«Πέθανες — κι έγινες και συ: ο καλός. Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης. Τριάντα έξι στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων, εφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που προσέφερες. Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ‘ξερα τι κάθαρμα ήσουν, τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα […]».
Μανόλης Αναγνωστάκης – «Επιτύμβιον»
Οι νεκροί είχαν από παλιά μια πολύ περίεργη σχέση με το ελληνικό θυμικό.
Σε αντίθεση με τις νεκρολογίες των Αγγλοσαξόνων – τα γνωστά «obituaries» των εφημερίδων και των ΜΜΕ που είναι χιουμοριστικά, κυνικά, σκωπτικά και, ενίοτε, δεν χαρίζουν «κάστανα» στο νεκρό – εμείς οι Ελληνες έχουμε μια άλλη κουλτούρα και προσέγγιση στην διαχείριση της θλίψης μας αλλά και του αποχαιρετισμού μας στον εκάστοτε, γνωστό ή άγνωστό μας, νεκρό.
Θέλουμε να είμαστε στιβαροί και σοβαροί σαν αρχαιοελληνική τραγωδία -στον αποχαιρετισμό μας δεν γίνεται να ενυπάρχει η δεύτερη μάσκα του θεατρού, η κωμική. Μόνο η τραγική.
Ο αριστοφανισμός απαγορεύεται δια ροπάλου και ας ήταν ο Αριστοφάνης ο πρώτος που παρώδησε τους νεκρούς στα έργα του.
Όσο «ιερή αγελάδα» ήταν εν ζωή κάποιος, άλλο τόσο (ίσως και ακόμη περισσότερο) παραμένει και μετά τον θάνατό του.
Η λέξη-κλειδί είναι «σεβασμός». Ο σεβασμός με κάθε τρόπο. Γιατί, σύμφωνα με τα λεγόμενα του θυμόσοφου λαού μας, «δεν μπορείς να αναφέρεσαι στα “ντεφό” ή στα κουσούρια κάποιου όταν ακόμη δεν έχει στεγνώσει το χώμα που τον σκέπασε πάνω από τον τάφο του».
Ο γνωστός αθλητικογράφος Γιώργος Γεωργίου πέθανε τη Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος, έπειτα από μάχη με τον καρκίνο, σε ηλικία 71 ετών.
Ανάμεσα στους πολλούς που έγραψαν για τον θάνατο του δημοσιογράφου, ήταν και ο δημοσιογράφος Νίκος Τζιανίδης στο Ethnos.gr με τίτλο «Γιώργο μου, καλό σου ταξίδι και εμείς να ζήσουμε να σε ξεχάσουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται».
Με αφορμή το κείμενο του αρθρογράφου του Έθνους για τον Γιώργο Γεωργίου, μια μεγάλη συζήτηση προκλήθηκε τόσο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όσο και σε ειδησεογραφικά μέσα.
Κατόπιν, η θύελλα αντιδράσεων και αρνητικών σχολίων που προκλήθηκε, ανάγκασε μέχρι και την ίδια την διεύθυνση της εφημερίδας να αποσύρει το άρθρο, αναφέροντας ότι «ως προς το αίσθημα προσβολής που γέννησε το συγκεκριμένο άρθρο, το Έθνος αναγνωρίζει ότι ο τίτλος του υπήρξε απολύτως άστοχος. […] Υπηρετώντας μια δημοσιογραφία που δεν είναι τυφλή, αποκομμένη από κάθε κοινωνικό διάλογο, που δεν βλέπει τον εαυτό της ως τιμητή αλλά αναστοχάζεται και προβαίνει σε αυτοκριτική, το “Έθνος” επιθυμεί να απαντήσει σε αυτή την έντονη συζήτηση που προκλήθηκε γύρω από το συγκεκριμένο άρθρο. Το θέμα, άλλωστε, είναι σημαντικό και ευαίσθητο. Ευαίσθητο γιατί γράφτηκε με αφορμή τον θάνατο ενός ανθρώπου. Και σημαντικό γιατί αφορά τον δημόσιο λόγο που οι επαγγελματίες δημοσιογράφοι, ζώντες και θανόντες, διαχέουν στο δημόσιο πεδίο είτε ως παράδειγμα προς μίμηση είτε ως αφορμή αναθεμάτων».
Το μέσο που φιλοξενεί τον Τζιανίδη «ανέκρουσε πρύμναν» λοιπόν.
Ας δούμε, ωστόσο, αναλυτικά τι έγραψε ο συνάδελφος ως προς την περίπτωση του Γεωργίου. Γράφει λοιπόν:
«Ο Γιώργος Γεωργίου ήταν εκπρόσωπος μιας άλλης κουλτούρας, αθλητικής – ποδοσφαιρικής και γενικά κοινωνικής· κάποιοι την υιοθέτησαν, την χειροκρότησαν, την αποθέωσαν, την εξέφρασαν γιατί τους εξέφραζε απόλυτα· δεν ήμουν ένας από εκείνους», γράφει ο Τζιανίδης.
Καλώς μέχρις εδώ; Καλώς. Άποψη; Άποψη.
«Κλίνω ευλαβικά το γόνυ στην εκδημία του Γιώργου Γεωργίου, εκφράζω τα βαθύτατά μου συλλυπητήρια στους οικείους του, θυμάμαι με δέος τον Γολγοθά που ανέβηκε και τον σταυρό που μόνος έσυρε μέχρι τον Κρανίου Τόπον με την σπάνια ασθένεια του γιού του κι “έξω της πύλης έπαθε”, αλλά μέχρι εκεί. Θρηνώ και οδύρομαι, όταν εννοήσω τον θάνατον του Γιώργου Γεωργίου ως άνθρωπο, αλλά ως τηλεπερσόνα, ως ραδιοφωνικό παραγωγό, ως αθλητικολόγο, θα έλεγα ότι λυπάμαι που τον είδα, που τον άκουσα, που μου μετέφεραν απόψεις του», συνεχίζει ο Τζιανίδης.
Καλώς και μέχρις εδώ; Βλέπετε να υπάρχει πουθενά το στοιχείο της προσβολής νεκρού; Ο Τζιανίδης μεταφέρει ξανά την άποψή του και την γνώμη του.
Και παρακάτω αναφέρεται σε κάποια αληθινά περιστατικά από την τηλεοπτική και δημοσιογραφική καριέρα και πορεία του Γεωργίου που θεωρεί ότι τον ενοχλούσαν σε επίπεδο αισθητικής.
Εχει δικαίωμα να το κάνει αυτό ο Τζιανίδης; Σαφώς και μπορεί.
Γράφει λοιπόν: «[με τον Γεωργίου] η αθλητική δημοσιογραφία ξέφυγε από τα κλισέ της ευγένειας, του κεκαλυμμένου ήθους […] και εισήγαγε καινά δαιμόνια, σαν εκείνα του «Αποδυτηριάκια» με στιλ γραφής: «φτου σου πουτ…να Αυστραλέζα» (sic), για τη σύζυγο διεθνούς τερματοφύλακα. […]
Και έπειτα ήρθαν… τα καλύτερα. Οι ομοφοβικές εκρήξεις με τη μάγκικη τεχνοτροπία του μάτσο άντρα, που ‘χει στο ΄να χέρι το μπεγλέρι και στ’ άλλο το τσιγάρο: «…τι πουσταριό ήταν αυτό. Τι αδερφάτο ρε. Όλες οι αδερφές της Ευρώπης μαζεμένες εδώ… Όξω πούστη κι’ άσκημε, γαμώ την τρέλα μου… Καπουτζίδης είπατε; Τι πάτοι ήταν αυτοί ρε, σαν τιμόνια αυτοκινήτου»… Κι οι φιλήσυχοι οικογενειάρχες πολύ γελούσαν με τους αφορισμούς του Γεωργίου, που ήταν ό,τι ακριβώς έλεγαν τα απόβραδα στον καφενέ οι άντρες μεταξύ τους, εκεί λίγο πριν δύσει ο ήλιος του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και ανατείλουν οι μαύρες νύχτες των Μνημονίων».
Δεν λέει κάτι εδώ ο Τζιανίδης που δεν γνωρίζαμε ήδη για τον εκλιπόντα.
Αντιθέτως, περιγράφει επακριβώς την τηλεοπτική περσόνα του Γεωργίου, χωρίς να τον προσβάλλει στο ελάχιστο.
Τον αποκαλεί «μάτσο» και «ομοφοβικό», δυο στοιχεία που ήταν αποδεδειγμένα σύμφυτα με την εκρηκτική προσωπικότητα του Γεωργίου, ενός ανθρώπου… take it or leave it και «σε όποιον αρέσουμε, γαμώ το φελέκι μου, για τους άλλους δεν θα μπορέσουμε», που επαναλάμβανε συχνά και ο ίδιος ο εκλιπών στις εκπομπές του.
Ναι, ο Γεωργίου σε άλλους άρεσε. Και σε πάλι άλλους, όχι.
Δεν έχουν δικαίωμα να το εκφράσουν και γραπτώς όσοι δεν τον έβρισκαν διασκεδαστικό αλλά κινούμενο σχεδόν μονίμως στα όρια της προσβολής, του λούμπεν και του κιτς αθλητικού καρακατσουλιού;
«Δεν είναι το timing σωστό ρε φίλε, ο άνθρωπος μόλις πέθανε, τι δεν καταλαβαίνεις; ΔΕΝ. ΒΡΙΖΟΥΜΕ. ΝΕΚΡΟΥΣ», θα έγραφε πιθανώς κάποιος ως αντεπιχείρημα (όπως και γράφτηκε όντως στα σχόλια αναγνωστών κάτω από το άρθρο του Τζιανίδη, σχόλια που ξεκινούσαν από την προαναφερθείσα ατάκα μέχρι ευχολόγια στον Τζιανίδη «να νεκροφιλήσει τα παιδιά του»).
«Ναι, αλλά ο αρθρογράφος δεν βρίζει το νεκρό εδώ. Κάνει μια απλή και σχεδόν επιδερμική κριτική στα ήθη και έθιμα που έφερε ο Γεωργίου άμα τη εμφανίσει του στη δημόσια σφαίρα», θα ήταν μια σχετικά ψύχραιμη και σωστή απάντηση και θα συμπλήρωνε ότι:
«Λέει την αλήθεια. Αυτό που ισχύει και αυτό που ξέραμε ήδη για τον Γεωργίου. Και μάλλον ισχυρίζεται κάτι που αναγνώριζε και ο ίδιος ο Γεωργίου όσο ήταν εν ζωή, γιατί ήταν ένας πανέξυπνος άνθρωπος».
Καίτοι βαθύτατα συντηρητικός και οπαδός της «παλιάς Ελλάδας». Της εποχής των «γνήσιων αρσενικών». Που έριχναν και μια μπάτσα στην γυναίκα τους, έτσι και τους έφερνε αντίρρηση.
«Κοινωνιολογικά, κάποιος ίσως έλεγε ότι η ίδια του η παρουσία ήταν απόδειξη πόσο συγκοινωνούντα δοχεία είναι καμιά φορά η λαϊκότητα με τη συντήρηση», γράφει στον δικό του «επικήδειο» απέναντι στον Γεωργίου ο πάντα καίριος συνάδελφος και φίλος Παναγιώτης Μένεγος.
«Ο Γεωργίου κάπου εκεί έγινε σταρ. Μάλλον εν γνώσει του απέκτησε (για λίγο) θέση πρωταγωνιστή στο απέραντο freakshow της ελληνικής τηλεόρασης. Τον αντιμετώπισαν ως εξωτικό πουλί κι εκείνος τους πήγε «ταξίδι στην άκρη του λούμπεν». Καίγοντας σιγά σιγά την αυθεντικότητά του μέσα από την υπερπροβολή τη δεκαετία του 2000 που όπως ο ίδιος έλεγε «πήγε καλά οικονομικά». Τότε που μέσα στην περιρρέουσα παραζάλη σε όλα τα επίπεδα, βρέθηκε ακριβοπληρωμένος σχολιαστής στην συνδρομητική τηλεόραση. Καλεσμένος σε πρωινάδικα να «μην τους κρύβει ότι, στον στρατό, τον είχε παίξει για πάρτη της Ζωής Λάσκαρη». Πήρε τα πανω του, αλλά όπως πάντα συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις έγινε αιχμάλωτος αυτής της εικόνας. Κι άφησε ελεύθερο, σχεδόν αχαλίνωτο τον χειρότερο εαυτό του – άλλωστε το περιβάλλον των εκπομπών που τον φιλοξενούσαν αυτό τον παρότρυνε να κάνει. Δεν τον αθωώνω. Έχει πει τέρατα. Άθλια ομοφοβικά/σεξιστικά/ρατσιστικά τέρατα», καταλήγει ορθά ο Μένεγος.
Ο νεκρός δεδικαίωται;
Ο νεκρός πράγματι «δεδικαίωται» αλλά όχι με την σημασία που νομίζουν οι περισσότεροι.
«Ο γαρ αποθανών δεδικαίωται από της αμαρτίας», λέει ο Απόστολος Παύλος στην Προς Ρωμαίους επιστολή.
Και όπως λέει τώρα η επίσημη μετάφραση της Βιβλικής Εταιρείας: «Γιατί σ’ έναν που πέθανε, η αμαρτία δεν έχει πια καμιά εξουσία».
Η έκφραση σημαίνει, βασικά, ότι «αυτός που πέθανε, δεν μπορεί πια να αμαρτήσει».
Το «δεδικαίωται» δεν σημαίνει «δικαιώνεται», αλλά «απαλλάσσεται».
Και εμείς, με τη σειρά μας, δεν είμαστε επ’ ουδενί υποχρεωμένοι – ειδικά αν γνωρίζαμε κάποιον καλά – να κάτσουμε και να υποκριθούμε πως κάθε νεκρός ήταν υπέροχος και ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου, ούτε να περιμένουμε μερικές εβδομάδες πριν ανοίξουμε το στόμα μας και ψελλίσουμε κάτι εναντίον του μακαρίτη.
Αν είναι έτσι, να σεβαστούμε την μνήμη του οιοδήποτε νεκρού, απλά και μόνο επειδή… πέθανε και ξαφνικά «απαλλάχθηκε από τις αμαρτίες του»: του Χίτλερ, του Πολ Ποτ, του Πινοσέτ.
Δεν συγκρίνω φυσικά τον Πολ Ποτ με τον Γεωργίου, αλλά, π.χ. όταν προ ετών πέθανε ο Γιώργος Κουρής, γράφτηκαν πάσης φύσεως φαιδρά πράγματα για το πόσο «υπέροχος δημοσιογράφος ήταν» και «τι υπηρεσίες προσέφερε στην εγχώρια δημοσιογραφία».
Ποιος, ο ιδρυτής του «Αυριανισμού», ο άνθρωπος που κρέμασε στα μανταλάκια των πρωτοσέλιδων των εφημερίδων του την Δήμητρα Λιάνη γυμνή.
Την οποιαδήποτε Λιάνη και τον οποιονδήποτε άνθρωπο εκεί έξω. Που τον ξεφτίλισε με κάθε πιθανό τρόπο δημοσίως.
Γιατί να δείξουμε μόνο σεβασμό στο νεκρό Γιώργο Κουρή; Θα δείξουμε έναν δέοντα σεβασμό και θα γράψουμε, την ίδια στιγμή, για όλες τις πτυχές της προσωπικότητας του καθώς και του κουτσαβάκικου, αγοραίου ύφους δημοσιογραφίας που υπηρετούσε.
«Στους ζωντανούς χρωστάμε σεβασμό, αλλά στους νεκρούς χρωστάμε μόνο την αλήθεια», είχε γράψει προ 250 ετών ο Βολταίρος.
Ας πούμε ότι ο Βολταίρος βλέπει μόνο την «μισή εικόνα». Ότι στους νεκρούς δεν χρωστάμε μόνο την αλήθεια, αλλά και τον σεβασμό μας.
Οπότε, ας διορθώσουμε την βολταιρική ρήση: «οι νεκροί αξίζουν σεβασμό. Κυρίως όμως αξίζουν την αλήθεια».
Και νομίζω ότι αυτό θα περίμενε και θα ανέμενε, βάσει ψυχοσύνθεσης και ιδιοσυγκρασίας, και ο ίδιος ο εκλιπών Γιώργος Γεωργίου.