Ευτυχώς, να λέμε, που δεν ήταν οι συγγενείς μας μέσα σε αυτό το καράβι με τους 700 επιβαίνοντες πρόσφυγες και μετανάστες.

Που να τρέχουμε τώρα στη Πύλο, να κάνουμε αναγνωρίσεις νεκρών.

Ευτυχώς που δεν ήταν τα παιδιά μας μέσα σε αυτό το σαπιοκάραβο που αφήνει πίσω του πάνω από 500 πτώματα.

Που να τα αναζητήσουμε τώρα στον πάτο όχι απλά της θάλασσας, αλλά στο βαθύτερο σημείο της Μεσογείου, της «Mare Nostrum» που έχει καταντήσει «Mare Monstrum», μια θάλασσα-τρόμος για όλους τους άμεσα εμπλεκομένους.

Ευτυχώς που δεν είχαμε γνωστό ή φίλο μας κάποιον από τους ελάχιστους επιζώντες αυτού του καρυδότσουφλου.

Που να τρέχουμε τώρα στη Πελοπόννησο, μεσοβδομαδιάτικα, να τον βρούμε όχι μέσα σε ένα ξενοδοχείο, ως οφείλει το απειροελάχιστο δείγμα πολιτισμού και ανθρωπιάς (μας) απέναντι σε έναν άνθρωπο που λίγες ώρες πριν κοίταξε κατάφατσα το θάνατο, αλλά στοιβαγμένο σαν ένα κομμάτι κρέας μέσα σε μια αποθήκη και πάνω σε ένα υποτυπώδες στρώμα, χωρίς να πληρούνται και να ικανοποιούνται καν οι βασικές του ανάγκες, όπως αναφέρουν οι ανθρωπιστικές οργανώσεις που σπεύδουν από χθες στην περιοχή της Πύλου.

Το ηθικό «six degrees of separation», αυτή η κοινωνική και κατ’ επέκταση ηθική αποστασιοποίηση που έχει αποκτήσει τα τελευταία χρόνια η Δύση απέναντι στους «Άλλους» έχει αρχίσει να γίνεται αφόρητο ακόμη και για τους πλέον κυνικούς εκεί έξω.

Εχει γίνει αφόρητο γιατί πλέον εμπεριέχει και αυτό που λένε οι Αγγλοσάξονες: «add insult to injury», δηλαδή «ήταν που ήταν άσχημο, το παραξηλώσατε κάποιοι εκεί έξω».

Για κάποιους συναδέλφους μου, όπως η Τατιάνα Στεφανίδου, αυτό το διαρκές και επί χρόνια τηλεοπτικό «insult» απέναντι σε όλους και όλα (και κυρίως απέναντι στην ίδια τη λογική), οι 700 αυτοί άνθρωποι επιβαρύνουν την Ευρώπη και τη Ελλάδα.

«Γιατί λέω επιβαρύνοντας; Διότι χθες κάναμε την κουβέντα για τα ασθενοφόρα που δεν υπάρχουν. Τα ασθενοφόρα που δεν υπάρχουν διαθέσιμα στην Ελλάδα. Και εδώ έχουμε μια κολοσσιαία κινητοποίηση, έχουν πάει οκτώ-δέκα ασθενοφόρα, για να βοηθήσουν την κατάσταση. Εάν αυτή τη στιγμή κάποιος χρειαστεί ασθενοφόρο στον νομό Πελοποννήσου, αν κάποιος σε ένα χωριό πάθει καρδιακό επεισόδιο, πού θα βρεθεί ασθενοφόρο να τον μεταφέρει;», λέει κατά λέξη η Στεφανίδου.

Ο νόμος δεν ισούται με την ηθική

Τι ακούω από κάποιους; Ακούω αιτιάσεις περί «διεθνών χωρικών υδάτων» και «ελληνικής ακτοφυλακής που δεν είναι υποχρεωμένη να επέμβει»;

Που πήγε μεν στο σημείο, αλλά «της είπαν να φύγει, οπότε αυτή έφυγε» [βγάζοντας, πιθανώς, και έναν αναστεναγμό ανακούφισης από μέσα της].

(Για να μην αναφέρουμε καν το πραγματικά παράδοξο του να μην κάνεις απολύτως τίποτα, ως Ακτοφυλακή ή Frontex, απέναντι στους διακινητές που έχεις ολοζώντανους μπροστά σου, αλλά τους αφήνεις να συνεχίσουν ανενόχλητοι το «θεάρεστο» έργο τους).

Φυσικά και οι 700 επιβαίνοντες τής είπαν να φύγει. Ασφαλώς και θα συνέβη αυτό.

Γιατί οι άνθρωποι αυτοί επιλέγουν την συγκεκριμένη ναυτική διαδρομή («θανάτου» την λένε, στα φανερά ή κρυφά, οι δουλέμποροι) επειδή ακριβώς θέλουν να αποφύγουν τα παράνομα pushback, τις απωθήσεις, που διαπιστωμένα κάνει η ελληνική κυβέρνηση όταν πιάσει ένα πλοίο στη θάλασσα – και έχει καταγγελθεί γι’ αυτό από τον ΟΗΕ.

Απωθήσεις που διενεργούνται, ασφαλώς, υπό την ανοχή και σιωπή (και, γιατί όχι, συνδρομή) των ίδιων των Βρυξελλών.

Ακολούθησε το «νόμο της θάλασσας» ή του «ναυτικού δικαίου», του maritime law, η ελληνική κυβέρνηση;

Αυτά είναι ψιλά γράμματα σε ένα συμβόλαιο που έχει προ πολλού υπογράψει με το ίδιο της το αίμα, τόσο η παρούσα κυβέρνηση, όσο και η πλειοψηφία των προηγούμενων με τις Βρυξέλλες.

Γιατί όπως γνωρίζουμε καλά, μπορεί η συμπεριφορά κάποιου να είναι απολύτως νόμιμη, αλλά δεν είναι απαραίτητα και ηθική.

Νομικός δεν είμαι και η επαφή μου με τη νομική επιστήμη είναι επιφανειακή και στα απόλυτα όρια του προσωπικού εμπειρισμού, αλλά έχω την εντύπωση ότι κάθε νόμος δεν αποτέλει απαραίτητα και εχέγγυο ηθικής στάθμης, καθώς το κύριο αίτημα του κάθε νόμου δεν είναι να υπηρετήσει την ηθική, αλλά τις κατά περιόδους κοινωνικές δυναμικές και συνιστώσες, αδιαφορώντας αν η εκάστοτε νομολογία συμβαδίζει και πάει χέρι-χέρι με την ηθική.

Υπάρχουν ακόμη χώρες με (σχεδόν) άψογο νομικό σύστημα, όπως οι ΗΠΑ, που συνεχίζουν να διενεργούν εκτελέσεις κρατουμένων.

Είναι η θανατική καταδίκη ενός κρατουμένου κάτι ηθικό; Σαφώς και όχι. Και όμως συμβαίνει προκειμένου να εξυπηρετηθεί μια κοινωνική ανάγκη.

Ή μήπως τα όρια μεταξύ «νόμιμου» και «ηθικού» είναι πιο ξεκάθαρα και λιγότερο θολά σε σχέση με το ναυάγιο της Πύλου, όταν άπτονται των προσωπικών μας βλέψεων και συμφερόντων;

Η επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, λόγου χάρη, από το Βρετανικό Μουσείο στην Αθήνα είναι μια απαίτηση εκτός «νομίμου» πλαισίου, γι’ αυτό και όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις που το έχουν επιδιώξει, εδράζουν τη λογική των αιτιάσεών τους πάνω στον παράγοντα της ηθικής.

Οτι είναι «ηθικά σωστό» τα γλυπτά αυτά να επιστρέψουν στον τόπο καταγωγής τους.

Ο νόμος καταστρατηγείται εδώ και προτάσσεται αποκλειστικά η ηθική πλευρά του ζητήματος.

Ας μην γίνουμε όμως μια χώρα και ένας πολιτισμός που χρησιμοποιεί την ηθική ή το «ηθικό πλεονέκτημα» μόνο και αποκλειστικά a la carte και όποτε μας βολεύει.

Ένα κράτος, μια οντότητα, ένας άνθρωπος δεν ξεχωρίζει επειδή ακολουθεί το «γράμμα του νόμου» -σκεφτείτε την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, η οποία προτιμά να πεθάνει από το να μην αποδώσει, όπως την διέταξαν, τις πρέπουσες τιμές στον νεκρό αδελφό της, Πολυνείκη, για να καταλάβετε μέχρι πόσο παλιά και πόσο βαθιά πάει αυτή η συνθήκη.

Ένα κράτος, μια οντότητα, ένας άνθρωπος εντέλει ξεχωρίζει για το ακριβώς αντίθετο από αυτό: αν, και παρά το «γράμμα του νόμου», μπορεί να υπερβεί νομολογίες και το «πρέπει» της και να αντιτάξει σθεναρά την ανθρωπιά, την αλληλεγγύη και το «θέλω» της, υπερβαίνοντας, την ίδια στιγμή, το σκληρό γράμμα του νόμου και, μαζί, τον ίδιο τους τον εαυτό.

Αλλά ίσως να έχουμε καταντήσει όλοι μας αβάσταχτα κυνικοί.

Τόσο όλοι εμείς που πιστεύουμε ότι το κράτος και η κεντρική του διοίκηση είναι στην πραγματικότητα ικανό να υπερβεί τον εαυτό του.

Όσο και οι ίδιοι οι κυβερνώντες μας που δεν μπορούν να πράξουν ούτε καν τα ηθικώς αυτονόητα.