Από παιδί, αισθανόμουν εγγύτερα στους παππούδες και τις γιαγιάδες από ό, τι στα συνομίληκά μου άτομα. Στα πρώτα φοιτητικά μου χρόνια, συνδέθηκα με ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας-αρκετά μεγαλύτερης. Έμαθα πολλά, διαφώνησα έντονα, παρεξηγήθηκα, συγκινήθηκα, αφέθηκα κοντά τους.

Αλήθεια, έχετε κάτσει ποτέ στο τραπέζι (όχι απλώς μια δυο φορές, τυχαία) με άνθρωπο που σας περνά σαράντα, πενήντα χρόνια, είτε είναι συγγενής σας είτε όχι; Η εμπειρία είναι ανεκτίμητη. Το παρελθόν που δεν ζήσαμε οι ίδιοι, αλλά κάποιοι άλλοι που είναι ακόμα ζωντανοί και παρόντες για να μας το διηγηθούν, είναι πηγή γνώσης και δύναμης, είναι η ίδια η ιστορία. Οι γέροντες είχαν θέσεις κομβικές στην αρχαία, αθηναϊκή πολιτεία: λειτουργούσαν εξισορροπιστικά, ως διαιτητές ή σύμβουλοι, ή λάμβαναν αποφάσεις για διάφορα θέματα, πολιτιστικά και όχι μόνο. Οι άνθρωποι εκτιμούν και σέβονται το γήρας στον βαθμό που μπορούν να κερδίσουν από αυτό το πιο πολύτιμο απόσταγμά του: την εμπειρία.

Η χώρα μας, μια γερασμένη χώρα, με παλιακές απόψεις και μπόλικο συντηρητισμό που μας τραβά συχνά προς τα κάτω ή έστω δεν μας επιτρέπει να αναδυθούμε όσο θα αξίζαμε, δίνει αξία στις απόψεις της τρίτης ηλικίας. Η τρίτη ηλικία (οι σημερινοί 65ρηδες, 70ρηδες και βάλε) είναι οι τελευταίοι ενεργοί στο πλήρες σχεδόν σύνολό τους ψηφοφόροι, ιδίως των μεγάλων κομμάτων, η τρίτη ηλικία βρίσκεται ακόμη στο, έστω αφανές, τιμόνι μεγάλων επιχειρήσεων: από ναυτιλία, μέχρι τηλεοπτικές παραγωγές και από μεγάλα brands εστίασης μέχρι μικρότερες οικογενειακές επιχειρήσεις ανά την Ελλάδα. Είναι οι παππούδες και οι πατεράδες μας, είναι αυτοί που γεννήθηκαν το 40, το 50 και το 60 και φυλούν ακόμα αρκετές μνήμες από δύσκολες ιστορικές περιόδους της χώρας, από μετανάστευση και θρυλικές μορφές της τέχνης ή της πολιτικής που συνάντησαν από κοντά. Η ένδοξη γενιά του ’30 φεύγει σιγά σιγά, μιας που κοντεύουμε να κλείσουμε έναν αιώνα από το 1930!

Και με τις γιαγιάδες μας, τι γίνεται; Οι γυναίκες αυτής της εποχής, δηλαδή τα μωρά που γεννήθηκαν το 40 και το 50, είναι οι γιαγιάδες κι οι μαμάδες μας που μάλλον στάθηκαν περισσότερος ως νοικοκυρές, παρά ως γυναίκες καριέρας ή ασχολήθηκαν με την τέχνη (ύφαιναν, έγραφαν, ζωγράφιζαν) ως συμπληρωματική δραστηριότητα. Οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα και ιδίως οι γυναίκες της επαρχίας αυτής της γενιάς έχουν να αφηγηθούν ιστορίες μεγαλώματος πολλών παιδιών, οργάνωσης ολόκληρου νοικοκυριού και, πολλές φορές, ενασχόλησης με τα αγροτικά ή την οικογενειακή επιχείρηση.

Και οι γέροντες και οι γερόντισσες, παρά τις εξελίξεις της εποχής, την διεκδίκηση ισότητας ανάμεσα στα φύλα, την μην προτεραιοποίηση του γάμου και της οικογένειας, μεταξύ άλλων, έχουν να μας μάθουν πολλά-και να μάθουν από εμάς.

Εμείς τώρα, ας πούμε οι τριαντάρηδες, οι σαραντάρηδες, και οι πιο μικροί, οι zoomers, ακούμε πολλές από τις ιστορίες των μεγαλύτερων και συμβαίνει να χάσκουμε. Η τεχνολογία με την ραγδαία της εξέλιξη έχει δημιουργήσει βαθύτερα χάσματα ανάμεσα στις γενιές. Ένας σαραντάρης μπορεί ενδεχομένως να συνεννοηθεί πιο εύκολα με έναν εβδομηντάρη από ό, τι με έναν εικοσιπεντάρη. Οι μεγαλύτεροι άνθρωποι μας δίνουν μια αίσθηση απλότητας, σοφίας, μεστώματος που είναι προϊόντα του χρόνου που αμείλικτα περνά και μας ξετινάζει κυριολεκτικά, αφήνοντας τα σώματά μας αδύναμα και την καρδιά μας γεμάτη πόνους, εκτός βέβαια και από χαρές: θάνατοι, απώλειες οικείων μας, ήττες, οικονομικές δυσπραγίες, ασθένειες.

Ένας παππούς ή μια γιαγιά είναι άνθρωποι, κάποτε νέοι, που τα άντεξαν όλα αυτά. Και που έχουν να μας συμβουλέψουν πώς να αντέξουμε κι εμείς. Πάντα, ανατρέχουμε στα κόλπα τους, στα μυστικά τους, στις συνταγές τους, στα γιατροσόφια τους. Πάντα, μας μαγεύει η κατασταλαγμένη τους πείρα, η κερδισμένη τους υπομονή απέναντι στην ζωή και τα ευτράπελά της. Και τους αντιμετωπίζουμε, ενίοτε και ως μαγικά όντα: εξήντα χρόνια γάμου! πέντε παιδιά! πέρασαν Κατοχή! εξορίστηκαν λόγω πεποιθήσεων! με ένα πουκάμισο και μια φωτογραφία σάλταραν σε ένα καράβι και μετά από εβδομάδες έφτασαν Αμερική! ήξεραν τον Μάρκο Βαμβακάρη! έζησαν όλη τους την παιδική ηλικία χωρίς ρεύμα! Και άλλα τέτοια…

Τι μπορεί, όμως, να μας προσφέρει η εμπειρία τους στις δικές μας ζωές που καλπάζουν και χρησιμοποιούν κουμπιά για να προχωρούν;

Πόσο χρήσιμο μπορεί να είναι το μαντζούνι της γιαγιάς, όταν ο γιατρός μάς συστήνει το τάδε φάρμακο για τον πονοκέφαλο ή, απλώες, λίγο ύπνο που η γιαγιά δεν είχε χρόνο να κάνει γιατί συνεχώς ανακάτευε ένα τσουκάλι και περιμάζευε μωρά; Πόσο παρωχημένες οι απόψεις του παππού για το πώς ρίχνεις μια γυναίκα στο κρεβάτι ή πώς κρατάς ένα σπιτικό ενωμένο; Κάποιες ιδέες και κάποιες απόψεις για την ζωή μοιάζει όχι απλώς να ξεπεράστηκαν, αλλά, στο σήμερα, να θεωρούνται μέχρι και επικίνδυνες. Εάν κρίνουμε, φυσικά, με τα σημερινά δεδομένα τον τρόπο ζωής και αντίληψεις των κοντινών αυτών προγόνων μας μπορεί να κινδυνεύουμε να πέσουμε σε παρδοξότητες ή ακόμα και να γίνουμε γελοίοι-μάνι μάνι, μπορεί να σκεφτούμε ότι ο παππούς μας στο χωριό ήταν ένας προνομιούχος, λευκός άντρας που είχε προνόμια λόγω της πατριαρχίας. Και πιο αστείο από αυτό δεν υπάρχει, αν δούμε τα φαγωμένα χέρια του και το σκαμμένο δέρμα του, αν αναλογιστούμε το πόσο πιο σκληρή ήταν στ’ αλήθεια κάποτε η ζωή, χωρίς να καταφθάνει ο φρέντο εσπρέσο στην πόρτα  δέκα το πρωί για να ξεκινήσει η δουλειά από το σπίτι.

Από την άλλη, κι εμείς θα έχουμε πολλά να προσφέρουμε στις επόμενες γενιές που ο φρέντο εσπρέσο θα είναι σε μορφή κάψουλας που θα ξυπνάει τον οργανισμό των εγγονιών μας δέκα φορές γρηγορότερα και αποτελεσματικότερα από ό, τι ο δικός μας καφές σήμερα. Θα έχουμε να μιλήσουμε για οικονομική κρίση, για πολιτικές δολοφονίες, για καραντίνα, για τρομερές αυξήσεις στα πάντα, για αίσθηση αποκλεισμού από την κοινωνία. Και φυσικά, για το πώς το αντιμετωπίσαμε. Θα έχουμε να πούμε για την έκρηξη του φεμινισμού με αφορμή το MeToo, για τις κατακτήσεις μας σε σχέση με τα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα. Γιατί εμείς θα γεράσουμε με τατουάζ, με σύντροφο που μπορεί να μην έχουμε παντευτεί από τα 20 μας, αλλά που μπορεί να γνωρίσαμε στα 50 μας, με πολλά σκυλιά, αντί για πολλά παιδιά, με καρτ ποστάλ και reels από όλη την γη και όχι απλώς από τα πανηγύρια στο νησί μας.

Κάποτε ήταν και οι γέροντες νέοι κι είχαν να ακούν συμβουλές από τους γεροντότερους. Και κάποτε, θα γεράσουμε κι εμείς και τα εγγόνια μας. Όμορφο πράγμα, ευλογημένο. Όμως, για να μπορέσουμε να συμβουλέψουμε σωστά τους νεότερους κάποτε, αν μας ζητηθεί, αν χρειαστεί, θα είναι καλό να έχουμε κατά νου ότι το γήρας δεν μπορεί να ισοδυναμεί με την σοφία αν η κερδισμένη εμπειρία γίνεται δογματική.

Είναι άλλο η Γλύκατζη Αρβελέρ (με τα όσα σφάλματά της και πιθανώς παλινωδίες της) και άλλο μια κυρία που δεν ταξίδεψε μακρύτερα από την αυλή του σπιτιού της, νομίζοντας κιόλας ποως ζει στο πιο όμορφο μέρος της γης δογματικά και ξεροκέφαλα. Από την κυρία Αρβελέρ έχεις να μάθεις, να κερδίσεις, οφείλεις να κλέψεις, να ακούσεις τις ιδέες της. Ίσως η κυρία Αρβελέρ δεν ταιριάζει καν στον όρο «γερόντισσα», γιατί οι σοφότεροι γέροντες δεν είναι γέροντες, είναι μεγαλωμένοι νέοι, μιας που δεν θέλησαν στιγμή να επαναπαυτούν στις δάφνες των επαϊόντων, αλλά απολαμβάνουν μέχρι την τελευταία τους πνοή την θέση του μαθητή και της μαθήτριας.

Και, για να μην παρεξηγηθώ, και η κυρία που έμεινε 80 χρόνια στην αυλή του σπιτιού της μεγαλώνοντας παιδιά, είναι σπουδαία μόνο και μόνο για την καθημερινή σπουδή της πάνω στην ζωή και την καθημερινότητα με τρόπο που είναι λογικό να φαντάζει μυθικός και απίθανος με τα σημερινά δεδομένα ανάγκης διαρκών ερεθισμάτων και πρόταξης της βαρεμάρας ως του απόλυτου, κυρίαρχου συναισθήματος των καιρών μας. Απλώς, για να μπορέσω εγώ κι εσύ που σπουδάσαμε, δουλέψαμε, τριγυρίσαμε, πήγαμε ψυχολόγο, γευτήκαμε εμπειρίες, δοκιμάσαμε το σώμα μας και το μυαλό μας πάνω σε διάφορα, να αντλήσουμε κάτι χρήσιμο ή σημαντικό από την εν λόγω κυρία, θα πρέπει η εν λόγω κυρία να είναι ανοιχτή σε διάλογο. Αν θεωρεί ότι τα σωστά τα φασολάκια γίνονται με δυο κιλά βραστό νερό, τότε εμείς ας την σεβαστούμε, αλλά καθόλου υποχρεωμένοι δεν είμαστε να την ακούσουμε.

Artwork: Γιάννης Παπαϊωάννου / Olafaq

Γιατί, όχι, δεν τα έκαναν όλα σωστότερα και καλύτερα οι πιο παλιοί.

Όχι, δεν είναι οι δικοί μας καιροί εύκολοι και τέλειοι. Ναι, είμαστε οι βελτιωμένες εκδόσεις τους σε αρκετά επίπεδα. Ναι, πάλι σκοτώνονταν άνθρωποι με βίαιους τρόπους-απλώς δεν υπήρχε Ίντερνετ. Ναι, κάνουμε καλύτερα το μοσχάρι από την γιαγιά μας, πιο μαλακό. Ναι, γίνεται και να μην ψηφίσουμε ΚΚΕ που ψήφιζε ο θείος, γιατί η δική μας αριστερά μπορεί να θέλει να είναι πιο σημερινή, πιο σύγχρονη. Ναι, φροντίζουμε και σεβόμαστε περισσότερο τα ζώα, γιατί δεν έχουμε τον σκύλο δεμένο στην αυλή-όποιος το κάνει, τον στηλιτεύουμε. Ναι, είναι και χρήσιμο το ρημάδι το κινητό, εκτός από επικίνδυνο. Κερδίζουμε χρόνο και νιώθουμε σε μεγαλύτερη επαφή με ανθρώπους μας που λείπουν σε άλλη πόλη ή χώρα. Σιγά μην δεν τα χρησιμοποιούσαν τα κινητά αν τα είχανε κάποτε. Χαμός θα γινόταν.

Η σοφία μπορεί να πηγάζει από την εμπειρία. Από μια εμπειρία, όμως, που δεν στέκεται ως άγκυρα ή ως μολυβένια μπάλα στις καρδιές των μεγαλύτερων. Έναν κύριο 75 ετών που θεωρεί ανωμαλία την ομοφυλοφιλία, δεν θα τον πω ομοφοβικό, όμως δεν έχω τίποτε να ανταλλάξω μαζί του. Δεν μου αρκεί το ότι γεννήθηκε δυο εικοσαετίες πριν από μένα για να τον θεωρήσω κάτι σπουδαίο και σημαντικό για την εξέλιξή μου. Θα τον σεβαστώ όπως σέβομαι κάθε ανθρώπινο ον-a priori, μέχρι να μου αποδείξει, ο μη γένοιτο, ότι δεν αξίζει τον σεβασμό μου για οποιονδήποτε λόγο.

Οι γέροντες και οι γερόντισσες που αξίζει, κατά την άποψή μου, να εμπιστευόμαστε την εμπειρία τους είναι εκείνοι που, μέχρι πρόσφατα, μέχρι χθες, κάτι καινούργιο έμαθαν. Εκείνες κι εκείνοι που άφησαν τον χρόνο να σκάψει μόνο την εξωτερική τους όψη. Και που δεν επιδόθηκαν ούτε σε παλιμπαιδισμούς, να θέλουν να ακολουθούν λαχανιασμένοι «τη νεολαία» παριστάνοντας πως είνα κομμάτι της. Ούτε, φυσικά, που έκλεισαν τ’ αυτιά και τα μάτια στις εξελίξεις της εποχής, στην πρόοδο, στην νέα καλλιτεχνική δημιουργία και ταμπουρώθηκαν πίσω από τη νοσταλγία για τα δικά τους «καλύτερα χρόνια».

Η εμπειρία δεν είναι δόγμα. Πολλοί γέροντες θα έπρεπε να σιωπούν απέναντι σε νεότερες και νεότερους. Η αγάπη και η στοργή που νιώθουμε πλάι σε μεγαλύτερους ανθρώπους πρέπει να πάψει να συγχέεται με μια γενικευμένη αίσθηση ότι οφείλουμε να τους δώσουμε δίκιο σε όλα ή να τους ακούμε τυφλά. Σιγά μη θέλω να ακούει τυφλά το δισεγγονάκι μου κάποτε εκείνη τη συνομίληκή μου που ψήφισε Χρυσή Αυγή ή εκείνον τον μικρότερό μου που πίνει μπάφους όλη μέρα κι ας σκάτζαρε 30. Τι θα ξέρει αυτός καλύτερα από το δισεγγονάκι μου που μπορεί να κάνει τις πρώτες του φοιτητικές διακοπές στο Φεγγάρι;