Ο Αμερικανός John Freely επισκέφθηκε τις Κυκλάδες τον Ιούνιο του 1962, μαζί με τη γυναίκα του, την Ντολόρες και τα παιδιά τους. Όπως ήταν φυσικό, μαγεύτηκαν. Παρθένα εδάφη, πρωτόγνωρη για εκείνους ομορφιά, άγριες, μπλε θάλασσες και αυτό το εκτυφλωτικό λευκό. Σαν άλλη γη, σαν παράδεισος.

“Κυκλάδες ονομάζονται τα υπέροχα νησιά του κεντρικού Αιγαίου, που βρίσκονται αραδιασμένα όπως τα αστέρια ενός σπειροειδή γαλαξία γύρω από το μυστικό τους κέντρο, τη Δήλο, το μυθικό τόπο γέννησης του Απόλλωνα. Τα νησιά αυτά είναι φημισμένα για την ομορφιά των θαλασσινών τους τοπίων, τα ιστορικά τους μνημεία και τον ιδιαίτερο τρόπο ζωής των κατοίκων τους. Έναν τρόπο ζωής που βρίσκει της απαρχές του στο μακρινό παρελθόν του Αιγαίου», είχε καταγράψει.

Όπως έγινε γνωστό, ο Αμερικανός εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα από την Σύρο-κάτι πολύ λογικό, δεδομένου του ότι συνδύαζε και συνδυάζει την ιταλική φινέτσα με την ελληνική χάρη, δύο σε ένα, νοικοκυρεμένα.

Οι Έλληνες αγαπούν τις Κυκλάδες και ξέρουν πολύ καλά ότι είναι ευλογία να έχεις μερικές ώρες μακριά σου (και κάποτε, για μερικές δραχμές ή ευρώ) μέρη που ο μισός πλανήτης και βάλε έχει συνδυάσει με την απόλυτη ομορφιά, με την μαγεία της Ελλάδας, που συνοψίζεται σε αυτήν την γαλανόλευκη, ασορτί με τα χρώματα της σημαίας της, λιτότητα. Ο Οδυσσέας Ελύτης ύμνησε τις Κυκλάδες και δεν ήταν ο μόνος από τους ποιητές μας.

Έτσι, με το πέρασμα του χρόνου, οι διακοπές στις Κυκλάδες έγιναν συνώνυμο με το ελληνικό καλοκαίρι. Όμως, το 2023, με την αρχή να έχει γίνει από λίγα χρόνια πίσω, το να πας για διακοπές στις Κυκλάδες μοιάζει με άφταστο όνειρο που όποιος το πετυχαίνει είναι είτε τυχερός (έχει φίλους, είναι ολιγαρκέστατος, έχει δικό του σπίτι, έχει άδεια Μάη ή Σεπτέμβρη) είτε ευκατάστατος είτε αποφασισμένος να δώσει όλο του το μηνιάτικο μέσα σε πέντε ημέρες κατά προσέγγιση.

Τα social media, ακόμα και κάτι φασαιο-λογαριασμοί, αναδεικνύουν το χάρμα των Κυκλάδων και τις κάνουν όλο και πιο ποθητές. Ο τζίτζικας, το αρμυρίκι, η γκρικ πολυτέλεια του ασβέστη και του πλακόστρωτου, οι ειδυλλιακοί κολπίσκοι, τα μεθυστικά ηλιοβασιλέματα, μια γιαγιά με την παραδοσιακή της σπεσιαλιτέ, ένα πανηγύρι με τις τσαμπούνες και τα βιολιά ως το πρωί… Ποιος δεν θέλει να είναι μέρος όλου αυτού; Για πολλούς από εμάς, οι Κυκλάδες είναι η απόδραση που περιμένουμε όλον τον χρόνο. Έχουμε το αγαπημένο μας νησί ή τα αγαπημένα μας νησιά, δενόμαστε με τόπους, κάνουμε όνειρα.

Κάθε χρόνο, το πράγμα όλο και δυσκολεύει, όλο και ακριβαίνει, τα πολυτελή ξενοδοχεία με τις υπερχειλισμένες πισίνες όλο και πληθαίνουν, η τιμή της χωριάτικης έχει σκαρφαλώσει από τα 4 και τα 5 ευρώ σε δυσθεώρητα ύψη, ενώ τα λατρεμένα μας secret spots δεν είναι πια και τόσο secret. Έτσι, συμβαίνει είτε να μην μπορούμε πια να πάμε καθόλου στα νησιά είτε, αν πηγαίνουμε σε ένα, να γυρνάμε με 400 και 500 ευρώ μείον χωρίς να έχουμε λάβει την απόλαυση και την ξεκούραση στον βαθμό που ονειρευόμασταν, ενώ παράλληλα παλέψαμε να κάνουμε και όση οικονομία γίνεται.

Φέτος, πήγα για 3 νύχτες στη Σίφνο με την καλύτερή μου φίλη. Τις δύο νύχτες τις βγάλαμε σε ένα ξενοδοχείο της πλάκας (παλιό, παρατημένο, μικρό) στις Καμάρες, το Λιμάνι δηλαδή, προς 35 ευρώ η βραδιά κατ’ άτομο. Την τρίτη νύχτα, την περάσαμε στο camping του Μάκη, προς 17 ευρώ το άτομο, σε έτοιμη στημένη σκηνή. Η μακαρονάδα με κιμά του camping κόστιζε 7μιση ευρώ. Το καλοκαίρι του 2011 πέρασα δύο νύχτες στο οργανωμένο camping του Μυλοπότα στην Ίο. Θυμάμαι είχα πάει στο νησί με 80 ευρώ και γύρισα με περίσσευμα. Με 3 ή 4 ευρώ έτρωγα μερίδα κεφταδάκια με πατάτες στο camping και έβρισκα καθαρό ποτό στα 5 ευρώ. Πόσο να φας, πόσο να πιεις 19 χρονών κορίτσι που θες να κολυμπάς όλη μέρα και να χορεύεις όλη νύχτα; Αυτές οι εποχές (που σιγά τις μακρινές, κιόλας!) πέρασαν ανεπιστρεπτί.

Η Σίφνος για τρεις νύχτες και 4 μέρες, με λεωφορείο για την μετακίνησή μας στο νησί και δύο μοιρασμένα δια του δύο ταξάκια, με συντηρητικές επιλογές σε φαγητό και ποτά κόστισε, μαζί με τα ακτοπλοϊκά, 400 ευρώ κατ’ άτομο. Είναι παράλογο, απλώς παράλογο. Και δεν υποτιμώ καθόλου τα κεράσματα που μας έκαναν φίλοι (σχεδόν ντόπιοι), αλλά και την όποια οικονομία καταφέραμε εμείς να κάνουμε επιθυμώντας να τρώμε καλά μία φορά τη μέρα και τα υπόλοιπα γεύματα να είναι φρούτα, ξηροί καρποί, άντε και κανένα παγωτάκι. Εν τω μεταξύ, η Σίφνος από τις πιο φθηνές εναλλακτικές για φέτος. Δεν τολμώ να σκεφτώ τι γίνεται στην Μύκονο, όπου βρέθηκα πέρσι τον Ιούνη για τις ανάγκες ρεπορτάζ και στάθηκα να πιω ένα κρασί σε ένα ωραίο μαγαζάκι στην Χώρα για να μου ζητηθούν 14 ευρώ. Μια Μαλαγουζιά τριών μεγάλων γουλιών, 14 ευρώ. Φέτος τι; Θα χρεώνεται και η αναπνοή;

Μάλλον τα νησιά μας, θέλουν ευγενικά να μας πουν: «Δεν απευθυνόμαστε πια σε εσάς, αλλά σε ξένους τουρίστες που τους φαίνεται φθηνός ο καφές 5μιση ευρώ μπροστά στο κύμα, γιατί στην Κοπεγχάγη κάνει 9 και οι μισθοί τους φθάνουν και παραφθάνουν». Κι αν εμείς, εσείς ή κάποιοι φίλοι μας καταφέραμε, έτσι ή αλλιώς, να την κοπανήσουμε και φέτος προς Αιγαίο μεριά, έστω για λίγες μέρες, αυτό δεν ισχύει για αρκετούς συμπολίτες μας.

Η πραγματικότητα μέσα από τους αριθμούς

Τα αποτελέσματα της έρευνας του Ινστιτούτου Ερευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), σύμφωνα με τα οποία ένας στους δύο Ελληνες δεν πήγε φέτος καθόλου διακοπές, είναι γνωστά. Μάλιστα, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Ερευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), που ολοκληρώθηκε τον Μάιο-Ιούνιο του 20203, ο ένας στους τρεις έχει σκοπό να ξοδέψει φέτος λιγότερα χρήματα στις διακοπές του από ό,τι συνήθιζε, ενώ, οι τέσσερις στους δέκα θα προχωρήσουν σε «περικοπές» που θα ξεπερνούν το 50%.

Κι επειδή δεν έχουν όλοι και όλες έρωτα με τις Κυκλάδες σώνει και ντε, ούτε μπορούν να σκεφτούν ότι θα περάσουν λίγο στριμωγμένα τον υπόλοιπο Αύγουστο στην Αθήνα, επιλέγουν πια συνειδητά άλλους προορισμούς και ζουν καλοκαίρι ωραιότατο, απλώς όχι τόσο πολυδιαφημισμένο και ποθητό σε εκατομμύρια ζευγάρια μάτια στον κόσμο.

Πράγματι, η Σίφνος, αλλά και η Λευκάδα ή η Ύδρα, μέρη που είχα την ευλογία να επισκεφθώ φέτος, δεν έπηζαν και στον κόσμο. Θυμάμαι κάτι καλοκαίρια του 2012 και του 2013, δεν είχες να σταθείς μες στο καράβι. Τώρα, έβρισκες και τραπεζάκι σε παράθυρο, κοντά στο κυλικείο του πλοίου. Διότι, από φέτος και για πολλά επόμενα χρόνια, να μου το θυμηθείτε, θα παίξει εγχώριος τουρισμός σε στεριανές παραλίες, με σκηνές ή τροχόσπιτα απ’ άκρη σ’ άκρη της πανέμορφης χώρας μας που, όχι, φυσικά και δεν εξαντλείται στο γαλανόλευκο μεγαλείο μερικών ξερόνησων που έτυχε να λατρέψουμε-και καλά κάναμε, δηλαδή.

Ακόμα και το εξωτερικό μπορεί να είναι (μάλλον, ήδη είναι) μια καλή επιλογή τα καλοκαίρια για αρκετό κόσμο. Ενίοτε, φθηνότερα εισιτήρια και διαμονή σε δωμάτια ή σπίτια που μπορεί να βγαίνει και πιο οικονομικά από ό, τι η διαμονή στην Σέριφο, την Άνδρο και την Κύθνο. Και επιπλέον, πας εξωτερικό! Βλέπεις μια καινούργια πόλη, πας σε κανένα μουσείο, ξεστραβώνεσαι. Για μπάνιο, μπορείς να βολευτείς και σε καβάτζες φγύρω από την Αθήνα. Οι διακοπές, όμως, δεν είναι μόνο το μπάνιο.

Διακοπές είναι να αλλάξεις παραστάσεις, να φας κάτι νόστιμο και διαφορετικό, να κοιμηθείς λίγο περισσότερο, να πιεις λίγο περισσότερο, να χαλαρώσεις. Αν για να τα κάνεις όλ αυτά, αγχώνεσαι για το πώς θα βγει μετά ο μήνας, τότε η φάση είναι μάλλον κούραση και στρες, παρά χαλάρωση και ξεκούραση. Άρα, διακοπές γιοκ.

Όλη η Πελοπόννησος, η Δυτική Ελλάδα, η Ήπειρος έχουν μέρη στα οποία μετακινείσαι χωρίς υψηλό κόστος (βλ. ακτοπλοϊκά των 45 και των 60 ευρώ μόνο για το πήγαινε!), έχουν ωραιό, γνήσιο φαγητό με καθαρές πρώτες ύλες, και αναδεικνύουν πιο αυθεντικά τον «εκτός πόλης» χαρακτήρα τους. Πιο καλά πανυγύρια από ό, τι τα ικαριώτικα που μοιάζουν με συναυλία Θανάση, πιο εύκολο πάρκινγκ, πιο πολλές δυνατότητες ανάπαυλας, με λιγότερα χρήματα. Καλοκαίρι μπορεί να ισοδυναμεί και με έναν ξεγυρισμένο ύπνο κάτω από ένα σκιερό πλατάνι στο δάσος, αλλά αυτό δεν μας το έχουν διαφημίσει πολύ, ώστε να το λαχταρήσουμε.

Κάτι ακόμα, που παρατήρησε ένας φίλος: στις Κυκλάδες, ειδικά εμείς οι 30ρηδες και 40ρηδες, συναντάμε τους γείτονές μας, τα παιδιά από εκείνη τη μπάντα που ακούσαμε στο τάδε μαγαζί τον χειμώνα, την συναδέλφισσα με τις κολλητές της. Ο αθηναϊκός πληθυσμός συναγελάζεται στα ξερόνησα, ακκίζεται μέσω stories και συναγωνίζεται στην επίτευξη μεγαλύτερης ανεμελιάς, ενώ στην ουσία όλ@ αγχωνόμαστε τι θα φορέσουμε το βράδυ γιατί θα είναι εκεί και «ο τάδε» και θέλω να με δει θεά.

Κι επειδή εκτός από τους Έλληνες είναι και οι τουρίστες που σιγά σιγά οσμίζονται το σκηνικό παραλόγου και εκμετάλλευσης, μήπως να πιάναμε τα βουνά και τις ραχούλες, τις λίμνες και τα δροσερά ποτάμια ή ακόμα και τις κοντινές μας βαλκανικές ακτές μήπως και συνέλθουν ορισμένοι εστιάτορες και ξενοδόχοι των Κυκλάδων; Δεν θα τους βγαίνουν σε λίγο καιρό τα νούμερα και θα αρχίσουν να πέφτουν οι τιμές. Ως τότε, εμείς μπορεί να έχουμε ερωτευτεί για τα καλά την Μεσσηνία και την Πρέβεζα και το να πάμε Ανάφη να μας φαίνεται έως και μπανάλ.

Τυχερές και τυχεροί όσοι προλάβαμε αιγαιοπελαγίτικη ηδονή χωρίς να μας φεύγουν τριψήφια νούμερα. Και τα νησιά εκεί θα παραμείνουν. Ίσως εμείς πρέπει να σκεφτούμε μερικά εναλλακτικά πλάνα διακοπών. Γιατί εκτός από τις «Μαρίνες των βράχων», υπάρχουν και τα ξωτικά που βγαίνουυν τις νύχτες στα ρέματα. Όλα είναι θέμα marketing και mindset. Άσε που και που μπορούμε να γυρνάμε στα νησιά, ξέρουμε καλά ότι δε νιώθουμε όπως τότε 19, 20, 25 χρονών που τρώγαμε δυο δυο τις τυρόπιτες από τους φούρνους που μας έπσαγαν τα ρουθούνια 5 το χάραμα μετά τις κραιπάλες. Τι, νιώθουμε; Αν ναι, πάω πάσο.