Ο πρώτος ήχος που παράγει ο άνθρωπος όταν εκβάλλει στην ζωή από το ασφαλές κουκούλι της μήτρας είναι ήχος από κλάμα, από κλάματα. Λυγμικά και σπαραχτικά ξεκινάμε το ταξίδι στην ζωή, σα να ξέρει κάτι μέσα μας, οργανικό και όχι μόνο, ότι θα έχει πολύ πόνο η πορεία μας στην γη ετούτη. Όσο μεγαλώνουμε, καταχωνιάζουμε το κλάμα ως μια επιστροφή στην παιδικότητά μας στα πιο βαθιά συρτάρια της ψυχής μας, το αποφεύγουμε, το φοβόμαστε και λίγο.
Ο Ad Vingerhoets, συγγραφέας του “Why Only Humans Weep: Unravelling the Mysteries of Tears,” (μτφ.: «Γιατί μόνο οι άνθρωποι κλαίνε: Αποκαλύπτοντας τα μυστήρια των δακρύων») ισχυρίζεται ότι το κλάμα έχει δύο συστατικά: το ένα είναι οι φωνητικοί ήχοι δυσφορίας που παράγει ένας άνθρωπος πριν και κατά τη διάρκεια του κλάματός του και το δεύτερο είναι τα δάκρυα. Ο καθηγητής κλινικής ψυχολογίας εξηγεί στο βιβλίο του ότι οι φωνητικοί ήχοι απόγνωσης είναι κοινοί μεταξύ ανθρώπων και μωρών ζώων. Κατά τον ίδιο, πρόκειται για παράγωγο της εξέλιξης, έναν μηχανισμό συναγερμού που κινητοποιεί τους γονείς σε περίπτωση κινδύνου ή ανάγκης του μικρού τους.
Σε έρευνα που δημοσιεύθηκε στο American Journal of Ophthalmology, ένας άλλος “ειδικός δακρύων” Dr William Frey, βιοχημικός στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα στη Μινεάπολη, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα “συναισθηματικά” δάκρυα περιέχουν ορμόνες του στρες και άλλες χημικές ουσίες που απελευθερώνονται όταν κλαίμε. “Τα δυνατά συναισθήματα προκαλούν στον εγκέφαλό μας την απελευθέρωση χημικών ουσιών που οδηγούν έμμεσα στα δάκρυα και στο κλάμα. Ένα καλό κλάμα, όχι μόνο αυξάνει το επίπεδο των ενδορφινών, των φυσικών χημικών ουσιών στο σώμα, αλλά παρέχει και μια αίσθηση ευεξίας, ανακουφίζει από το στρες, και απελευθερώνει τοξίνες” Ο Frey διαπίστωσε επίσης ότι οι γυναίκες κλαίνε κατά μέσο όρο 5,3 φορές το μήνα, ενώ οι άνδρες κλαίνε κατά μέσο όρο 1,3 φορές το μήνα.Τα επίπεδα τεστοστερόνης στους άντρες ίσως είναι μια εξήγηση, καθώς η συγκεκριμένη ορμόνη μπορεί να αναστείλει το κλάμα, ενώ η προλακτίνη (εμφανίζεται σε υψηλότερα επίπεδα στις γυναίκες) το ενθαρρύνει. Σίγουρα, όμως, το κλάμα και το κατά πόσο “επιτρέπεται” στα φύλα να κλαίνε αποτελεί και κοινωνική κατασκευή.
Ο πολιτισμός μας και οι κοινωνίες μας δεν μας ενθαρρύνουν ακριβώς να εκφράζουμε τα συναισθήματά μας-ειδικά αν είμαστε άντρες και ειδικά αν αυτά τα συναισθήματα δεν έχουν θετικό πρόσημο. Όμως, παρά τις όποιες πιέσεις, εσωτερικές και εξωτερικές, παρά την ντροπή που μπορεί να συνοδεύει ένα δημόσιο ξέσπασμα δακρύων, είναι πιθανό να μας έχει συμβεί κάτι από τα δύο, πιθανότερα και τα δύο:
α) Nα βάλουμε τα κλάματα μπροστά σε άνθρωπο/ανθρώπους
β) Nα βάλει κάποιος τα κλάματα μπροστά μας, δίπλα μας
Όταν κλαίμε εμείς, έχουμε κιόλας περάσει το όποιο όριο χωρίζει την αυτοσυγκράτησή μας από την ανάγκη μας για έκφραση-έπειτα από λίγο πιθανώς θα βρούμε γαλήνη. Αλλά, όταν κάποιος αρχίζει να δακρύζει ή να κλαίει δίπλα μας, τι κάνουμε; Αν είναι δικός μας άνθρωπος, το παιδί μας, ο σύντροφός μας, μάλλον είναι πιο εύκολο. Προσοχή: το “μην κλαις, σταμάτα να κλαις” ας μείνει τελευταίο στην λίστα των φράσεων που θα εκστομίσουμε. Δεν χρειάζεται να είσι ειδικός για να καταλάβεις, μάλλον να συναισθανθείς ότι προτρέποντας τον άλλον να μην κάνει κάτι που μάλλον δεν μπορεί να ελέγξει (τουλάχιστον εκείνη τη στιγμή) δεν πετυχαίνεις τίποτα. Μην πεινάς, μην ζηλεύεις, μην αγχώνεσαι, μην κλαις. Μπα, αυτά τόπο δεν πιάνουν.
Όπως επίσης και οι καλοπροαίρετες ατάκες του τύπου “δεν σε φοβάμαι εσένα”, “εσύ είσαι δύναμη” λίγο μόνο βοηθούν-μπορεί και καθόλου. Όχι εκείνη την στιγμή, όχι πάνω στην κόψη του μαχαιριού που η άλλη ή ο άλλος βγάζει τα μέσα του έξω και βρίσκεται σε κατάσταση απόλυτης ευαλωτότητας. Ένας συνήθης τόπος δακρύων, όπου μάλλον δεν θα ακουστούν (πολλά) λάθος πράγματα, είναι αυτός στο γραφείο του ψυχοθεραπευτή μας. Όπως γράφει η ειδικός ψυχικής υγείας Κατερίνα Ντέμου, «πολλοί άνθρωποι όταν ξεκινάνε ψυχοθεραπεία εντυπωσιάζονται από το ότι κλαίνε κατά τη διάρκεια της θεραπείας ενώ μπορεί στην καθημερινότητά τους να μην κλαίνε συχνά.» Και συνεχίζει: «Είναι αλήθεια πως μέσα στη θεραπευτική πορεία ο θεραπευόμενος ίσως να κλάψει ή να κλαίει συχνότερα από ότι συνήθως καθώς δουλεύει πολλά θέματα εις βάθος με την υποστήριξη του θεραπευτή και έρχεται σε επαφή με αναμνήσεις, τραύματα, έντονα χαρούμενες στιγμές αλλά ταυτόχρονα αισθάνεται πως βρίσκεται σε ασφαλές περιβάλλον που αντί να τον κρίνει θα του προσφέρει αποδοχή. Μάλιστα σύμφωνα με έρευνα, της οποίας τα αποτελέσματα δημοσιεύθηκαν στον Αμερικάνικο Σύλλογο Ψυχολογίας, οι ίδιοι οι θεραπευτές υποστήριξαν πως βλέπουν το κλάμα μέσα στη θεραπεία ως τρόπο να συνδεθούν με τους θεραπευόμενους και αισθάνονταν άνετα να δακρύσουν οι ίδιοι μαζί με τους θεραπευόμενους ειδικά όσο περισσότερο άνετα ένιωθαν στο ρόλο τους ως θεραπευτές.»
Όμως, η ζωή δεν είναι ντιβάνι ψυχιάτρου.
Κι έτσι, δεν μπορούμε ούτε είμαστε υποχρεωμένοι να μπορούμε να σαπορτάρουμε κάποιον δικό μας ή λιγότερο δικό μας άνθρωπο (έναν συνάδελφο, έναν συνεπιβάτη στα ΜΜΜ) που κλαίει κοντά μας. Αν θέλουμε, όμως να το κάνουμε, πράγμα στ’ αλήθεια καλό και όμορφο, η αλήθεια είναι ότι μπορούμε να πατήσουμε πάνω σε ένα manual που πάει κάπως έτσι, όχι επειδή το λέμε εμείς, αλλά επειδή το εγκρίνουν άνθρωποι που έχουν φάει τα νιάτα τους (sic) ασχολούμενες/οι με την ανθρώπινη ψυχή:
Ο καλύτερος τρόπος είναι να παρασταθούμε στο άτομο που κλαίει χωρίς λόγια, με μια αγκαλιά ή με μια παρηγορητική κουβέντα στις περιπτώσεις που η σχέση δεν επιτρέπει σωματική επαφή. Όπως είπαμε, αν πιέσουμε με μια φράση όπως το κλασικό «μην κλαις», το πιθανότερο είναι να οδηγηθούμε σε αναζωπύρωση ή να σταματήσει το κλάμα απότομα και έτσι να μην επέλθει η ευεργετική αίσθηση ανακούφισης που συνήθως ακολουθεί.
Κάποιες φορές, μπορεί να μην αντιλαμβανόμαστε τι ακριβώς έχει συμβεί στον άνθρωπο που ξεσπά πλάι μας. Δεν είναι η τέλεια στιγμή να ζητήσουμε να μας πει λεπτομέρειες. Μπορούμε να προσφέρουμε λίγο νερό, ένα χαρτομάντηλο. Να προσπαθήσουμε να ακούσουμε ό, τι έχει να μας πει. Όταν ηρεμήσει κάπως το κλάμα-κανένα κλάμα δεν διαρκεί για πάντα- να χαμογελάσουμε ίσως, να πούμε κάτι παρηγορητικό: «δεν ξέρω πώς νιώθεις ακριβώς, σε καταλαβαίνω όμως, νιώθω τον πόνο σου», «λυπάμαι», «προσπάθησε να κάνεις κουράγιο και υπομονή, θα περάσει».
ΥΓ1 : Όταν πέρασα το βαρύ ερωτικό μου πένθος την άνοιξη και τις αρχές του καλοκαιριού, άγνωστες γυναίκες και άνδρες στον δρόμο, στο λεωφορείο και στο παρκάκι της γειτονιάς μου με είδαν να κλαίω, ενίοτε να σπαράζω, να γονατίζω στην άκρη του δρόμου με γόνατα κομμένα και καρδιά σπασμένη σε χίλια κομμάτια. Κάποιοι, οι περισσότεροι, προσπέρασαν. Άλλοι, λίγοι, στάθηκαν. Να δουν πώς είμαι, αν χρειάζομαι βοήθεια, αν θέλω να πιω λίγο νερό. Ή ίσως να μιλήσω. Περισσότερα για την καλοσύνη των ξένων που έγιναν μάρτυρες των δακρύων μου έχω γράψει εδώ.
ΥΓ2: “Tα δάκρυα, δεν είναι σημάδι αδυναμίας, αλλά δύναμης. Μιλούν πιο εύγλωττα από δέκα χιλιάδες λέξεις. Μπορεί να είναι αγγελιοφόροι συντριπτικής θλίψης, βαθιάς αγωνίας αλλά και ανείπωτης αγάπης. ” Washington Irving