Η τηλεφωνική επικοινωνία του Ντόναλντ Τραμπ με τον Βλαντιμίρ Πούτιν σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι απλώς μια κρίσιμη διπλωματική στιγμή, παρά ένα ακόμη κεφάλαιο στο γεωπολιτικό παζάρι όπου οι πραγματικοί νικητές και ηττημένοι δεν είναι πάντα αυτοί που φαίνονται. Με την Ουκρανία να βρίσκεται σε μια εύθραυστη εκεχειρία 30 ημερών, οι ΗΠΑ φαίνεται να επανέρχονται στο παιχνίδι της στρατιωτικής βοήθειας, ενώ η Ρωσία παραμένει σταθερά στη σκιά, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να εκμεταλλευτεί τις εξελίξεις.
Ωστόσο, όποιος περιμένει ειρήνη, πιθανότατα θα απογοητευτεί. Η ιστορία έχει αποδείξει πώς η ρωσική στρατηγική δεν υπήρξε ποτέ αμυντική· αντίθετα, βασίζεται στη διαρκή αποσταθεροποίηση και στον πολιτικό κυνισμό. Ο Πούτιν, σύμφωνα με όσους γνωρίζουν τις κινήσεις του Κρεμλίνου, δεν επιδιώκει την ειρηνική διευθέτηση του πολέμου. Αντιθέτως, χρησιμοποιεί τον διάλογο με τον Τραμπ ως μοχλό πίεσης τόσο προς την Ουκρανία όσο και προς τη Δύση, επιδιώκοντας να διαμορφώσει ένα νέο αφήγημα: αυτό της ρωσικής ανθεκτικότητας και της αμερικανικής αναποφασιστικότητας.
Η στάση του Τραμπ είναι εξίσου προβληματική. Από την πρώτη του θητεία, οι αμφιλεγόμενες τοποθετήσεις του απέναντι στη Ρωσία —και η φαινομενική προσωπική του συμπάθεια προς τον Πούτιν— έχουν δημιουργήσει σοβαρά ερωτήματα για το πόσο ανεξάρτητη είναι η αμερικανική εξωτερική πολιτική. Οι ρωσικές αρχές βλέπουν στην αστάθεια της αμερικανικής υποστήριξης προς την Ουκρανία μια ευκαιρία να διχάσουν Ουάσιγκτον και Κίεβο, ενισχύοντας τη δική τους διαπραγματευτική θέση.
Η κυνική πραγματικότητα είναι πως, ακόμη κι αν η Ρωσία δείχνει «ανοιχτή» σε μια συμφωνία, ο βασικός της στόχος παραμένει ο ίδιος: η κατάληψη του Κιέβου και η ανατροπή του Ζελένσκι. Όσο η Ρωσία διαθέτει στρατηγική υπεροχή σε πόρους και προελαύνει, έστω και αργά, στην πρώτη γραμμή, το σενάριο αυτό δεν είναι εντελώς φαντασιακό.
Ένα ψεύτικο τέλος ή η αρχή ενός νέου πολέμου;
Αν η συνομιλία Τραμπ – Πούτιν πρόκειται να δοκιμάσει τη ρωσική στρατηγική, τότε το βασικό ερώτημα είναι ποιος θα χειραγωγήσει ποιον. Ο Πούτιν γνωρίζει ότι ο Τραμπ βλέπει τον εαυτό του ως τον απόλυτο διαπραγματευτή – τον άνθρωπο που θα φέρει την ειρήνη εκεί που απέτυχαν όλοι οι άλλοι. Αλλά η ρωσική διπλωματία δεν λειτουργεί με όρους αμερικανικής τηλεοπτικής πολιτικής· είναι ένα παιχνίδι μακροπρόθεσμων θέσεων, όπου κάθε παραχώρηση είναι προσωρινή και κάθε χειραψία κρύβει μια παγίδα.
Η εκεχειρία στην Ουκρανία μπορεί να μοιάζει με ένα πρώτο βήμα προς την ειρήνη, αλλά οι πραγματικές εξελίξεις θα εξαρτηθούν από το κατά πόσο η Ουάσιγκτον θα αναγνωρίσει ότι η Μόσχα δεν θέλει ειρήνη — θέλει χρόνο. Και ο χρόνος αυτός μπορεί να αποδειχθεί καταστροφικός. Εξάλλου, ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν είναι απλά ένα ακόμα γεωπολιτικό στοίχημα για τον Βλαντιμίρ Πούτιν· έχει εξελιχθεί στο απόλυτο όπλο εσωτερικού ελέγχου, το βασικό εργαλείο του για να επιβληθεί και να διαμορφώσει ένα καθεστώς απόλυτης πειθαρχίας. Δεν πρόκειται απλώς για έναν εξωτερικό πόλεμο – είναι και ένας πόλεμος εναντίον της ίδιας της ρωσικής κοινωνίας.
Η εκκαθάριση των διαφωνούντων, είτε με φυλακίσεις είτε με εξαναγκαστική εξορία, δεν είναι τυχαίο υποπροϊόν της σύγκρουσης· είναι επιλογή. Το Κρεμλίνο δεν επιδιώκει απλώς να κλείσει στόματα, αλλά να δημιουργήσει μια νέα πολιτική πραγματικότητα όπου η αμφισβήτηση του πολέμου ισοδυναμεί με την προδοσία. Οι ανεξάρτητες φωνές – δημοσιογράφοι, πολιτικοί αντίπαλοι, ακτιβιστές – είτε έχουν εγκαταλείψει τη χώρα είτε αντιμετωπίζουν την ωμή καταστολή. Και έτσι ο πόλεμος είναι το τέλειο άλλοθι για την πιο επιθετική φίμωση στη σύγχρονη ρωσική ιστορία.
Ακόμα και εντός του ίδιου του κρατικού μηχανισμού, το Κρεμλίνο δεν επιτρέπει αποκλίσεις. Οι λεγόμενοι «συστημικοί φιλελεύθεροι» – οι τεχνοκράτες που έχουν διατηρήσει μια φιλοδυτική οπτική στον τομέα της οικονομίας και των επιχειρήσεων – δεν έχουν άλλη επιλογή από το να σωπάσουν. Παρόλο που πολλοί από αυτούς αντιλαμβάνονται το αδιέξοδο της ρωσικής οικονομίας και την επιδείνωση των διεθνών σχέσεων, η διατήρηση της θέσης τους προϋποθέτει πλήρη υποταγή στη λογική του πολέμου. Και αυτή η παραμονή τους στις θέσεις εξουσίας δεν σημαίνει ότι συμφωνούν με τον Πούτιν, αλλά ότι κατανοούν το παιχνίδι εξουσίας: όσο ο πόλεμος συνεχίζεται, η οποιαδήποτε αμφισβήτηση μπορεί να σημαίνει την καταστροφή τους. Οι παραιτήσεις, επίσης, δεν είναι επιλογή – όποιος αποχωρεί από το σύστημα χάνει κάθε προνόμιο και συχνά αντιμετωπίζει διώξεις. Έτσι, ο Πούτιν χρησιμοποιεί τον πόλεμο ως μηχανισμό πολιτικής και κοινωνικής ομηρίας: όσο η Ρωσία βρίσκεται σε διαρκή σύγκρουση, η οποιαδήποτε εσωτερική διάσταση αποδυναμώνεται, οι δίαυλοι επικοινωνίας με τη Δύση κλείνουν και η εξουσία του γίνεται απόλυτη.
Ο Πούτιν έχει μετατρέψει τη σύγκρουση σε μια κατάσταση «χωρίς επιστροφή» για τη ρωσική κοινωνία. Όσο υπάρχει ο πόλεμος, υπάρχει και η ανάγκη για έναν αυταρχικό ηγέτη που θα τον διαχειριστεί. Η κλιμάκωση του αυταρχισμού του δεν είναι, λοιπόν, απλώς ένα μέσο για την επίτευξη στρατιωτικών στόχων, αλλά η ίδια η επιβίωσή του στην εξουσία. Ένας διαρκής πόλεμος σημαίνει διαρκής καταστολή και, για τον Πούτιν, αυτό αρκεί για να κρατήσει τον έλεγχο. Το ερώτημα, βέβαια, είναι πόσο μακριά μπορεί να πάει αυτή η στρατηγική πριν το ρήγμα γίνει μη διαχειρίσιμο. Η ρωσική οικονομία επιβαρύνεται, η κοινωνική δυσαρέσκεια μεγαλώνει και, όσο η σιωπή επιβάλλεται με τη βία, τόσο μεγαλώνει ο κίνδυνος μιας ανεξέλεγκτης έκρηξης. Ο πόλεμος μπορεί να είναι ο απόλυτος μηχανισμός εξουσίας για τον Πούτιν, αλλά μπορεί να αποδειχθεί και η μεγαλύτερη αχίλλειος πτέρνα του.
Η ειρήνη, παραδόξως, μπορεί να είναι πιο επικίνδυνη για τον Πούτιν από τον ίδιο τον πόλεμο. Η ρωσική πολεμική μηχανή δεν αποτελεί μόνο ένα μέσο εξωτερικής επιβολής, αλλά έχει “σεταριστεί” ως το κεντρικό εργαλείο εσωτερικού ελέγχου—πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού. Η επιστροφή εκατοντάδων χιλιάδων βετεράνων, οι οποίοι εκπαιδεύτηκαν να λειτουργούν σε ένα περιβάλλον απόλυτης βίας και στρατιωτικής πειθαρχίας, δημιουργεί έναν εκρηκτικό κίνδυνο για το Κρεμλίνο. Αυτοί οι άνδρες, αποκομμένοι από την κανονική ζωή, δίχως ρόλο και προοπτική, θα μπορούσαν να μετατραπούν σε μια απρόβλεπτη πολιτική δύναμη, απειλώντας την απόλυτη κυριαρχία του Πούτιν. Η περίπτωση του Αρτέμ Ζόγκα, ο οποίος αμφισβήτησε δημόσια έναν από τους άξονες της πολιτικής του Κρεμλίνου, υπογραμμίζει ότι η πίστη των στρατιωτικών δεν είναι δεδομένη και ότι η απογοήτευση μπορεί να γίνει πολιτική ρωγμή. Ο Πούτιν το γνωρίζει και γι’ αυτό δεν έχει εντάξει τους βετεράνους στα ανώτατα κυβερνητικά κλιμάκια. Αντίθετα, τους κρατά σε ένα στάτους ομηρίας μέσω του διαρκούς πολέμου—όσο η σύγκρουση συνεχίζεται, δεν μπορούν να απαιτήσουν πολιτική συμμετοχή ούτε να σχηματίσουν αντιπολιτευτικές ομάδες. Επιπλέον, η ρωσική οικονομία έχει πλέον αναδιοργανωθεί πλήρως γύρω από τον πόλεμο, βασιζόμενη σε ένα στρατιωτικοποιημένο μοντέλο που μοιάζει με τον σταλινικό κρατικό καπιταλισμό: «Τα πάντα για το μέτωπο, τα πάντα για τη νίκη». Και επίσής, η πολεμική οικονομία έχει μετατρέψει τις παρακμάζουσες ρωσικές επαρχίες σε βιομηχανικές ζώνες που λειτουργούν με κρατικές εντολές και στρατιωτικούς προϋπολογισμούς. Η εξουσία συγκεντρώνεται πλέον όχι μόνο στο Κρεμλίνο, αλλά και στις κορυφές του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος, με ανθρώπους όπως ο Σεργκέι Τσεμέζοφ, πρώην πράκτορας της KGB, να διαμορφώνουν την οικονομική στρατηγική της χώρας. Αυτή η στρατιωτική εκδοχή της κεϋνσιανικής πολιτικής, που τροφοδοτείται από τα πετρελαϊκά έσοδα, προσφέρει βραχυπρόθεσμα οφέλη, αλλά παγιώνει την απόλυτη εξάρτηση της ρωσικής οικονομίας από τη διαρκή στρατιωτική σύγκρουση. Η ειρήνη, λοιπόν, δεν είναι απλώς κάτι δύσκολο —είναι μια φανερή απειλή για τον ίδιο τον μηχανισμό εξουσίας του Πούτιν. Χωρίς πόλεμο, το οικοδόμημά του καταρρέει.
Η ρωσική στρατηγική γύρω από τον πόλεμο στην Ουκρανία είναι δόλια και διπρόσωπη. Ο Πούτιν, αν και διατηρεί μια συμπαθητική ρητορική διαλλακτικότητας, στην πραγματικότητα δεν έχει καμία πρόθεση (ούτε διάθεση) να τερματίσει τη σύγκρουση. Αντίθετα, παίζει σε δύο σκακιέρες: αφενός, προσπαθεί να βελτιώσει τις σχέσεις με τις ΗΠΑ μέσω οικονομικών διαπραγματεύσεων, όπως η προτεινόμενη συνεργασία σε εξορυκτικά έργα, αποφεύγοντας επιμελώς να συνδέσει αυτές τις συζητήσεις με την Ουκρανία. Αφετέρου, όταν η ειρήνη τίθεται στο τραπέζι, χρησιμοποιεί τη γνωστή του τακτική: εμφανίζεται ανοιχτός στις διαπραγματεύσεις, μόνο και μόνο για να δημιουργήσει διχόνοια στο αντίπαλο στρατόπεδο, υποχρεώνοντας την Ουκρανία να μην δέχεται όρους που είναι πολιτικά και στρατιωτικά απαράδεκτοι.
Η πρόσφατη εκεχειρία που συμφωνήθηκε στη Σαουδική Αραβία μπορεί να φαίνεται ως μια ευκαιρία για ηρεμία, αλλά στην πράξη δεν αλλάζει τη γενική εικόνα: χωρίς αμερικανικές εγγυήσεις ασφαλείας, η Ρωσία μπορεί ανά πάσα στιγμή να κατηγορήσει την Ουκρανία για παραβίαση της εκεχειρίας και να επιστρέψει στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, αυτή τη φορά από πιο ευνοϊκή θέση. Η εμφάνιση του Πούτιν με στρατιωτική στολή για πρώτη φορά από την αρχή του πολέμου στέλνει ένα ξεκάθαρο μήνυμα: η Ρωσία προετοιμάζεται για συνέχιση της σύγκρουσης, όχι για τερματισμό της. Με δεδομένη την αδυναμία της Δύσης να επιβάλει σκληρές συνέπειες και τη ρευστότητα των αμερικανικών θέσεων, η ουκρανική ηγεσία έχει κάθε λόγο να θεωρείται δύσπιστη. Εξάλλου, όπως είπαμε, τον Πούτιν δεν τον ενδιαφέρει η ειρήνη—θέλει απλά να την ελέγχει και να τη χρησιμοποιεί ως όπλο.
*Με στοιχεία από τους New York Times.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Inst agram.
Η τηλεφωνική επικοινωνία του Ντόναλντ Τραμπ με τον Βλαντιμίρ Πούτιν σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι απλώς μια κρίσιμη διπλωματική στιγμή, παρά ένα ακόμη κεφάλαιο στο γεωπολιτικό παζάρι όπου οι πραγματικοί νικητές και ηττημένοι δεν είναι πάντα αυτοί που φαίνονται. Με την Ουκρανία να βρίσκεται σε μια εύθραυστη εκεχειρία 30 ημερών, οι ΗΠΑ φαίνεται να επανέρχονται στο παιχνίδι της στρατιωτικής βοήθειας, ενώ η Ρωσία παραμένει σταθερά στη σκιά, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να εκμεταλλευτεί τις εξελίξεις.
Ωστόσο, όποιος περιμένει ειρήνη, πιθανότατα θα απογοητευτεί. Η ιστορία έχει αποδείξει πώς η ρωσική στρατηγική δεν υπήρξε ποτέ αμυντική· αντίθετα, βασίζεται στη διαρκή αποσταθεροποίηση και στον πολιτικό κυνισμό. Ο Πούτιν, σύμφωνα με όσους γνωρίζουν τις κινήσεις του Κρεμλίνου, δεν επιδιώκει την ειρηνική διευθέτηση του πολέμου. Αντιθέτως, χρησιμοποιεί τον διάλογο με τον Τραμπ ως μοχλό πίεσης τόσο προς την Ουκρανία όσο και προς τη Δύση, επιδιώκοντας να διαμορφώσει ένα νέο αφήγημα: αυτό της ρωσικής ανθεκτικότητας και της αμερικανικής αναποφασιστικότητας.
Η στάση του Τραμπ είναι εξίσου προβληματική. Από την πρώτη του θητεία, οι αμφιλεγόμενες τοποθετήσεις του απέναντι στη Ρωσία —και η φαινομενική προσωπική του συμπάθεια προς τον Πούτιν— έχουν δημιουργήσει σοβαρά ερωτήματα για το πόσο ανεξάρτητη είναι η αμερικανική εξωτερική πολιτική. Οι ρωσικές αρχές βλέπουν στην αστάθεια της αμερικανικής υποστήριξης προς την Ουκρανία μια ευκαιρία να διχάσουν Ουάσιγκτον και Κίεβο, ενισχύοντας τη δική τους διαπραγματευτική θέση.
Η κυνική πραγματικότητα είναι πως, ακόμη κι αν η Ρωσία δείχνει «ανοιχτή» σε μια συμφωνία, ο βασικός της στόχος παραμένει ο ίδιος: η κατάληψη του Κιέβου και η ανατροπή του Ζελένσκι. Όσο η Ρωσία διαθέτει στρατηγική υπεροχή σε πόρους και προελαύνει, έστω και αργά, στην πρώτη γραμμή, το σενάριο αυτό δεν είναι εντελώς φαντασιακό.
Ένα ψεύτικο τέλος ή η αρχή ενός νέου πολέμου;
Αν η συνομιλία Τραμπ – Πούτιν πρόκειται να δοκιμάσει τη ρωσική στρατηγική, τότε το βασικό ερώτημα είναι ποιος θα χειραγωγήσει ποιον. Ο Πούτιν γνωρίζει ότι ο Τραμπ βλέπει τον εαυτό του ως τον απόλυτο διαπραγματευτή – τον άνθρωπο που θα φέρει την ειρήνη εκεί που απέτυχαν όλοι οι άλλοι. Αλλά η ρωσική διπλωματία δεν λειτουργεί με όρους αμερικανικής τηλεοπτικής πολιτικής· είναι ένα παιχνίδι μακροπρόθεσμων θέσεων, όπου κάθε παραχώρηση είναι προσωρινή και κάθε χειραψία κρύβει μια παγίδα.
Η εκεχειρία στην Ουκρανία μπορεί να μοιάζει με ένα πρώτο βήμα προς την ειρήνη, αλλά οι πραγματικές εξελίξεις θα εξαρτηθούν από το κατά πόσο η Ουάσιγκτον θα αναγνωρίσει ότι η Μόσχα δεν θέλει ειρήνη — θέλει χρόνο. Και ο χρόνος αυτός μπορεί να αποδειχθεί καταστροφικός. Εξάλλου, ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν είναι απλά ένα ακόμα γεωπολιτικό στοίχημα για τον Βλαντιμίρ Πούτιν· έχει εξελιχθεί στο απόλυτο όπλο εσωτερικού ελέγχου, το βασικό εργαλείο του για να επιβληθεί και να διαμορφώσει ένα καθεστώς απόλυτης πειθαρχίας. Δεν πρόκειται απλώς για έναν εξωτερικό πόλεμο – είναι και ένας πόλεμος εναντίον της ίδιας της ρωσικής κοινωνίας.
Η εκκαθάριση των διαφωνούντων, είτε με φυλακίσεις είτε με εξαναγκαστική εξορία, δεν είναι τυχαίο υποπροϊόν της σύγκρουσης· είναι επιλογή. Το Κρεμλίνο δεν επιδιώκει απλώς να κλείσει στόματα, αλλά να δημιουργήσει μια νέα πολιτική πραγματικότητα όπου η αμφισβήτηση του πολέμου ισοδυναμεί με την προδοσία. Οι ανεξάρτητες φωνές – δημοσιογράφοι, πολιτικοί αντίπαλοι, ακτιβιστές – είτε έχουν εγκαταλείψει τη χώρα είτε αντιμετωπίζουν την ωμή καταστολή. Και έτσι ο πόλεμος είναι το τέλειο άλλοθι για την πιο επιθετική φίμωση στη σύγχρονη ρωσική ιστορία.
Ακόμα και εντός του ίδιου του κρατικού μηχανισμού, το Κρεμλίνο δεν επιτρέπει αποκλίσεις. Οι λεγόμενοι «συστημικοί φιλελεύθεροι» – οι τεχνοκράτες που έχουν διατηρήσει μια φιλοδυτική οπτική στον τομέα της οικονομίας και των επιχειρήσεων – δεν έχουν άλλη επιλογή από το να σωπάσουν. Παρόλο που πολλοί από αυτούς αντιλαμβάνονται το αδιέξοδο της ρωσικής οικονομίας και την επιδείνωση των διεθνών σχέσεων, η διατήρηση της θέσης τους προϋποθέτει πλήρη υποταγή στη λογική του πολέμου. Και αυτή η παραμονή τους στις θέσεις εξουσίας δεν σημαίνει ότι συμφωνούν με τον Πούτιν, αλλά ότι κατανοούν το παιχνίδι εξουσίας: όσο ο πόλεμος συνεχίζεται, η οποιαδήποτε αμφισβήτηση μπορεί να σημαίνει την καταστροφή τους. Οι παραιτήσεις, επίσης, δεν είναι επιλογή – όποιος αποχωρεί από το σύστημα χάνει κάθε προνόμιο και συχνά αντιμετωπίζει διώξεις. Έτσι, ο Πούτιν χρησιμοποιεί τον πόλεμο ως μηχανισμό πολιτικής και κοινωνικής ομηρίας: όσο η Ρωσία βρίσκεται σε διαρκή σύγκρουση, η οποιαδήποτε εσωτερική διάσταση αποδυναμώνεται, οι δίαυλοι επικοινωνίας με τη Δύση κλείνουν και η εξουσία του γίνεται απόλυτη.
Ο Πούτιν έχει μετατρέψει τη σύγκρουση σε μια κατάσταση «χωρίς επιστροφή» για τη ρωσική κοινωνία. Όσο υπάρχει ο πόλεμος, υπάρχει και η ανάγκη για έναν αυταρχικό ηγέτη που θα τον διαχειριστεί. Η κλιμάκωση του αυταρχισμού του δεν είναι, λοιπόν, απλώς ένα μέσο για την επίτευξη στρατιωτικών στόχων, αλλά η ίδια η επιβίωσή του στην εξουσία. Ένας διαρκής πόλεμος σημαίνει διαρκής καταστολή και, για τον Πούτιν, αυτό αρκεί για να κρατήσει τον έλεγχο. Το ερώτημα, βέβαια, είναι πόσο μακριά μπορεί να πάει αυτή η στρατηγική πριν το ρήγμα γίνει μη διαχειρίσιμο. Η ρωσική οικονομία επιβαρύνεται, η κοινωνική δυσαρέσκεια μεγαλώνει και, όσο η σιωπή επιβάλλεται με τη βία, τόσο μεγαλώνει ο κίνδυνος μιας ανεξέλεγκτης έκρηξης. Ο πόλεμος μπορεί να είναι ο απόλυτος μηχανισμός εξουσίας για τον Πούτιν, αλλά μπορεί να αποδειχθεί και η μεγαλύτερη αχίλλειος πτέρνα του.
Η ειρήνη, παραδόξως, μπορεί να είναι πιο επικίνδυνη για τον Πούτιν από τον ίδιο τον πόλεμο. Η ρωσική πολεμική μηχανή δεν αποτελεί μόνο ένα μέσο εξωτερικής επιβολής, αλλά έχει “σεταριστεί” ως το κεντρικό εργαλείο εσωτερικού ελέγχου—πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού. Η επιστροφή εκατοντάδων χιλιάδων βετεράνων, οι οποίοι εκπαιδεύτηκαν να λειτουργούν σε ένα περιβάλλον απόλυτης βίας και στρατιωτικής πειθαρχίας, δημιουργεί έναν εκρηκτικό κίνδυνο για το Κρεμλίνο. Αυτοί οι άνδρες, αποκομμένοι από την κανονική ζωή, δίχως ρόλο και προοπτική, θα μπορούσαν να μετατραπούν σε μια απρόβλεπτη πολιτική δύναμη, απειλώντας την απόλυτη κυριαρχία του Πούτιν. Η περίπτωση του Αρτέμ Ζόγκα, ο οποίος αμφισβήτησε δημόσια έναν από τους άξονες της πολιτικής του Κρεμλίνου, υπογραμμίζει ότι η πίστη των στρατιωτικών δεν είναι δεδομένη και ότι η απογοήτευση μπορεί να γίνει πολιτική ρωγμή. Ο Πούτιν το γνωρίζει και γι’ αυτό δεν έχει εντάξει τους βετεράνους στα ανώτατα κυβερνητικά κλιμάκια. Αντίθετα, τους κρατά σε ένα στάτους ομηρίας μέσω του διαρκούς πολέμου—όσο η σύγκρουση συνεχίζεται, δεν μπορούν να απαιτήσουν πολιτική συμμετοχή ούτε να σχηματίσουν αντιπολιτευτικές ομάδες. Επιπλέον, η ρωσική οικονομία έχει πλέον αναδιοργανωθεί πλήρως γύρω από τον πόλεμο, βασιζόμενη σε ένα στρατιωτικοποιημένο μοντέλο που μοιάζει με τον σταλινικό κρατικό καπιταλισμό: «Τα πάντα για το μέτωπο, τα πάντα για τη νίκη». Και επίσής, η πολεμική οικονομία έχει μετατρέψει τις παρακμάζουσες ρωσικές επαρχίες σε βιομηχανικές ζώνες που λειτουργούν με κρατικές εντολές και στρατιωτικούς προϋπολογισμούς. Η εξουσία συγκεντρώνεται πλέον όχι μόνο στο Κρεμλίνο, αλλά και στις κορυφές του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος, με ανθρώπους όπως ο Σεργκέι Τσεμέζοφ, πρώην πράκτορας της KGB, να διαμορφώνουν την οικονομική στρατηγική της χώρας. Αυτή η στρατιωτική εκδοχή της κεϋνσιανικής πολιτικής, που τροφοδοτείται από τα πετρελαϊκά έσοδα, προσφέρει βραχυπρόθεσμα οφέλη, αλλά παγιώνει την απόλυτη εξάρτηση της ρωσικής οικονομίας από τη διαρκή στρατιωτική σύγκρουση. Η ειρήνη, λοιπόν, δεν είναι απλώς κάτι δύσκολο —είναι μια φανερή απειλή για τον ίδιο τον μηχανισμό εξουσίας του Πούτιν. Χωρίς πόλεμο, το οικοδόμημά του καταρρέει.
Η ρωσική στρατηγική γύρω από τον πόλεμο στην Ουκρανία είναι δόλια και διπρόσωπη. Ο Πούτιν, αν και διατηρεί μια συμπαθητική ρητορική διαλλακτικότητας, στην πραγματικότητα δεν έχει καμία πρόθεση (ούτε διάθεση) να τερματίσει τη σύγκρουση. Αντίθετα, παίζει σε δύο σκακιέρες: αφενός, προσπαθεί να βελτιώσει τις σχέσεις με τις ΗΠΑ μέσω οικονομικών διαπραγματεύσεων, όπως η προτεινόμενη συνεργασία σε εξορυκτικά έργα, αποφεύγοντας επιμελώς να συνδέσει αυτές τις συζητήσεις με την Ουκρανία. Αφετέρου, όταν η ειρήνη τίθεται στο τραπέζι, χρησιμοποιεί τη γνωστή του τακτική: εμφανίζεται ανοιχτός στις διαπραγματεύσεις, μόνο και μόνο για να δημιουργήσει διχόνοια στο αντίπαλο στρατόπεδο, υποχρεώνοντας την Ουκρανία να μην δέχεται όρους που είναι πολιτικά και στρατιωτικά απαράδεκτοι.
Η πρόσφατη εκεχειρία που συμφωνήθηκε στη Σαουδική Αραβία μπορεί να φαίνεται ως μια ευκαιρία για ηρεμία, αλλά στην πράξη δεν αλλάζει τη γενική εικόνα: χωρίς αμερικανικές εγγυήσεις ασφαλείας, η Ρωσία μπορεί ανά πάσα στιγμή να κατηγορήσει την Ουκρανία για παραβίαση της εκεχειρίας και να επιστρέψει στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, αυτή τη φορά από πιο ευνοϊκή θέση. Η εμφάνιση του Πούτιν με στρατιωτική στολή για πρώτη φορά από την αρχή του πολέμου στέλνει ένα ξεκάθαρο μήνυμα: η Ρωσία προετοιμάζεται για συνέχιση της σύγκρουσης, όχι για τερματισμό της. Με δεδομένη την αδυναμία της Δύσης να επιβάλει σκληρές συνέπειες και τη ρευστότητα των αμερικανικών θέσεων, η ουκρανική ηγεσία έχει κάθε λόγο να θεωρείται δύσπιστη. Εξάλλου, όπως είπαμε, τον Πούτιν δεν τον ενδιαφέρει η ειρήνη—θέλει απλά να την ελέγχει και να τη χρησιμοποιεί ως όπλο.
*Με στοιχεία από τους New York Times.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Inst agram.