Για αιώνες η Ελβετία είναι γνωστή για την πολιτική της ουδετερότητα στις διεθνείς υποθέσεις. Η πρώτη αναφορά για την υιοθέτηση καθεστώτος ουδετερότητας έγινε το Μεσαίωνα, όταν το 1515, η Ελβετική Συνομοσπονδία υπέστη συντριπτική ήττα από τους Γάλλους και αποφάσισε να εγκαταλείψει τις επεκτατικές της πολιτικές και να αποφύγει συγκρούσεις για την αυτοσυντήρησή της. Μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους, η ιδέα της ύπαρξης ενός ουδέτερου εδάφους ως πολύτιμη ζώνη ασφαλείας μεταξύ Γαλλίας και Αυστρίας απέκτησε ισχυρό έρεισμα στους κόλπους των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων που θεωρούσαν ότι έτσι θα ενίσχυαν τη σταθερότητα στην περιοχή.

Έτσι κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου της Βιέννης του 1815 για την αναζήτηση ενός συστήματος ισορροπίας, υπέγραψαν μια δήλωση που επιβεβαίωνε τη «αιώνια ουδετερότητα» της Ελβετίας στη διεθνή κοινότητα. Αργότερα, στις 13 Φεβρουαρίου του 1920, η Κοινωνία των Εθνών αναγνώρισε και επίσημα την ουδετερότητά της.

Η Ελβετία κατάφερε να προσκολληθεί στην ουδετερότητα για αιώνες και μέσα από δύο παγκόσμιους πολέμους.  «Χρειάστηκε ιδιαίτερη σκληρότητα για να είσαι μια μικροσκοπική ουδέτερη χώρα εν μέσω ενός παγκόσμιου πολέμου», όπως τόνισε το περιοδικό TIME το 1942, όταν η Γερμανία κατέλαβε τη Γαλλία, κάνοντας την Ελβετία «μια απομονωμένη μικρή δημοκρατική ανωμαλία βαθιά μέσα στην Ευρώπη του ολοκληρωτισμού».

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ελβετία επέλεξε να μην ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, τον ΟΗΕ και αργότερα στη νεοσύστατη Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ουδετερότητα είναι τόσο ριζωμένη στην ελβετική κουλτούρα όσο τα όπλα στην αμερικανική. Είναι μια θέση που υποστηρίζεται από το 90 τοις εκατό των 8,7 εκατομμυρίων ανθρώπων της σύμφωνα με έρευνα του ΕΤΗ (Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Ζυρίχης), που τη θεωρούν ως εθνικό ιδανικό. Φιλοξενώντας τα Ηνωμένα Έθνη και τον Ερυθρό Σταυρό στη Γενεύη, βλέπουν τους εαυτούς τους ως ειρηνοποιούς και ανθρωπιστές του κόσμου.

Υπάρχει μια ασυμφωνία στο τι σημαίνει ουδετερότητα στον πολίτικό χώρο της Ελβετίας. Οι αριστεροί πολιτικοί υποστηρίζουν την ενεργό ουδετερότητα, η οποία θα επέτρεπε στη χώρα να λάβει πιο ενεργές θέσεις σε θέματα. Ωστόσο, οι δεξιοί πολιτικοί τείνουν να υποστηρίζουν μια πιο αυστηρή ερμηνεία της ουδετερότητας, πιέζοντας για μη παρέμβαση.

Το έθνος των Άλπεων κατασκευάζει όπλα που οι δυτικοί σύμμαχοι θέλουν να στείλουν στην Ουκρανία. Ο ελβετικός νόμος το απαγορεύει, οδηγώντας σε μια εθνική συζήτηση σχετικά με το αν θα πρέπει να αλλάξει η έννοια της ουδετερότητας. Ως εκ τούτου, ήταν σοκ όταν η ελβετική κυβέρνηση ανακοίνωσε την υιοθέτηση κυρώσεων κατά της Ρωσίας και Ρώσων ολιγαρχών και εταιρειών, παρόμοιες με αυτές που επιβλήθηκαν από τα κράτη της ΕΕ για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Αυτή η κίνηση, μαζί με τη συζήτηση για την εξαγωγή όπλων, εξέπληξε τα ειδησεογραφικά μέσα σε όλο τον κόσμο, όπως τη Washington Post που περιέγραψε την ενέργεια ως «απότομη ρήξη με τη μακροχρόνια ουδετερότητά της».

Είναι όμως τόσο σοκαριστική αυτή η ξαφνική «ρήξη» από την ουδετερότητα;

Τι σημαίνει να είναι ένα κράτος ουδέτερο; Είναι εφικτό να παραμείνει ουδέτερο μπροστά σε μία μαζική παραβίαση του διεθνούς δικαίου; Ένα κράτος που κατέχει τον πλούτο των ολιγαρχών όλου του κόσμου και κανονίζει μπιζνες εκατομμυρίων με εξαγωγές όπλων πώς μπορεί να θεωρείται ουδέτερο;

Η ιστορία της Ελβετίας, υποστήριξε ο ιστορικός του Πανεπιστημίου της Βέρνης κ. Sacha Zala, είναι το καλύτερο επιχείρημα για το γιατί η ουδετερότητα δεν ήταν ποτέ τόσο ξεκάθαρη έννοια όπως πολλοί πιστεύουν. «Το να λες ότι είσαι ουδέτερος είναι σαν να λες ότι είσαι καλός Χριστιανός», είπε. «Τι σημαίνει στην πραγματικότητα; Τι είναι καλός Χριστιανός; Και τι είναι η ουδετερότητα;»

Υπάρχει μία σύγχυση, τόσο στους πολίτες στην Ελβετία όσο και στη διεθνή κοινότητα, σχετικά με την ουδετερότητα. Η λέξη αυτή είναι συνυφασμένη στο μυαλό της κοινωνίας με τον ειρηνισμό. Με την ουδετερότητα, την ανθρωπιστική παράδοση και τη «διεθνοποίηση» της Γενεύης, η Ελβετία έχει καταφέρει να παρουσιαστεί ως ένας ακούραστος εργάτης της ειρήνης και της ευημερίας στον κόσμο.  Ένα κράτος που έχει επιλέξει να απέχει από συγκρούσεις, επεκτατικές πολιτικές και εμπλοκή σε εδαφικές διαμάχες δεν σημαίνει ότι επιλέγει τον ειρηνισμό. Έχει απλά την πολυτέλεια και τη γεωγραφική και πολιτική τύχη να διατηρεί μια ουδετερότητα. Μία ουδετερότητα όμως που λειτουργεί ευεργετικά προς τα συμφέροντα τα δικά της και των ελβετικών επιχειρήσεων.

«Το να είναι ένα ουδέτερο κράτος που εξάγει όπλα είναι αυτό που έφερε την Ελβετία σε αυτή την κατάσταση», δήλωσε ο Oliver Diggelmann, καθηγητής διεθνούς δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης. «Θέλει να εξάγει όπλα για να κάνει μπιζνες. Θέλει να διεκδικήσει τον έλεγχο αυτών των όπλων. Και θέλει επίσης να είναι το καλό παιδί. Εδώ σκοντάφτει τώρα η χώρα μας».

Η Ελβετία, της οποίας οι τράπεζες είναι διαβόητες για την απόλυτη μυστικότητα των συνδιαλλαγών τους και έχουν συχνά κατηγορηθεί για ξέπλυμα χρήματος της παγκόσμιας ελίτ , εξακολουθεί να είναι το μεγαλύτερο κέντρο offshore πλούτου στον κόσμο. Αυτό περιλαμβάνει περίπου το ένα τέταρτο του παγκόσμιου συνόλου, που αναμφίβολα εξυπηρετεί πολλούς Ρώσους ολιγάρχες που συμμάχησαν με τον Πρόεδρο Βλαντιμίρ Β. Πούτιν. Ο ελβετικός δισταγμός -τόσο για τις εξαγωγές όπλων όσο και για τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, που οι Δυτικοί διπλωμάτες υποψιάζονται ότι η Ελβετία δεν κάνει αρκετά για να επιβάλει- και το τραπεζικό σύστημα «πλυντήριο» είναι τρανταχτές αποδείξεις ότι το κίνητρο της χώρας για ουδετερότητα μάλλον επιχειρηματικό είναι παρά ιδεαλιστικό. Όπως έχει αναφέρει ανώτερος δυτικός αξιωματούχος στη New York Times (ο οποίος δεν θέλησε να κατονομαστεί) η Ελβετία επιδιώκει «μια ουδετερότητα οικονομικού οφέλους».

Σύμφωνα με δημοσίευμα των New York Times υπήρξαν καταγγελίες που παρουσίασαν τραπεζίτες να διακινούν εκατομμύρια ελβετικά φράγκα μέσω λογαριασμών που άνοιξαν στο όνομα του μουσικού Sergei Pavlovich Roldugin που όμως συνδεόταν στενά με τον πρόεδρο Vladimir V. Putin. Η δίκη των τραπεζικών εγείρει ευρύτερα ερωτήματα σχετικά με τον ρόλο των ελβετικών τραπεζών και το γεγονός ότι επιλέγονται για καταθέσεις δισεκατομμυρίων δολαρίων που συνδέονται με Ρώσους αξιωματούχους, ολιγάρχες και τελικά με τον Putin, ειδικά μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Οι εισαγγελείς υποστηρίζουν ότι οι τραπεζίτες έπρεπε να υποψιάζονται ότι ο κ. Roldugin δεν ήταν ο πραγματικός ιδιοκτήτης αυτών των περιουσιακών στοιχείων, αλλά μόνο, όπως υποδηλώνει το κατηγορητήριο, ένας «αχυράνθρωπος» ή «πορτοφόλι» για τον Ρώσο πρόεδρο. «Είναι ευρέως γνωστό», ανέφερε το κατηγορητήριο, «ότι ο Ρώσος Πρόεδρος έχει επίσημα εισόδημα μόνο 100.000 ελβετικών φράγκων και δεν είναι πλούσιος, αλλά στην πραγματικότητα έχει τεράστια περιουσιακά στοιχεία τα οποία διαχειρίζονται κοντινά του πρόσωπα».  Κάτι παρόμοιο είχε συμβεί και με την ρωσική Gazprombank που άνοιξε τους λογαριασμούς της το 2014, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία, και τους διαχειρίστηκε μέχρι το 2016 όπου και εξαιτίας της διαρροής από τις αποκαλύψεις φοροδιαφυγής και απάτης των Panama Papers, η Ελβετία ξεκίνησε έρευνα που οδήγησε στην ποινική δίωξη που κατέθεσαν οι εισαγγελείς κατά της Gazprombank. Με την έρευνα αυτή και την πρόσφατη ποινική δίωξη των τραπεζιτών που διαχειρίζονταν λογαριασμούς ατόμων που συνδέονταν με τον Ρώσο Πρόεδρο, η Ελβετία φαίνεται να κάνει κινήσεις για να καθαρίσει τη φήμη της ως καταφύγιο βρώμικου χρήματος. Ωστόσο, η επιείκεια των κυρώσεων μαρτυρά πως αποτελούν κινήσεις ενυπωσιασμού, στάχτη στα μάτια της διεθνούς κοινότητας. Ζήτησαν ποινή κάθειρξης επτά μηνών με δύο χρόνια αναστολή, για κάθε κατηγορούμενο. «Αυτό είναι παράλογο αν θέλετε να αλλάξετε το περιβάλλον για τους τραπεζίτες που ξεπλένουν χρήματα για Ρώσους αξιωματούχους», είπε ο William F. Browder που χρηματοδοτεί εκστρατείες κατά εναντίον διεφθαρμένων Ρώσων αξιωματούχων. «Θα πρέπει να αντιμετωπίσουν ποινές φυλάκισης, όχι ένα χαστούκι στον καρπό». Πρόκειται για άλλο ένα παράδειγμα του πώς «η Ελβετία θέλει να φαίνεται ότι κάνει κάτι, αλλά δεν θέλει να είναι σκληρή», είπε ο κ. Browder.

«Η αρχική ιδέα της ουδετερότητας ήταν η ουδετερότητα να εξυπηρετεί και τις δύο πλευρές», είπε, ο ιστορικός κ Zala, κάτι που η ιστορία φαίνεται να το διαψεύδει.

Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (ΒΠΠ), η Ελβετία ήταν γνωστή για τη στρατιωτική της ουδετερότητα. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, οι ελβετικές τράπεζες αποτέλεσαν ένα ιδανικό καταφύγιο πλούτου της ναζιστικής Γερμανίας καθώς δέχτηκαν οτιδήποτε κατασχέθηκε από το ναζιστικό καθεστώς κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος. Μέχρι το τέλος του πολέμου, η Ελβετία ξέπλυνε εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια κλεμμένων κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένων χρυσού που πάρθηκε από τις κεντρικές τράπεζες των κατεχόμενων ευρωπαϊκών χωρών. Μετά τη λήξη του ΒΠΠ, η Ελβετία αντιστάθηκε επιτυχώς στις εκκλήσεις των Συμμάχων για επιστροφή αυτών των κεφαλαίων, και στη Συμφωνία της Ουάσιγκτον του 1946 οι Σύμμαχοι αρκέστηκαν στην αποδοχή μόνο του 12% του κλεμμένου χρυσού. Οι επιζώντες του Ολοκαυτώματος και οι κληρονόμοι εκείνων που χάθηκαν συνάντησαν ένα αδυσώπητο τείχος γραφειοκρατίας. Μόνο μετά από πίεση της διεθνούς κοινότητας ιδρύθηκαν ειδικές επιτροπές για τη διευκόλυνση της επιστροφής τιμαλφών σε εβραϊκές οικογένειες και κάποιοι λίγοι κατάφεραν να διεκδικήσουν πίσω τα περιουσιακά τους στοιχεία. Όπως αποδεικνύεται, ορισμένοι από τους αδρανείς λογαριασμούς χρησιμοποιήθηκαν από τις ελβετικές αρχές για να ικανοποιηθούν αξιώσεις Ελβετών υπηκόων των οποίων οι περιουσίες κατασχέθηκαν από κομμουνιστικά καθεστώτα στην Ανατολική Κεντρική Ευρώπη.

Με την άνοδο του ναζισμού, πολλοί Εβραίοι στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη προσπάθησαν να προστατεύσουν ένα μέρος των περιουσιακών τους στοιχείων καταθέτοντας χρήματα σε ελβετικούς λογαριασμούς και τα τιμαλφή τους σε ελβετικές θυρίδες. Μάλιστα, για να ενθαρρύνουν τέτοιες μεταφορές, το 1934 οι Ελβετοί ενίσχυσαν ακόμη και ειδικούς νόμους περί τραπεζικού απορρήτου που διευκόλυναν τη διατήρηση της ανωνυμίας των καταθετών. Ενώ διευκόλυναν την εισροή πλούτου, δεν έκαναν το ίδιο με τους Εβραίους  πρόσφυγες (συχνά και καταθέτες τους). Είναι γνωστό ότι η Ελβετία εμπόδισε σθεναρά την είσοδό τους στην προσπάθειά τους να διαφύγουν από τη ναζιστική Γερμανία. Το 1938 (με πρόταση του Αρχηγού της Ελβετίας Αστυνομίας Heinrich Rothmund) η Βερνη ζήτησε από τους αξιωματούχους του ναζιστικού καθεστώτος στο Βερολίνο να σημειώσει τα διαβατήρια των Εβραίων με ένα «J» (από το Jew που σημάνει Εβραίος) – έτσι ώστε οι Γερμανοί Εβραίοι να διακρίνονται αμέσως από τους Γερμανούς μη Εβραίους- ώστε να τους εντοπίζει και να τους αρνηθεί την είσοδο στην Ελβετία. Μεγάλη πλειοψηφία αυτών, χάθηκε στα γερμανικά στρατόπεδα θανάτου. Στον ΒΠΠ η Ελβετία δεν είχε άλλη επιλογή από το να παραμείνει στρατιωτικά ουδέτερη ή να κινδυνεύσει από γερμανική εισβολή. Αυτή η ιδέα είναι που καθορίζει την ιστορία της χώρας: μια κληρονομιά που ακολουθεί το μονοπάτι της ελάχιστης αντίστασης. Έχουν πάρει το μέρος όποιας δύναμης τους έχει περιβάλλει, είτε αυτή είναι η Γερμανία είτε, τώρα, η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ελβετία δεν είναι ουδέτερη, απλώς αποφεύγει τις συγκρούσεις με κάθε κόστος.

Οι έμποροι σιτηρών της Γενεύης επωφελήθηκαν από το εμπάργκο σιτηρών των ΗΠΑ κατά της Σοβιετικής Ένωσης το 1980. Η ουδέτερη Ελβετία συνέχισε τις συναλλαγές της με τη Νότια Αφρική ακόμη και μετά την προσπάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ιαπωνίας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας να γονατίσουν το καθεστώς του απαρτχάιντ με οικονομικές κυρώσεις το 1986. Ο επιχειρηματίας Mark Rich, ο νονός των εμπορευματικών επενδύσεων, περιέγραψε τις πετρελαϊκές του συμφωνίες με το ρατσιστικό καθεστώς στη νότια Αφρική ως την «πιο σημαντική και προσοδοφόρα επιχείρησή του».  Και ενώ η Ελβετία προώθησε την υπόθεση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου στον παγκόσμιο Νότο, πολλοί ολιγάρχες και αξιωματούχοι βρήκαν ένα ασφαλές μέρος για τα παράνομα κέρδη τους στους ελβετικούς τραπεζικούς λογαριασμούς.

Οι σκιώδεις συναλλαγές των ελβετικών τραπεζών με κυβερνήσεις αυταρχικές, με καθεστώτα ολοκληρωτικά που απειλούν την διεθνή σταθερότητα δείχνουν ότι ποτέ η Ελβετία δεν ήταν πραγματικά ουδέτερη ιδεολογικά.

Οι κυρώσεις και οι εξαγωγές όπλων φαίνεται να έχουν γίνει μήλο της έριδος στους ομοσπονδιακούς κυβερνητικούς κύκλους. Ωστόσο, εάν το υπουργείο Εξωτερικών θέλει να διατηρήσει καλές σχέσεις με τους σημαντικότερους εμπορικούς του εταίρους, η Ελβετία θα συμβιβαστεί. Ειδικά όταν πρόκειται για κυρώσεις που ουσιαστικά δεν ισχύουν λόγω της μυστικότητας και ανωνυμίας των τραπεζικών συστημάτων. Είναι λογικό ότι η Ελβετία αισθάνεται ότι πρέπει να βρίσκεται στο πλευρό της Δύσης γιατί περιβάλλεται πλήρως από χώρες της Ε.Ε. Είναι προφανές ότι η ελβετική κυβέρνηση δεν θέλει να προκαλέσει τη Δύση και ούτε τις τράπεζές της, καθώς αποτελούν βασικό εταίρο στο χρηματοπιστωτικό και εμπορικό της σύστημα. Στο παρελθόν, υπήρξαν καταστροφικές συνέπειες για τις ελβετικές τράπεζες που αντιστάθηκαν στις αμερικανικές κυρώσεις στο καθεστώς του Ιράν. Για παράδειγμα, η Credit Suisse επλήγη με πρόστιμο 538 εκατομμυρίων δολαρίων το 2009, υπογραμμίζοντας ότι υπάρχουν συνέπειες για την αντιπαράθεση των Ηνωμένων Πολιτειών και της Δύσης, ακόμη κι αν η Ελβετία ισχυρίζεται ότι είναι ουδέτερη.

Σαφώς, η ουδετερότητα της Ελβετίας υποκινείται από την αυτοσυντήρηση και σε καμία περίπτωση από ιδεαλιστικά κίνητρα.  Ως εκ τούτου, μπορεί να αρθεί αν η επικείμενη δράση είναι προς το συμφέρον της Ελβετίας και του χρηματοπιστωτικού της συστήματος.