Περνώντας από την εφηβεία και αργότερα στην ενηλικίωση, στο χτίσιμο κάποιας επαγγελματικής ροής και στον δρόμο της συναισθηματικής εξερεύνησης, όπως οι περισσότεροι, έτσι κι εγώ, απαρνήθηκα τα οικογενειακά τραπέζια. Όχι απαραίτητα ότι δεν ήμουν παρόν σε αυτά -σε κάποια τουλάχιστον-, αλλά δεν ήταν και το καλύτερό μου. Το μυαλό μου απελευθερωμένο ταξίδευε σε διάφορα μέρη, κάπου μακριά από αυτές τις υποχρεώσεις, και ενώ το σώμα μου ήταν «εκεί», ανάμεσα σε αγαπημένους συγγενείς, εγώ ήμουν «αλλού».
Για αρκετούς η άρνηση του να παρευρεθούν σε ένα οικογενειακό τραπέζι ήταν πράξη επαναστατική. Σαν μία αντίδραση ενάντια στο κατεστημένο, στην «άγια» ελληνική οικογένεια και σε αυτά που (υποτίθεται) πρεσβεύει: καταπίεση, υποχρέωση, εξαναγκασμό, δημιουργία τραυμάτων, τσακωμούς. Σε όλο αυτό, φυσικά, συμβάλλει πάντα και η βιολογικά προγραμματισμένη απομυθοποίηση της οικογένειας. Ένα στάδιο από το οποίο όλοι θα περάσουν, θέλουν δεν θέλουν, κάποια στιγμή. Στην πορεία προστέθηκε και ο χλευασμός με την έκρηξη των social media.
Ο διαδικτυακός προσωπικός χώρος του καθενός, έδωσε την ευκαιρία για ελεύθερη έκφραση με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Και επειδή τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν δημιουργηθεί με τέτοιον τρόπο όπου η οργή, η αγανάκτηση, το δήθεν, η γκρίνια και ο πόνος αναδεικνύονται και πρωταγωνιστούν, το κράξιμο για τα οικογενειακά τραπέζια ήταν μία θεματική που βρήκε πολλούς υποστηρικτές και με αυτή την τάση ταυτίστηκαν αρκετοί. Αν προσθέσουμε και την στερεοτυπική, μη δημιουργική και προβλέψιμη ελληνική κωμωδία -πιο συγκεκριμένα τη νέα κοινότητα του stand up που δημιουργούσε σταδιακά τη τωρινή εγχώρια σκηνή, η οποία πλέον έχει εξελιχθεί και είναι talk of the town (δικαιολογημένα)-, που βρήκε στο πρόσωπο κάποιων «θείων που κάθονται με τη νεολαία» το εξιλαστήριο θύμα για να βγάλει τα προσωπικά της κόμπλεξ και την υποκειμενική ματιά στα πράγματα, καταλαβαίνουμε πως τα οικογενειακά τραπέζια κατέληξαν να είναι το «μαύρο πρόβατο» της ελληνικής παράδοσης που στηρίζεται στην βασική κοινωνική δομή της οικογένειας.
Πριν λίγες μέρες, η συνάδελφος Γεωργία Δρακάκη κατά την διάρκεια ενός brainstorming στο γραφείο του Olafaq, είπε «αγαπώ τους θείους μου». Κι εγώ. Αγαπώ τους θείους μου, τις θείες μου, τους παππούδες και τις γιαγιάδες μου -ένας εξ αυτών πλέον έμεινε-, τους γονείς μου και τους συντρόφους τους, τον αδερφό μου. Καταλαβαίνω ότι δεν είναι όλες οι οικογένειες ειδυλλιακές, ιδανικές, κάποιοι άνθρωποι αντιμετωπίζουν σημαντικά και σοβαρά προβλήματα εντός αυτών, σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχει λεκτική/σωματική/ψυχολογική βία, διαμάχες για κληρονομικά (αν είναι δυνατόν), αιώνιες κόντρες μεταξύ των μελών. Αλλά δεν αναφέρομαι σε αυτές τις οικογένειες. Θα μου πεις «μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά», αλλά για πόσο καιρό θα λοιδορούμε αυτούς που δεν το αξίζουν απλά και μόνο για να κάνουμε «πλάκα» με ανθρώπους που στέκονται δίπλα μας στα εύκολα και στα δύσκολα, που θα μας υποστηρίξουν όταν το χρειαστούμε, που έχουμε φάει μαζί τους «ψωμί κι αλάτι»; Και στην τελική, γιατί ένας θείος να μην κάτσει με την νεολαία; Γιατί πρέπει να υπάρχουν τα στρατόπεδα -οι νέοι και προχωρημένοι «εναντίον» των κουρασμένων και γερασμένων;
Όταν μεγαλώσω, όταν φτάσω στην ηλικία του «θείου» μου, θα θελήσω κι εγώ να κάτσω με τους νέους. Να αυτοσαρκαστώ που δεν θα καταλαβαίνω την μουσική που ακούνε, την διάλεκτο που μιλάνε, τα μυαλά που θα κουβαλάνε. Να μου κάνουν πλάκα, «έλα ρε θείε (γέλια), τι μας λες τώρα». Ποια θα έπρεπε να είναι η «θέση» μου; Που να κάτσω; Να μαραζώσω στην γωνία μου γιατί μεγάλωσα; Όχι. Θα μπαστακωθώ ανάμεσά τους. Εκεί που βράζει το αίμα, που οι αποφάσεις έχουν μπόλικο ρίσκο, που η ζωή έχει μέλλον και όχι μόνο παρόν και παρελθόν.
Τα τελευταία χρόνια τα απολαμβάνω τα οικογενειακά τραπέζια και όλες τις οικογενειακές στιγμές. Μαζευόμαστε κάθε τόσο, στις γιορτές (Πάσχα και Χριστούγεννα), σε καμιά κηδεία, σε κάνα γάμο, θυμόμαστε αυτά που περάσανε και σχεδιάζουμε τα επόμενα, γελάμε-διαφωνούμε, βγαίνει και το γλυκό στο τέλος να «δέσει» η συνθήκη. Θυμάμαι την γιαγιά μου την «Μπέμπα» να βγάζει στο μπαλκόνι της τα έπιπλα του σαλονιού για να χωρέσουμε όλοι. Κολλούσαμε αταίριαστα τραπέζια μεταξύ τους για να δημιουργηθεί μια ενιαία αλλά ανισόπεδη επιφάνεια και επάνω σε αυτά οι πιατέλες, τα διαφορετικού μεγέθους ποτήρια, τα μπολ με τις σαλάτες. Όλα χωρίς καμία επιτήδευση, απλά να «χωρέσουμε όλοι» για να μοιραστούμε κάποιες στιγμές. Πότε θα μας δοθεί ξανά η ευκαιρία; Σε λίγους μήνες ή του χρόνου πάλι.
Στα οικογενειακά τραπέζια μην ψάχνεις την απόλυτη κατανόηση, την σύμπλευση ιδεών και απόψεων. Δεν μπορείς να επιβάλλεις τον «τρόπο σου» γιατί υπάρχει κάτι «κοινό», κάτι που δεν καθορίζεται από σένα αλλά από τον τρόπο με τον οποίο η οικογένειά σου έχτισε σταδιακά τις αξίες της, με τα χαρακτηριστικά που πιθανώς σε εκνευρίζουν, αλλά είναι αυτό που είναι -τίποτα λιγότερο, πολλά παραπάνω. Σε αντίθεση με τους φίλους, την οικογένειά μας δεν την επιλέξαμε. Χωρίς την θέλησή μας βρεθήκαμε σ’ αυτήν, αλλά έτσι είναι η ζωή. Δεν είναι όλα στο χέρι μας. Δεν μπορείς να την αλλάξεις, παρά μόνο να την αποδεχθείς. Θα μου πεις, «πώς να συμβιβαστώ με κάτι που με ταράζει;» Σε πρώτη φάση να διαχωρίσουμε τον «συμβιβασμό» με την «ταραχή». Αν σε ταράζει οτιδήποτε δεν κινείται στο ίδιο μήκος κύματος με σένα, ίσως πρέπει να αναθεωρήσεις λίγο την στάση σου απέναντι στην ζωή. Επίσης, το πρόβλημα είναι η «ταραχή» ή ο «συμβιβασμός»; Ως νοήμονα όντα, οφείλουμε να προσαρμοζόμαστε στις συνθήκες και μέρος αυτής της διαδικασίας είναι ο συμβιβασμός. Όσο για το πόσο εύκολα ταραζόμαστε, η ευθύνη είναι δική μας και αφορά τα όριά μας -όχι τις πράξεις του άλλου. Αν τα στάνταρ της ευθιξίας μας είναι τόσο χαμηλά που δεν σηκώνουμε «μύγα στο σπαθί μας», δεν φταίνε οι άλλοι, αλλά εμείς. Θες να τους ξεγράψεις λοιπόν; Κάνε το. Θες να τους αποφεύγεις; Δικαίωμά σου. Ωστόσο, στο τέλος, αυτοί οι άνθρωποι στο οικογενειακό τραπέζι θα είναι το καταφύγιό σου.
Οι φίλοι πάνε και έρχονται. Για διάφορους λόγους που δεν θα αναπτύξω σε αυτό κείμενο, θα αλλάξεις κολλητό/κολλητή τουλάχιστον δύο φορές στην ζωή σου, παρέες καμία δεκαριά φορές, αλλά η οικογένειά είναι μία «σταθερά». Όταν θα «φύγει» κάποιος θα νιώσεις ότι αποκόπηκε ένα αναπόσπαστο κομμάτι ενός συνόλου και εσύ είσαι μέρος αυτού.
Φέτος κάνω Πάσχα στο χωριό. Μπορεί να ήθελα να είμαι κάπου αλλού, με άλλη παρέα, να δω κάτι καινούργιο, να ζήσω κάτι διαφορετικό. Όμως έχω μπροστά μου χρόνο για όλα αυτά. Θα έρθουν. Δεν θα δώσω ακόμα μία μάχη με τον χρόνο που φεύγει και χάνεται εις βάρος μου. Ούτε θα αφήσω να πάει χαμένη η ευκαιρία που μου δίνεται να κάτσω ξανά σε ένα οικογενειακό τραπέζι. Θα τον εκμεταλλευτώ αυτόν τον χρόνο και αφού αυτό αποφάσισα να κάνω -ή αυτό μπορούσα τέλος πάντων– θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να το απολαύσω.
Άλλωστε, για πόσα χρόνια ακόμη θα είμαστε όλοι μαζεμένοι, αυτοί που σήμερα, Κυριακή του Πάσχα, ψήσαμε και στρώσαμε μαζί το τραπέζι;