Η Ιστορία μοιάζει συχνά με κύκλο που όσο κι αν πιστεύουμε πως έχει κλείσει βρίσκει πάντα τρόπο να επιστρέφει. Ένα τέτοιο παράδοξο ζούμε και σήμερα με τη συζήτηση γύρω από τη μετονομασία του Υπουργείου Άμυνας των Ηνωμένων Πολιτειών σε “Υπουργείο Πολέμου”, μια ονομασία που είχε έως το 1949, όταν η Αμερική, βγαίνοντας από τη φρίκη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου επιχείρησε να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό της ως δύναμη ειρήνης και αποτροπής. Όμως γιατί επιστρέφουμε τώρα, εν έτει 2025 σε μια τόσο βαριά λέξη; 

Η απάντηση δεν είναι απλή. Έχει να κάνει με πολιτική ταυτότητα, με επικοινωνιακά παιχνίδια, αλλά και με μια πιο βαθιά ανάγκη: να ξαναδούμε κατάματα το τι πραγματικά είναι η ισχύς και πως την ασκεί μια υπερδύναμη. 

Δεν είναι τυχαίο ότι οι λέξεις προηγούνται των πράξεων. Όταν ο Ουάσιγκτον δημιούργησε το “Department of War” ήξερε πολύ καλά ότι η νέα χώρα χρειαζόταν στρατό για να επιβιώσει σε έναν κόσμο εχθρικό. Το “war” δεν είχε τίποτα το μεταφορικό. Ήταν ο καθρέφτης μιας πραγματικότητας. 

Μετά το 1949 το “Department of Defense” ήρθε σαν απόπειρα εξωραϊσμού. Σε μια εποχή που ο πυρηνικός όλεθρος κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια όλων, το να μιλάς για “άμυνα” έδινε τουλάχιστον την ψευδαίσθηση ότι οι ΗΠΑ δεν ετοιμάζονταν για επιθετικούς πολέμους, αλλά για την προστασία της ελευθερίας. 

Σήμερα η επαναφορά της λέξης “πόλεμος” μοιάζει σαν παραδοχή: η Αμερική δεν αρκείται στο να αποτρέπει· είναι έτοιμη να επιτίθεται, να χτυπά πρώτη, να ορίζει το πλαίσιο της σύγκρουσης. Η λέξη γίνεται εργαλείο πολιτικής, αλλά και σήμα προς τον υπόλοιπο κόσμο. 

Ο Ντόναλντ Τραμπ με την αμεσότητα που τον χαρακτηρίζει δε φοβάται τις “άβολες” λέξεις. Αντιθέτως τις χρησιμοποιεί για να δείξει δύναμη, για να προκαλέσει και να δηλώσει ότι «λέει τα πράγματα όπως είναι». Το “Υπουργείο Πολέμου” είναι γι’ αυτόν μια επιστροφή στην αυθεντικότητα των πρώτων δεκαετιών των ΗΠΑ, αλλά και μια πρόκληση προς την παγκόσμια κοινότητα. 

Η αλλαγή ονόματος μπορεί να μοιάζει λεπτομέρεια, όμως στέλνει μήνυμα. Σε μια εποχή που ο πλανήτης βυθίζεται ξανά σε γεωπολιτική αστάθεια από την Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή ως την Ταϊβάν, η Αμερική θέλει να δείξει ότι δεν παίζει άμυνα, αλλά μπαίνει στο γήπεδο ως βασικός επιθετικός. 

Ο Τζορτζ Ουάσιγκτον πίστευε βαθιά ότι χωρίς στρατιωτική πειθαρχία και ισχύ η νέα δημοκρατία δεν θα είχε καμία ελπίδα να επιβιώσει. Ο στρατός ήταν για εκείνον θεμέλιο της πολιτείας. Το “Υπουργείο Πολέμου” ενσάρκωνε αυτή τη λογική: η ανεξαρτησία φυλάσσεται με το σπαθί. 

Το ερώτημα είναι: χρειάζεται σήμερα η Αμερική να ξαναγυρίσει σε αυτό το λεξιλόγιο; Μήπως αντί να δηλώσει αυτοπεποίθηση δείχνει ανασφάλεια; Ή μήπως πράγματι η Ιστορία μάς επαναφέρει σε συνθήκες όπου ο κόσμος δεν καταλαβαίνει άλλη γλώσσα πέρα από εκείνη της ισχύος; 

Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι ζούμε σε μια εποχή εικόνας. Το μήνυμα δεν περνά μόνο μέσα από τις πράξεις αλλά και από τα hashtags. Το #DepartmentOfWar θα γινόταν αμέσως τάση στο Χ, στο TikTok, στο Instagram. Για άλλους θα ήταν ένδειξη αλήθειας, για άλλους απόδειξη κυνισμού. 

Οι πολίτες τόσο στην Αμερική όσο και αλλού είναι πλέον περισσότερο κυνικοί απέναντι στην πολιτική. Τα social media έχουν μετατρέψει τη συζήτηση σε θέαμα. Εκεί όπου κάποτε θα υπήρχε αναλυτική επιχειρηματολογία, σήμερα κυριαρχεί το meme και η ειρωνεία. Το “Υπουργείο Πολέμου” θα γίνει αφορμή για σάτιρα, για φανατισμό, για εντυπώσεις κι όμως πίσω από το θόρυβο θα παραμένει η ουσία: μια υπερδύναμη δηλώνει με το όνομά της ότι δεν κρύβεται πίσω από το πέπλο της “άμυνας”. 

Η επιστροφή στο “War Department” κρύβει κινδύνους. Μπορεί να εδραιώσει την εικόνα μιας Αμερικής που δεν ενδιαφέρεται για συμμαχίες, για διεθνές δίκαιο, για ειρηνευτικές πρωτοβουλίες. Μπορεί να οξύνει τα αντανακλαστικά αντιπάλων που θα θεωρήσουν ότι η Ουάσιγκτον ετοιμάζει επιθετικά σχέδια. 

Ταυτόχρονα όμως, φανερώνει και μια αυταπάτη: ότι η δύναμη κρίνεται από τις λέξεις. Στην πραγματικότητα η ισχύς μετριέται με οικονομία, τεχνολογία, επιρροή. Το όνομα από μόνο του δεν κερδίζει πολέμους ούτε αποτρέπει αντιπάλους. Αλλάζει όμως τον τρόπο που μια κοινωνία βλέπει τον εαυτό της. 

Βρισκόμαστε σε έναν κόσμο όπου η τεχνητή νοημοσύνη, η κλιματική κρίση, οι ανισότητες, απαιτούν συλλογική δράση. Την ίδια στιγμή οι παλιές “αυτοκρατορικές ανταγωνιστικότητες” επιστρέφουν. Η Ρωσία και η Κίνα θέτουν προκλήσεις που δεν μπορούν να αγνοηθούν. 

Σε αυτό το πλαίσιο η επιστροφή στον όρο “Πόλεμος” ίσως δεν είναι απλώς επικοινωνιακή κίνηση. Είναι σύμπτωμα μιας εποχής όπου οι μεγάλες δυνάμεις προετοιμάζονται για μακροχρόνια αντιπαράθεση. Όμως κάθε φορά που μια κοινωνία επιλέγει να ονομάσει θεσμούς της με βάση τον πόλεμο, κάτι χάνεται: η προσδοκία ότι η ειρήνη μπορεί να είναι ο στόχος. 

Επιστρέφουμε λοιπόν στο Υπουργείο Πολέμου του Ουάσιγκτον γιατί ο κόσμος γύρω μας ξαναγίνεται σκληρός, γιατί οι ηγεσίες πιστεύουν ότι η ωμή ειλικρίνεια είναι καλύτερη από τον καλλωπισμένο ευφημισμό. Επιστρέφουμε γιατί ίσως βαθιά μέσα μας ξέρουμε ότι η εποχή της “Άμυνας” τελείωσε και μπαίνουμε σε εποχή όπου οι συγκρούσεις θα καθορίσουν ξανά το διεθνές τοπίο. 

Το ζητούμενο είναι να μη χαθούμε μέσα στις λέξεις. Να θυμόμαστε ότι η πραγματική πρόκληση δεν είναι το όνομα του υπουργείου, αλλά το πως θα βρούμε τρόπους να ζήσουμε χωρίς να χρειάζεται να το δικαιολογούμε. Γιατί όσο κι αν αλλάξουν τα ονόματα, η αλήθεια παραμένει: κάθε πόλεμος είναι πρώτα απ’ όλα ήττα της ανθρωπότητας. 

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.