Η αποτυχία της Κάμαλα Χάρις να προσελκύσει τους ψηφοφόρους με την ίδια επιτυχία που σημείωσε ο Τζο Μπάιντεν το 2020 αποτελεί ένα έντονο και αποκαλυπτικό πολιτικό μήνυμα για την Αμερική σήμερα. Παρά το γεγονός ότι πολλοί είχαν φανταστεί – και ίσως ευχηθεί – να γίνει η Χάρις η πρώτη γυναίκα πρόεδρος, τα αποτελέσματα δείχνουν πως η χώρα, στο σύνολό της, δεν είναι έτοιμη να αποδεχτεί μια τέτοια αλλαγή. Οι αριθμοί δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας: η Χάρις είχε χαμηλότερες επιδόσεις σε κάθε πολιτεία σε σύγκριση με τον Μπάιντεν, αποδεικνύοντας ότι τα εμπόδια που αντιμετωπίζει μια γυναίκα – και μάλιστα μια μαύρη γυναίκα – στην πολιτική σκηνή είναι ακόμα εξαιρετικά ισχυρά.

Αυτή η πολιτική αποτυχία δεν είναι απλώς μια προσωρινή ή μεμονωμένη περίπτωση· αποτελεί καθρέφτη των βαθύτερων αντιλήψεων, προκαταλήψεων και ανησυχιών που εξακολουθούν να διχάζουν την αμερικανική κοινωνία. Το γεγονός ότι μια τόσο δυναμική και ικανή προσωπικότητα, όπως η Κάμαλα Χάρις, δεν καταφέρνει να συγκινήσει και να κινητοποιήσει την πλειοψηφία των ψηφοφόρων σημαίνει πολλά για τις πολιτικές και κοινωνικές αξίες που κυριαρχούν στις ΗΠΑ. Παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί σε θέματα δικαιωμάτων και ίσων ευκαιριών, οι παγιωμένες αντιλήψεις και οι φοβίες απέναντι στην προοπτική μιας γυναίκας, και ιδιαίτερα μιας μαύρης γυναίκας τονίζουμε πάλι, ως επικεφαλής της χώρας παραμένουν έντονες.

Το εκλογικό αποτέλεσμα της Κάμαλα Χάρις αναδεικνύει τις αόρατες αλλά ισχυρές αντιστάσεις σε μια κοινωνική αλλαγή που, αν και φαινομενικά αναμενόμενη και απαραίτητη, παραμένει εξαιρετικά δύσκολη να επιτευχθεί. Σε μια εποχή όπου η πολυφωνία και η διαφορετικότητα αναγνωρίζονται επίσημα ως αξίες, η πραγματικότητα αποκαλύπτει μια βαθιά ριζωμένη διστακτικότητα στην αποδοχή της γυναικείας ηγεσίας, ειδικά όταν συνδυάζεται με εθνοτική διαφορετικότητα.

Αυτό το αποτέλεσμα μπορεί να θεωρηθεί από πολλούς ως ανατρεπτικό, καθώς έρχεται σε αντίθεση με τις προσδοκίες μιας μερίδας του πολιτικού κατεστημένου και της κοινής γνώμης που πίστευαν ότι η χώρα είχε φτάσει σε ένα επίπεδο ωριμότητας και ανεκτικότητας. Αντίθετα, το εκλογικό σώμα έστειλε ένα σαφές μήνυμα ότι δεν είναι έτοιμο να υποδεχτεί μια αλλαγή τέτοιου μεγέθους. Πρόκειται για μια στιγμή πολιτικού απολογισμού, που αποδεικνύει πως οι εξελίξεις δεν είναι γραμμικές και πως η κοινωνική αποδοχή είναι μια διαδικασία πολύ πιο πολύπλοκη από ό,τι συχνά φανταζόμαστε.

Με αυτά τα δεδομένα, το αποτέλεσμα δεν είναι απλώς μια απλή στατιστική αναφορά σε μια πολιτική εκλογή. Είναι μια ανατομή της ίδιας της αμερικανικής ψυχής, των φόβων και των προσκολλήσεών της σε συγκεκριμένα πρότυπα εξουσίας. Γιατί, πέρα από τις διακηρύξεις και τα ιδανικά περί ελευθερίας και ίσων ευκαιριών, η ουσιαστική πρόοδος χρειάζεται χρόνο και βασικά νε έρθει αντιμέτωπη με βαθιές, υπόγειες αντιστάσεις. Η υποψηφιότητα της Κάμαλα Χάρις έδειξε πόσο μακριά έχει φτάσει η χώρα, αλλά και πόσο μακριά χρειάζεται ακόμη να προχωρήσει.

Ο θρίαμβος του Τζο Μπάιντεν το 2020 δεν ήταν μια αιφνίδια αποδοχή των φιλελεύθερων αξιών από τους Αμερικανούς, μια αποδοχή που να μετατρέπει ξαφνικά ολόκληρο το εκλογικό σώμα σε υπέρμαχους της προοδευτικής ατζέντας των Δημοκρατικών. Ήταν περισσότερο μια αντίδραση, ένα ξέσπασμα απέναντι σε μια κυβέρνηση που θεωρήθηκε υπεύθυνη για την οικονομική δυσχέρεια που προκάλεσε η πανδημία. Ο κόσμος ψήφισε ενάντια σε μια κρίση, όχι υπέρ μιας ιδεολογίας. Κι έτσι, το 2024, βρισκόμαστε μπροστά σε μια αντίστοιχη κίνηση εκκρεμούς.

Η στροφή των πολιτών πίσω στον Ντόναλντ Τραμπ είναι περισσότερο μια κραυγή παρά μια ψήφος εμπιστοσύνης: «Γύρνα πίσω, Τραμπ· ας ξεχάσουμε τα λάθη σου αλλά δώσε μας κάτι σταθερό». Είναι μια επιθυμία για την υπόσχεση ασφάλειας στην οικονομία και τον έλεγχο της μετανάστευσης – δύο τομείς στους οποίους ο Τραμπ δείχνει, για πολλούς, πιο αξιόπιστος από τον Μπάιντεν. Στην πραγματικότητα, η Αμερική αναζητά κάποιον που να ενσαρκώνει τη δύναμη και την αποφασιστικότητα, σε αντίθεση με το όραμα μιας ασαφούς προόδου που προτείνει η πιο φιλελεύθερη αριστερά.

Υπάρχουν, φυσικά, πολίτες που τρομοκρατούνται από τον προκλητικό χαρακτήρα του Τραμπ· η γλώσσα του, οι προσβολές και η ύβρις, και φυσικά, η αδυναμία του να επιδείξει έναν συμβατικό σεβασμό στις διαδικασίες της δημοκρατίας αποτελούν γι’ αυτούς red flags. Κι αν ο Τραμπ μπορούσε να συγκρατήσει αυτή την επιθετικότητα, ίσως να έβρισκε έναν δρόμο προς μια πιο άνετη επικράτηση. Όπως και να ‘χει, ο Τραμπ, μέσα από τη δική του ατελή φύση, αντιπροσωπεύει κάτι που η φιλελεύθερη ελίτ δεν μπορεί να κατανοήσει: μια άλλη, εναλλακτική Αμερική.

Αυτή η «πραγματική Αμερική» είναι ένα μέρος που δεν συνδέεται απαραίτητα με τα ιδανικά της προόδου, όπως τα οραματίζονται οι Δημοκρατικοί, αλλά με τις ρίζες της παράδοσης και της σταθερότητας. Είναι μια χώρα με φόβους, προσδοκίες και αξίες που αποκλίνουν από τη «φανταστική Αμερική» της φιλελεύθερης αριστεράς. Αυτό που φάνηκε ήδη από το 2016, κι όμως αγνοήθηκε, είναι πως οι άνθρωποι ζητούν μια ηγεσία που να τους μοιάζει και να αντικατοπτρίζει τις δικές τους ανάγκες και ανησυχίες, όσο αντιφατικές ή και ατελείς κι αν είναι. Ίσως το μεγαλύτερο μάθημα που μπορεί να αντλήσει κανείς από αυτές τις εκλογές είναι πως η Αμερική δεν έχει έναν ενιαίο εαυτό, αλλά μια πολυπρόσωπη, αμφιταλαντευόμενη ψυχή που πάντα θα αντιστέκεται στον ορισμό, διατηρώντας την ικανότητα να ανατρέψει κάθε πολιτική σιγουριά.

 

☞︎ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookX/Twitter και Instagram.