Να ξεκαθαρίσουμε κάτι: δεν μιλάμε εδώ πέρα για το greek dream των ξένων επισκεπτών της χώρας μας, που, όπως εμείς ονειρευόμαστε κγουασάν, μακαγόν και Τουγ Εφέλ στο Παρίσι, έτσι κι αυτοί ξερογλείφονται με καλαμαράκια, τζατζίκι, gyros, σαντορινιά ηλιοβασιλέματα και γραφικά καντούνια. Εδώ, θα επιχειρήσουμε μια μικρή βουτιά στο greek dream των ίδιων των Ελλήνων. Ή, ορθότερα, των Νεοελλήνων.
Ο σκοπός του μέσου Έλληνα, εκεί, στα 70s, 80s, είναι να διοριστεί στο Δημόσιο. «Να τρουπώσει, να μην τον κουνήσει κανείς». Είναι γοητευτικό επίσης να είσαι γιατρός ή δικηγόρος. Και ακόμα καλύτερα, το παιδί σου. Να έχεις γνωστό έναν πολιτικό ή, τέλος πάντων, ένα υψηλά ιστάμενο πρόσωπο, ένα καθηγητή πανεπιστημίου, έναν Τμηματάρχη, έναν Αρχιμπάτσο. Στην πορεία, στα 90s-00s, έχω την αίσθηση ότι αναδύθηκε για τα καλά η τάση «να είμαι αφεντικό του εαυτού μου». Να έχω το μαγαζί μου, το περιοδικό μου, το δικό μου κομμωτήριο, τη δική μου μπουτίκ ρούχων. Μια φάση δημιουργικότητας, καπιταλιστικού ονείρου σε μη σταθερό έδαφος (δεν το ήξεραν τότε οι πολλοί), μια φάση εξωστρέφειας, να πάω και στη Ρώμη να φάω και κινέζικο, να δοκιμάσω κι εκείνο και το άλλο, να φορέσω την τάδε μάρκα του τάδε σχεδιαστή, να είμαι in, να με δουν στο τάδε μαγαζί.
Σε γενικές γραμμές, ο Έλληνας, η Ελληνίδα είχε το όνειρο της αποκατάστασης, με οικογενειακά προικώα-δικοχαρής ο λαός μας, έχουν γίνει σφαγές για κάτι καλυβόσπιτα πεταμένα στην άκρη του θεού, μεταξύ αδερφών και ξαδερφών. Ο Έλλην, ο υποκοριστικός: το σπιτάκι, η δουλίτσα, η ζωούλα, το κρασάκι, η θαλασσίτσα. Ή ο Έλλην που τα θέλει όλα στα μέτρα του: οι πολιτικοί να τον νοιάζονται, αλλά εκείνος να μη νοιάζεται τον τόπο του. Να μην ανακυκλώνει. Να αρπάζει ό, τι μπορεί. Διχασμένος, εμφυλιοπολεμικός, έτοιμος για καυγά που εύκολα θα ξεχαστεί, όμως, με ένα τσιπουράκι και λίγη πετσούλα από τ’ αρνί του Πάσχα. Greek dream μέσες άκρες θέλετε; Βόλεμα, ευκολία, επανάσταση επάνω στο θίξιμο προσωπικών συμφερόντων και όχι όταν καίγεται (κυριολεκτικά) ο τόπος. Πρέπει η φλόγα να γλείψει την περιουσία του Έλληνα, πρέπει το δικό του το παιδί να σκοτωθεί σε ένα τρένο, για να μπορέσει να σηκώσει κεφάλι. Κι αν ο Έλλην έχει φράγκα, πάλι προδωμένος θα νιώσει, από ένα κράτος αδηφάγο που βάζει χέρι στα κέρδη του, αλλά και από τους υπόλοιπους συνέλληνες που είναι ζηλιάρηδες, φθονεροί, μικρόψυχοι, κακεντρεχείς και πάντοτε αντίπαλοί του. Διαβάζω στο musicheaven.gr το εξαιρετικό, σχετικό με το θέμα μας κείμενο ενός μπλόγκερ (δεν βρίσκω το όνομά του) και απομονώνω την εξής μεγαλειώδη φράση: «Γεια σου ρε Νεοέλληνα με τα κόμπλεξ, τις νευρώσεις και τις ονειρώξεις και επειδή και εγώ είμαι αντιπροσωπευτικός του είδους, γεια σου εαυτέ μου με τα κόμπλεξ, τις νευρώσεις και τις ονειρώξεις σου».
Κι ύστερα, ήρθε ο Στέφανος
Όχι ο κυρ-Στέφανος που του λέει η Βουγιουκλάκη να βάλει απ’ όλα να λαδώσει το αντεράκι της -γιατί κι αυτό υπήρξε, στις δεκαετίες του 50 και του 60, μέρος του greek dream. Το λάδωμα του εντέρου μετά από πόλεμο, στερήσεις και κακουχίες. Ναι, όχι άλλη μπομπότα. Τώρα, ένα παστίτσιο και για εμάς τους φτωχούς, έστω δυο φορές τον χρόνο, περικαλούμε πολύ! Πάμε τώρα στον Στέφανο. Τον Κασσελάκη, καλέ. Ο οποίος ευαγγελίστηκε επιστροφή στην παλιά νοικοκυρεμένη Ελλάδα, αγνοώντας ότι ο μέσος αριστερόστροφα χαωμένος πολίτης που βλέπει παντού χούντες και αδικίες θεωρεί το να είσαι νοικοκύρης κάτι κακό, κατακριτέο και απαξιωτικό -αν και αυτό ήταν το greek dream για πολλά χρόνια και, με έναν τρόπο, ακόμα είναι και θα είναι για πάντα. Σπίτια θέλουμε, ασφάλεια, κάπου να κλίνουμε την κεφαλή, μια αγκαλια θέλουμε. αγάπη, κι αν δεν θέλουμε παιδάκια, έχουμε σκυλάκια και γατάκια που κι αυτά τα αγαπάμε και θέλουμε να τα φροντίζουμε σωστά, πού, στο σπίτι τους, στο σπίτι μας. Έτσι, λοιπόν, ήρθε ο αμερικανοτραφείς Κασσελάκης να διευκρινίσει: «Έχω μιλήσει από την πρώτη στιγμή για τη νέα Ελλάδα και το Ελληνικό Ονειρο που οραματίζομαι. Ομως όχι. Δε θα αφήσω τους “νοικοκύρηδες” στη Δεξιά, την ώρα που οι αληθινοί μπαχαλάκηδες είναι αυτοί που μας κυβερνούν και αποσυνθέτουν την κοινωνία. Την ώρα που Αριστερά είναι πρώτα απ’ όλα οι άνθρωποι του μόχθου και της ανθρωπιάς. Η Αριστερά του ήθους και της ευθύνης».
Ουδέν σχόλιο. Απλώς, εγώ προσωπικά, όπως και πολλοί άλλοι πολίτες, συμπαθούμε δεν συμπαθούμε τον Στέφανο Κασσελάκη, δεν κατανόησα τι εννοεί με το «greek dream». Σίγουρα όχι παράνομα χρήματα, πισίνες στα σπίτια μας, μαρκάτα hoodies στις ντουλάπες μας και κότερα-ελικόπτερα. Ούτε φυσικά ο άνθρωπος αναφέρεται σε ένα σοβιετογκρηκ όνειρο, με εξισωμένους μισθούς και κραγιόν-καλσόν-καπότες στη μαύρη αγορά. Ο Στέφανος Κασσελάκης έχει δει και εντοπίσει ότι δεν υπάρχουν πλέον χρόνοι και περιθώρια για λαϊκισμό καμίας κατεύθυνσης. Όμως, κατά πόσο η πολιτική επικοινωνεί με την κοινωνία; Κατά πόσο επικοινωνεί με τους νέους, τους 17ρηδες, τους 20ρηδες που θα είναι οι επόμενοι 30ρηδες και 40ρηδες;
Το greek dream κινείται, πλέον, σε άλλες ατραπούς: εύκολο χρήμα, όχι από εργασιακή σχέση όπως την γνωρίζαμε μέχρι και πριν από δέκα-δεκαπέντε χρόνια, αλλά από φριλανσιλίκια, τοποθετήσεις προϊόντων στα σόσιαλ, σεξεργασία μέσω πλατφόρμων, σελεμπριτιλίκι και διασημότητα άνευ έργου. Δεν υπάρχει greek και ξε-greek. Η Ελλάδα και η Αθήνα έχουν μια λειτουργία εποχιακού τσίρκου-λούνα παρκ για να εξυπηρετεί τους επισκέπτες μας , τους τουρίστες. Σε λίγο, μόνο εκείνοι θα μπορούν να αντεπεξέρχονται οικονομικά στα εστιατόρια των 50 ευρώ κατ’ άτομο για πλάκα. Επίσης, πλέον οι τουρίστες έρχονται όλον τον χρόνο. Μωρέ, μήπως να γίνουμε κι εμείς τουρίστες; Να γίνουμε πολίτες εξωτερικού και να ερχόμαστε στην πατρίδα μας που μοσχοβολά βασιλικό κι ασβέστη (#not) το Πάσχα και το καλοκαίρι; Ίσως αυτό είναι το greek dream σήμερα. Η αποχώρηση από την χώρα για να επιστρέφουμε σε αυτήν ως ξένοι, ως Μυκονιάτες με ναργιλέ στο στόμα και γυαλιά ηλίου όλη νύχτα. Ίσως πάλι, τα όνειρα, γενικώς, έχουν πεθάνει.