Περπατάμε στην εποχή των νοθεύσεων. Των κοκτέιλ. Των σερφ εν τερφ. Των προσμίξεων και λογής λογής παντρεμάτων. Και αυτό κακό δεν το λες. Το λες λίγο ότι έχουμε βαλτώσει, ότι δεν μας πήγε και πολύ ως είδος το μονοποικιλιακό, το λες ως έναν βαθμό «ό, τι μπορούμε κάνουμε».

Μαγαζιά με χαρακτήρα και ταυτότητα, εκτός από κάποια παλαιά και συγκεκριμένα, αναβαπτισμένα μες στην ποπ χιπσεροκουλτούρα της αποθέωσης του καλτ και του ρετρό, δεν υφίστανται. Θυμάμαι το ροκάδικο, τον Αριστοφάνη, στου Ψυρρή. Δεν υπάρχει. Θυμάμαι κάποια καλά, μικρά σκυλαδικάκια κρυμμένα στις παρυφές της πόλης. Δεν υπάρχουν.

Έτσι, η φάση έχει γίνει «χωνευμένο εστέτ». Λίγες βερολινέζικες αναφορές, λίγο τζάμπα coolness, λίγη ένδεια που πλασάρεται για γαματοσύνη και επιλογή αισθητική, λίγο ό, τι μπάντα μας κάτσει, αρκεί να’ χει τον κόσμο της. Και όλες βγαίνουν παντού. Και όλοι ακούνε όλα. Κι αυτό έχει πλάκα. Όσοι ελάχιστοι θερμοί πιστοί ντύνονται μα βάση το μουσικό τους γούστο, ξεχωρίζουν σαν τις μύγες μες στα γάλατα.

Από το Κύτταρο στο Fantasia, ένα τσιγάρο (μου) δρόμος

Την Παρασκευή το βράδυ, έχοντας συνομιλήσει με το Νίκο Σπάθα, πήγα στο Κύτταρο στην Αχαρνών για να απολαύσω (αν και ουχί ροκού) την συναυλία αφιέρωμα στους Socrates Drunk the Conium. To Σάββατο το βράδυ πήγα με τον καθηγητή φωνητικής Αντώνη Αρμάνι στα μπουζούκια. Κάνει φωνητική στον Γιώργο Λιβάνη, τον τραγουδιστή που βγαίνει πριν από τον Νίκο Οικονμόπουλο στο Fantasia. Η όγδοη ή η ένατη φορά στην ζωή μου που πατούσα στα μπουζούκια ήταν αυτή.

Και σιγά το θέμα. Εμείς οι δημοσιογράφοι, ως γνωστόν, οφείλουμε να είμαστε χωνευτήρια και ψαχτήρια. Να τρώμε σούσι, αλλά και φαλάφελ, να διαβάζουμε βιβλία, να ξεφυλλίζουμε περιοδικά, να παρακολουθούμε την φάση τριγύρω μας, γενικώς. Όμως, ένα σύντομο σκαν που έκανα δια των ομματιών μου στον κόσμο των μαγαζιών, μου έδειξε ότι αρκετοί και αρκετές θα μπορούσαν να είναι ακριβώς στην θέση μου. Να έχουν έρθει «από περιέργεια», από κάποιο εντελώς ειδικό ενδιαφέρον, από ανοιχτωσιά, ακόμα και από το «με έσυρε μια παρέα και ακολούθησα».

Φυσικά, μες στο Κύτταρο, όπου η μουσική είχε τον πρώτο λόγο-εξαιρετικά παιξίματα, ενέργεια στον Θεό, φοβερός ήχος, guests ένας κι ένας- δεν βρίσκονταν πάνω από 150 άνθρωποι. Στο Fantasia, από την άλλη, που φαντάζει με κακότεχνο παράπηγμα όλο λαμαρίνες (από πίσω, γιατί από μπροστά αστράφτει και λάμπει), που ο ήχος του ήταν επιεικώς μέτριος, που οι φωνές που άνοιγαν τον Οικονομόπουλο δεν λένε και πάρα πολλά, στριμώχτηκαν ωραιότατα 2.500 άτομα. Οι προνομιούχες μπροστά, με θέα λουλουδικό, τα παιδάκια με το υστέρημά τους, κλωτσοσκούφι στο μπαρ, για να ακούσουν κανένα σουξέ και να κάνουν κανένα στόρυ, ως άνθρωποι κι αυτοί με ψυχή και δικαιώματα.

Δεν ένιωσα καμία μαγεία, σε κανένα από τα δύο μαγαζιά. Δεν είναι, βέβαια, και κανένα του τύπου μου. Εμένα μου αρέσουν, εκτός από τις ταβέρνες και τα ρεμπετάδικα (άλλη πονεμένη ιστορία αυτά, που έχουν γίνει φασόν χωρίς καρδιά) τα μικρά μπαρ -στιλ Αριστοφάνης ή καμιά συνοικιακή καλτίλα- και τα σκυλάδικα. Δηλαδή, οι Γραμμές, ας πούμε, είναι ένα σύχγρονο σκυλάδικο απαιτήσεων. Ο κόσμος είναι απροσποίητα ευτυχής εκεί μέσα. Τα δάχτυλά του μυρίζουν τσίκνα και νικοτίνη, τα κορίτσια φορούν ενίσχυση και δεν ντρέπονται γι’ αυτό, τα φασώματα λαμβάνουν χώρα εν εξάλλω και σε κοινή θέα, τα λουλούδια είναι σε καλές τιμές, να μπορέσουν να στείλουν τ’ αγόρια σε κανένα τραπέζι με ομορφοκόριτσα.  Κι επίσης, έχεις να κυκλοφορήσεις, να κοιταχτείς. Στο Fantasia Σαββατόβραδοι, νύχια ματώνουν μέσα από το αδικοφορεμένο πέδιλο που, στην τελική, κανείς δεν βλέπει και σου κάνει κι έναν κάλο να που δεν θα έχει καθόλου πλάκα Κυριακή μεσημέρι.

Και το Κύτταρο ξεθυμασμένο, άτονο, ξεκαύλωτο. Δεν χωρεί, βεβαίως, σύγκριση. Το ένα μαγαζί έγινε για χρήμα, για βιομηχανία, το άλλο έχει ψυχούλα, έχει χνάρια ακριβά καλλιτεχνών. Αλλά, μην τρελαθούμε. Σιγά την φάση, τώρα πια. Γκριζάδα, μουντάδα, ένας βλοσυρός κύριος στην πόρτα, ένα αγενέστατο αγόρι στο μπαρ, κάτι που παλιώνει κάθε δευτερόλεπτο. Μίλια μακριά από ό, τι μες στο κεφάλι μου συμβολίζει την φρεσκάδα και την ομορφιά.

Το Κύτταρο ξεκίνησε ως λαϊκό μαγαζί -«του Μαργωμένου»- όπου τραγουδούσαε ο Στέλιος Καζαντζίδης με τη Γιώτα Λύδια. Ήδη είχε ανοίξει το Ροντέο όπου έπαιζε ο Σαββόπουλος με την μπάντα τα Μπουρμπούλια. Αυτός είχε την ιδέα να υπάρξει ένας μεγαλύτερος χώρος που θα στεγάσει όλο αυτό το ποπ κίνημα. Γιατί τότε δεν υπήρχε ο όρος ροκ, ήταν ποπ. Κι έτσι φτιάχτηκε το Κύτταρο. Ότανο Αντώνης Μποσκοϊτης ρώτησε τον Σαββόπουλο γιατί το ονόμασε «Κύτταρο», του είπε ότι ήταν ένα κύτταρο νέας μουσικής.

Oι Socrates Drank The Conium, ο Παύλος Σιδηρόπουλος, o Δημήτρης Πουλικάκος, ο Βαγγέλης Γερμανός, η Μαρίζα Κωχ, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας και η Δέσποινα Γλέζου είναι μερικοί μόνο από τους καλλιτέχνες που πρωτόπαιξαν στο Κύτταρο, ταυτιζόμενοι για τα μετέπειτα χρόνια με τη συγκεκριμένη μουσική σκηνή. Η τριετία 1971 – 1973, ήταν αυτή που έδωσε το παντοτινό στίγμα και το άγγιγμα του μύθου στο Κύτταρο της οδού Ηπείρου και Αχαρνών.

Θρυλικές έχουν μείνει οι παραστάσεις του Γιάννη Μαρκόπουλου με τον Νίκο Ξυλούρη και τον Παύλο Σιδηρόπουλο, όπως και της Δόμνας Σαμίου με μια φουρνιά ανερχόμενων – τότε – δεξιοτεχνών της παραδοσιακής μουσικής μας. Κι ακόμη, βραδιές με Δανάη και Πάμπλο Νερούντα, καθώς και τους εναπομείναντες αυθεντικούς ρεμπέτες στις πρώτες ξακουστές επανεμφανίσεις τους!

Στη δεκαετία του 1980, σε συνάρτηση με το πανηγύρι της πλατείας Εξαρχείων, διοργανώνονται στο Κύτταρο μοναδικές βραδιές μπλουζ, αλλά και συναυλίες των πρώτων ελληνικών πανκ – ροκ συγκροτημάτων. Αξέχαστες και σατιρικές ανατρεπτικές παραστάσεις του Τζίμη Πανούση με τις Μουσικές Ταξιαρχίες του, προϊόν των οποίων υπήρξε το άλμπουμ «Hardcore», άλλο ένα σημαντικό live της εγχώριας δισκογραφίας.

Τη δεκαετία του 90, με την απόλυτη κυριαρχία της τηλεοπτικής εικόνας και τον μοιραίο περιορισμό κάθε είδους αντισυμβατικών πολιτιστικών δρώμενων, το Κύτταρο έπεσε σε περίοδο καλλιτεχνικού μαρασμού και δύσκολων αποφάσεων. Η στροφή στο λαϊκό πρόγραμμα δεν ταίριαξε ποτέ με την κληρονομία ενός χώρου που έμαθε να πρωτοπορεί και οι συγκρίσεις ήταν αναπόφευκτες. Τον Οκτώβριο του 2007 το Κύτταρο Live εν μέσω «λαϊκού προσκυνήματος» και ρίγους συγκίνησης ξανάνοιξε τις πόρτες του, συγκεντρώνοντας νοσταλγούς, αλλά και νέους θαμώνες.

Η Ελένη Βιτάλη, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Μανώλης Ρασούλης, ο Νίκος Πορτοκάλογλου, η Σωτηρία Λεονάρδου, ο Φοίβος Δεληβοριάς, o Κώστας Χατζής, η Θεοδοσία Τσάτσου, ο Διονύσης Τσακνής, τα Υπόγεια Ρεύματα, τα Μωρά στη Φωτιά, τα Διάφανα Κρίνα, οι Locomondo, ο Λάκης Παπαδόπουλος, ο Γιαννης Γιοκαρίνης, ο Γιάννης Αγγελάκας, ο Δημήτρης Πουλικάκος, ο Ζωρζ Πιλαλί, ο Νίκος Ζιώγαλας, οι Blues Wire, οι Nightstalker, οι Deus Ex Machina, οι Last Drive, οι Rock n Roll Children, οι Magic De Spell, οι Panx Romana, είναι μόνο μερικοί από τους συντελεστές της καλλιτεχνικής ζύμωσης που συντελείται όλα αυτά τα χρόνια στον αποκαλούμενο «ναό του Ελληνικού ροκ».

Εκείνη την περίοδο, η Hip Hop σκηνή, βρήκε στέγη και έγραψε και συνεχίζει να γράφει εκρηκτικές βραδιές ενώ αξέχαστα παραμένουν έως και σήμερα τα θεματικά 80s Parties αλλά και μια αλληλουχία από sold out Live Tributes Rock μύθων όπως οι βραδιές για τον Παύλο Σιδηρόπουλο με τους Απροσάρμοστους στο ετήσιο ραντεβού του Δεκέμβρη.

Από το φθινόπωρο του 2021, μετά από έναν χρόνο με τις πόρτες σφραγισμένες, το Κύτταρο συνεχίζει αγκομαχώντας να επιζήσει, με ωραίες ιδέες για λάιβ, συχνότατες επαναλήψεις των ίδιων και των ίδιων ονομάτων και όχι τρελό γκελ ανάμεσα στους πιτσιρικάδες που ασχολούνται με το ροκ κι έχουν μπάντες. Αυτοί έχουν στραφεί προς αλλού: Six Dogs, Ρομάντσο, Temple και αλλού. Κι αυτοί ακόμα, όπως και οι ακροατές τους, είναι λίγοι.

Οι νέοι της δικής μου της γενιάς, οι τριαντάρηδες, μαζικά εννοώ, δεν μιλώ για συκκεριμένες παρέες, κάνουν άλλα μαγαζιά και φέρνουν άλλες καλλιτεχνικές τάσεις στην Αθήνα. Έχουμε μια μυκονοποίηση της διασκέδασης, μιξ γκριλ ντεκς με ηλεκτρονική μουσική, Βαλερόν, λίγο Βίσση και λίγο εξευγενισμένο, αμερικάνικο τραπ. Φανταστικές ποτάρες και εξωτικές φαγητάρες, χαβανέζικα πουκάμισα, ογκώδη σπορτέξ της μόδας που κοστίζουν μηνιάτικο στην αυθεντική βερσιόν τους, τατού, πολλά τατού και κάτι αδιόρατα απροσπέλαστο στο βλέμμα τους για εσένα που είσαι εκτός της φάσης τους.

Το ναρκωτικάκι πρυτανεύει, διακριτικά ή εμφανώς.

Από αυτή τη φάση, χίλιες φορές το κάπως κουρασμένο Κύτταρο. Όσο για το μπουζουκάδικο Fantasia, θα ξαναπήγαινα κάποτε, ίσως. Δηλαδή, ούτε θα το επεδίωκα, ούτε θα το απέφευγα. Προτιμώ να ακούω Οικονομόπουλο μέσω Youtube. Ή από τα ηχεία κανενός καλοκαιρινού μαγαζιού.

Θα ήθελα, σε κάθε περίπτωση, να έχω προλάβει την αυθεντική Φαντασία, που εγκαινίασε στην δεκαετία του ’60 ο γνωστός τραγουδιστής Μιχάλης Μενιδιάτης, μαζί με τα αδέρφια του αρχικά στην οδό Λιοσίων και έπειτα στο κέντρο της Αθήνας. Κάποια στιγμή, το κέντρο μεταφέρθηκε αποκλειστικά στο Ελληνικό, χειμώνα-καλοκαίρι.

Η Φαντασία έκλεισε το Σάββατο 15 Μαρτίου του 1997, έχοντας λειτουργήσει χειμώνα-καλοκαίρι επί τριάντα χρόνια, κλείνοντας μόνο τις Δευτέρες για ρεπό. Τα μεγαλύτερα ονόματα του τότε πενταγράμμου πέρασαν από εκεί: Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Στράτος Διονυσίου, Γιώργος Ζαμπέτας, ΄Αντζελα Δημητρίου, Δούκισσα, Σταμάτης Κόκκοτας, Γιώργος Γερολυμάτος, Γιάννης Καλατζής και φυσικά ο Μιχάλης Μενιδιάτης, ο οποίος ήταν και ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, μαζί με τους αδελφούς του.

Για αρκετά χρόνια μετά το κλείσιμο, η Φαντασία έμεινε μισογκρεμισμένη να θυμίζει τις παλιές της δόξες. Αρκετά χρόνια αργότερα, κάπου στο 2010,την γκρέμισαν οι μπουλντόζες της ανάπλασης της παραλιακής.

Πέρασαν αυτά τα χρόνια. Στην εποχή μας έχουμε το προνόμιο να κάνουμε τα γούστα μας χωρίς να φοβόμαστε αν μας κρίνει κάποιος για απολίτικους, δεξιούς, αλήτες, τοξικοεξαρτημένους. Μπορούμε να χωνεύουμε χίλια είδη μουσικής, να τρώμε το μεσημέρι σε νεο-καντίνα στο Μεταξουργείο και το βράδυ να πίνπουμε ποτό σε κυριλέ μπάρα στην Κηφισιά. Να νιώθουμε κάπως πελαγωμένοι με το Spotify μας. Να φοράμε κάθε μέρα κι άλλο στιλ ρούχων. Να μην έχουμε καμία ιδιαίτερη προτίμηση. Να μην ανήκουμε πουθενά.

Να νιώθουμε ελεύθεροι, με έναν τρόπο που κάπως αίρει τον πυρήνα της έννοιας «ελευθερία». Όλα γρήγορα, όλα μαζικά, να μην προλάβουμε να ταχθούμε και να λατρέψουμε πολύ τίποτα.

Άλλωστε, οι σταρ δεν είναι σταρ πια. Είναι μερικοί από εμάς. Ποιος ξέρει; Ίσως ο επόμενος Οικονομόπουλος διαβάζει αυτήν την στιγμή αυτό το άρθρο και, σε μερικά χρόνια από σήμερα, να δει τα γόνατά του να πνίγονται στα λουλούδια, για τα οποία κάποια milleniall γραφιάς μπορεί να σημειώνει κάτι ποιητικό στο ψηφιακό καρνέ της.