Την Παρασκευή που μας πέρασε, συνελήφθη στη Λέσβο ένας αστυνομικός με ένταλμα σύλληψης για γενετήσιες πράξεις σε βάρος δεκατετράχρονης, ενώ είχε προηγηθεί καταγγελία της ανήλικης και των γονέων της, σύμφωνα με την οποία ο κατηγορούμενος, εκμεταλλευόμενος την ιδιότητά του ως προπονητής βόλεϊ, προέβη τουλάχιστον από τον Ιανουάριο του 2022 σε κατ΄επανάληψη γενετήσιες πράξεις με την ανήλικη ενώ τουλάχιστον από τον Μάιο του 2022, κάνοντας χρήση προφίλ σε διαδικτυακή εφαρμογή επιχειρούσε συστηματικά να παρασύρει την ανήλικη σε πορνογραφικές παραστάσεις.

Ο δικηγόρος του κατηγορούμενου αστυνομικού δήλωσε σε τοπική εφημερίδα (Νέα της Λέσβου) ότι «μέχρι τώρα έχει ακουστεί η μία πλευρά και θα ήθελα λοιπόν να σας πω, χωρίς καμία διάθεση από πλευράς μας να παραβλέψουμε αυτό που έγινε και για το οποίο σαφώς και είμαστε υπόλογοι έναντι της δικαιοσύνης, ότι ουδεμία πράξη βιασμού τελέστηκε από πλευράς του πελάτη μου», τονίζοντας ότι ο κατηγορούμενος είχε δεσμό με την καταγγέλλουσα και δεν έγινε τίποτα χωρίς τη συναίνεση της.

Εγώ βέβαια διερωτώμαι αν το να κάνει ένας ενήλικος σεξ με κάποιον κατά 40 χρόνια μικρότερο (δεν αναφέρομαι καν σε έναν 18ρη με 16 ρη/ρα, που άλλωστε υπάρχει άλλη σχετική νομοθεσία) είναι ή δεν είναι ποινικό αδίκημα από μόνο του;  Από ποια ηλικία και μετά η «συναίνεση» του ανήλικου μπορεί να θεωρηθεί έγκυρη;

Αναμφίβολα στα 15-16 οι ορμόνες των εφήβων αγγίζουν το κόκκινο και μπορεί κάλλιστα να τους/τις οδηγούν σε  διάθεση για σεξουαλικούς πειραματισμούς, αλλά ένας /μια ενήλικος άγνωστος είναι νομικά κατοχυρωμένος αν κάνει σεξ μαζί τους, ακόμα κι αν δεν είναι, τυπικά, «βιασμός»; Ή μήπως είναι;

Τι λέει ο νόμος

Ηλικία συναίνεσης από ηλικία συναίνεσης ποικίλλουν ανάλογα με τη δικαιοδοσία σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η ηλικία συναίνεσης ορίζεται σήμερα μεταξύ 14 και 18. Η συντριπτική πλειοψηφία των χωρών  την ορίζουν από 14 έως 16 ετών. Μόνο τέσσερεις χώρες, η Κύπρος (17), η Ιρλανδία (17), η Τουρκία (18) και η Πόλη του Βατικανού (18), δεν εντάσσονται σε αυτό το μοτίβο. Οι νόμοι μπορούν επίσης να ορίζουν τις ειδικές δραστηριότητες που επιτρέπονται ή να καθορίζουν διαφορετικά την ηλικία κατά την οποία μπορεί να συμμετέχει ένα συγκεκριμένο φύλο. Ακολουθεί μια συζήτηση σχετικά με τους διάφορους νόμους που ασχολούνται με αυτό το θέμα. Φυσικά, όλο αυτό έχει να κάνει με το προφανές γεγονός, που μόνο κάποιος που δεν θέλει να το δει με τίποτα δεν θα το έβλεπε, ότι και οι έφηβοι έχουν ερωτισμό. Και αυτός πρέπει να αναγνωρίζεται και νομικά.

Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι ο ερωτισμός τους είναι ίδιος με των ενηλίκων. Οι ενήλικοι, θεωρητικά τουλάχιστον μπορούν να αναλάβουν τις ευθύνες των πράξεων τους, και δεν βρίσκονται σε de facto σχέση εξάρτησης με το κόσμο γύρω τους ώστε να πέσουν θύματα εκμετάλλευσης. Για παράδειγμα, η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των παιδιών κατά της σεξουαλικής εκμετάλλευσης και της σεξουαλικής κακοποίησης υποχρεώνει τις χώρες που την επικυρώνουν να ποινικοποιήσουν ορισμένες πράξεις που αφορούν άτομα κάτω των 18 ετών, όπως η συμμετοχή των παιδιών στην πορνεία και την πορνογραφία.

Πρόκειται για ένα ζήτημα που ανακύπτει ξανά και ξανά στην Ελλάδα αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Στην Ελλάδα, σύμφωνα το Άρθρο 339  του Ποινικού Κώδικα (Νόμος 4619/2019), όποιος ενεργεί γενετήσια πράξη με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται και διώκεται ποινικά. Αυτή είναι η πραγματικότητα, και ο νόμος υπάρχει για κάποιο λόγο – για να προστατεύει τους ευάλωτους και λιγότερο έμπειρους. Θεωρητικά τουλάχιστον.

Το ζήτημα της εφηβικής σεξουαλικότητας, είναι ένα ζήτημα που ταλαιπωρεί χρόνια τα νομικά συστήματα, την ηθική φιλοσοφία και τέχνη. Ταλαιπωρεί ακόμα περισσότερο τους γονείς, του εκπαιδευτικούς και τους παιδαγωγούς. Όμως είναι παραπλανητικό το να συζητάμε το εν λόγω θέμα μόνο από αυτή την πλευρά. Το ζήτημα είναι ότι εδώ εμπλέκεται η εξουσία, και μάλιστα η θεσμοποιημένη εξουσία.

Είναι προφανώς ένα εντελώς διαφορετικό θέμα το να ανακαλύπτει ένα παιδί την σεξουαλικότητα του πειραματιζόμενο – και αυτή η κουβέντα άνοιξε για τα καλά, αν και πολύ αργοπορρημένα από τη ΛΟΑΤΚΙ ΛΟΑΤΚΙ στην οποία συμπεριλαμβάνονται και ανήλικα άτομα – και είναι άλλο ζήτημα η σύναψη σεξουαλικής σχέσης με κάποιον που έχει σχέση εξουσίας με αυτό. Κατά την ανακάλυψη της σεξουαλικότητας του, κάθε παιδί, έχει, είχε, όλες και όλοι το περάσαμε αυτό, κακές εμπειρίες. Όμως η σχέση εκμετάλλευσης δεν είναι απλά άλλη μια κακή εμπειρία. Ειδικά σε μια μικρή κοινωνία και όταν κάποιος είναι αστυνομικός, και παιδαγωγός, κανείς δεν ξέρει το τι γίνεται στο μυαλό του παιδιού πώς μπορεί να νιώθει ότι εκβιάζεται. Κι αυτό το προβλέπει ο νόμος και συγκεκριμένα το άρθρο 342 του Ποινικού Κώδικα που διευκρινίζει ότι συνιστά επιβαρυντική περίσταση η τέλεση της ασελγούς πράξης πό εκπαιδευτικό, παιδαγωγό, γυμναστή ή άλλο πρόσωπο που παραδίδει μαθήματα στον ανήλικο.

Συνεπώς το ζήτημα εδώ δεν είναι να μιλάμε γενικά και αφηρημένα για ενήλικο άτομο που έκανε σχέση με ανήλικη. Ένας 18χρονος με μια 16χρονη, όπως ήδη ανέφερα και πιο πάνω, δεν θα ήταν κάτι τόσο το σκανδαλώδες, ακόμα και στα συντηρητικότερα μάτια. Αυτός είναι και ο λόγος που το νομικό σύστημα, ακόμα και αν ορίζει την σχέση ενηλίκου με ανήλικο άτομο ως παράνομη, έχει πολλές υποδιαιρέσεις, και υπάγεται βέβαια και πάντα στην κρίση του δικαστικού προσωπικού, στην ερμηνεία που θα του δώσουν ανάλογα το περιστατικό που έχουν μπροστά τους. Ο λόγος είναι ότι παρά τη διαφορά τους νομικά, δύο άτομα τέτοιων ηλικιών, παραμένουν τυπικά στον ίδιο κοινωνικό χώρο, έχουν περίπου τις ίδιες ανάγκες και δυνατότητες, και δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά δυναμικής, άτυπης ή τυπικής.

Το σκανδαλώδες εδώ, που δεν το εκφράζουμε μη τυχόν και χαρακτηριστούμε «κολλημένοι» ή ρατσιστές με ένα επάγγελμα, είναι ότι ήταν αστυνομικός και παιδαγωγός, ήταν ότι είχε θεσμική και συναισθηματική εξουσία πάνω της, ήταν ότι μπορούσε κάλλιστα να την εκβιάσει, να την εξαναγκάσει, να τις θολώσει την κρίση.

Είναι μεγάλο το σοκ, ιδιαίτερα ενός παιδιού όταν συνειδητοποιεί ότι πρέπει να προστατευτεί πρώτα και κύρια από τους προστάτες του. Και είναι και μεγάλο το σοκ που περνάει η κοινωνία κάθε φορά που συνειδητοποιεί επίσης το ίδιο πράγμα.

Ας λέμε τα πράγματα με το όνομα τους. Δεν υπάρχει συναίνεση μεταξύ δύο ανθρώπων που ο ένας μπορεί να εξαναγκάσει τον άλλο, έμμεσα ή άμμεσα σε κάτι, να τον απειλήσει, να τον κάνει να νιώσει ενοχές, να του θολώσει την πραγματικότητα.