Στην Ελλάδα του 2025 η κοινωνία δεν βρυχάται χωρίς να δημιουργεί ωστικό κύμα αντανάκλασης. Δε φωνάζει, δε βγαίνει στους δρόμους με πάθος και συνθήματα όπως άλλοτε, αλλά δεν κοιμάται, δεν έχει παραιτηθεί πλήρως (ας θυμηθούμε το μεγαλειώδες πανελλαδικό συλλαλητήριο για τα Τέμπη). Αντιθέτως, βογκάει χαμηλόφωνα. Μέσα στα μέσα μαζικής μεταφοράς, στα ταμεία των σούπερ μάρκετ, στις δημόσιες υπηρεσίες και στα νοσοκομεία. Αυτή η βουή είναι το ερώτημα της εποχής: τι θέλει στ’ αλήθεια η ελληνική κοινωνία και ακόμη περισσότερο, ποιος μπορεί να το εκφράσει;
Ας ξεκινήσουμε με το πρώτο. Η ελληνική κοινωνία δεν ζητά πια θαύματα. Έχει δει αρκετά «οράματα» να καταρρέουν σαν τραπουλόχαρτα, δε ζητά σωτήρες. Έχει χορτάσει από «ηγέτες» με φιλόδοξες ρητορικές και ανύπαρκτες πράξεις. Δεν θέλει πια πολλά. Θέλει τα βασικά, αλλά σταθερά, ανθρώπινα και δίκαια.
Θέλει εργασία με αξιοπρέπεια, και όχι δουλειά με ημερομηνία λήξης. Θέλει ένα σύστημα υγείας που να μπορεί να εμπιστευτεί, χωρίς να ψάχνει «μέσον» για μια μαγνητική. Θέλει ένα σχολείο που να μην παράγει εξουθενωμένα παιδιά. Θέλει μια καθημερινότητα που να μην είναι διαρκής επιβίωση.
Η κοινωνία διψάει για ασφάλεια, όχι όπως περιγράφεται στα δελτία ειδήσεων της τρομολαγνίας. Απέναντι δε βρίσκεται ο “αόρατος εχθρός”, αλλά η τυφλή γραφειοκρατία, η οικονομική ανασφάλεια, η εργασιακή εκμετάλλευση, η αβεβαιότητα για το αύριο. Δεν θέλει να ζει με την ψυχή στο στόμα για το πως θα πληρώσει το ρεύμα ή αν θα μπορέσει να κάνει διακοπές. Δεν ζητά πολυτέλεια. Ζητά δικαιοσύνη που θα φέρει εμπιστοσύνη και οργάνωση του κράτους.
Η ελληνική κοινωνία δεν είναι αδιάφορη, είναι απογοητευμένη. Δεν είναι απαθής, είναι κουρασμένη. Οι άνθρωποι που κάποτε πίστεψαν σε κινήματα, σε παρατάξεις, σε επαναστάσεις, σήμερα αναρωτιούνται αν υπάρχει πια κάποιος να εμπιστευτούν. Η απόσταση ανάμεσα στον πολίτη και την πολιτική έχει γίνει χαοτική κι η απειλή μίας ιστορικής αποχής στην επόμενη κάλπη φαντάζει ως ένας μεγάλος κίνδυνος. Όχι επειδή ο πολίτης δεν θέλει να συμμετέχει, αλλά γιατί κανείς δεν του απευθύνεται πια με ειλικρίνεια.
Και εδώ μπαίνει το δεύτερο ερώτημα: ποιος μπορεί να εκφράσει αυτή την κοινωνία;
Σίγουρα όχι εκείνοι που μιλούν από καθέδρας, με ύφος παντογνώστη και βλέμμα στραμμένο σε πίνακες και δημοσκοπήσεις. Όχι εκείνοι που βλέπουν τον λαό σαν target group. Όχι εκείνοι που φορούν πολιτικά κοστούμια σαν θεατρικές στολές και παίζουν ρόλους χωρίς σενάριο. Η κοινωνία χρειάζεται φωνές που να κουβαλούν αλήθεια. Ανθρώπους που δεν υποκρίνονται πως τα ξέρουν όλα, αλλά που ξέρουν να ακούν. Που δεν φοβούνται να πουν «δεν έχω απάντηση, αλλά θα τη βρούμε μαζί». Η κοινωνία διψάει για εκπροσώπηση, όχι για επιβολή. Θέλει πολιτική που να θυμίζει πιο πολύ διάλογο και λιγότερο μονόλογο.
Ο εκπρόσωπος που μπορεί να δώσει νόημα στο συλλογικό αίσθημα δεν χρειάζεται να είναι «αντισυστημικός». Χρειάζεται να είναι κοντά στη ζωή. Να μιλά για τη γυναίκα που μεγαλώνει μόνη της τα παιδιά της. Για τον νέο που έφυγε στο εξωτερικό με πτυχία και γύρισε για να δουλεύει σε delivery. Για τον συνταξιούχο που δεν φτάνουν τα φάρμακά του. Για το ζευγάρι που παλεύει να βρει σπίτι και πέφτει πάνω σε Airbnb και φούσκες.
Χρειάζεται ένα νέο αφήγημα που να ξεκινά από τη βάση και στο βάθος του τούνελ να υπάρχει ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο. Να ξαναθυμηθούμε τι σημαίνει να «είμαστε μαζί». Όχι για να συμφωνούμε όλοι, αλλά για να μην νιώθουμε μόνοι. Η ελληνική κοινωνία αναζητά μια νέα συλλογικότητα. Έναν νέο ηθικό κώδικα που να της επιτρέπει να ονειρευτεί ξανά χωρίς ενοχές. Κάποιον που να πει τα αυτονόητα: ότι οι άνθρωποι προηγούνται των αριθμών. Ότι η οικονομία δεν είναι σκοπός αλλά εργαλείο. Ότι η τεχνολογία δεν πρέπει να μας αποξενώνει. Ότι η πρόοδος δεν σημαίνει να χάνουμε τον εαυτό μας.
Ο πολιτικός που θα καταφέρει να εκφράσει αυτή την κοινωνία δεν χρειάζεται να είναι τέλειος, αλλά πρέπει να είναι αληθινός. Να μην υπόσχεται παραδείσους, αλλά να ανοίγει δρόμους. Να πείθει ότι είναι εδώ όχι για να εξουσιάσει, αλλά για να υπηρετήσει και κυρίως, να έχει πίστη στους ανθρώπους κι όχι στους μηχανισμούς.
Στο τέλος, αυτό είναι που ζητά η ελληνική κοινωνία: πίστη. Πίστη ότι δεν είναι μόνη. Πίστη ότι αξίζει κάτι καλύτερο. Πίστη πως ακόμα κι αν οι καιροί είναι δύσκολοι, υπάρχει κάποιος που την ακούει και προχωρά μαζί της. Μέχρι τότε θα συνεχίσει η ενοχλητική βοή θα υπάρχει καθημερινά και όσοι έχουν αυτιά, ας ακούσουν. Γιατί κάποια στιγμή κι ο ψίθυρος γίνεται κραυγή και τότε το ποτάμι δεν έχει επιστροφή.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.
Στην Ελλάδα του 2025 η κοινωνία δεν βρυχάται χωρίς να δημιουργεί ωστικό κύμα αντανάκλασης. Δε φωνάζει, δε βγαίνει στους δρόμους με πάθος και συνθήματα όπως άλλοτε, αλλά δεν κοιμάται, δεν έχει παραιτηθεί πλήρως (ας θυμηθούμε το μεγαλειώδες πανελλαδικό συλλαλητήριο για τα Τέμπη). Αντιθέτως, βογκάει χαμηλόφωνα. Μέσα στα μέσα μαζικής μεταφοράς, στα ταμεία των σούπερ μάρκετ, στις δημόσιες υπηρεσίες και στα νοσοκομεία. Αυτή η βουή είναι το ερώτημα της εποχής: τι θέλει στ’ αλήθεια η ελληνική κοινωνία και ακόμη περισσότερο, ποιος μπορεί να το εκφράσει;
Ας ξεκινήσουμε με το πρώτο. Η ελληνική κοινωνία δεν ζητά πια θαύματα. Έχει δει αρκετά «οράματα» να καταρρέουν σαν τραπουλόχαρτα, δε ζητά σωτήρες. Έχει χορτάσει από «ηγέτες» με φιλόδοξες ρητορικές και ανύπαρκτες πράξεις. Δεν θέλει πια πολλά. Θέλει τα βασικά, αλλά σταθερά, ανθρώπινα και δίκαια.
Θέλει εργασία με αξιοπρέπεια, και όχι δουλειά με ημερομηνία λήξης. Θέλει ένα σύστημα υγείας που να μπορεί να εμπιστευτεί, χωρίς να ψάχνει «μέσον» για μια μαγνητική. Θέλει ένα σχολείο που να μην παράγει εξουθενωμένα παιδιά. Θέλει μια καθημερινότητα που να μην είναι διαρκής επιβίωση.
Η κοινωνία διψάει για ασφάλεια, όχι όπως περιγράφεται στα δελτία ειδήσεων της τρομολαγνίας. Απέναντι δε βρίσκεται ο “αόρατος εχθρός”, αλλά η τυφλή γραφειοκρατία, η οικονομική ανασφάλεια, η εργασιακή εκμετάλλευση, η αβεβαιότητα για το αύριο. Δεν θέλει να ζει με την ψυχή στο στόμα για το πως θα πληρώσει το ρεύμα ή αν θα μπορέσει να κάνει διακοπές. Δεν ζητά πολυτέλεια. Ζητά δικαιοσύνη που θα φέρει εμπιστοσύνη και οργάνωση του κράτους.
Η ελληνική κοινωνία δεν είναι αδιάφορη, είναι απογοητευμένη. Δεν είναι απαθής, είναι κουρασμένη. Οι άνθρωποι που κάποτε πίστεψαν σε κινήματα, σε παρατάξεις, σε επαναστάσεις, σήμερα αναρωτιούνται αν υπάρχει πια κάποιος να εμπιστευτούν. Η απόσταση ανάμεσα στον πολίτη και την πολιτική έχει γίνει χαοτική κι η απειλή μίας ιστορικής αποχής στην επόμενη κάλπη φαντάζει ως ένας μεγάλος κίνδυνος. Όχι επειδή ο πολίτης δεν θέλει να συμμετέχει, αλλά γιατί κανείς δεν του απευθύνεται πια με ειλικρίνεια.
Και εδώ μπαίνει το δεύτερο ερώτημα: ποιος μπορεί να εκφράσει αυτή την κοινωνία;
Σίγουρα όχι εκείνοι που μιλούν από καθέδρας, με ύφος παντογνώστη και βλέμμα στραμμένο σε πίνακες και δημοσκοπήσεις. Όχι εκείνοι που βλέπουν τον λαό σαν target group. Όχι εκείνοι που φορούν πολιτικά κοστούμια σαν θεατρικές στολές και παίζουν ρόλους χωρίς σενάριο. Η κοινωνία χρειάζεται φωνές που να κουβαλούν αλήθεια. Ανθρώπους που δεν υποκρίνονται πως τα ξέρουν όλα, αλλά που ξέρουν να ακούν. Που δεν φοβούνται να πουν «δεν έχω απάντηση, αλλά θα τη βρούμε μαζί». Η κοινωνία διψάει για εκπροσώπηση, όχι για επιβολή. Θέλει πολιτική που να θυμίζει πιο πολύ διάλογο και λιγότερο μονόλογο.
Ο εκπρόσωπος που μπορεί να δώσει νόημα στο συλλογικό αίσθημα δεν χρειάζεται να είναι «αντισυστημικός». Χρειάζεται να είναι κοντά στη ζωή. Να μιλά για τη γυναίκα που μεγαλώνει μόνη της τα παιδιά της. Για τον νέο που έφυγε στο εξωτερικό με πτυχία και γύρισε για να δουλεύει σε delivery. Για τον συνταξιούχο που δεν φτάνουν τα φάρμακά του. Για το ζευγάρι που παλεύει να βρει σπίτι και πέφτει πάνω σε Airbnb και φούσκες.
Χρειάζεται ένα νέο αφήγημα που να ξεκινά από τη βάση και στο βάθος του τούνελ να υπάρχει ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο. Να ξαναθυμηθούμε τι σημαίνει να «είμαστε μαζί». Όχι για να συμφωνούμε όλοι, αλλά για να μην νιώθουμε μόνοι. Η ελληνική κοινωνία αναζητά μια νέα συλλογικότητα. Έναν νέο ηθικό κώδικα που να της επιτρέπει να ονειρευτεί ξανά χωρίς ενοχές. Κάποιον που να πει τα αυτονόητα: ότι οι άνθρωποι προηγούνται των αριθμών. Ότι η οικονομία δεν είναι σκοπός αλλά εργαλείο. Ότι η τεχνολογία δεν πρέπει να μας αποξενώνει. Ότι η πρόοδος δεν σημαίνει να χάνουμε τον εαυτό μας.
Ο πολιτικός που θα καταφέρει να εκφράσει αυτή την κοινωνία δεν χρειάζεται να είναι τέλειος, αλλά πρέπει να είναι αληθινός. Να μην υπόσχεται παραδείσους, αλλά να ανοίγει δρόμους. Να πείθει ότι είναι εδώ όχι για να εξουσιάσει, αλλά για να υπηρετήσει και κυρίως, να έχει πίστη στους ανθρώπους κι όχι στους μηχανισμούς.
Στο τέλος, αυτό είναι που ζητά η ελληνική κοινωνία: πίστη. Πίστη ότι δεν είναι μόνη. Πίστη ότι αξίζει κάτι καλύτερο. Πίστη πως ακόμα κι αν οι καιροί είναι δύσκολοι, υπάρχει κάποιος που την ακούει και προχωρά μαζί της. Μέχρι τότε θα συνεχίσει η ενοχλητική βοή θα υπάρχει καθημερινά και όσοι έχουν αυτιά, ας ακούσουν. Γιατί κάποια στιγμή κι ο ψίθυρος γίνεται κραυγή και τότε το ποτάμι δεν έχει επιστροφή.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.