Η Μαντόνα Λουίζ Βερόνικα Τσικόνε, τον φετινό Αύγουστο κλείνει τα 65 και κρατά, ακόμα, δικαιωματικά τα σκήπτρα της «βασίλισσας της ποπ»-κάτι που δεν είναι όσο απλό ακούγεται, δεδομένων των εκατοντάδων, λαμπερών πριγκιπισσών και πριγκίπων που έχει ξεβράσει η χαωτική θάλασσα της ποπ μουσικής, αλλά και της ποπ κουλτούρας, υποβασταζόμενη από τα social media.

Η Μαντόνα δεν είναι άλλο ένα τοτέμ, στην εποχή που το σύνθημα «Δοξάστε με!» του οξυδερκούς Χάρρυ Κλυν έχει γίνει το τσιτάτο της κάθε μέρας για τους χιλιάδες ανθρώπους που επιδιώκουν να γίνουν σταρ και να προσκυνηθούν. Οι σταρ παλιάς κοπής διέθεταν πραγματικό, όχι ψηφιακό, content. Ήταν οι κεντρικές ψηφίδες πλούσιων μωσαϊκών, πρωταγωνίστριες και πρωταγωνιστές ενός οργανωμένου συστήματος παραγωγής τέχνης, ιδεών και Αισθητικής.

Το προϊόν ή η Θεά Μαντόνα είναι αποτέλεσμα δουλειάς εκταοντάδων ανθρώπων μες στο πέρασμα του καιρού: της μόδας, της τεχνολογίας, σκηνοθέτες, μάνατζερ, επικοινωνιολόγους. Ένα αιώνιο Κορίτσι που άφησε το σώμα της και την ψυχή της βορά στ’ άστρα, μέχρι να λάμψει σαν Ήλιος η ίδια.

Και τους Ήλιους δεν είναι να τους σβήνεις με εύκολο και ίσως βολικό κράξιμο. Μια καριέρα σαράντα και βάλε χρόνων, μια σειρά εμβληματικών δίσκων και συναυλιών, δηλώσεων, εμφανίσεων δεν μπορεί να καταστραφεί ούτε αν η ίδια η γυναίκα που την έκανε υτήν την καριέρα θέλει να την καταστρέψει. Η Μαντόνα δεν ανήκει, καλά καλά, ούτε στην ίδια την Μαντόνα.

Αλλά στην Ιστορία.

Και η Ιστορία έχει δείξει ότι η ανθρωπότητα αγαπά να βαρβαροποιεί, να αγιοποιεί, να ανυψώνει και, ύστερα, να καταβαραθρώνει εκείνες και εκείνους που ξεχωρίζουν, που διαφοροποιούνται ή που κάνουν τολμηρές, εκτός Χάρτας Κανονικότητας, κινήσεις.

 

Το πλαστικό και φουσκωμένο πρόσωπο της Μαντόνα δεν μπορεί να θολώσει τα ορμητικά νερά της πορείας της. Κέρατο να εμφυτεύσει στο μετωπό της, πάλι το ίδιο θα ισχύει. Η εποχή μας ρίχνει με τις βαριές αλυσίδες της ακατέργαστης επικριτικότητάς της τα χρυσαφένια τοτέμ που η ίδια έστησε. Τα ρίχνει για να μην κόβουν την θέα από χαμηλού και μεσαίου αναστήματος γύψινα αγαλματάκια που πρωταγωνιστούν, πλέον, για χρόνο βραχύ και αβέβαιο, προερχόμενα από το Τικ Τοκ, τα reality shows, τη Νύχτα, την βιομηχανία του σεξ, ακόμα και την λαϊκή μιας γειτονιάς του κόσμου.

Σε ένα άρθρο της  για τους New York Times, η συγγραφέας Jennifer Weiner υπερασπίζεται την αλλόκοτη όψη που έχει επιλέξει να ενδυθεί η Μαντόνα, αποκαλώντας την «πιο χαμαιλεοντική μορφή της γενιάς μας, μια γυναίκα που ανέκαθεν είχε ως συνειδητό στόχο τη διαρκή της επανεφεύρεση».

Η αρθρογράφος αντιλαμβάνεται την επιλογή της Σταρ ως κλείσιμο ματιού στη Νέα Ιδέα της ομορφιάς, αλλά και ως μια σωματοποιημένη αντίσταση στον ηλικιακό ρατσισμό, από τον οποίο δεν εκφεύγουν ούτε καν οι διασημότητες.

Και πράγματι, δεν είναι εύκολο να ξεχαστεί η διάστικτη από καινοτομίες εικαστικότητα της Μαντόνα, ως αναπόσταστο σημείο της περσόνας της και της καλλιτεχνικής της υπόστασης. Η γυναίκα, ανέκαθεν, αποτελούσε ένα κινούμενο installation. Δαντελένια γάντια, σταυροί, «material girl», dominatrix, erotica, πασίγυμνη, ανδρόγυνη και τόσα ακόμα. Και ναι, είναι γεγονός ότι η Μαντόνα έχει αλλάξει χρώμα κραγιόν, χρώμα και κούρεμα μαλλιών και στιλ ρούχων περισσότερες φορές από τον καθένα και την καθεμία, αλλά μέχρι πριν την παραμόρφωση του προσώπου της ήταν η Μαντόνα.

Υπήρχε ένας πυρήνας της απείραχτος, ένα απειροελάχιστο κομμάτι του εαυτού της αλώβητο-αυτό που μερικοί ρομαντικοί ίσως αποκλαούσαν Ψυχή. Με την απώλεια από την όρασή μας του προσώπου της Μαντόνα, αυτού του Παγκόσμιου εμβλήματος που έχει τυπωθεί σε ό, τι τυπώνεται και είναι αναγνωρίσιμο μέχρι την Σελήνη, τα χάσαμε κι εμείς.

Νιώσαμε πως η Μαντόνα πέθανε. Και βαλθήκαμε να κρίνουμε και να σχολιάζουμε. Όπως πολύ καλά ξέρουμε.

Η Αγία, έγινε βάρβαρη, έγινε εχθρός της αισθητικής μας. Και όχι, δεν είναι μισογυνισμός να εκφράσεις μια άποψη ανυπόκριτη, σε αισθητικό πλαίσιο. Κανείς δεν είπε πουτάνα τη Μαντόνα. Αμφιβάλλο όμως αν ακόμα κι εκείνες κι εκείνοι που-καλώς!-σπεύδουν να την υπερασπίζονται για το δεδομένο δικαίωμά της να κάνει ό, τι γουστάρει με το σώμα και τη φάτσα της, αρέσκονται ειλικρινώς από τη νέα της εικόνα.

Τα τελευταία χρόνια, η Μαντόνα μπορεί να μην κάνει τέχνη άξια συζήτησης. Έχει γίνει όμως η ίδια αντικείμενο συζήτησης, σα να διάγει ασταμάτητα ένα δυνατό Marketing Project, από το οποίο μπορούμε μέχρι και να παραδειγματιστούμε.

«Δεν έχω απολογηθεί ποτέ για καμιά από τις δημιουργικές επιλογές που έχω κάνει ούτε για την εμφάνισή μου και δεν πρόκειται να ξεκινήσω τώρα», έγραψε στο Instagram της πριν μερικές ημέρες.

Και μπράβο της.

Το θέμα εδώ δεν είναι ούτε αν η Μαντόνα είναι ωραία γκόμενα (δεν έκανε καριέρα ως σύμβολο Ωραιότητας ή Σεξ), ούτε αν είμαστε κακοί άνθρωποι που βλέπουμε κάτι και δεν μας αρέσει. Το θέμα είναι, ίσως, μια ερώτηση: Τι θα κάναμε αν δεν υπήρχε η Μαντόνα;

Όχι, η απάντηση δεν είναι πως θα έπρεπε να την εφεύρουμε. Άλλωστε, χιλιάδες άνθρωποι δεν έχουν υπάρξει, από μια στραβοβελονιά, από μια παραστρατημένη εκσπερμάτιση. Αυτήν την στιγμή δεν υπάρχουν Λαμπροί επιστήμονες, Παντοδύναμοι Άνθρωποι, λαμπερές σταρ και απίθανοι ζεν πρεμιέ-ακριβώς επειδή δεν γίνεται να γεννιόμαστε και όλοι.

Όμως, η Μαντόνα υπήρξε. Και συνεχίζει να υπάρχει. Η εμπάθεια και η εμμονή μας, εσχάτως, στη νέα εκδοχή της το αποδεικνύει περίτρανα. Η Μαντόνα κατάφερε να σκοτώσει τον εαυτό της και να παραμείνει εν ζωή. Να συζητείται για ό, τι κάνει και δεν κάνει. Να είναι η νέα μας, αγαπημένη Βάρβαρη που, ουαί κι αλίμονό μας, αν κάνει πως φεύγει από τα φώτα της δημοσιότητας και αποσύρεται με το new face της σε κάποιο ιδιωτικό νησί στην άκρη της γης.

«Και τώρα τι θα γενούμε;», θα αναφωνήσουμε και θα τραβάμε τα μαλλιά μας. Τα ολόδικά μας. Τα ολοφύσικά μας, τα άβαφα, τα πρωτόγονα, αθώα, αντιστάρ μαλλιά μας.