Τι συμβαίνει με τις νεανικές συμμορίες; Ποιο είναι το τοπίο της νεανικής παραβατικότητας σήμερα και τι κρύβεται πίσω από αυτό;

Ομάδες νεαρών συνομήλικων, καμένα αυτοκίνητα, μικροκλοπές, εκφοβισμένοι πολίτες, ομαδικές επιθέσεις σε συνομήλικους, σπασμένες βιτρίνες, κατεστραμμένα ATM, βεβηλωμένα μνημεία. Σκόρπιες λέξεις που σχετίζονται με την κυρίαρχη αναπαράσταση για το τί είναι νεανική συμμορία. Λέξεις που δεν έχουν να προσθέσουν τίποτα για το τι μπορεί να συμβαίνει στο μυαλό και στην πραγματικότητα ενός εφήβου που εντάσσεται σε μια ομάδα με δράση παραβατική.

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Τα τελευταία χρόνια έχει καταγραφεί αύξηση της ανήλικης παραβατικότητας σε παγκόσμιο επίπεδο, συμπεριλαμβανομένης και της χώρας μας. Βάσει των περισσοτέρων μελετών η νεανική εγκληματικότητα σχετίζεται  με τη δυσμενή κοινωνικοοικονομική κατάσταση και με τη λειτουργικότητα ή μη της οικογένειας. Μόνο που, πλέον, ολοένα και περισσότερα παιδιά που δεν προέρχονται ούτε από φτωχές οικογένειες, ούτε από υποβαθμισμένες περιοχές, ούτε από διαλυμένες οικογένειες εντάσσονται σε νεανικές συμμορίες.

Γιατί οι νεανικές συμμορίες αυξάνονται στις αναβαθμισμένες συνοικίες; Και ποια είναι τα χαρακτηριστικά των μελών των νεανικών συμμοριών βάσει των εγκληματολογικών ερευνών;

Η Καθηγήτρια Διεθνούς Ασφάλειας Μαίρη Μπόση μας εξηγεί πως το χαρακτηριστικό της νεανικής παραβατικότητας σήμερα σε παγκόσμιο επίπεδο είναι η έλλειψη πολιτικής σκέψης, η αναβάθμιση της ακροδεξιάς βίας και η  ολοένα και μεγαλύτερη ένταξη κοριτσιών στις νεανικές συμμορφίες. Επιπλέον έχει καταγραφεί σημαντική μείωση του μέσου όρου ηλικία και αύξηση της ένταξης παιδιών απ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα. «Οι νεανικές συμμορίες έχουν στόχο είτε τις κλοπές, είτε την ανάδειξη ηγετικών φυσιογνωμιών. Είναι εντυπωσιακό πως δεν δείχνουν να έχουν το φόβο των αρχών ασφαλείας. Θεωρείται πλέον εύσχημο και σωστό να σπάσουν μια βιτρίνα ή να επιτεθούν στον αντίπαλο, δηλαδή το μέλος μιας άλλης ομάδας», τονίζει η Καθηγήτρια Διεθνούς Ασφάλειας επισημαίνοντας πως αυτές οι  μορφές βίας προήρθαν από τις ΗΠΑ όπου η κατοχή και η χρήση όπλων είναι νόμιμη. «Τα ρεύματα της βίας ήρθαν από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη με καθυστέρηση. Οι ελληνικές συμμορίες είναι αντίγραφα των μορφών βίας που εξαπλώνονται μέσα στο χώρο. Στην Ελλάδα βλέπουμε ομάδες νέων ανθρώπων να βάζουν το μανδύα της πολιτικοποιημένης βίας, να κάνουν καταστροφές και εμπρησμούς σε νεκροταφεία, σε εκκλησίες. Βλέπουμε νέα παιδιά να χτυπούν ένα συμμαθητή τους για να του πάρουν το κινητό γιατί έτσι ηρωοποιούνται στις ομάδες τους. Τα παιδιά θεωρούν πολύ φυσιολογική τη βία γιατί εκτίθενται σε αυτή από μωρουδιακή ηλικία. Έχουν εθιστεί στη βία μέσα από βιντεοπαιχνίδια, μέσα από  ακούσματα( όπως μουσική τραπ) και αυτά που βλέπουν στην τηλεόραση .Ένα κράτος οφείλει να προλάβει αυτή την έκφραση βίας. Για να την προλάβει θα πρέπει, όμως,  να την αναγνωρίσει», καταλήγει.

Φωτ.: Tim Marshall / Unsplash

Ο Άγγελος Τσιγγρής, εγκληματολόγος, μας ενημερώνει πως «η εγκληματολογική έρευνα, αναφορικά με τους έφηβους παραβάτες, έχει αποδείξει ότι πρόκειται κυρίως για αγόρια, μέσης ηλικίας. Η οικονομική κατάσταση της οικογένειάς τους εμφανίζεται γενικά να είναι αρκετά καλή, καθώς εργάζονται συνήθως και οι μητέρες τους, αλλά περιστασιακά και οι ίδιοι. Οι παραβατικές παρέες των νέων σχολικής ηλικίας είναι σχετικά πολυμελείς και στελεχώνονται κυρίως με άτομα του ιδίου φύλου. Τα μέλη της παρέας προέρχονται κυρίως από το σχολείο, αλλά επίσης από τη γειτονιά, το χώρο εργασίας και τους τόπους νυκτερινής διασκέδασης. Στην παρέα μετέχουν συνήθως για να βρουν φίλους, χωρίς να έχουν συνήθως κάποιον αρχηγό ή ιεραρχική δομή, ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για “συμμορίες ανηλίκων”. Οι έφηβοι παραβάτες επιδίδονται συχνά σε αντισυμβατικές ενέργειες, όπως αγορά, πώληση και χρήση ναρκωτικών ουσιών, πρόκληση ζημιών σε σχολικό χώρο, κλοπές σε κατάστημα, επεισόδια στο γήπεδο, συμπλοκές με τρίτους, φθορές ξένης ιδιοκτησίας, κλοπές χρήσης ή εξαρτημάτων μεταφορικού μέσου, απειλές κατά συνομηλίκων, διαρρήξεις κατοικιών και αυτοκινήτων, πώληση κλοπιμαίων».

Τι μας δείχνει η νεανική παραβατικότητα για τον κοινωνικό δεσμό στη χώρα μας; Ποιος είναι η σχέση του ελληνικού σχολείου με την νεανική παραβατικότητα; Τι συμβαίνει στον ψυχισμό των μαθητών που παραβατούν και που εκφοβίζουν στο πλαίσιο μιας ομάδας  και ποιος είναι ο ρόλος της ελληνικής οικογένειας;

Αν παρατηρήσετε τις ομάδες νέων με παραβατική δράση, θα διαπιστώσετε πως το πάρκο ή η πλατεία έχουν λάβει τη θέση της οικογενειακής εστίας ή του σχολείου και πως οι ηγετικές φιγούρες έχουν λάβει έναν ρόλο προστάτη, δηλαδή ενσαρκώνουν μια πατρική φιγούρα. Ας μιλήσουμε, λοιπόν, ψυχαναλυτικά. Η εφηβική ηλικία εμπεριέχει μια ερωτοτροπία με τον θάνατο και τον κίνδυνο, βάσει της ψυχαναλυτικής θεωρίας. Το να μεγαλώνει κανείς είναι μια επιθετική πράξη, όπως έχει σημειώσει ο Ντόναλντ Γουίνικοτ. Διότι η μετάβαση από την εφηβεία στην ενηλικίωση πραγματοποιείται μέσα από το «κλείσιμο λογαριασμών» με την παιδική μας ηλικία. Συνεπώς η εφηβεία είναι μια εύθραυστη περίοδος με αμφισβήτηση και συχνά συμπεριφορές διακινδύνευσης. Σε μια πρώτη φάση οι  σχέσεις που θα δημιουργήσει ο έφηβος εκτός πατρικής οικογένειας, δηλαδή το αν θα γίνει πομπός και αποδέκτης αισθημάτων ασφάλειας ή βίας εξαρτώνται από τον τρόπο που θα βιώσει την παραπάνω διαδικασία μέσα στην οικογένεια.

Η πρόκληση είναι η διαχείριση αυτής της ενόρμησης καταστροφής με απώτερο στόχο στη  συγκατάθεση του εφήβου στην υποταγή  στον κοινωνικό δεσμό. Διαφορετικά οι έφηβοι, εύκολα, θα καταφεύγουν σε παραβατικές ομάδες, προκειμένου να αναπληρώσουν αυτό που τους «λείπει». Σε αυτό το σημείο έφτασε η στιγμή να μιλήσουμε κοινωνιολογικά και πολιτικά. Οι ρίζες της παραβατικότητας εντοπίζονται στην κυρίαρχη κουλτούρα ανομίας και στον τρόπο που αναπλάθεται  κοινωνικός δεσμός. Τα τελευταία χρόνια ο κοινωνικός δεσμός αναπλάθεται με τρόπο σχεδόν στρατοπεδικό. Αυτό σημαίνει πως η πολιτεία διολισθαίνει στο υπόδειγμα του στρατοπέδου, αντί να φροντίσει να κερδίσει σε αξιοπιστία μέσα από άλλες οδούς. Εδώ και αρκετά χρόνια δηλαδή στην Ελλάδα, το κύριο σημαίνον που ενσαρκώνεται στο κράτος δεν είναι αξιόπιστο. Για την ακρίβεια ταυτίζεται με το σημαίνον της αδικίας. Αυτό σημαίνει πως ο νόμος που ψηφίζεται δεν εφαρμόζεται και πως ο κανόνας αντιμετωπίζεται ως ο νόμος του Άλλου. Το ίδιο το ελληνικό κράτος δείχνει πως δεν σέβεται τον δημοκρατικό θεσμό.

Πως μπορεί, συνεπώς, ένας νέος να μην θεωρεί πως νομιμοποιείται να εξαιρείται από τον νόμο; Η παραβατικότητα δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να είναι ασύνδετη με την κοινωνικοπολιτική δυσφορία και τη μετάλλαξη του κοινωνικού δεσμού, σε μια χώρα όπου το κύριο σημαίνον δεν είναι αξιόπιστο ώστε να εξασφαλιστεί συμμόρφωση όλων στον πολιτικό και κοινωνικό δεσμό. Οι νεανικές συμμορίες δεν μπορεί να μην είναι και σύμπτωμα της υποκειμενικής αλλά και κοινωνικής (βιοπολιτικής) δυσφορίας.