Μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, τα μοναστήρια και οι εκκλησίες στη χώρα μας είχαν επιφορτιστεί με ένα  σημαντικό μέρος της ψυχιατρικής περίθαλψης. Το τοπίο άρχισε να μετασχηματίζεται  μετά την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Σταδιακά ψυχιατρικές δομές ιδρύθηκαν, τα μοναστηριακά άσυλα έκλεισαν και οι εξορκισμοί αντικαταστάθηκαν από  επιστημονικές θεραπευτικές μεθόδους. Τα μεσαιωνικά κατάλοιπα άρχισαν να υποχωρούν και  να κυριαρχεί μια ορθολογιστική προσέγγιση για τη θεραπεία. 

Οι εξορκισμοί στη Θεσσαλονίκη από την «Εκκλησία των Εθνών» μας υπενθύμισαν πως υπάρχει εκ νέου άπλετος χώρος στη χώρα μας για θρησκευτικό – και πολιτικό – μεσσιανισμό, δηλαδή την προσμονή λύτρωσης των ανθρώπων σε απόγνωση από ψευδοσωτήρες που τάζουν θεραπείες και λύσεις, εφαρμόζοντας ακόμα και μεσαιωνικές πρακτικές.

Ο επικεφαλής της αίρεσης Χάρης Τσακωνίδης – ο οποίος συστήνεται  «άνθρωπος του θεού» – έκανε  «εξορκισμούς σε δαιμονισμένους» στη Θεσσαλονίκη εδώ και επτά χρόνια. Η δράση της οργάνωσης ωστόσο εκτιμάται πως μετρά 11 χρόνια. Ο «πάστορας Ανδρέας», όπως επίσης συστηνόταν, «έλυνε μάγια», από το 2011 στην Αθήνα,  ψεκάζοντας τους «πιστούς» του με ένα δήθεν  θαυματουργό νερό που κόστιζε εκατοντάδες ευρώ.  

Δεν θα ασχοληθούμε εδώ με τις λεπτομέρειες της παραβατικής δράσης της οργάνωσης αλλά με τις όψεις και τις σημασίες της αναβίωσης των εξορκισμών, ένα κατάλοιπο του Μεσαίωνα, στην Ελλάδα του 21ου αιώνα. Για ποιους λόγους οι πολίτες ενός νεωτερικού κράτους προσελκύονται από ψευδοσωτήρες που καπηλεύονται την ψυχική νόσο ή τη σωματική ασθένεια; Τι σημαίνει το γεγονός πως η ψυχική νόσος συγχέεται με τα δαιμόνια και πως κάποιοι προτιμούν να υποβληθούν σε εξορκισμούς  ή σε «ψεκασμούς με νερό» αντί για επιστημονικές θεραπείες; 

Οι εικόνες των ανθρώπων που έπεσαν θύματα της «Εκκλησίας των Εθνών», ανάμεσα στους οποίου και ο  παλαίμαχος ποδοσφαιριστής του Παναθηναϊκού, Εμανουέλ Ολισαντέμπ, είναι αποκαλυπτικές για το ψυχικό στάτους της ελληνικής κοινωνίας τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Συνήθως το πλήθος που εξαπατάται είναι εκείνο που βρίσκεται σε ανάγκη εξαιτίας μιας παρατεταμένης κρίσης. Η αμερικανίδα θεωρητικός Τζούντιθ Μπάτλερ αναφέρεται στη συστηματική απαλλοτρίωση των ανθρώπων μέσω της κρίσης στέγασης και κρίσης εργασίας. Η έννοια της ευαλωτότητας είναι συνδυασμένη με την έννοια της απαλλοτρίωσης, δηλαδή της αδυναμίας των ανθρώπων να έχουν τον έλεγχο της ζωής τους. Έτσι,  το πλήθος σε απαλλοτρίωση, είναι πιο επιρρεπές σε δεισιδαιμονίες και στρέφεται με μεγαλύτερη ευκολία σε έναν ψευδομεσσία που τους υπόσχεται λύσεις και απαντήσεις. Ιδίως όταν η κοινωνική αποσταθεροποίηση συνοδεύεται και από ψυχική αποσταθεροποίηση. 

Η εργαλειοποίηση της ψυχικής νόσου από τους νεοεξορκιστές

Οι εξορκιστές της Θεσσαλονίκης εκμεταλλεύτηκαν την ευαλωτότητα – ψυχική και σωματική – των πασχόντων, όπως και τα ταμπού της ελληνικής κοινωνίας. Αν αναλογιστούμε τη θέση του κοινωνιολόγου Erving Goffman , ο οποίος επικεντρώθηκε στην κοινωνιολογία της ψυχικής νόσου, θα θυμηθούμε πως η ψυχική ασθένεια παραμένει «μια ανεπιθύμητη και δυσφημιστική ιδιότητα που αποδίδεται στο άτομο και του στερεί την πλήρη κοινωνική αποδοχή, αναγκάζοντάς το παράλληλα να αποκρύπτει την αιτία αυτής της αρνητικής αντιμετώπισης». Η ψυχική νόσος δεν έπαψε, δηλαδή, ποτέ να συνοδεύεται από ένα αβάσταχτο στίγμα, να φοβίζει και να οδηγεί στον αποκλεισμό του ψυχικά πάσχοντα…Ίσως γιατί δεν ήταν ποτέ κάτι τόσο απτό και χειροπιαστό όσο η σωματική ασθένεια. Ακόμα και μετά την ίδρυση των πρώτων ψυχιατρείων στην Ευρώπη, όπου οι τρόφιμοι σταμάτησαν να θεωρούνται δαιμονισμένοι, δεν έπαψαν να είναι στιγματισμένοι ως επικίνδυνοι και ανεπιθύμητοι. Και αυτό δεν είναι μπορεί να μη συνδέεται με  γεγονός πως μια παραθρησκευτική οργάνωση έχει τη δύναμη  να συγχέει  τον 21ο αιώνα την ψυχική νόσο με το δαιμονισμό και να  εφαρμόζει «εξορκισμούς» τη στιγμή που η ίδια η Εκκλησία δέχεται πως αυτό που κάποτε αναγνώριζε ως δαιμονισμό, δεν είναι παρά ψυχική ασθένεια. 

Οι κακές συνθήκες διαβίωσης που συνεχίζουν να επικρατούν στα ελληνικά ψυχιατρεία – παρά τα αξιοσημείωτα βήματα που έχουν σημειωθεί δεν μπορεί να είναι εντελώς ασύνδετες με τη στροφή ενός πλήθους, έστω και όχι μεγάλου, σε μεσαιωνικές πρακτικές. Ακόμα και σήμερα συνεχίζουμε να έχουμε κατασταλτικές πρακτικές  και έναν από τους υψηλότερους αριθμούς ακούσιων νοσηλειών στην Ευρώπη, δηλαδή οι περισσότεροι ασθενείς νοσηλεύονται χωρίς τη θέληση τους. Η παροχή ψυχιατρικής φροντίδας εντός της κοινότητας είναι σχεδόν ανύπαρκτη με αποτέλεσμα να μην έχει αλλάξει ο τρόπος που αντιμετωπίζονται  και υποστηρίζονται οι ψυχικά νοσούντες στο κοινωνικό τους  περιβάλλον. 

Και όσο αυτή είναι η ψυχιατρική μας πραγματικότητα, τόσο πιο εύκολο θα είναι για  είναι για κάποιους να «πουλούν θεραπείες» ακροβατώντας ανάμεσα στο παράλογο και στο παράνομο. Διότι η ψυχική ασθένεια είναι σε άμεση σχέση με το πολιτισμικό περιβάλλον. Το κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο  καθορίζει τόσο τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε μια νόσο, όσο και την έκφραση των συμπτωμάτων  της και τις θεραπευτικές διεξόδους. Αν επιστρέφουμε στους χρόνους όπου  η επιληψία ή η σχιζοφρένεια  δεν αναγνωρίζονται ως  νόσοι άλλα ως «κατοχή από μοχθηρούς δαίμονες» – όπως στους λαούς της Μεσοποταμίας και σε πολλές αρχαίες κοινωνίες – τότε μάλλον θα πρέπει να ρίξουμε το βάρος στο να επανεξετάσουμε κατεπειγόντως συνολικά το θεσμικό πλαίσιο για την ψυχική υγεία και όχι στο να προβάλλουμε – μιντιακά – τους νεοεξορκιστές.