Έχουν περάσει δυο γενιές και κάτι από τότε που η βασιλεία στην Ελλάδα έκλεισε τον κύκλο της. H απόφαση του ελληνικού λαού, στο δημοψήφισμα του 1974, ήταν ξεκάθαρη. Βασιλείς και πρίγκιπες μεταμορφώθηκαν, τότε, σε μια νύχτα, σε ιδιώτες. Η κηδεία του του τέως Βασιλιά Κωνσταντίνου μας έφερε αντιμέτωπους με  δυο ερωτήματα : Τι είδους σαγήνη ασκεί η μοναρχία σήμερα στον ελληνικό λαό και ποια είναι τελικά η συλλογική μας ταυτότητα.

Η Μητρόπολη κατακλύστηκε από πλήθος κόσμου όλων των ηλικιών. Ανάμεσα τους ήταν πάρα πολλοί νέοι άνθρωποι που στήθηκαν από το ξημέρωμα στην ουρία δίχως καν  να έχουν βιώσει τη Μοναρχία παρά μόνο ως «μυθική αφήγηση».Τι κάνουν οι Μιλένιαλς και η γενιά Ζ έξω από τη Μητρόπολη και το Τατόι; Τι σημαίνει η νοσταλγία για τη βασιλεία για ένα λαό του οποίου η ταυτότητα έχει δομηθεί πάνω σε άλλα σημαίνοντα; Μήπως θα πρέπει να αναρωτηθούμε κατά πόσο οι Έλληνες πολιτικοί  έχουν καταφέρει να γεφυρώσουν το κενό που άφησε πίσω η αποχώρηση του βασιλικού συμβόλου;

Ας πάρουμε την ιστορία της ελληνικής μοναρχίας από την αρχή για να δούμε τις σημασίες της.Όλα ξεκίνησαν το 1832 όταν οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, αφότου αναγνώρισαν την πολιτική ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους,  παρέδωσαν το στέμμα της Ελλάδας στο Βαυαρό πρίγκιπα Όθωνα.

Από το 1832 ως το 1924, και έπειτα από το 1935 ως το 1973, το σύστημα διακυβέρνησης της χώρας ήταν η Μοναρχία και ο  κληρονομικός μονάρχης ήταν ο ανώτατος άρχοντας του Βασιλείου της Ελλάδας . Να αναφέρουμε πως το1924 η Μοναρχία καταργήθηκε με δημοψήφισμα και εγκαθιδρύθηκε η Δεύτερη Ελληνική Δημοκρατία. Αλλά το 1935 η Μοναρχία επανήλθε, με νέο δημοψήφισμα όπου το 97,88% των Ελλήνων τάχθηκε υπέρ των βασιλέων.

Οι οίκοι που βασίλευσαν στη χώρα μας ήταν οίκος Βίτελσμπαχ και ο οίκος Γλύξμπουργκ.  Μέχρι που η πολιτεία απαρνήθηκε τη Μοναρχία αλλά συνέχισε να βαδίζει χέρι χέρι με την Εκκλησία.

Η ελληνική περίπτωση διαφέρει συνεπώς ριζικά από την αγγλική, όπου πρόσφατα είδαμε το πλήθος να θρηνεί τη Βασίλισσα Ελισάβετ.  Εδώ  δεν είχαμε ποτέ ένα Βασιλιά ή μια Βασίλισσα που κατάφερε από την αρχή να εγκαθιδρύσει την πεποίθηση πως όλοι οι πολίτες κυβερνώνται από κάποιον ανώτερο ηγέτη που αγαπάει εξίσου όλα τα μέλη της πολιτείας. Ούτε ποτέ στην ελληνική συνείδηση ο Βασιλιάς και η Βασίλισσα υπήρξαν ποτέ ταυτόσημοι ης Διαχρονικότητας, της συνέχειας και της σταθερότητας, όπως στην Αγγλία.

Είδαμε, ωστόσο, στην Αθήνα του 2023  ένα ετερόκλητο πλήθος να σχηματίζει ουρές για να αποχαιρετήσει έναν  τέως Βασιλέα που είχε διώξει πριν από 40 χρόνια. Τι λέει αυτό για την εθνική μας ταυτότητα, γνωρίζοντας πως μετά την πτώση της δικτατορίας των Συνταγματαρχών, οι Έλληνες κλήθηκαν να προσέλθουν στις κάλπες για να αποφασίσου εάν θέλουν βασιλευόμενη ή αβασίλευτη η δημοκρατία .Τότε όλοι θυμόντουσαν πως ο  νεαρός Βασιλιάς Κωνσταντίνος είχε αποδώσει νομιμότητα στους πραξικοπηματίες της 21ης Απριλίου: τον Δεκέμβριο του 1967,  όταν δέχτηκε να συναντήσει τον Παπαδόπουλο,  τον Παττακό και  τον Μακαρέζο. Προηγουμένως είχε προλάβει να συγκρουστεί με την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου,  οποίος παραιτήθηκε  και ακολούθησαν τα επεισοδιακά Ιουλιανά.

Να ξεκαθαρίσουμε πως η εθνική ταυτότητα δεν είναι κάτι το αναλλοίωτο. Ο Θάνος Λίποβατς, στο «Ψυχανάλυση, Φιλοσοφία, Πολιτική Κουλτούρα» γράφει πως ακόμη και όταν οι μυθολογικές νοοτροπίες διαιωνίζονται, η ταυτότητα συντίθεται και αποσυντίθεται μέσα από τις συγκυρίες της Ιστορίας. Όλοι ξέρουμε πως οι δυο πτυχές της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας είναι η θρησκευτικότητα και ο εθνικισμός. Ο μύθος, δηλαδή,  της ελληνικότητας δεν έπαψε ποτέ να στηρίζεται στην ιδεολογική ηγεμονία της ορθοδοξίας. Οι θρησκευτικές παραδόσεις  ανέκαθεν συνέβαλαν στον σχηματισμό των συλλογικών ταυτοτήτων.  Οι βασιλικές παραδόσεις πάλι, όχι.

Το ερώτημα που γεννιέται βλέποντας τους  νέους ανθρώπους να κάνουν μακρόσυρτες ουρές για να αποχαιρετήσουν έναν Βασιλιά – του οποίου τη βασιλεία δεν έζησαν ποτέ -αφορά το είδος του  πολιτικού υποκειμένου που συγκροτείται εν μέσω των αντιφάσεων της ελληνικής μετανεωτερικότητας και γιατί σαγηνεύεται από παραμύθια με παλάτια, πρίγκιπες και βασιλιάδες

Ας το παραδεχτούμε. Έχουμε ανάγκη από μυθικές αφηγήσεις. Ίσως γιατί οι μυθικές αφηγήσεις- όπως έγραφε ο Κορνήλιος Καστοριάδης- αποτελούν τρόπο σημασιοδότησης της πραγματικότητας και γι’ αυτόν τον λόγο τις συναντάμε από την καταβολή του (αρχαίου ελληνικού) κόσμου, από τον Όμηρο και τη μυθολογία μέχρι σήμερα. Και τα Παλάτια  είναι φτιαγμένα από το υλικό των παραμυθιών  για να καμουφλάρουν το κενό, το πολιτικό κενό, το κενό όσον αφορά στην πολιτική ουσία.Τι ενσαρκώνει ο Κωνσταντίνος Γκλύξμπουργκ για τους Έλληνες;

Ας το παραδεχτούμε ανάγκη από σύμβολα, που μας συνδέουν με την ιστορία μας. Είμαστε, ωστόσο,  καλοί γνώστες αυτής της ιστορίας; Όχι , δεν είμαστε αλλά ζούμε στην εποχή της έλλειψης συμβόλων. Αυτό δεν σημαίνει πως φοβόμαστε τον τίτλο του Βασιλιά. Ούτε πως φοβόμαστε  το όνομα του. Αναρωτιόμαστε απλά κατά πόσο όλοι όσοι κατέκλυσαν τη Μητρόπολη γνωρίζουν τη νεότερη ελληνική ιστορία και κατά πόσο η εκκoσμίκευση  έχει πετύχει το στόχο της, δηλαδή την κυριαρχία του ορθού λόγου, της νεωτερικής επιστήμης και του πολιτικού λόγου της δημοκρατίας.