Όταν ήμουνα μικρή και τριανταφυλλένια, όπως όλα τα παιδιά, συχνά δεχόμουν από ανθρώπους μεγαλύτερους από εμένα – οι οποίοι έσκυβαν για έρθουν στο ύψος μου και να τραβήξουν την προσοχή μου από την εκάστοτε ενασχόλησή μου, τσιμπώντας «χαριτωμένα» τα τεράστια για πρόσωπο νηπίου μάγουλά μου – την ερώτηση «και τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις;».

Ειλικρινά τώρα, δεν ξέρω πόσο χρονών μπορεί να ήμουν όταν δέχτηκα για πρώτη φορά την ερώτηση. Παίζει να ήμουν πέντε. Πέντε. Κάποιος είδε ένα πεντάχρονο να παίζει καλυμμένο από πάνω ως κάτω λάσπες και κρεμασμένο ανάποδα σε ένα μονόζυγο σε μια παιδική χαρά και είπε να θέσει το εν λόγω ερώτημα. Εννοείται ότι αν γίνει η αρχή, έπεται και συνέχεια. Δεν ήταν καθόλου λίγοι οι άνθρωποι που μου έθεσαν το ερώτημα έκτοτε, όσο ακόμα ήμουν παιδί και καθόλου σε θέση να δώσω απάντηση.

Θυμάμαι, λοιπόν, πολύ καθαρά – ήμουν γύρω στα οκτώ τότε – την πρώτη φορά που αποφάσισα να απαντήσω κάτι φιλόδοξο. «Όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω τραγουδίστρια!», είχα αναφωνήσει ορθώνοντας και τον δείκτη του δεξιού χεριού μου σαν να είχα μόλις κάνει μια πολύ σπουδαία ανακάλυψη για τον ίδιο μου τον εαυτό. Δυστυχώς, η απάντησή μου δεν έφερε τα αποτελέσματα που υπολόγιζα. «Μήπως να γίνεις κάτι πιο σπουδαίο;», με είχε ρωτήσει ο μπαμπάς μου. Κάτι πιο σπουδαίο, μάλιστα. Προφανώς και ήθελα την έγκριση του μπαμπά μου κι έτσι λοιπόν για χρόνια άρχισα να απαντάω πάντα και σχεδόν μηχανικά, ανεξάρτητα από το ποιος ρωτούσε πως ήθελα να γίνω πυρηνικός φυσικός. Κι ας μην είχα ιδέα τι στο καλό σήμαινε αυτό. Σημασία για ’μένα είχε που όλοι ανεξαιρέτως μένανε έκθαμβοι με τους ευσεβείς μου πόθους.

Λοιπόν, αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω θα ήθελα να μπορώ να απαντήσω κάτι τελείως απρόσμενο, κάτι «έξω από το κουτί»· θα ήθελα να απαντήσω, για παράδειγμα, πως όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω η θεία ενός κουτσούβελου, που όταν θα μεγαλώσει με τη σειρά του θα αφηγείται πως είχε κάποτε μια ημίτρελη θεία – με ωραία τρέλα – που ντυνόταν πάντα σαν επιμελώς ατημέλητη λατέρνα, αρνείτο κατηγορηματικά να βάψει τα μαλλιά της, πήγαινε σινεμά τρεις φορές την εβδομάδα – Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη που τα δύο εισιτήρια προσφέρονται στην τιμή του ενός – και που είχε μια στάση απέναντι στη ζωή που ενέπνευσε τη δική του. Μπουμ! (Mic drop)

Φυσικά όλα αυτά δεν θα μπορούσα να τα διανοηθώ καν ως παιδί, ακριβώς όπως δεν μπορούσα να διανοηθώ την πιθανότητα να ξέρω από τα πέντε, τα επτά ή ακόμα και τα δεκαεπτά μου τι στο καλό θα γίνω όταν μεγαλώσω. Μπορώ να αντιληφθώ πια πως η ερώτηση γινόταν – στις περισσότερες των περιπτώσεων – με τις καλύτερες προθέσεις. Όμως, μπορώ ταυτόχρονα να συνηγορήσω με όσους βλέπουν την ερώτηση περισσότερο ως επιζήμια παρά ως επωφελή. Δεν είναι κακό, φυσικά, να παρακινούμε τα παιδιά να σκέφτονται και να ονειρεύονται το μέλλον. Αυτό που είναι επικίνδυνο είναι η γλώσσα που χρησιμοποιούμε, η οποία παραμένει η ίδια με την οποία μεγαλώσαμε κι εμείς και οι γονείς μας και ίσως και άλλες γενιές πολύ πιο παλιές. Η γλώσσα αυτή βάζει σε μικρές – φαινομενικά αθώες – λέξεις μια ολόκληρη κουλτούρα η οποία υποδεικνύει το πώς πρέπει να εξελίσσεται η ζωή μας.

Συχνά σκέφτομαι πως δεν υπάρχει πιο δύσκολο πράγμα από το να καταφέρει να ξεφύγει κανείς από τα πολλά μικρά «θέλω» μιας κουλτούρας. Κι αυτό γιατί από τόσο δα παιδάκι οι ερωτήσεις που σου κάνουν οι μεγάλοι είναι ρητές και πολύ συγκεκριμένες. Και τα μικρά αυτά «θέλω» σιγά σιγά αρχίζουν και πολλαπλασιάζονται μέσα σου, εξαντλούνται κι επανακυκλοφορούν, διατρέχουν τις φλέβες σου από το βλέμμα ως την καρδιά και πίσω πάλι. Ακριβώς όπως όλα εκείνα τα χιλιάδες αιμοσφαίρια κάνουν την καρδιά σου να πάλλεται, το μυαλό να δουλεύει. Και ξαφνικά, μια μέρα όλα αυτά τα «θέλω» παύουν να σε τροφοδοτούν και ζητούν αντ’ αυτού να τα τροφοδοτήσεις εσύ με το ίδιο σου το είναι. Κι είναι πολύ δύσκολο να επιστρέψεις στην πρότερη κατάσταση του ολόδικού σου είναι, το οποίο ξέχασες κρεμασμένο ανάποδα σε ένα μονόζυγο σε μια παιδική χαρά πολλά χρόνια πριν όταν ξεκίνησαν αυτές οι ερωτήσεις.

Καθώς προσπαθώ να συμφιλιωθώ με την προσωπική μου πορεία μέχρι σήμερα, συνειδητοποιώ πως όταν ρωτάμε ένα παιδί τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει, εκείνη τη στιγμή εν αγνοία μας τραβάμε μερικές γυαλιστερές κόκκινες κορδέλες τερματισμού σε κάποια – οριακά τυχαία – σημεία του απώτερου μέλλοντος τους και τα μαθαίνουμε να επικεντρώνονται σε αυτούς τους στόχους, περιορίζοντάς τα σε μία και πολύ συγκεκριμένη πορεία. Αναγκάζουμε, τρόπο τινά, τα παιδιά να προσδιορίσουν τον εαυτό τους με όρους εργασίας, ορίζοντας ως την κορυφαία αξία της ζωής τους την επαγγελματική επιτυχία. Κι επιπλέον, η ερώτηση υπονοεί ότι υπάρχει ένα πραγματικό «κάλεσμα» για τον καθένα. Όμως, πολλοί άνθρωποι μεγαλώνοντας συνειδητοποιούν ότι τους αρέσουν πολλά και διαφορετικά πράγματα.

Για να μην παρεξηγηθώ εντελώς, θα κλείσω λέγοντας πως είμαι σαφώς υπέρ του να ενθαρρύνουμε τα παιδιά να θέτουν στόχους και να ονειρεύονται. Αυτό που όμως θέλω να πω είναι πως αυτοί οι στόχοι και τα όνειρα μπορεί να ξεπερνούν κατά πολύ τα στενά όρια μια δουλειάς, μια επαγγελματικής σταδιοδρομίας. Αντί λοιπόν να ρωτάμε τα παιδιά τι θέλουν να γίνουν όταν μεγαλώσουν, μπορούμε να τα ρωτήσουμε για όλα εκείνα τα πράγματα που ονειρεύονται να κάνουν και τα οποία μπορεί να εμπίπτουν σε όλο το φάσμα των εκφάνσεων της ζωής τους.