Η επίσκεψη αντιπροσωπείας των Ηνωμένων Πολιτειών στη Γροιλανδία, υπό την αιγίδα της κυβέρνησης Τραμπ, έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις στους πολιτικούς κύκλους της αυτόνομης δανικής επικράτειας, επαναφέροντας στο προσκήνιο παλαιότερες, αμφιλεγόμενες επιδιώξεις του Αμερικανού προέδρου για την απόκτηση του νησιού. Οι αρχές της Γροιλανδίας κάνουν λόγο για μια κίνηση “επιθετική” και “επίδειξη ισχύος”, ερμηνεύοντας την παρουσία υψηλόβαθμων εκπροσώπων—όπως της δεύτερης κυρίας, Ούσα Βανς, και του συμβούλου εθνικής ασφαλείας, Μάικ Γουόλτς—ως εργαλείο διπλωματικής πίεσης και πιθανής εσωτερικής αποσταθεροποίησης.
Η δήλωση του Πρωθυπουργού Μιούτε Μπόρουπ Έγκεδε στη γροιλανδική εφημερίδα Sermitsiaq υπήρξε χαρακτηριστικά αιχμηρή. Περιέγραψε την επίσκεψη ως “βαθιά επιθετική” και υπαινίχθηκε ότι πρόκειται για μια συνειδητή προσπάθεια επίδειξης εξουσίας, σε ένα χρονικό σημείο ιδιαίτερα ευαίσθητο, αφού οι εθνικές εκλογές της Γροιλανδίας ολοκληρώθηκαν μόλις δύο εβδομάδες νωρίτερα. Ο ίδιος εξέφρασε τον φόβο ότι το ταξίδι αυτό θα υποδαυλίσει υπερπατριωτικά αντανακλαστικά στην αμερικανική κοινή γνώμη, ενισχύοντας τη ρητορική περί “αναγκαίας προσάρτησης” της περιοχής, με όρους είτε οικονομικούς είτε στρατιωτικούς.
Η ιστορική εμμονή των Ηνωμένων Πολιτειών με τη Γροιλανδία, ως στρατηγικό κόμβο στον Αρκτικό Κύκλο, δεν είναι νέα. Ήδη από τον Ψυχρό Πόλεμο, η παρουσία της αμερικανικής βάσης στην Τούλε υπήρξε καταλύτης για τις σχέσεις ΗΠΑ-Δανίας. Ωστόσο, η πρόσφατη αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος, με απροκάλυπτες δηλώσεις περί “αγοράς” ή ακόμα και “κατάληψης” της περιοχής, φέρει τα χαρακτηριστικά μιας πιο επιθετικής γεωπολιτικής στρατηγικής.
Επιπλέον, η χρονική σύμπτωση της επίσκεψης μετεκλογικά, δημιουργεί υπόνοιες για πιθανή παρέμβαση στις εσωτερικές διεργασίες της Γροιλανδίας, σε μια περίοδο αναδιαμόρφωσης πολιτικών ισορροπιών. Ενώ μέχρι σήμερα η τοπική ηγεσία αντιμετώπιζε τις πιέσεις με διπλωματική ευγένεια, πλέον υιοθετεί μια πιο ευθύβολη στάση, αναγνωρίζοντας την ανάγκη δημόσιας αντίδρασης απέναντι σε μια ενδεχόμενη παραβίαση της κυριαρχίας.
Σε ευρύτερο επίπεδο, η υπόθεση υπογραμμίζει μια αυξανόμενη παγκόσμια τάση: τον επαναπροσδιορισμό των γεωστρατηγικών ζωνών επιρροής εν μέσω πολυπολικής αναταραχής και κλιμακούμενης έντασης στις πολικές περιοχές. Το μέλλον της Γροιλανδίας δεν είναι μόνο υπόθεση τοπικής αυτοδιάθεσης, αλλά και ένα κρίσιμο πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις—σε μια εποχή που ο πάγος λιώνει, αλλά οι φιλοδοξίες παγώνουν τις διπλωματικές σχέσεις.
Ο πρόεδρος Τραμπ έχει δηλώσει κατ’ επανάληψη ότι η Γροιλανδία είναι ζωτικής σημασίας για την εθνική, αλλά και τη διεθνή ασφάλεια. Μιλώντας στο Κογκρέσο τον Μάρτιο, υπογράμμισε πως «χρειαζόμαστε τη Γροιλανδία για λόγους στρατηγικής ασφάλειας» και χαρακτήρισε την περιοχή «πολύ, πολύ σημαντική για τη στρατιωτική μας άμυνα». Οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν στρατιωτική παρουσία στη Γροιλανδία από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και σήμερα λειτουργούν εκεί τη Βάση Διαστήματος Pituffik (πρώην αεροπορική βάση Thule), την οποία ο Τραμπ αναβάθμισε κατά την πρώτη του θητεία.
Η συγκεκριμένη βάση ενδέχεται να ενταχθεί στο υπό σχεδιασμό πυραυλικό αμυντικό σύστημα “Golden Dome”, εμπνευσμένο από το ισραηλινό “Iron Dome”. Ο Τραμπ έχει εκφράσει την επιθυμία να δημιουργήσει ένα αντίστοιχο αμερικανικό δίκτυο που θα προστατεύει τη χώρα από πιθανές απειλές — με ιδιαίτερη έμφαση στην Κίνα. Με εκτελεστική εντολή, έδωσε διορία έως τις 28 Μαρτίου στον υπουργό Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ να παρουσιάσει τα σχέδια για αυτή την ασπίδα πυραυλικής άμυνας.
Ωστόσο, οι απειλές δεν περιορίζονται στο στρατιωτικό πεδίο. Ο Τραμπ προειδοποιεί και για γεωοικονομικούς κινδύνους: Ρωσία και Κίνα ήδη συνεργάζονται για τη δημιουργία εμπορικών αρκτικών διαδρόμων, και με τη Ρωσία να κατέχει τη μεγαλύτερη ακτογραμμή στον Αρκτικό, η συμμαχία αυτή κινδυνεύει να κυριαρχήσει στην οικονομική δραστηριότητα της περιοχής — γεγονός που ενισχύει την αμερικανική ανησυχία για στρατηγική και ενεργειακή περικύκλωση.
Η Γροιλανδία, άλλοτε απομακρυσμένη και αφιλόξενη, αναδύεται σήμερα ως γεωπολιτικός και οικονομικός κόμβος πρώτης γραμμής — κι αυτό ειρωνικά, λόγω της κλιματικής κρίσης. Η τήξη των πάγων, η οποία καταστρέφει το οικοσύστημα, ταυτόχρονα ανοίγει δρόμους για την εξόρυξη πολύτιμων φυσικών πόρων και για νέες εμπορικές διαδρομές. Στο παγκόσμιο σκάκι της ενεργειακής μετάβασης, η Γροιλανδία γίνεται τοποθεσία-κλειδί, τόσο για τις πρώτες ύλες της πράσινης ενέργειας όσο και για τη γεωστρατηγική της θέση.
Για τη Δανία, πρόκειται για ένα νέο χαρτί επιρροής. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, μια δυνητική επέκταση ισχύος. Και για τους Γροιλανδούς, ίσως μια ιστορική ευκαιρία να μετατρέψουν τον πλούτο του υπεδάφους τους σε εργαλείο ανεξαρτησίας. Όμως, πίσω από την προσδοκία, ελλοχεύει ο κίνδυνος της αποικιοκρατικής επανάληψης: αν η Γροιλανδία μετατραπεί σε πεδίο ανεξέλεγκτης εκμετάλλευσης από υπερδυνάμεις, ο οικολογικός και πολιτικός της ιστός κινδυνεύει να διαλυθεί. Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι μόνο ποιος θα την αποκτήσει, αλλά με ποιο όραμα.
*Με πληροφορίες από τους New York Times.