Η ρητορική του “America First”, που προωθεί το κίνημα MAGA, βασίζεται σε μια διαστρεβλωμένη αφήγηση όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες παρουσιάζονται ως θύματα εκμετάλλευσης από τους συμμάχους τους. Ο Τραμπ ισχυρίζεται ότι η Ουάσινγκτον ξοδεύει υπέρογκα ποσά για την προστασία της Ευρώπης, της Ιαπωνίας και των πετρελαιοπαραγωγών χωρών του Κόλπου, απαιτώντας τώρα την αποπληρωμή αυτού του «χρέους» μέσω επενδύσεων και στρατιωτικών αγορών.
Στην πραγματικότητα, οι στρατιωτικές δαπάνες των ΗΠΑ δεν είναι θυσία αλλά βασικός πυλώνας της οικονομίας τους. Από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, η αμερικανική οικονομία λειτουργεί ως μόνιμη πολεμική μηχανή, αξιοποιώντας τις αμυντικές δαπάνες για τη διατήρηση της βιομηχανικής και τεχνολογικής της υπεροχής. Παράλληλα, η στρατιωτική προστασία των συμμάχων της ποτέ δεν ήταν ανιδιοτελής, αλλά μέρος ενός φεουδαρχικού συστήματος, όπου οι χώρες αυτές παρείχαν οικονομικά προνόμια και στήριζαν τη χρηματοδότηση του αμερικανικού δημοσιονομικού και εμπορικού ελλείμματος μέσω του δολαρίου ως παγκόσμιου νομίσματος.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες λειτουργούν ως ένας υπερχρεωμένος ηγεμόνας, ζώντας πέρα από τις δυνατότητές τους. Το τεράστιο δημόσιο χρέος τους, που ξεπερνά τα 36 τρισεκατομμύρια δολάρια (125% του ΑΕΠ), και το ετήσιο εμπορικό έλλειμμα του 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων αποδεικνύουν ότι δεν είναι θύματα αλλά πρωταγωνιστές μιας παγκόσμιας οικονομικής σχέσης που τις ευνοεί.
Ακόμη και στην περίπτωση της Ουκρανίας, τα 125 δισεκατομμύρια δολάρια που έχουν διαθέσει οι ΗΠΑ μέχρι στιγμής (πολύ μακριά από τα φανταστικά νούμερα του Τραμπ, ο οποίος ισχυρίζεται πως η χώρα του έχει δαπανήσει 500 δισεκατομμύρια δολάρια) είναι περίπου ισοδύναμα με αυτά που έχει προσφέρει μόνη της η Ευρωπαϊκή Ένωση—παρά το γεγονός ότι το ΑΕΠ της ΕΕ είναι περίπου 30% μικρότερο από αυτό των Ηνωμένων Πολιτειών. Και αυτό χωρίς να υπολογίσουμε τις συνεισφορές της Βρετανίας, του Καναδά και άλλων παραδοσιακών συμμάχων των ΗΠΑ.
Στην πραγματικότητα, τα χρήματα που διέθεσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες για τη στήριξη του ουκρανικού πολεμικού εγχειρήματος εξυπηρέτησαν τη στρατηγική τους για την αποδυνάμωση της Ρωσίας ως ιμπεριαλιστικού ανταγωνιστή. Η Ουάσινγκτον φέρει την κύρια ευθύνη για τη δημιουργία των συνθηκών που διευκόλυναν τη νεοφασιστική μετάλλαξη της Ρωσίας και οδήγησαν στην εισβολή της στην Ουκρανία.
Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες εσκεμμένα καλλιέργησαν την εχθρότητα απέναντι στη Ρωσία και την Κίνα, ώστε να εδραιώσουν την εξάρτηση της Ευρώπης και της Ιαπωνίας από την αμερικανική ηγεμονία. Ωστόσο, όταν ο Τραμπ και οι ακολούθοι του παραδέχονται την ευθύνη των προηγούμενων αμερικανικών κυβερνήσεων στη δημιουργία της κατάστασης που οδήγησε στη ρωσική εισβολή, δεν το κάνουν από αγάπη για την ειρήνη, όπως υποκριτικά ισχυρίζονται (η στάση τους στο Παλαιστινιακό είναι η καλύτερη απόδειξη αυτής της υποκρισίας).
Αντίθετα, η αναθεώρησή τους εντάσσεται στο πλαίσιο μιας μετάβασης: από το να θεωρούν τη Ρωσία έναν ιμπεριαλιστικό αντίπαλο—όπως έκανε συστηματικά η Ουάσινγκτον από τη δεκαετία του 1990, παρά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την ένταξη της Ρωσίας στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα—προς το να βλέπουν τον Πούτιν ως έναν στρατηγικό εταίρο στο νεοφασιστικό τους όραμα.
Οι υποστηρικτές του Τραμπ επιδιώκουν τη συνεργασία με τον Πούτιν όχι μόνο για την ενίσχυση της ακροδεξιάς στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο, αλλά και για την εκμετάλλευση της τεράστιας ρωσικής αγοράς και των τεράστιων φυσικών πόρων της. Εκεί όπου βλέπουν στις φιλελεύθερες κυβερνήσεις της Ευρώπης έναν ιδεολογικό αντίπαλο και έναν οικονομικό ανταγωνιστή, στη Ρωσία βλέπουν έναν ιδεολογικό σύμμαχο που, όμως, δεν μπορεί να τους ανταγωνιστεί οικονομικά.
Η Ευρωπαϊκή σταυροφορία ενάντια στον αυτοεξευτελισμό
Από τη μία, η Κίνα είναι, στα μάτια του Τραμπ και των νεοφασιστικών του ακολούθων, ο απόλυτος πολιτικός αντίπαλος και ο μεγαλύτερος οικονομικός και τεχνολογικός ανταγωνιστής. Από την άλλη, ο Τζο Μπάιντεν συνέχισε ακριβώς στην ίδια γραμμή, διατηρώντας μια εντυπωσιακή συνέπεια μεταξύ των δύο υποτιθέμενα αντίπαλων κυβερνήσεων σε ό,τι αφορά την επιθετικότητα προς το Πεκίνο.
Η ιδέα ότι η Ουάσινγκτον μπορεί να διασπάσει τη συμμαχία Ρωσίας-Κίνας, όπως πέτυχε με την απομάκρυνση του Πεκίνου από τη Σοβιετική Ένωση τη δεκαετία του 1970, είναι μια ψευδαίσθηση που αγνοεί πλήρως τις σύγχρονες γεωπολιτικές ισορροπίες. Ο Πούτιν δεν πρόκειται να ρισκάρει ένα τέτοιο σενάριο, όσο δεν είναι απολύτως βέβαιος για τη μονιμότητα των νεοφασιστών των ΗΠΑ στην εξουσία.
Θα ξυπνήσει η Ευρώπη από την υποταγή της;
Το μεγάλο ερώτημα είναι αν η Ευρώπη έχει το θάρρος να χαράξει έναν δρόμο ανεξαρτησίας από την αμερικανική κηδεμονία ή αν θα συνεχίσει να ακολουθεί δουλικά τις εντολές της Ουάσινγκτον. Η απεξάρτηση αυτή απαιτεί να σταματήσει η ευρωπαϊκή σύμπλευση με τις αμερικανικές επιθετικές πολιτικές απέναντι στην Κίνα και να οικοδομηθούν πιο σταθερές σχέσεις συνεργασίας με το Πεκίνο. Παράλληλα, απαιτείται η προσήλωση στη διεθνή νομιμότητα και η ενίσχυση του ρόλου του ΟΗΕ και των παγκόσμιων θεσμών—κάτι που η Κίνα υπερασπίζεται σταθερά, την ώρα που οι Ηνωμένες Πολιτείες τους υπονομεύουν όποτε δεν εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους.
Η οικονομική λογική είναι αμείλικτη: η Γερμανία, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, έχει εκτεταμένες οικονομικές σχέσεις με την Κίνα, που η αμερικανική πολεμοχαρής ρητορική μόνο ζημιώνει. Και ορίστε η ειρωνεία: η Κίνα, που συστηματικά παρουσιάζεται ως απειλή από τους δυτικούς μιντιακούς μηχανισμούς, συντάσσεται πλέον με την Ευρώπη στην υπεράσπιση της ελεύθερης παγκόσμιας αγοράς απέναντι στον «προστατευτισμό» του Τραμπ και των εθνικιστών του. Το ίδιο συμβαίνει και στην υπεράσπιση των περιβαλλοντικών πολιτικών, τις οποίες οι Αμερικανοί νεοφασίστες απορρίπτουν, αρνούμενοι παράλληλα την ίδια την ύπαρξη της κλιματικής κρίσης.
Μπορεί να ορθώσει ανάστημα η Ευρώπη ή θα μείνει τελικά μια σκιά του παρελθόντος της;
Οι αιχμηρές τοποθετήσεις του νέου Γερμανού Καγκελάριου, Φρίντριχ Μερτς, ενάντια στην Ουάσινγκτον και υπέρ της ανεξαρτησίας της Ευρώπης από τις ΗΠΑ, αν δεν είναι απλώς ρητορικές υπεκφυγές, μπορεί να σηματοδοτήσουν μια στροφή στη στάση της ΕΕ απέναντι στην Κίνα. Ακόμη και η Γαλλία αρχίζει να προσανατολίζεται προς την ίδια κατεύθυνση. Όμως, το ερώτημα παραμένει: θα τολμήσει τελικά η Ευρώπη να σπάσει τα δεσμά της εξάρτησής της από τις ΗΠΑ, ανακτώντας την αυτονομία της στην παγκόσμια πολιτική σκηνή, ή θα συνεχίσει να παίζει τον ρόλο του πρόθυμου υποτελή σε έναν ηγεμόνα που δεν σέβεται ούτε τους συμμάχους του ούτε τη διεθνή σταθερότητα;
Όλα αυτά τα γεγονότα επιβεβαιώνουν ότι το ατλαντικό φιλελεύθερο σύστημα έχει πεθάνει και ότι ο κόσμος έχει ήδη εισέλθει σε μια θυελλώδη φάση ανακατατάξεων. Βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή αυτής της διαδικασίας, με τις παγκόσμιες ισορροπίες να μετατοπίζονται ραγδαία και το παλιό μοντέλο ηγεμονίας των Ηνωμένων Πολιτειών να φθίνει μπροστά στις νέες γεωπολιτικές πραγματικότητες. Οι επερχόμενες εκλογές για το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών θα διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο στην επιτάχυνση ή στην αναχαίτιση αυτής της μεταβατικής φάσης. Αν το εκλογικό αποτέλεσμα ενισχύσει την κυριαρχία του νεοφασιστικού μπλοκ στις αμερικανικές θεσμικές δομές, τότε το χάος θα επιταχυνθεί, καθώς η Ουάσινγκτον θα υιοθετήσει ακόμα πιο ακραίες πολιτικές τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στη διεθνή σφαίρα. Αντίθετα, μια εκλογική ήττα του νεοφασιστικού hype θα μπορούσε, έστω και προσωρινά, να φρενάρει αυτή τη διολίσθηση προς την απολυταρχία και την αποσταθεροποίηση.
Εν τω μεταξύ, αυτή το νεοφασιστική τάσηστις Ηνωμένες Πολιτείες έχει ήδη αρχίσει να μιμείται τις τακτικές των αυταρχικών κινημάτων σε διάφορες χώρες, επιδιώκοντας τη σταδιακή υπονόμευση κάθε εκλογικής δημοκρατίας. Ο στόχος τους είναι σαφής: να καταλάβουν τον κρατικό μηχανισμό και να εξασφαλίσουν τη μονιμότητα της εξουσίας τους μέσα από θεσμικές εκτροπές, η χειραγώγηση των εκλογικών διαδικασιών και κατάληψη των κρίσιμων θεσμών του αμερικανικού κράτους. Πρόκειται για μια διαδικασία που δεν εκδηλώνεται με πραξικοπηματικές μεθόδους, αλλά μέσα από μια στρατηγική υπονόμευσης του ίδιου του δημοκρατικού συστήματος εκ των έσω. Είδαμε τα πρώτα της σημάδια με την αμφισβήτηση των εκλογών του 2020 και την επίθεση στο Καπιτώλιο, και βλέπουμε σήμερα τη συνέχειά της με τις προσπάθειες ελέγχου της δικαιοσύνης, της εκλογικής νομοθεσίας και των μηχανισμών της πολιτικής εξουσίας. Αυτό που διακυβεύεται στις επόμενες αμερικανικές εκλογές δεν είναι απλώς η εναλλαγή της εξουσίας, αλλά το αν οι ίδιες οι Ηνωμένες Πολιτείες θα παραμείνουν μια λειτουργική δημοκρατία ή θα διολισθήσουν αμετάκλητα προς ένα νεοφασιστικό καθεστώς με ολιγαρχικά και αυταρχικά χαρακτηριστικά. Γιατί, όπως πάντα, οι συνέπειες αυτής της εξέλιξης δεν θα περιοριστούν μόνο στα σύνορα των ΗΠΑ, αλλά θα επηρεάσουν ολόκληρο τον κόσμο.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Inst agram.
Η ρητορική του “America First”, που προωθεί το κίνημα MAGA, βασίζεται σε μια διαστρεβλωμένη αφήγηση όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες παρουσιάζονται ως θύματα εκμετάλλευσης από τους συμμάχους τους. Ο Τραμπ ισχυρίζεται ότι η Ουάσινγκτον ξοδεύει υπέρογκα ποσά για την προστασία της Ευρώπης, της Ιαπωνίας και των πετρελαιοπαραγωγών χωρών του Κόλπου, απαιτώντας τώρα την αποπληρωμή αυτού του «χρέους» μέσω επενδύσεων και στρατιωτικών αγορών.
Στην πραγματικότητα, οι στρατιωτικές δαπάνες των ΗΠΑ δεν είναι θυσία αλλά βασικός πυλώνας της οικονομίας τους. Από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, η αμερικανική οικονομία λειτουργεί ως μόνιμη πολεμική μηχανή, αξιοποιώντας τις αμυντικές δαπάνες για τη διατήρηση της βιομηχανικής και τεχνολογικής της υπεροχής. Παράλληλα, η στρατιωτική προστασία των συμμάχων της ποτέ δεν ήταν ανιδιοτελής, αλλά μέρος ενός φεουδαρχικού συστήματος, όπου οι χώρες αυτές παρείχαν οικονομικά προνόμια και στήριζαν τη χρηματοδότηση του αμερικανικού δημοσιονομικού και εμπορικού ελλείμματος μέσω του δολαρίου ως παγκόσμιου νομίσματος.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες λειτουργούν ως ένας υπερχρεωμένος ηγεμόνας, ζώντας πέρα από τις δυνατότητές τους. Το τεράστιο δημόσιο χρέος τους, που ξεπερνά τα 36 τρισεκατομμύρια δολάρια (125% του ΑΕΠ), και το ετήσιο εμπορικό έλλειμμα του 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων αποδεικνύουν ότι δεν είναι θύματα αλλά πρωταγωνιστές μιας παγκόσμιας οικονομικής σχέσης που τις ευνοεί.
Ακόμη και στην περίπτωση της Ουκρανίας, τα 125 δισεκατομμύρια δολάρια που έχουν διαθέσει οι ΗΠΑ μέχρι στιγμής (πολύ μακριά από τα φανταστικά νούμερα του Τραμπ, ο οποίος ισχυρίζεται πως η χώρα του έχει δαπανήσει 500 δισεκατομμύρια δολάρια) είναι περίπου ισοδύναμα με αυτά που έχει προσφέρει μόνη της η Ευρωπαϊκή Ένωση—παρά το γεγονός ότι το ΑΕΠ της ΕΕ είναι περίπου 30% μικρότερο από αυτό των Ηνωμένων Πολιτειών. Και αυτό χωρίς να υπολογίσουμε τις συνεισφορές της Βρετανίας, του Καναδά και άλλων παραδοσιακών συμμάχων των ΗΠΑ.
Στην πραγματικότητα, τα χρήματα που διέθεσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες για τη στήριξη του ουκρανικού πολεμικού εγχειρήματος εξυπηρέτησαν τη στρατηγική τους για την αποδυνάμωση της Ρωσίας ως ιμπεριαλιστικού ανταγωνιστή. Η Ουάσινγκτον φέρει την κύρια ευθύνη για τη δημιουργία των συνθηκών που διευκόλυναν τη νεοφασιστική μετάλλαξη της Ρωσίας και οδήγησαν στην εισβολή της στην Ουκρανία.
Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες εσκεμμένα καλλιέργησαν την εχθρότητα απέναντι στη Ρωσία και την Κίνα, ώστε να εδραιώσουν την εξάρτηση της Ευρώπης και της Ιαπωνίας από την αμερικανική ηγεμονία. Ωστόσο, όταν ο Τραμπ και οι ακολούθοι του παραδέχονται την ευθύνη των προηγούμενων αμερικανικών κυβερνήσεων στη δημιουργία της κατάστασης που οδήγησε στη ρωσική εισβολή, δεν το κάνουν από αγάπη για την ειρήνη, όπως υποκριτικά ισχυρίζονται (η στάση τους στο Παλαιστινιακό είναι η καλύτερη απόδειξη αυτής της υποκρισίας).
Αντίθετα, η αναθεώρησή τους εντάσσεται στο πλαίσιο μιας μετάβασης: από το να θεωρούν τη Ρωσία έναν ιμπεριαλιστικό αντίπαλο—όπως έκανε συστηματικά η Ουάσινγκτον από τη δεκαετία του 1990, παρά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την ένταξη της Ρωσίας στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα—προς το να βλέπουν τον Πούτιν ως έναν στρατηγικό εταίρο στο νεοφασιστικό τους όραμα.
Οι υποστηρικτές του Τραμπ επιδιώκουν τη συνεργασία με τον Πούτιν όχι μόνο για την ενίσχυση της ακροδεξιάς στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο, αλλά και για την εκμετάλλευση της τεράστιας ρωσικής αγοράς και των τεράστιων φυσικών πόρων της. Εκεί όπου βλέπουν στις φιλελεύθερες κυβερνήσεις της Ευρώπης έναν ιδεολογικό αντίπαλο και έναν οικονομικό ανταγωνιστή, στη Ρωσία βλέπουν έναν ιδεολογικό σύμμαχο που, όμως, δεν μπορεί να τους ανταγωνιστεί οικονομικά.
Η Ευρωπαϊκή σταυροφορία ενάντια στον αυτοεξευτελισμό
Από τη μία, η Κίνα είναι, στα μάτια του Τραμπ και των νεοφασιστικών του ακολούθων, ο απόλυτος πολιτικός αντίπαλος και ο μεγαλύτερος οικονομικός και τεχνολογικός ανταγωνιστής. Από την άλλη, ο Τζο Μπάιντεν συνέχισε ακριβώς στην ίδια γραμμή, διατηρώντας μια εντυπωσιακή συνέπεια μεταξύ των δύο υποτιθέμενα αντίπαλων κυβερνήσεων σε ό,τι αφορά την επιθετικότητα προς το Πεκίνο.
Η ιδέα ότι η Ουάσινγκτον μπορεί να διασπάσει τη συμμαχία Ρωσίας-Κίνας, όπως πέτυχε με την απομάκρυνση του Πεκίνου από τη Σοβιετική Ένωση τη δεκαετία του 1970, είναι μια ψευδαίσθηση που αγνοεί πλήρως τις σύγχρονες γεωπολιτικές ισορροπίες. Ο Πούτιν δεν πρόκειται να ρισκάρει ένα τέτοιο σενάριο, όσο δεν είναι απολύτως βέβαιος για τη μονιμότητα των νεοφασιστών των ΗΠΑ στην εξουσία.
Θα ξυπνήσει η Ευρώπη από την υποταγή της;
Το μεγάλο ερώτημα είναι αν η Ευρώπη έχει το θάρρος να χαράξει έναν δρόμο ανεξαρτησίας από την αμερικανική κηδεμονία ή αν θα συνεχίσει να ακολουθεί δουλικά τις εντολές της Ουάσινγκτον. Η απεξάρτηση αυτή απαιτεί να σταματήσει η ευρωπαϊκή σύμπλευση με τις αμερικανικές επιθετικές πολιτικές απέναντι στην Κίνα και να οικοδομηθούν πιο σταθερές σχέσεις συνεργασίας με το Πεκίνο. Παράλληλα, απαιτείται η προσήλωση στη διεθνή νομιμότητα και η ενίσχυση του ρόλου του ΟΗΕ και των παγκόσμιων θεσμών—κάτι που η Κίνα υπερασπίζεται σταθερά, την ώρα που οι Ηνωμένες Πολιτείες τους υπονομεύουν όποτε δεν εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους.
Η οικονομική λογική είναι αμείλικτη: η Γερμανία, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, έχει εκτεταμένες οικονομικές σχέσεις με την Κίνα, που η αμερικανική πολεμοχαρής ρητορική μόνο ζημιώνει. Και ορίστε η ειρωνεία: η Κίνα, που συστηματικά παρουσιάζεται ως απειλή από τους δυτικούς μιντιακούς μηχανισμούς, συντάσσεται πλέον με την Ευρώπη στην υπεράσπιση της ελεύθερης παγκόσμιας αγοράς απέναντι στον «προστατευτισμό» του Τραμπ και των εθνικιστών του. Το ίδιο συμβαίνει και στην υπεράσπιση των περιβαλλοντικών πολιτικών, τις οποίες οι Αμερικανοί νεοφασίστες απορρίπτουν, αρνούμενοι παράλληλα την ίδια την ύπαρξη της κλιματικής κρίσης.
Μπορεί να ορθώσει ανάστημα η Ευρώπη ή θα μείνει τελικά μια σκιά του παρελθόντος της;
Οι αιχμηρές τοποθετήσεις του νέου Γερμανού Καγκελάριου, Φρίντριχ Μερτς, ενάντια στην Ουάσινγκτον και υπέρ της ανεξαρτησίας της Ευρώπης από τις ΗΠΑ, αν δεν είναι απλώς ρητορικές υπεκφυγές, μπορεί να σηματοδοτήσουν μια στροφή στη στάση της ΕΕ απέναντι στην Κίνα. Ακόμη και η Γαλλία αρχίζει να προσανατολίζεται προς την ίδια κατεύθυνση. Όμως, το ερώτημα παραμένει: θα τολμήσει τελικά η Ευρώπη να σπάσει τα δεσμά της εξάρτησής της από τις ΗΠΑ, ανακτώντας την αυτονομία της στην παγκόσμια πολιτική σκηνή, ή θα συνεχίσει να παίζει τον ρόλο του πρόθυμου υποτελή σε έναν ηγεμόνα που δεν σέβεται ούτε τους συμμάχους του ούτε τη διεθνή σταθερότητα;
Όλα αυτά τα γεγονότα επιβεβαιώνουν ότι το ατλαντικό φιλελεύθερο σύστημα έχει πεθάνει και ότι ο κόσμος έχει ήδη εισέλθει σε μια θυελλώδη φάση ανακατατάξεων. Βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή αυτής της διαδικασίας, με τις παγκόσμιες ισορροπίες να μετατοπίζονται ραγδαία και το παλιό μοντέλο ηγεμονίας των Ηνωμένων Πολιτειών να φθίνει μπροστά στις νέες γεωπολιτικές πραγματικότητες. Οι επερχόμενες εκλογές για το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών θα διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο στην επιτάχυνση ή στην αναχαίτιση αυτής της μεταβατικής φάσης. Αν το εκλογικό αποτέλεσμα ενισχύσει την κυριαρχία του νεοφασιστικού μπλοκ στις αμερικανικές θεσμικές δομές, τότε το χάος θα επιταχυνθεί, καθώς η Ουάσινγκτον θα υιοθετήσει ακόμα πιο ακραίες πολιτικές τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στη διεθνή σφαίρα. Αντίθετα, μια εκλογική ήττα του νεοφασιστικού hype θα μπορούσε, έστω και προσωρινά, να φρενάρει αυτή τη διολίσθηση προς την απολυταρχία και την αποσταθεροποίηση.
Εν τω μεταξύ, αυτή το νεοφασιστική τάσηστις Ηνωμένες Πολιτείες έχει ήδη αρχίσει να μιμείται τις τακτικές των αυταρχικών κινημάτων σε διάφορες χώρες, επιδιώκοντας τη σταδιακή υπονόμευση κάθε εκλογικής δημοκρατίας. Ο στόχος τους είναι σαφής: να καταλάβουν τον κρατικό μηχανισμό και να εξασφαλίσουν τη μονιμότητα της εξουσίας τους μέσα από θεσμικές εκτροπές, η χειραγώγηση των εκλογικών διαδικασιών και κατάληψη των κρίσιμων θεσμών του αμερικανικού κράτους. Πρόκειται για μια διαδικασία που δεν εκδηλώνεται με πραξικοπηματικές μεθόδους, αλλά μέσα από μια στρατηγική υπονόμευσης του ίδιου του δημοκρατικού συστήματος εκ των έσω. Είδαμε τα πρώτα της σημάδια με την αμφισβήτηση των εκλογών του 2020 και την επίθεση στο Καπιτώλιο, και βλέπουμε σήμερα τη συνέχειά της με τις προσπάθειες ελέγχου της δικαιοσύνης, της εκλογικής νομοθεσίας και των μηχανισμών της πολιτικής εξουσίας. Αυτό που διακυβεύεται στις επόμενες αμερικανικές εκλογές δεν είναι απλώς η εναλλαγή της εξουσίας, αλλά το αν οι ίδιες οι Ηνωμένες Πολιτείες θα παραμείνουν μια λειτουργική δημοκρατία ή θα διολισθήσουν αμετάκλητα προς ένα νεοφασιστικό καθεστώς με ολιγαρχικά και αυταρχικά χαρακτηριστικά. Γιατί, όπως πάντα, οι συνέπειες αυτής της εξέλιξης δεν θα περιοριστούν μόνο στα σύνορα των ΗΠΑ, αλλά θα επηρεάσουν ολόκληρο τον κόσμο.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Inst agram.