Αναπολογητικά, δροσερά, ανάλαφρα, ουσιαστικά-έτσι τα θέλουμε τα καλοκαίρια μας.
Έχω βαρεθεί να απολογούμαι για ποιον λόγο μου αρέσει η Μύκονος, για ποιον λόγο προτιμώ τις ανοργάνωτες παραλίες, για ποιον λόγο πίνω ούζο με τρέλα και όχι, δεν-έχω-μεθύσει-ποτέ-από-ούζο, για ποιον λόγο αποστρέφομαι το ελεύθερο camping, γιατί βαριέμαι κατά βάθος την έξαρση των καλοκαιρινών συναυλιών και θεαμάτων, για ποιον λόγο προτιμώ να κάνω διακοπές τον Οκτώβρη και πώς γίνεται να μ’ αρέσει να διαβάζω Μάτση Χατζηλαζάρου το πρωί και το βράδυ να σπάσω μέση με Κωνσταντίνο Αργυρό και summer hits.
Φαντάζομαι πως δεν είμαι η μόνη. Το να νιώθουμε πως υπάρχει ένας αόρατος κριτής, το περίφημο Πλήθος ή Μάτι, που μας κοροϊδεύει ή μας μαλώνει για τις επιλογές μας είναι κοινώς βιωμένο συναίσθημα, τείνει να εμπεδωθεί για τα καλά από το ανθρώπινο DNA και ίσως, κάποτε, γεννιούνται μωρά με σηκωμένο δάχτυλο στην όποια, κατά τα μυαλά τους, παραφωνία συναντούν. Βέβαια, μπορούμε σε κάθε περίπτωση να μην ενδιαφερόμαστε για την γνώμη των τρίτων. Αλλά, μεταξύ μας, αυτό είναι αδύνατον να επιτευχθεί πλήρως. Ο κύκλος μας είναι αυτός που είναι και οι πολύ δικοί μας άνθρωποι, οι πραγματικά δικοί μας, μας αγαπούν και μας αποδέχονται όπως είμαστε.
Οι άλλοι άνθρωποι μπορεί και να είναι το πρόβλημα. Οι ξένοι. Που δεν είναι πάντοτε άγιοι και σπλαχνικοί μαζί μας, αλλά μπορούν άνετα να μας χαλάσουν την μέρα, με ένα βλεμματάκι, ένα σχολιάκι, ένα αγενές σχόλιο που, αρχικά, μοιάζει με κομπλιμέντο και όλα αυτά που, λίγο πολύ, ξέρουμε όλες και όλοι.
Οι άλλοι άνθρωποι μπορεί να έχουν άποψη για τα κιλά μας, το περιποιημένο ή όχι μανικιούρ μας, το παιδί μας που είναι στο φάσμα του αυτισμού, το σκυλί μας που, λόγω καλαζάρ, έχει ένα ματάκι, το ότι καπνίζουμε, το ότι την πίνουμε, το ότι κλαίμε εύκολα ή γελάμε δυνατά. Μπορεί να έχουν άποψη για τον σύντροφό μας, τον ομοερωτισμό μας, την πείνα μας, την λαχτάρα μας για γλυκό, το attitude μας. Βγάζουν συμπεράσματα για το αν έχουμε θέματα, αν είμαστε ψωνάρες, αν είμαστε κακοί ή καλοί, αν είμαστε αρκετά κουλτουριάρηδεςή γλεντζέδες για τα μέτρα τους, αν είμαστε κιμπάρηδες ή τσιγκούνηδες, επίσης αν έχουμε ή δεν έχουμε λεφτά, αν μας αρέσει πολύ το σεξ με τρόπο που δεν τους φαίνεται σωστός, αν γουστάρουμε τις γάτες υπερβολικά, αν είμαστε αηδιαστικοί, ψεύτικοι, δήθεν, αλκοολικοί, αδυνάμου χαρακτήρος και όλα αυτά, όλα αυτά, όλα-όλα-όλα αυτά.
Σήμερα, όμως, θα τ’ αφήσουμε τα ως άνω στην άκρη. Σήμερα, θα μιλήσουμε για το πλέον ασήμαντο από τα σημαντικά και το πιο σημαντικό ανάμεσα στ’ ασήμαντα. Ποιο είναι αυτό;
Μα, το διάβασμα στις διακοπές.
(Μα, τόσα προβλήματα έχουν να θίξουν αυτοί οι αρθρογράφοι-δημοσιογράφοι-whatever, θα διυλίζουν πάλι κώνωπες, θα ενοχλούν τη λευκή σελίδα του Ίdερνετ για ασημαντότητες; Σας προλαβαίνω, έτσι δεν είναι; Αν σκέφτεστε ότι είναι ασημαντότητες, κάνετε μια χαρά. Θα χαρώ πολύ να διαβάσω κάτι δικό σας πάνω σε ζήτημα σημαντικότερο από το «τι διαβάζουμε στην παραλία». Γράφω αυτή την αυτιστικότατη σκέψη επηρεασμένη και από όλο το σούσουρο με Σφήκες και Κιτσοπούλου.)
Η κριτική, ιδίως απέναντι σε έναν καλλιτέχνη που εκτίθεται, είναι αναγκαία-αν εκκινεί από καλές προθέσεις, προθέσεις προστατευτικές της υπόστασης του καλλιτέχνη κι ας είμαστε όσο αυστηροί θέλουμε με το έργο του.
Η από μέσα μας κριτική για το μυθιστόρημα που διαβάζει η κυρία Μαρία στην δίπλα ξαπλώστρα έχει λόγο ύπαρξης, άραγε;
Στην Ελλάδα, θα έλεγα στον πλανήτη γη, «είμαστε όλοι ίσοι, αλλά κάποιοι είμαστε ή νιώθουμε πιο ίσοι από τους υπόλοιπους» για να παραφράσω λίγο Όργουελ. Έτσι, κάποιοι έχουμε ειδικά προνόμια έστω και σιωπηρής κριτικής, Κύριος οίδε πόθεν προερχόμενα. Κι αυτή η σιωπηρή κριτική, χωρίς αλαλαγμούς, μπορεί να είναι καθ όλα συνταγματική (όπως όλες οι μύχιες σκέψεις των ανθρώπων, ακόμα και πλέον διεστραμμένες), αλλά εμένα με στενοχωρεί, πρωτίστως στον εαυτό μου. Ο λόγος που γράφω αυτό το κείμενο είναι για να υπενθυμίσω στον εαυτό μου να επικεντρώνεται σε σημαντικότερα πράγματα από το να κρίνει τους άλλους ανθρώπους, ακόμα και όταν δεν το κάνω πάντοτε κακοπροαίρετα.
Μερικά από τα πράγματα τα οποία κρίνω αυστηρά και θέλω να πάψω είναι οι κακές πλαστικές επεμβάσεις, τα φλούο μανικιούρ σε νύχια μεγέθους μεζέ για τη λιγούρα, η επιδειξιομανία των εύπορων συμπολιτών μου. Θέλω να πάψω γιατί η διαδικασία της σκέψης ότι «μπλιαξ, αυτό είναι άθλιο» μου αποστερεί φως και ζουμί από την ψυχή μου. Και όχι, δεν έπαθα Στέφανο Ξενάκη ξαφνικά. Καλά, δεν συζητάμε καν το ότι, δυστυχώς, θα κρίνω-τονίζω, πάντα μέσα μου, πάντα σιωπηρά- όποιον κύριο ή κυρία δω να διαβάζει το ΔΩΡΟ ή της Φυλακής τα Σίδερα ή δεν ξέρω τι. Θα σκεφτώ διάφορες αηδίες τύπου: «κρίμα για την ελληνική λογοτεχνία», «αυτά πρέπει να γράφω κι εγώ για να έχω περισσότερους αναγνώστες», «διαβάστε και λίγη ποίηση, μωρέ», τέτοια.
Και μην σκεφτείτε ότι δεν έχω ζωή, έχω, πώς δεν έχω. Απλώς, κάποιες σκέψεις είναι αχαλίνωτες. Ιδίως όταν πρόκειται για βιβλία. Το διάβασμα όμως είναι χαρά, είναι ταξίδι γνώσης, ξεκούρασης, ψυχαγωγίας, λησμονιάς. Υπόθεση βαθιά και αυστηρά προσωπική. Στο μεταξύ, έχω διαβάσει αρκετά βιβλία της Λένας Μαντά και ένα-δύο της Δημουλίδου. Η γιαγιά μου τα καταβρόχθιζε τα καλοκαίρια και από 12 έως 16 ετών τα καταβρόχθιζα κι εγώ. Τα τελείωνα μέσα σε δύο ή τρία βράδια και δεν μετανιώνω. Τι με πιάνει, καμιά φορά, και κρίνω το κοριτσάκι που διαβάζει τέτοια;
Από την άλλη, δε, με πιάνει κι ένα άλλο δικηγοριλίκι του διαβόλου να κρίνω εκείνον τον σοφιστικέ άντρα με το ριγέ πουκάμισο στο τραπέζι στου beach bar που διαβάζει Αβάσταχτη Ελαφρότητα και ποίηση Άγγλων. Μα γιατί; Αφού κι εγώ τα έχω διαβάσει αυτά και χειρότερα και πιο βαριά και πιο δυσνόητα και Περί Έρωτος του Σταντάλ και δεν συμμαζεύεται. Απλώς, εκτός παραλίας.
Μα τόσο πολύ, λοιπόν, μετράει το σκηνικό στο οποίο λαμβάνει χώρα το κάθε τι; Δηλαδή, μπορεί μια παράσταση να είναι μούφα για Επίδαυρο αλλά αριστουργηματική για Κατράκειο; Ο Μαριβώ καταπληκτικός για βεραντούλα με λευκό κρασί, αλλά όχι για Κολυμπήθρες Πάρου; Το φιλί ανάμεσα σε δύο άντρες ή γυναίκες ok για την κρεβατοκάμαρά τους, αλλά όχι για το κατάστρωμα του πλοίου στο οποίο ταξιδεύουν. Και όλο αυτό γίνεται τρόπος σκέψης, τρόπος ζωής. Να βάζουμε τις καταστάσεις, τις αισθητικές, τις ιδέες σε κουτιά. Να λέμε συνεχώς για όλα «Εξαρτάται».
Εμείς τι διαβάζουμε; Ας διαβάσουμε κάτι. Ό, τι θέλουμε. Το τι είναι ή δεν είναι κακή λογοτεχνία δεν θα το κρίνουμε εμείς. Οι πεθαμένοι συγγραφείς και, φυσικά, οι εν ζωή έγραψα ό τι έγραψαν για να το διαβάσει ο κόσμος όπου θέλει, να νιώσει ό, τι νιώσει, να αποφασίσει να βυθιστεί σε αυτά ή να τα εγκαταλείψει για να πάει για φαγητό/βουτιές/ύπνο. Νιώθουμε συνεχώς ότι μας κρίνει κάποιος, επειδή ίσως κι εμείς κρίνουμε συνεχώς. Κι ας μην το καταλαβαίνουμε πάντα ότι το κάνουμε.
Η πρώτη μας ροπή, τάση, αντί να σταθούμε και να παρατηρήσουμε ώστε να αποδεχθούμε ή να απομακρυνθούμε είναι να υψώσουμε δάχτυλο. Παλιά μας τραύματα μας δημιουργούν, ενδεχομένως, την ανάγκη να μας εξυψώνουμε, υποτιμώντας τους άλλους. Ίσως έτσι μας υποτίμησε κάποτε ένας πατέρας ή μία δασκάλα κι εμάς. Είναι ενδιαφέρον να προσπαθήσουμε, ίσως, να μπούμε στην διαδικασία να θαυμάσουμε αντί να επικρίνουμε. Να θαυμάσουμε το διαφορετικό: την τύπισσα που λατρεύει τις ρομαντικές ιστορίες των ελληνικών σήριαλ, τον τύπο που διαβάζει σπλατεριές στην πισίνα, εκείνους που τη βρίσκουν με φασέικη ινσταγκραμική ποίηση με ψαγμένες γραμματοσειρές, εκείνες που βυθίζονται στην φιλοσοφία καθώς το κύμα σκάει στους αστραγάλους τους.
Η ζωή δεν είναι πάντα ωραία και, πια, το έχουμε μάθει καλά. Ας μην την ασχημαίνουμε κι άλλο, βάζοντας συνεχώς χάρακες, υποδεκάμετρα, τσουβάλια, μέτρα και σταθμά στα γούστα των άλλων. Είναι πολύ πιθανό, με αυτόν τον τρόπο, να σταματήσουμε και την αυτολογοκρισία. Ο πρώτος δρόμος για την ελευθερία στρώνεται με τον σεβασμό στα μύχια θέλω μας, άρα και στων άλλων.
Αν θες να διαβάσεις Μαντά, Τραυλού και συγγραφείς με διπλά επίθετα, κάνε το τώρα και κάνε το όπου θες. Αν σε κρίνει η διανοούμενη της παρέας, θύμισέ της με ένα χαμόγελο καθώς διαβάζεις ότι περνάς υπέροχα επειδή είσαι ο εαυτός σου. Κι αν η διανοούμενη της παρέας κριθεί από σένα που θαρρείς ότι όλοι την βρίσκουμε με σκρολ στο Tik Tok κι ότι κάποιοι θέλουν να κάνουν επίδειξη του μορφωτικού τους επιπέδου, εύχομαι η διανοούμενη να σε βάλει στην θέση σου με τον τρόπο που σου αξίζει, όχι για να μαλώσετε, αλλά για να κοιτάξετε επιτέλους η καθεμία την δουλειά της και την χαρά της.
Άντε μπράβο, σαν καλά παιδάκια. Ας μάθουμε να περνάμε όμορφα με τους όρους μας!
ΥΓ: Μερικά βιβλία για όλα τα γούστα, κουλτουρέ και πιο μέινστριμ, σας προτείνω εδώ, στην περίπτωση που ψάχνεστε για τις αγορές των διακοπών οι βιβλιοφάγοι.