O τρόπος με την οποίο εκφέρουμε μία άποψη δημόσια έχει αλλάξει. Η «woke κουλτούρα», η σχολή σκέψης δηλαδή που αναπτύχθηκε στην αφροαμερικάνικη κοινότητα των ΗΠΑ για να εκφράσει την επαγρύπνηση εναντίον φυλετικών προκαταλήψεων και διακρίσεων, μαζί με την “πολιτική ορθότητα” είναι πλέον τα φίλτρα μέσα από τα οποία ο δημόσιος λόγος περνάει. Αυτό θεωρητικά, θα έπρεπε να οδηγεί σε ένα ασφαλές περιβάλλον, γεμάτο συμπερίληψη και συμπόνια. Είναι όμως έτσι;
Εδώ είναι Ελλάδα, δεν είναι Αμερική. Όσο κι αν θέλουμε να νιώσουμε Ευρωπαίοι και εξελιγμένοι, τα νέα είναι κακά, είμαστε ακόμα ένα μεγάλο χωριό με βαθιά ριζωμένες στην κουλτούρα μας απόψεις. Ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού μας, γαλουχήθηκε με το τρίπτυχο “Πατρίς / Θρησκεία / Οικογένεια” και όταν διαισθανθεί ότι κάτι το απειλεί, τότε αυτό γίνεται αυτόματα εχθρός. Το «Έτσι τα μάθαμε, έτσι τα συνεχίσαμε», θα μπορούσε να ήταν το tag line κάτω από το brand που λέγεται Ελλάδα. Είμαστε όμως και ιδιόμορφος λαός οι νεοέλληνες με ένα τεράστιο ταλέντο. Μπορούμε να μετατρέψουμε μία τραγωδία ή έστω κάτι πολύ σοβαρό, σε κωμωδία για χοντρά γέλια, ενώ πιστεύουμε ότι το κάνουμε σωστά. Και φυσικά η τάση τoυ «woke» φαινομένου δεν αποτελεί εξαίρεση.
Στο εξωτερικό, το «woke» διαδόθηκε στις μάζες από ακτιβιστές, φιλόσοφους, καθηγητές πανεπιστημίου. Στην Ελλάδα όμως την πολιτική ορθότητα την έβαλαν στα σπίτια του μέσου Έλληνα, τα πρωινάδικα. Κάπου μετά το κίνημα του #MeToo, του οποίου τα σκήπτρα κραδαίνουν οι ίδιοι, άτομα όπως η Φαίη Σκορδά και η Δανάη Μπάρκα έγιναν οι υπασπιστές του politically correct. Όλο αυτό θα ήταν θεμιτό και ευεργετικό αν όντως είχε από πίσω του μία (σταθερή) ουσία. Όμως όχι. Δεν μπορείς να κόπτεσαι για τα δικαιώματα των γκέι και το αμέσως επόμενο λεπτό να δείχνεις πλάνα από γνωστό reality επιβίωσης, με ζουμ στα οπίσθια της παίκτριας. Αυτό αυτομάτως σε καθιστά φαιδρό πρόσωπο, όχι δικαιωματιστή. Ακόμα εκτός από ουσία, δεν υπάρχει ούτε βάση, καθώς δεν αντιλαμβάνονται τους πραγματικούς λόγους για τους οποίους ο τρόπος που εκφραζόμαστε δημόσια πρέπει να αλλάξει. Δεν είναι πηγαίο, ούτε προκύπτει σαν βαθύτερη ανάγκη, είναι απλά της μόδας.
Δεν μπορεί το κριτήριο να είναι το ποιος θα στεναχωρηθεί με τον τάδε χαρακτηρισμό, αλλά τι ταιριάζει αλήθεια σε μία σύγχρονη και πολυσυλλεκτική κοινωνία. Όταν πιστεύεις ότι η λέξη “χοντρός” προσβάλει έναν παχύσαρκο άνθρωπο και λες του κόσμου τις ανοησίες για να κρυφτείς, είσαι μέρος του προβλήματος. Οι άνθρωποι που είναι χοντροί (sic) το ξέρουν. Οι λέξεις έχουν την χροιά που τους δίνουμε. Το να είσαι χοντρός, δεν είναι κάτι κακό, δεν είναι κάτι καλό. Είναι απλώς αυτό. Όπως είσαι ψηλός ή κοντός. Εμείς όμως τρέμουμε να πούμε την λέξη (και τόσες άλλες) γιατί νομίζουμε ότι είναι προσβλητική. Δεν είναι. Το ζουμ όμως στα οπίσθια της παίκτριας του reality επιβίωσης, λίγο μετά το λογύδριο του πανελίστα εναντίον των χονδροφοβικών, είναι.
Αυτή είναι η πιο mainstream εκδοχή του ελληνικού «woke». Η απλή. Η τηλεόραση όμως έχει χάσει εδώ και χρόνια την δύναμή της και το αληθινό παιχνίδι παίζεται στα social media, στις πλατφόρμες και βέβαια στον έξω κόσμο. O Ricky Gervais , βρετανός κωμικός, λέει χαρακτηριστικά στο show του, ότι η ανθρωπότητα έχει επιβιώσει από άπειρα δεινά από την γέννηση της, απειλήθηκε από φτώχεια, επιδημίες, πολέμους, πανδημίες για να φτάσει σήμερα η δικιά μας γενιά να φοβάται πιο πολύ από όλα, τις λέξεις. Έχει δίκιο. Δεν έχει πια τόση σημασία το τι είναι τα πράγματα αλλά τα πως τα αποκαλούμε. Η ταμπέλα, έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από την ουσία, ή όπως μου είπε πρόσφατα ένας γοητευτικός φίλος, όλα πια είναι hashtags. Και μια και πιάσαμε την κατηγορία γνωστοί και φίλοι, ρωτήσαμε ανθρώπους της πόλης να μας πουν τι αισθάνονται για αυτές τις αλλαγές. Όπως ήταν φυσικό, ο κόσμος είναι αρκετά μπερδεμένος.
Ο Δημήτρης, (ετών 40 και μπάρμαν) είναι απόλυτος. «Τα πράγματα είναι απλά. Κάνε ό,τι θες, δεν με ενδιαφέρει, είμαι μαζί σου. Μην με αναγκάζεις όμως να μιλάω σαν τρελός. Η αλήθεια είναι ότι ναι έχουν αλλάξει τα πράγματα και έχω αλλάξει και εγώ μαζί τους. Πράγματα που μικρός κορόιδευα, τώρα επειδή έχω γνωρίσει ανθρώπους που τα ασπάζονται και τα εκπροσωπούν, τα αποδέχομαι. Υπάρχουν μια χαρά άτομα παντού, εμένα αυτό με ενδιαφέρει. Όσον αφορά τώρα στην πολιτική ορθότητα, δεν υπάρχει περίπτωση να μου πει κάποιος με τι θα γελάω. Το θεωρώ φασιστικό. Όλοι αυτοί που κόπτονται για τα δικαιώματα, είναι και οι πρώτοι υποκριτές. Όσο όμως κι αν διαφωνώ με κάποια πράγματα, δέχομαι την υπερβολή που υπάρχει γιατί ξέρω ότι έτσι θα έρθει η ισορροπία κάποια στιγμή».
Η Έρση (28 ετών, social media manager) βλέπει το θέμα σφαιρικά αλλά καταλήγει σε αδιέξοδο. «Το «woke» είχε τις προδιαγραφές να γίνει κάτι πολύ θετικό για τον κόσμο. Υπάρχουν ορισμένοι τομείς όπου η συγκεκριμένη κουλτούρα έχει πραγματικά βοηθήσει στη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων. Για παράδειγμα, τα άτομα που ανήκουν σε περιθωριοποιημένες ομάδες συχνά υφίστανται μεγάλη προκατάληψη και παρενόχληση. Σε απάντηση αυτού, υπήρξε αύξηση της υποστήριξης προς τις ομάδες μειονοτήτων όπως είναι πχ. οι γυναίκες, οι θρησκευτικές μειονότητες και τα άτομα με ειδικές ανάγκες. Οι άνθρωποι είναι πλέον πολύ πιο ενήμεροι για αυτά τα ζητήματα και είναι πολύ πιο πιθανό να υποστηρίξουν κάποιον αν έρθουν αντιμέτωποι με μία ρατσιστική κατάσταση. Ωστόσο, νομίζω ότι κάπου χάσαμε το νόημα. Γίνεται περισσότερος ντόρος γίνεται για τη συνεχή κριτική προς όλες τις αντιληπτές αποτυχίες των άλλων παρά για την προσπάθεια προς τη θετική αλλαγή. Δεν εμπνέει δράση. Την παγώνει. Το να είσαι «woke» σημαίνει πρωτίστως να εκθέτεις τον εαυτό σου. Να χτίζεις έναν τοίχο ανάμεσα σε εσένα και το πρόβλημα».
Καμία λύση. Υπάρχουν βέβαια και εκείνοι που βλέπουν μόνο το θετικό σε όλο αυτό. Ο Αλέξης (ετών 33, μουσικός) πιστεύει ότι σχεδόν δεν του πέφτει λόγος. «Δεν ανήκω σε κάποια μειονότητα, όλη μου την ζωή δεν βίωσα κανένα bullying λόγω του ποιός είμαι ή με ποιά φιλιέμαι. Νιώθω ότι μόνο καλό μπορεί να κάνει όλη αυτή η κινητοποίηση. Δεν με νοιάζει ποιος ζορίζεται με αυτό, με νοιάζει ότι άνθρωποι που μέχρι χθες δεν μπορούσαν να εκφραστούν, τώρα νιώθουν ελεύθεροι. Στην Ελλάδα έτσι κι αλλιώς έχουμε πολύ δρόμο ακόμα. Το ότι η πολιτική ορθότητα επηρεάζει πλέον ακόμα και την pop κουλτούρα, εμένα δεν με ενοχλεί. Είναι μία αρχή».
Ωστόσο κάποιοι βλέπουν πέρα από το θεωρητικό υπόβαθρο, πρακτικά ζητήματα σε αυτήν την «επανάσταση» του δημόσιου λόγου. Ταυτόχρονα, ένα ζήτημα είναι η υποχρεωτική αποδοχή όλων των αρχών του woke, σαν να πρόκειται για πακέτο επιλογών και όχι για αφορμή για σκέψη. Η Κατερίνα (30 ετών, κτηνίατρος), που θεωρεί ότι οι άνθρωποι αντί να αποκτήσουν περισσότερη ενσυναίσθηση έχουν εξαγριωθεί, θίγει αυτήν ακριβώς την παράμετρο: «Μέσα σε όλο αυτό είναι πολύ δύσκολο να έχεις πλέον μία οποιαδήποτε λογική και ήρεμη συζήτηση. Αριστεροί επιτίθενται σε δεξιούς, δεξιοί επιτίθενται σε αριστερούς σαν μεθυσμένοι ποδοσφαιρόφιλοι. Ειλικρινά αυτή η ένταση που διέπει την «woke» κουλτούρα, πολλές φορές μου φαίνεται ίδια με την τρέλα που βλέπουμε στους εξτρεμιστές της δεξιάς οι οποίοι χειραγωγούν και ενθαρρύνουν μία έλλειψη λογικής και ανεξάρτητης σκέψης. Γενικά όλες οι πλευρές, είναι σαν να ενθαρρύνουν τους ανθρώπους να παρατήσουν την ανεξαρτητοποιημένη σκέψη τους και να γίνουν ακόλουθοι του δόγματός τους. Τα κίνητρα των πλευρών μπορεί να είναι διαφορετικά αλλά πραγματικά τα αποτελέσματα είναι ίδια. Μία κοινωνία από ακόλουθους που αιώνια θα πηγαίνουν μπρος-πίσω με τους συνεχώς μεταβαλλόμενους “ανέμους”, γιατί πολύ απλά δε θα έχουν τα θεμέλια της λογικής και κριτικής σκέψης. Για να ανήκεις πρέπει να συμφωνήσεις. Είναι αυτό «woke»;».
Παρατηρούμε μία σύγχυση ως προς τα όρια του τι είναι «woke», μία κούραση για αυτήν την απολυτότητα που το κίνημα επιβάλλει και μία ανάγκη για περισσότερο προβληματισμό. Όμως υπάρχουν καλές προθέσεις, υπάρχει διάθεση για αλλαγή. Το να είμαστε συνεχώς σε επαγρύπνηση για αδικίες όπως ο ρατσισμός είναι κάτι προφανές και κάτι για το οποίο πρέπει πάντα να προσπαθούμε. Οι προκαταλήψεις και οι ανισότητες έναντι ορισμένων ατόμων εξακολουθούν να υπάρχουν στην κοινωνία μας και πρέπει να αντιμετωπιστούν. Αυτό από μόνο του είναι ένας επαρκής λόγος για να προσπαθήσουμε να είμαστε «woke». Το να είσαι «woke» δεν είναι φόρος τιμής. Από μόνο του, δεν αρκεί. Η ελευθερία της σκέψης είναι η βασικότερη προϋπόθεση για μία πολιτισμένη κοινωνία και αυτή δεν πρέπει να καταδυναστεύεται υπό οποιαδήποτε ομπρέλα. Ο κόσμος αλλάζει και εμείς μαζί του. Ο κόσμος όμως δεν θα γίνει καλύτερος μόνο με λόγια και οι λέξεις από μόνες τους, τις περισσότερες φορές, δεν σημαίνουν τίποτα.
O τρόπος με την οποίο εκφέρουμε μία άποψη δημόσια έχει αλλάξει. Η «woke κουλτούρα», η σχολή σκέψης δηλαδή που αναπτύχθηκε στην αφροαμερικάνικη κοινότητα των ΗΠΑ για να εκφράσει την επαγρύπνηση εναντίον φυλετικών προκαταλήψεων και διακρίσεων, μαζί με την “πολιτική ορθότητα” είναι πλέον τα φίλτρα μέσα από τα οποία ο δημόσιος λόγος περνάει. Αυτό θεωρητικά, θα έπρεπε να οδηγεί σε ένα ασφαλές περιβάλλον, γεμάτο συμπερίληψη και συμπόνια. Είναι όμως έτσι;
Εδώ είναι Ελλάδα, δεν είναι Αμερική. Όσο κι αν θέλουμε να νιώσουμε Ευρωπαίοι και εξελιγμένοι, τα νέα είναι κακά, είμαστε ακόμα ένα μεγάλο χωριό με βαθιά ριζωμένες στην κουλτούρα μας απόψεις. Ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού μας, γαλουχήθηκε με το τρίπτυχο “Πατρίς / Θρησκεία / Οικογένεια” και όταν διαισθανθεί ότι κάτι το απειλεί, τότε αυτό γίνεται αυτόματα εχθρός. Το «Έτσι τα μάθαμε, έτσι τα συνεχίσαμε», θα μπορούσε να ήταν το tag line κάτω από το brand που λέγεται Ελλάδα. Είμαστε όμως και ιδιόμορφος λαός οι νεοέλληνες με ένα τεράστιο ταλέντο. Μπορούμε να μετατρέψουμε μία τραγωδία ή έστω κάτι πολύ σοβαρό, σε κωμωδία για χοντρά γέλια, ενώ πιστεύουμε ότι το κάνουμε σωστά. Και φυσικά η τάση τoυ «woke» φαινομένου δεν αποτελεί εξαίρεση.
Στο εξωτερικό, το «woke» διαδόθηκε στις μάζες από ακτιβιστές, φιλόσοφους, καθηγητές πανεπιστημίου. Στην Ελλάδα όμως την πολιτική ορθότητα την έβαλαν στα σπίτια του μέσου Έλληνα, τα πρωινάδικα. Κάπου μετά το κίνημα του #MeToo, του οποίου τα σκήπτρα κραδαίνουν οι ίδιοι, άτομα όπως η Φαίη Σκορδά και η Δανάη Μπάρκα έγιναν οι υπασπιστές του politically correct. Όλο αυτό θα ήταν θεμιτό και ευεργετικό αν όντως είχε από πίσω του μία (σταθερή) ουσία. Όμως όχι. Δεν μπορείς να κόπτεσαι για τα δικαιώματα των γκέι και το αμέσως επόμενο λεπτό να δείχνεις πλάνα από γνωστό reality επιβίωσης, με ζουμ στα οπίσθια της παίκτριας. Αυτό αυτομάτως σε καθιστά φαιδρό πρόσωπο, όχι δικαιωματιστή. Ακόμα εκτός από ουσία, δεν υπάρχει ούτε βάση, καθώς δεν αντιλαμβάνονται τους πραγματικούς λόγους για τους οποίους ο τρόπος που εκφραζόμαστε δημόσια πρέπει να αλλάξει. Δεν είναι πηγαίο, ούτε προκύπτει σαν βαθύτερη ανάγκη, είναι απλά της μόδας.
Δεν μπορεί το κριτήριο να είναι το ποιος θα στεναχωρηθεί με τον τάδε χαρακτηρισμό, αλλά τι ταιριάζει αλήθεια σε μία σύγχρονη και πολυσυλλεκτική κοινωνία. Όταν πιστεύεις ότι η λέξη “χοντρός” προσβάλει έναν παχύσαρκο άνθρωπο και λες του κόσμου τις ανοησίες για να κρυφτείς, είσαι μέρος του προβλήματος. Οι άνθρωποι που είναι χοντροί (sic) το ξέρουν. Οι λέξεις έχουν την χροιά που τους δίνουμε. Το να είσαι χοντρός, δεν είναι κάτι κακό, δεν είναι κάτι καλό. Είναι απλώς αυτό. Όπως είσαι ψηλός ή κοντός. Εμείς όμως τρέμουμε να πούμε την λέξη (και τόσες άλλες) γιατί νομίζουμε ότι είναι προσβλητική. Δεν είναι. Το ζουμ όμως στα οπίσθια της παίκτριας του reality επιβίωσης, λίγο μετά το λογύδριο του πανελίστα εναντίον των χονδροφοβικών, είναι.
Αυτή είναι η πιο mainstream εκδοχή του ελληνικού «woke». Η απλή. Η τηλεόραση όμως έχει χάσει εδώ και χρόνια την δύναμή της και το αληθινό παιχνίδι παίζεται στα social media, στις πλατφόρμες και βέβαια στον έξω κόσμο. O Ricky Gervais , βρετανός κωμικός, λέει χαρακτηριστικά στο show του, ότι η ανθρωπότητα έχει επιβιώσει από άπειρα δεινά από την γέννηση της, απειλήθηκε από φτώχεια, επιδημίες, πολέμους, πανδημίες για να φτάσει σήμερα η δικιά μας γενιά να φοβάται πιο πολύ από όλα, τις λέξεις. Έχει δίκιο. Δεν έχει πια τόση σημασία το τι είναι τα πράγματα αλλά τα πως τα αποκαλούμε. Η ταμπέλα, έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από την ουσία, ή όπως μου είπε πρόσφατα ένας γοητευτικός φίλος, όλα πια είναι hashtags. Και μια και πιάσαμε την κατηγορία γνωστοί και φίλοι, ρωτήσαμε ανθρώπους της πόλης να μας πουν τι αισθάνονται για αυτές τις αλλαγές. Όπως ήταν φυσικό, ο κόσμος είναι αρκετά μπερδεμένος.
Ο Δημήτρης, (ετών 40 και μπάρμαν) είναι απόλυτος. «Τα πράγματα είναι απλά. Κάνε ό,τι θες, δεν με ενδιαφέρει, είμαι μαζί σου. Μην με αναγκάζεις όμως να μιλάω σαν τρελός. Η αλήθεια είναι ότι ναι έχουν αλλάξει τα πράγματα και έχω αλλάξει και εγώ μαζί τους. Πράγματα που μικρός κορόιδευα, τώρα επειδή έχω γνωρίσει ανθρώπους που τα ασπάζονται και τα εκπροσωπούν, τα αποδέχομαι. Υπάρχουν μια χαρά άτομα παντού, εμένα αυτό με ενδιαφέρει. Όσον αφορά τώρα στην πολιτική ορθότητα, δεν υπάρχει περίπτωση να μου πει κάποιος με τι θα γελάω. Το θεωρώ φασιστικό. Όλοι αυτοί που κόπτονται για τα δικαιώματα, είναι και οι πρώτοι υποκριτές. Όσο όμως κι αν διαφωνώ με κάποια πράγματα, δέχομαι την υπερβολή που υπάρχει γιατί ξέρω ότι έτσι θα έρθει η ισορροπία κάποια στιγμή».
Η Έρση (28 ετών, social media manager) βλέπει το θέμα σφαιρικά αλλά καταλήγει σε αδιέξοδο. «Το «woke» είχε τις προδιαγραφές να γίνει κάτι πολύ θετικό για τον κόσμο. Υπάρχουν ορισμένοι τομείς όπου η συγκεκριμένη κουλτούρα έχει πραγματικά βοηθήσει στη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων. Για παράδειγμα, τα άτομα που ανήκουν σε περιθωριοποιημένες ομάδες συχνά υφίστανται μεγάλη προκατάληψη και παρενόχληση. Σε απάντηση αυτού, υπήρξε αύξηση της υποστήριξης προς τις ομάδες μειονοτήτων όπως είναι πχ. οι γυναίκες, οι θρησκευτικές μειονότητες και τα άτομα με ειδικές ανάγκες. Οι άνθρωποι είναι πλέον πολύ πιο ενήμεροι για αυτά τα ζητήματα και είναι πολύ πιο πιθανό να υποστηρίξουν κάποιον αν έρθουν αντιμέτωποι με μία ρατσιστική κατάσταση. Ωστόσο, νομίζω ότι κάπου χάσαμε το νόημα. Γίνεται περισσότερος ντόρος γίνεται για τη συνεχή κριτική προς όλες τις αντιληπτές αποτυχίες των άλλων παρά για την προσπάθεια προς τη θετική αλλαγή. Δεν εμπνέει δράση. Την παγώνει. Το να είσαι «woke» σημαίνει πρωτίστως να εκθέτεις τον εαυτό σου. Να χτίζεις έναν τοίχο ανάμεσα σε εσένα και το πρόβλημα».
Καμία λύση. Υπάρχουν βέβαια και εκείνοι που βλέπουν μόνο το θετικό σε όλο αυτό. Ο Αλέξης (ετών 33, μουσικός) πιστεύει ότι σχεδόν δεν του πέφτει λόγος. «Δεν ανήκω σε κάποια μειονότητα, όλη μου την ζωή δεν βίωσα κανένα bullying λόγω του ποιός είμαι ή με ποιά φιλιέμαι. Νιώθω ότι μόνο καλό μπορεί να κάνει όλη αυτή η κινητοποίηση. Δεν με νοιάζει ποιος ζορίζεται με αυτό, με νοιάζει ότι άνθρωποι που μέχρι χθες δεν μπορούσαν να εκφραστούν, τώρα νιώθουν ελεύθεροι. Στην Ελλάδα έτσι κι αλλιώς έχουμε πολύ δρόμο ακόμα. Το ότι η πολιτική ορθότητα επηρεάζει πλέον ακόμα και την pop κουλτούρα, εμένα δεν με ενοχλεί. Είναι μία αρχή».
Ωστόσο κάποιοι βλέπουν πέρα από το θεωρητικό υπόβαθρο, πρακτικά ζητήματα σε αυτήν την «επανάσταση» του δημόσιου λόγου. Ταυτόχρονα, ένα ζήτημα είναι η υποχρεωτική αποδοχή όλων των αρχών του woke, σαν να πρόκειται για πακέτο επιλογών και όχι για αφορμή για σκέψη. Η Κατερίνα (30 ετών, κτηνίατρος), που θεωρεί ότι οι άνθρωποι αντί να αποκτήσουν περισσότερη ενσυναίσθηση έχουν εξαγριωθεί, θίγει αυτήν ακριβώς την παράμετρο: «Μέσα σε όλο αυτό είναι πολύ δύσκολο να έχεις πλέον μία οποιαδήποτε λογική και ήρεμη συζήτηση. Αριστεροί επιτίθενται σε δεξιούς, δεξιοί επιτίθενται σε αριστερούς σαν μεθυσμένοι ποδοσφαιρόφιλοι. Ειλικρινά αυτή η ένταση που διέπει την «woke» κουλτούρα, πολλές φορές μου φαίνεται ίδια με την τρέλα που βλέπουμε στους εξτρεμιστές της δεξιάς οι οποίοι χειραγωγούν και ενθαρρύνουν μία έλλειψη λογικής και ανεξάρτητης σκέψης. Γενικά όλες οι πλευρές, είναι σαν να ενθαρρύνουν τους ανθρώπους να παρατήσουν την ανεξαρτητοποιημένη σκέψη τους και να γίνουν ακόλουθοι του δόγματός τους. Τα κίνητρα των πλευρών μπορεί να είναι διαφορετικά αλλά πραγματικά τα αποτελέσματα είναι ίδια. Μία κοινωνία από ακόλουθους που αιώνια θα πηγαίνουν μπρος-πίσω με τους συνεχώς μεταβαλλόμενους “ανέμους”, γιατί πολύ απλά δε θα έχουν τα θεμέλια της λογικής και κριτικής σκέψης. Για να ανήκεις πρέπει να συμφωνήσεις. Είναι αυτό «woke»;».
Παρατηρούμε μία σύγχυση ως προς τα όρια του τι είναι «woke», μία κούραση για αυτήν την απολυτότητα που το κίνημα επιβάλλει και μία ανάγκη για περισσότερο προβληματισμό. Όμως υπάρχουν καλές προθέσεις, υπάρχει διάθεση για αλλαγή. Το να είμαστε συνεχώς σε επαγρύπνηση για αδικίες όπως ο ρατσισμός είναι κάτι προφανές και κάτι για το οποίο πρέπει πάντα να προσπαθούμε. Οι προκαταλήψεις και οι ανισότητες έναντι ορισμένων ατόμων εξακολουθούν να υπάρχουν στην κοινωνία μας και πρέπει να αντιμετωπιστούν. Αυτό από μόνο του είναι ένας επαρκής λόγος για να προσπαθήσουμε να είμαστε «woke». Το να είσαι «woke» δεν είναι φόρος τιμής. Από μόνο του, δεν αρκεί. Η ελευθερία της σκέψης είναι η βασικότερη προϋπόθεση για μία πολιτισμένη κοινωνία και αυτή δεν πρέπει να καταδυναστεύεται υπό οποιαδήποτε ομπρέλα. Ο κόσμος αλλάζει και εμείς μαζί του. Ο κόσμος όμως δεν θα γίνει καλύτερος μόνο με λόγια και οι λέξεις από μόνες τους, τις περισσότερες φορές, δεν σημαίνουν τίποτα.