Το καλοκαίρι του 2020 δεκαπέντε αναγνωρισμένοι “ηγέτες” στον τομέα της δημόσιας υγείας στις Ηνωμένες Πολιτείες συγκεντρώθηκαν για να συντάξουν ένα άρθρο στο The Lancet —ένα από τα πιο έγκριτα ιατρικά περιοδικά στον κόσμο— καταγγέλλοντας την πρόθεση του Ντόναλντ Τραμπ να αποσύρει τις ΗΠΑ από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ). Μία απόφαση που τελικά αντέστρεψε ο Πρόεδρος Μπάιντεν πριν τεθεί σε ισχύ.
Σχεδόν πέντε χρόνια αργότερα, μία από τις πρώτες ενέργειες στη δεύτερη θητεία του Τραμπ είναι να ξεκινήσει ξανά τη διαδικασία απόσυρσης των ΗΠΑ από τον ΠΟΥ. Αυτή η κίνηση έχει ήδη προκαλέσει αντιπαραθέσεις. Σύμφωνα με ένα κοινό ψήφισμα του 1948 που εγκρίθηκε από τα δύο σώματα του Κογκρέσου, οποιαδήποτε τέτοια αποχώρηση απαιτεί οι ΗΠΑ να παρέχουν στον ΠΟΥ προειδοποίηση ενός έτους. Αντιθέτως φαίνεται πως ο Τραμπ σκοπεύει να αποχωρήσει αμέσως, χωρίς να ζητήσει την έγκριση του Κογκρέσου.
«Η εκτελεστική εντολή ανακοινώνει την άμεση αποχώρηση από τον ΠΟΥ χωρίς να ζητείται εξουσιοδότηση από το Κογκρέσο και χωρίς να δίνεται η απαιτούμενη προειδοποίηση ενός έτους», δηλώνει ο Λόρενς Γκόστιν, καθηγητής δικαίου δημόσιας υγείας στο Κέντρο Νομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Τζορτζτάουν στην Ουάσινγκτον, που είναι ένας από τους συντάκτες του άρθρου του The Lancet το 2020. «Κατά τη γνώμη μου αυτό είναι απερίσκεπτο και παράνομο και πρέπει να αμφισβητηθεί νομικά».
Ο Τραμπ έχει αντιμετωπίσει κριτικά τον ΠΟΥ, κατηγορώντας τον στο παρελθόν για «διαφθορά», ότι «εκμεταλλεύεται την Αμερική» και ότι «διαχειρίστηκε λανθασμένα και συγκάλυψε» την εξάπλωση της Covid-19. Οι Ηνωμένες Πολιτείες υπήρξαν ιστορικά ένας από τους μεγαλύτερους χρηματοδότες του ΠΟΥ, με ορισμένες εκτιμήσεις να τονίζουν ότι καλύπτουν το ένα πέμπτο ολόκληρου του προϋπολογισμού του οργανισμού. Μεταξύ 2022 και 2023 οι ΗΠΑ προσέφεραν στον ΠΟΥ σχεδόν 1,3 δισεκατομμύρια δολάρια.
Αρκετοί επιστήμονες ανησυχούν ιδιαίτερα για τις επιπτώσεις που θα έχει η αποχώρηση των ΗΠΑ στην ικανότητα της χώρας να διαχειριστεί τη συνεχιζόμενη απειλή από μολυσματικές ασθένειες. Παρόλο που ο ΠΟΥ έχει ένα ευρύ πεδίο δράσης — από συμβουλές για βασικά φάρμακα έως δημόσιες πολιτικές που σχετίζονται με τη χρήση καπνού, ναρκωτικών και την οδική ασφάλεια — η πιο σημαντική συνεισφορά του είναι στον τομέα της παρακολούθησης νέων ασθενειών, όπως η γρίπη των πτηνών και στον συντονισμό της διεθνούς αντίδρασης.
«Η αποχώρηση από τον ΠΟΥ μας αφήνει πιο μόνους, πιο ευάλωτους και πιο αδύναμους στον κόσμο», δηλώνει ο Γκόστιν. «Δεν μπορείς να κλείσεις τα σύνορα απέναντι σε έναν παθογόνο οργανισμό. Χρειαζόμαστε τον ΠΟΥ επί τόπου για να σβήνει φωτιές πριν φτάσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Και χρειαζόμαστε επίσης το εκτεταμένο δίκτυο του ΠΟΥ για να μας παρέχει τις πληροφορίες σχετικά με μεταλλάξεις και ιούς που είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη σωτήριων εμβολίων και ιατρικών θεραπειών».
Όταν ο Τραμπ μείωσε τη συνεισφορά των ΗΠΑ στον ΠΟΥ στα 680 εκατομμύρια δολάρια το 2020–21, η Γερμανία απάντησε τετραπλασιάζοντας τη συνεισφορά της σε πάνω από 1 δισεκατομμύριο δολάρια. Η κυβέρνηση της Δανίας συμφώνησε επίσης να διπλασιάσει το δικό της μερίδιο δίνοντας έμφαση στη βελτίωση της σεξουαλικής και αναπαραγωγικής υγείας και στην καταπολέμηση της αύξησης των μη μεταδοτικών ασθενειών.
Δεν είναι μόνο τα χρήματα που παρέχουν οι ΗΠΑ στον ΠΟΥ, αλλά και προσωπικό και τεχνογνωσία. Τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) έχουν αποστείλει αρκετό προσωπικό στον ΠΟΥ και υπάρχει η αίσθηση ότι η κυβέρνηση Τραμπ με έναν νέο διευθυντή CDC θα ανακαλέσει αυτά τα άτομα. Πολλά από τα χρήματα που παρέχουν οι ΗΠΑ στον ΠΟΥ αποτελούν βασική υποχρεωτική χρηματοδότηση, την οποία είναι υποχρεωμένα να δίνουν όλα τα μέλη. Ωστόσο, ορισμένα κονδύλια προορίζονται ειδικά για σκοπούς στους οποίους οι ΗΠΑ έχουν έντονο ενδιαφέρον, όπως η εξάλειψη της πολιομυελίτιδας, το HIV/AIDS και η διαδικασία ταυτοποίησης και ελέγχου εξάρσεων ασθενειών πριν αυτές εξαπλωθούν και φτάσουν στις αμερικανικές ακτές. Χωρίς τη χρηματοδότηση των ΗΠΑ αυτά τα προγράμματα θα αποδυναμωθούν σημαντικά.
Φόβος αρκετών είναι πως η αποχώρηση από τον ΠΟΥ θα τοποθετήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες στο τέλος της σειράς όσον αφορά τη λήψη κρίσιμων πληροφοριών, όπως δείγματα παθογόνων οργανισμών και δεδομένα γενετικής αλληλουχίας που είναι απαραίτητα στις φαρμακευτικές εταιρείες για την παραγωγή αποτελεσματικών εμβολίων. Παραδοσιακά οι Ηνωμένες Πολιτείες βασίζονται κάθε χρόνο στα δεδομένα του ΠΟΥ για την αποτελεσματική ενημέρωση του εμβολίου της εποχικής γρίπης.
Η απόφαση του Τραμπ έχει ένα ιστορικό προηγούμενο: η διοίκηση του Ρόναλντ Ρίγκαν υπήρξε εξίσου επικριτική απέναντι στον ΠΟΥ τη δεκαετία του 1980. Μέχρι το τέλος του 1987 ο ΠΟΥ αντιμετώπιζε τη χειρότερη κρίση προϋπολογισμού στην ιστορία του, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες καθυστερούσαν να στείλουν τις υποσχεθείσες πληρωμές και ανακαλούσαν προσωπικό παρά την εμφάνιση του HIV/AIDS. Ειδικοί δημόσιας υγείας στη Σχολή Δημόσιας Υγείας Johns Hopkins Bloomberg έχουν επισημάνει ότι αυτό συνέβαλε στη ραγδαία εξάπλωση του AIDS.
Μία άλλη πρόταση είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες να πιέσουν άλλες κορυφαίες παγκόσμιες δυνάμεις, όπως η Κίνα, η Ρωσία, η Βραζιλία και η Ινδία να αυξήσουν τις δικές τους εισφορές στον ΠΟΥ για να υποστηρίξουν παραδοσιακά υποχρηματοδοτούμενα ζητήματα, όπως η ανάγκη εκπαίδευσης περισσότερων γιατρών και νοσηλευτών στην Αφρική, η αντιμετώπιση της παγκόσμιας αύξησης των χρόνιων ασθενειών και η βελτίωση μέτρων για την καλύτερη προετοιμασία μας για την επόμενη πανδημία.
Αυτή τη στιγμή όμως τέτοια διάθεση δεν υπάρχει και ξεκινάμε να βαδίζουμε σε αχαρτογράφητα μονοπάτια. Το που θα μας οδηγήσουν, θα μας το δείξει μόνο ο χρόνος.