Κίνας.
Η αμφισβήτηση της Αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας
Το γεγονός ότι οι ΗΠΑ έχουν διαρκώς ενεργό ρόλο στις περιφερειακές συγκρούσεις τις περιορίζει από το να διαδραματίσουν έναν ειρηνευτικό ρόλο στη διεθνή κοινότητα και ειδικά στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Η υποστήριξη που παρέχουν ιστορικά στο Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία ενάντια στο Ιράν καθιστά αδύνατο για την Ουάσινγκτον να πάρει το ρόλο του αξιόπιστου διαμεσολαβητή. Η Κίνα, που έχει μείνει αμέτοχη στην κόντρα Σαουδικής Αραβίας και Ιράν, είχε την τέλεια ευκαιρία να εκμεταλλευτεί την κατάσταση και να μπει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Για χώρες όπως η Σαουδική Αραβία τις τελευταίες δεκαετίες, η Αμερική ήταν ο μόνος βιώσιμος εταίρος. Τώρα, φαίνεται πως στο διεθνές σύστημα οι χώρες αυτές συνειδητοποιούν ότι έχουν κι άλλες επιλογές. Η Κίνα όπως και η Ρωσία (που συνεργάζεται με τη Σαουδική Αραβία μέσω του Οργανισμού Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών) μπορούν να τους δώσουν μεγάλη υποστήριξη τόσο σε οικονομικά όσο και πολιτικά.
Μετά από την επίθεση στις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της Σαουδικής Αραβίας, οι ΗΠΑ, υπό τον πρώην πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, κατέστησαν σαφές ότι δεν θα εμπλακούν σε πόλεμο με ή για τη Μέση Ανατολή. Στη συνέχεια, η κυβέρνηση Μπάιντεν προσπάθησε να το διορθώσει δηλώνοντας ότι θα σταθεί στο πλευρό των περιφερειακών εταίρων της, πιστεύοντας ότι αυτή η συμμαχία θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στον ανταγωνισμό της με την Κίνα. Είναι λοιπόν σαφές ότι για τη Σαουδική Αραβία οι ΗΠΑ σίγουρα αποτελούν σημαντικό εταίρο, όχι όμως ικανό να την αποκλείσει από συνεργασίες της με άλλα κράτη (πόσο μάλλον την Κίνα, τη μεγαλύτερή της εξαγωγική αγορά), ειδικά όταν οι ΗΠΑ φαίνονται απρόθυμες να προσφέρουν μια άνευ όρων υποστήριξη εναντίον του Ιράν.
Το γεγονός ότι η Σαουδική Αραβία έκλεισε τη συμφωνία με τρόπο που φαίνεται να έχει αποκλείσει εντελώς τις Ηνωμένες Πολιτείες στέλνει ένα μήνυμα ότι οι Σαουδάραβες επιδιώκουν να διαφοροποιήσουν την πολιτική τους για την ασφάλεια και να μην βασίζονται πλήρως στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει απαιτήσεις που ο Σαουδάραβας διάδοχος Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν δε φαίνεται να επιθυμεί να καλύψει. Θέλει οι Σαουδάραβες να αναλαμβάνουν αυξανόμενη ευθύνη για τη δική τους ασφάλεια, αλλά δεν θέλει η Σαουδική Αραβία να δρα ανεξάρτητα και να υπονομεύει τις στρατηγικές ασφαλείας των ΗΠΑ. Το μήνυμα από τη Σαουδική Αραβία είναι ότι δεν θα είναι παθητική στην περιφερειακή διπλωματία και θα λάβει τα δικά της μέτρα για τον τρόπο εξισορρόπησης των συμφερόντων της. Όπως γράφει το αμερικανικό περιοδικό Foreign Affairs, «οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να εγκαταλείψουν τον στρατηγικό ναρκισσισμό με τον οποίο ζητούν συνεχώς από τους συμμάχους τους να πάρουν θέση σε κάθε θέμα. Τα καταφέρνουν με τους Ευρωπαίους αλλά όχι με τις περιφερειακές δυνάμεις, που διαβλέπουν δραστική μείωση της αμερικανικής ισχύος και επιρροής, τα επόμενα χρόνια».
Οι εξελίξεις αυτές αποτελούν σημάδι της μεταβαλλόμενης παγκόσμιας τάξης και μαρτυρούν πως η περίοδος που η Αμερική αντιμετωπιζόταν ως μια αδιαμφισβήτητη παγκόσμια υπερδύναμη φτάνει στο τέλος της.
Η κινεζική δραστηριοποίηση αποτελεί ένα σημαντικό δείγμα για τη σταδιακή μετάβαση του συστήματος σε μια νέα κατανομή ισχύος που δεν θα έχει σχέση με την Ψυχροπολεμική εποχή. Νέοι δυνατοί παίχτες εισέρχονται στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα που υποδεικνύουν ότι η παγκόσμια ηγεμονία των ΗΠΑ αποτελεί παρελθόν και η ήπια ισχύς των οικονομικών συμφωνιών και διαμεσολαβητικών δράσεων μπορεί να μεταβάλει εξίσου αποτελεσματικά το διεθνές σύστημα και τις ισορροπίες του.