Την προηγούμενη Κυριακή καθόμουν ήσυχα στο μπαλκόνι μου και σκρόλαρα αμέριμνα στο κινητό μου. Ήταν ένα από εκείνα τα ήσυχα μεσημέρια, που όλοι φαίνονται να έχουν αποδράσει σε κάποιο δροσερό μέρος στα περίχωρα της Αττικής. Ο μόνος ήχος που μπορούσες να ακούσεις εκείνη τη στιγμή ήταν 1-2 τζιτζίκια που έδιναν ένα μικρό, καλοκαιρινό κονσέρτο· ούτε παιδάκια που προσπαθούσαν να μάθουν πώς παίζεται η φλογέρα, ούτε ζευγάρια που καυγαδίζουν πάνω από τη μπουγάδα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν ένα καλοκαιρινό μεσημέρι-θαύμα για τα αθηναϊκά δεδομένα.

Οπότε, όπως είπα και στην αρχή, βρήκα την τέλεια ευκαιρία να πάρω τη θέση μου στην αγαπημένη μου καρέκλα στο μπαλκόνι, να ανοίξω το κινητό μου και να συνδεθώ για λίγο με αυτό που λέμε «υπόλοιπο κόσμο». Πρώτο παράθυρο: TikTok. Μπαίνω στην εφαρμογή και ξεκινάω την περιήγησή μου: memes με γάτες, καλοκαιρινές τάσεις στα ρούχα και το μακιγιάζ και ερωτικά δράματα αγνώστων. Κάποια στιγμή το δάχτυλό μου σταματάει πάνω σε ένα φαινομενικά γλυκό και αθώο βίντεο. Για την ακρίβεια, αυτό που παρακολούθησα ήταν ένα ποτ-πουρί από κλιπς όπου πατέρας ήταν στα πρόθυρα του εγκεφαλικού επεισοδίου μόλις αντιλαμβανόταν ότι οι μονάκριβες κόρες τους βρίσκονταν δίπλα σε κάποιο αγόρι. Να σημειώσω εδώ ότι μιλάμε για μικρές ηλικίες, όπου η λέξη «πονηριά» δεν υπάρχει ακόμα στο νηπιακό λεξιλόγιο.

Εκ πρώτης όψεως, όλα αυτά τα βιντεάκια έδειχναν κάτι πάρα πολύ γλυκό: την απεριόριστη αγάπη του πατέρα προς την κόρη και τη μετατροπή του σε άγρυπνο φρουρό όταν νιώθει πως εκείνη βρίσκεται σε κίνδυνο. Παρ’ όλα αυτά, εκείνο το μεσημεριανό, έδωσα και μια δεύτερη ερμηνεία στην πληροφορία που είχα μόλις λάβει. Πράγματι, η αφοσίωση αυτών των μπαμπάδων ήταν συγκινητική, αλλά μήπως εκείνη τη στιγμή στοίβαζαν, χωρίς να το καταλαβαίνουν, τα πρώτα τούβλα στο τείχος που οι κόρες τους θα έχτιζαν γύρω από τη σεξουαλικότητά τους αργότερα;

Υπερβολική; Μπορεί και να είμαι, αλλά σε αυτή την πατριαρχική κοινωνία που ζούμε δεν μου ακούγεται και τόσο παράλογο. Κάθε αυστηρό βλέμμα και κάθε αστείο με θέμα την απαγόρευση συναναστροφής με το ανδρικό φύλο είναι μόνο μερικές από τις συμπεριφορές που μπορούν να κάνουν τις λέξεις «σεξ», «έρωτας» και «ηδονή» να μοιάζουν συνώνυμα της αμαρτίας.

Και ναι, μέσα από αυτές τις υπερπροστατευτικές συμπεριφορές που τυχαία απευθύνονται μόνο στα κορίτσια καλλιεργείται η πεποίθηση ότι το σώμα είναι είτε εργαλείο είτε ναός (ο καθένας διαλέγει και παίρνει), ένα σώμα που ανήκει σε όλους εκτός από τον ίδιο τον κάτοχό του. Εδώ συναντάμε τον ορισμό της αυτο-αντικειμενοποίησης της γυναίκας. Ως αποτέλεσμα αυτής της υπερπροστατευτικότητας, πολλές κοπέλες φτάνουν να οικειοποιούνται τόσο πολύ αυτά τα ερεθίσματα ώστε να βλέπουν τον ίδιο τους τον εαυτό μέσα από την οπτική ενός τρίτου προσώπου, ενός προσώπου έτοιμου να κρίνει κάθε στιγμή απόλαυσης που δέχεται αυτό το σώμα.

Το ανησυχητικό με την όλη κατάσταση είναι το γεγονός ότι πολλοί από εμάς συγχέουμε την γονεϊκή αγάπη με τις αρχές της παραδοσιακής, πατριαρχικής οικογένειας, η οποία αρνείται κατηγορηματικά την αυτονομία των γυναικών. Το να λένε οι γονείς στις κόρες τους τι μπορούν και τι δεν μπορούν να κάνουν με το σώμα τους, και ότι η αξία τους καθορίζεται από αυτές τις αποφάσεις, δεν είναι καθόλου γλυκό ή γεμάτο αγάπη, είναι σαν ένα παγωτό ελέγχου με μπόλικο σιρόπι από μισογυνισμό.

Φυσικά, οι γονείς -και ειδικά οι πατεράδες- έχουν πολλές βάσιμες ανησυχίες για την ασφάλεια των κοριτσιών τους. Μελέτες έχουν δείξει ότι μία στις τρεις γυναίκες υφίστανται σεξουαλική επίθεση μεταξύ 14 ετών και του δεύτερου έτους της σχολής, και η μεγάλη πλειοψηφία των επιθέσεων αυτών γίνεται από γνωστούς ή ραντεβού. Αλλά συνήθως, οι ανησυχίες των υπερπροστατευτικών γονιών ξεπερνούν την προστασία από σεξουαλική επίθεση και φτάνουν μέχρι την αποτροπή του ασφαλούς και συναινετικού έρωτα, την απαγόρευση των ρομαντικών σχέσεων ή ακόμα και της στέρησης της απόλαυσης της αυτοϊκανοποίησης.

Αυτή η στάση φέρνει πολύ στη μνήμη την κουλτούρα της αγνότητας, μια συνήθως χριστιανική υποκουλτούρα που προωθεί την παρθενία με πολλούς τρόπους — συμπεριλαμβανομένων των εσωρούχων  αγνότητας.

Αν και πολλοί από εμάς θεωρούν την κουλτούρα της αγνότητας ανησυχητική, πολλοί μεγαλώσαμε με την ίδια υποσυνείδητη πεποίθηση ότι μια γυναίκα που κάνει σεξ εκτός γάμου (ή τουλάχιστον εκτός μιας αγαπημένης σχέσης) είναι… τσούλα. Αυτό ήταν! Αντίο, αθωότητα, τώρα το μόνο που μας περιμένει είναι ένα πρώτο τραπέζι πίστα στην κόλαση.

Αυτή η πεποίθηση ότι οι σεξουαλικές αποφάσεις μιας γυναίκας θέτουν σε κίνδυνο τον χαρακτήρα, την αυτοπεποίθηση, την τιμιότητα και την αποφασιστικότητά της δημιουργεί περιττή ντροπή για τις όσες «ξεφεύγουν» και τολμούν να γιορτάσουν τη σεξουαλικότητά τους πριν από τότε που «πρέπει». Όταν η παρθενία θεωρείται μέτρο της αξίας της γυναίκας και της αφοσίωσής της στους πατέρες τους, το σεξ τις κάνει να αισθάνονται ότι προδίδουν την οικογένειά τους και τον εαυτό τους μαζί.

Ακόμα κι αν δεν υπάρχουν θρησκευτικές υπονοήσεις, οι γυναίκες συχνά στιγματίζονται με χαρακτηρισμούς που βλάπτουν τον χαρακτήρα τους, όπως «μεταχειρισμένη», επειδή παίρνουν αποφάσεις που δεν αφορούν κανέναν άλλον.

Εκτός από το να προωθεί αυτές τις προβληματικές ιδέες για το τι συνιστά την ταυτότητα και την αξία μιας γυναίκας, το στερεότυπο του υπερπροστατευτικού πατέρα ενισχύει επιζήμιες αντιλήψεις για άνδρες και γυναίκες, προβάλλοντας τις ετεροφυλοφιλικές σχέσεις ως σχέσεις θύματος και θύτη.

Τι θα γινόταν αν, αντί να προσπαθούν να τρομάξουν τις κόρες τους και να ελέγχουν τα σώματά τους, οι υπερπροστατευτικοί πατέρες τις προστατεύαν εμπιστευόμενοι και ενδυναμώνοντάς τες να παίρνουν τις δικές τους σεξουαλικές αποφάσεις; Τι θα γινόταν αν διδάσκαμε στα κορίτσια ότι ναι, η σεξουαλική επίθεση υπάρχει, και οι κακές σεξουαλικές αποφάσεις επίσης, αλλά η σεξουαλικότητα είναι φυσιολογική και, υπό τις σωστές συνθήκες, άκρως απολαυστική; Τι θα γινόταν αν χρησιμοποιούσαμε τα ίδια τα media για να προμοτάρουμε συμπεριφορές πατεράδων που αντιμετωπίζουν τις κόρες τους ως ανθρώπινα όντα που αξίζουν να μάθουν πώς να διαχειρίζονται τις ρομαντικές τους σχέσεις, αντί να τις βλέπουν ως σύμβολα αθωότητας;

Εδώ που τα λέμε, η δήθεν προστατευτικότητα μπορεί να είναι πραγματικά επιζήμια. Εμφυτεύει πλήρη έλλειψη εμπιστοσύνης, διδάσκει την κόρη ότι δεν μπορεί να βασιστεί στον εαυτό της, ότι δεν μπορεί να εμπιστευτεί τον εαυτό της, ότι δεν μπορεί να τα καταφέρει, ότι ο κόσμος είναι τρομακτικός για εκείνη γιατί είναι γυναίκα. Αλλά αυτό, φυσικά, δεν ισχύει για τους άνδρες, γιατί αυτοί είναι πάντα εκεί για να σταθούν σαν φρουροί απέναντι σε οποιονδήποτε εχθρό προσβάλει την «τιμή» της γυναίκας που βρίσκεται στην οικογένειά τους.

Το «Το απαγορεύονται τα ραντεβού μέχρι τα 30» δεν τις προετοιμάζει να διαχειριστούν την ελευθερία που δικαιούνται, τους στερεί μια βασική ανθρώπινη εμπειρία που πιθανώς θα τις έκανε ευτυχισμένες, αλλά πλέον έχει βουτηχτεί στην ενοχή και το αίσθημα της αμαρτίας.

Οι μπαμπάδες, ακόμα και αυτοί που νιώθουν ότι δεν θέλουν ποτέ τις κόρες τους να βγαίνουν ραντεβού, πρέπει να γνωρίζουν ότι οι κόρες τους αξίζουν καλύτερα. Αν το γνωρίζουν, θα τους διδάξουν ότι αυτό που μετράει για τη σεξουαλική τους ζωή δεν είναι πόσο περιμένουν ή πόσους συντρόφους έχουν, αλλά αν αισθάνονται ασφαλείς με το άτομο που έχουν δίπλα τους. Θα αναγνωρίσουν ότι οι κόρες τους είναι ελεύθερα όντα που δικαιούνται να αποφασίζουν για τα σώματά τους και ότι είναι γυναίκες άξιες σεβασμού, όποιες κι αν είναι οι επιλογές τους.

 

Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookBluesky και Instagram.