Η Έλεν Φίσερ, στην Ανατομία του Έρωτα, είχε ανατέμνει τα διάφορα σενάρια της ερωτικής αγάπης σε συνάρτηση με τα κοινωνικά και ανθρωπολογικά δεδομένα. Είναι κοινό μυστικό πως οι μετασχηματισμοί των μορφών κοινωνικής ζωής επιδρούν στον τρόπου που συνδεόμαστε με τους Άλλους και κατά συνέπεια στον τρόπο που συνδεόμαστε σεξουαλικά. Το ερώτημα είναι τι φταίει σήμερα και οι περισσότεροι -όπως προκύπτει κατά καιρούς από έρευνες- έχουν χάσει τη σεξουαλική τους διάθεση ή όταν υπάρχει, κρατά λίγο και εξαντλείται γρήγορα. Μέχρι την αναζήτηση της επόμενης ηδονής. Γιατί τα υπερτροφικά μας εγώ καταναλώνουν σώματα χωρίς να συνδέονται ερωτικά ή καταφεύγουν στο sexting και στην αυτοϊκανοποίηση;
Ο πολιτισμός του καταναλωτισμού διογκώνει τον εγωκεντρισμό μας, το ναρκισσισμό μας και τη μοναξιά μας, μια μοναξιά που συχνά αργούμε να αντιληφθούμε γιατί περιβάλλεται από πολλούς ανθρώπους. Αν διαβάσατε τις σχετικές μελέτες, θα διαπιστώσετε πως οι άνθρωποι όλων των ηλικιών έχουν ολοένα και μικρότερη σταθερή σεξουαλική δραστηριότητα ή έχουν στραφεί στο ευκαιριακό σεξ, κι ας μην τους προσφέρει -όπως οι ίδιοι ομολογούν- πραγματική απόλαυση. Το ίδιο θα διαπιστώσετε αν ακούσετε προσεκτικά τις σχετικές συζητήσεις που διεξάγονται στις παρέες. Οι περισσότεροι είναι εθισμένοι στην εικόνα και στην oniline υπερέκθεση τους. Με μια έξυπνη συσκευή στην παλάμη, η επιβεβαίωση και η απόλαυση προέρχεται κυρίως από τα «λάικ» και το τσατ. Τσατάρουν αντί να συνευρίσκονται, γιατί η πραγματική συνάντηση δεν έχει καμία σχέση με την διαδικτυακή καυλάντα. Προϋποθέτει την παραχώρηση ενός μέρους του αληθινού μας εαυτού στον Άλλο. Και αυτό είναι συχνά πόλεμος, όπως γράφει ο Αλέν Μπαντιού. Γιατί ο έρωτας, σημειώνει, βρίσκεται κοντά στην πολιτική καθώς δεν είναι παρά μια διαδικασία με συγκρούσεις, περιορισμούς, οδύνη και ευτυχία, η οποία δεν είναι πάντα ειρηνική.
Είναι γνωστή και παλιά ιστορία πως οι ερωτευμένοι χάνονται και βρίσκονται διαρκώς προσπαθώντας να μάθουν ο ένας τη γλώσσα του άλλου. Αυτό που ίσως είναι νέο είναι πως πλέον δεν αντέχουν να δουν την όποια ευθραυστότητα τους στα μάτια ενός αγαπημένου προσώπου, εγκλωβισμένοι στον μύθο της παντοδυναμίας του ανθρώπου του 21ου αιώνα. Έτσι εγκαταλείπουν ευκολότερα την κοινή ζωή ή μένουν φορώντας πανοπλίες. Αλλάζουν δηλαδή συντρόφους προτού αποκαλυφθούν οι αδυναμίες τους ή εκτονώνονται μοναχικά στο δωμάτιο τους μέσα από διαδικτυακές ανταλλαγές μηνυμάτων που «ταΐζουν» το εγώ τους χωρίς να παίρνουν το ρίσκο που εμπεριέχει η αγάπη. Έτσι τα σώματα έρχονται όλο και λιγότερο σε επαφή ή καταναλώνουν ευκαιριακά άλλα σώματα. Το πρόταγμα του νεοφιλελευθερισμού ορίζει εξάλλου το πολλαπλό να εκθρονίζει το Ένα.
Για την κυριαρχία του «ανθρώπου χωρίς δεσμούς» στον κόσμο της ρευστής νεωτερικότητας, όπου δεν κυριαρχούν οι σταθερές σχέσεις αλλά οι δεσμοί που στηρίζονται στο δίκτυο, έχει γράψει πολλά ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν. Ο Πολωνός στοχαστής έχει περιγράψει τον μετανεωτερικό άνθρωπο που φοβάται τη σχέση με όποιον διαφορετικό και δεν αποδέχεται εύκολα την ετερότητα του Άλλου. Ο Μπαντιού, από τη μεριά του, στο Εγκώμιο του Έρωτα, είχε υποστηρίξει πως η ευθραυστότητα του έρωτα οφείλεται στο ότι δεν υπάρχει ομοιογένεια μεταξύ κοινωνίας και αγάπης. Αυτό σημαίνει πως ζούμε σε έναν κόσμο όπου κυριαρχεί ο λόγος του καπιταλιστή (φράση δανεική από τον Ζακ Λακάν), με αποτέλεσμα να γίνεται επιτακτική ανάγκη η αναζήτηση καινούργιων συντρόφων και νέων αισθήσεων. Αν λοιπόν, ο ερωτισμός είναι η ισορροπία μεταξύ του αισθητικού και του ηθικού στην οποία παρεμβαίνουν οι ενορμήσεις, οι οποίες καταπιέζονται με βάση τους κανόνες της κοινωνίας -βάσει του φροϋδικού συλλογισμού- τότε είναι σαν να μην μπορούμε να ακροβατήσουμε θαρραλέα ανάμεσα στα δυο.
Ίσως γιατί ο ερωτικός λόγος όπως γράφει ο Μπαρτ, βρίσκεται, πια, αποκομμένος τόσο από την εξουσία όσο και από τους μηχανισμούς της, δηλαδή τις επιστήμες και τις τέχνες, με αποτέλεσμα να είναι εγκαταλελειμμένος πλήρως από τις περιρρέουσες γλώσσες, που τον αγνοούν ή τον χλευάζουν.
Κάπως έτσι το «υπερτροφικό εγώ» μας χλευάζει τον έρωτα και στο κρεβάτι καταλήγουμε να πέφτουμε με τον εαυτό μας -ακόμα και όταν είμαστε σε σχέση- ή με περιστασιακούς συντρόφους ανήμποροι να συνδεθούμε πραγματικά και να ρισκάρουν το ενδεχόμενο της οδύνης που εμπεριέχει μια πραγματική ερωτική επαφή από τη στιγμή που μας θέτει –εξ ορισμού– σε μια θέση έλλειψης. Αν θέλουμε να ζήσουμε μια καλή ερωτική ιστορία θα πρέπει να επανεφεύρουμε τους εαυτούς μας, να αλλάξουμε τις σχέσεις κυριαρχίας μέσα στο ζευγάρι, δηλαδή ακόμα και το κοινωνικό μοντέλο σχέσεων και να επινοήσουμε ξανά τον έρωτα. Έναν έρωτα που θα αφορά δύο και όχι έναν ή πολλούς και θα είναι ενίοτε δύσκολος. Έναν έρωτα που δεν θα είναι αυτιστικός, ούτε αυτοαναφορικός και εύπεπτος αλλά θα ενώνει δυο διαφορετικούς κόσμους. Και δεν είναι καθόλου εύκολο να τα καταφέρουμε μέσα σε αυτόν τον νεοφιλελεύθερο ναρκισσιστικό πολιτισμό που ενθαρρύνει το κενό και την ψυχική μοναξιά στο όνομα των εγωιστικών ηδονών που αρχίζουν και τελειώνουν σε εμάς. Ελάχιστοι θα πάρουν το ρίσκο που εμπεριέχει η ερωτική αγάπη, παρόλο που αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος για να έχει αμοιβαιότητα η σχέση μας με τον κόσμο.