Βρισκόμαστε σε μία περίοδο προεκλογικού πυρετού, μόνο που το εκλογικό σώμα δεν το έχει συνειδητοποιήσει. Σε ένα μήνα και κάτι ψιλά, λαμβάνουν χώρα οι Ευρωεκλογές και ελάχιστοι ασχολούνται, πόσο μάλλον γνωρίζουν τι θα ψηφίσουν και ποιος μπορεί να εκπροσωπήσει τις απόψεις του στο Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο.
Από το μόνο που μπορεί κανείς να συνειδητοποιήσει ότι βρισκόμαστε μια ανάσα πριν τις εκλογές είναι από την ανακοίνωση ολοένα και περισσότερων δημοσιογράφων και celebrities ότι κατεβαίνουν στην πολιτική και από την έντονη παρουσία πολιτικών σε talk shows και social media αγωνιζόμενοι να γίνουν διάσημοι.
Η επικάλυψη μεταξύ show business και πολιτικής δεν ήταν ποτέ πιο έντονη με ολοένα και περισσότερους celebrities να αναζητούν πολιτικά αξιώματα και πολιτικούς να αναζητούν μία θέση στη μαρκίζα.
Η σχέση μεταξύ show biz, αναγνωρισιμότητας και πολιτικής ήταν από καιρό συμβιωτική.
Η λογική άλλωστε είναι απλή: τα κόμματα χρειάζονται ψήφους, οι ψηφοφόροι χρειάζονται γνωστά ονόματα για να σταυρώσουν, οι celebrities είναι διάσημοι και η αναγνώριση ονομάτων είναι ζωτικής σημασίας στην πολιτική κούρσα..
Είναι ένα μονοπάτι που έχει ξεκινήσει και γιγαντωθεί στην Αμερική εδώ και μερικές δεκαετίες. Ο Ronald Reagan ήταν ηθοποιός πριν γίνει κυβερνήτης της Καλιφόρνια και τελικά πρόεδρος των ΗΠΑ ενώ ο 5 φορές βραβευμένος με Όσκαρ, Κλιντ Ίστγουντ υπηρέτησε ως δήμαρχος μιας πόλης στην Καλιφόρνια για μερικά χρόνια.
Ο Ντόναλντ Τραμπ πήγε από τη σειρά “The Apprentice” στον Λευκό Οίκο. Ο Arnold Schwarzenegger πήγε από το “Terminator” στο Capitol της Πολιτείας της Καλιφόρνια. Ο ράπερ Kanye West, η ολυμπιονίκης που έγινε σταρ του ριάλιτι Caitlyn Jenner και η ηθοποιός Cynthia Nixon έχουν κάνει αποτυχημένες προσπάθειες να μπουν στην πολιτική τα τελευταία χρόνια.
Οι επιφανειακοί λόγοι για τους οποίους οι διασημότητες έχουν αυξημένες πιθανότητες να πετύχουν είναι πολλοί: είναι εκπαιδευμένοι στα μέσα ενημέρωσης, έχουν επικοινωνιακό χάρισμα, είναι συνήθως ελκυστικοί και έχουν μεγάλα δίκτυα επιρροής και πρόσβαση στα κεφάλαια που απαιτούνται για τη διεξαγωγή μεγάλων εκστρατειών με απήχηση.
Πολιτικοί που θέλουν να γίνουν influencers και celebrities
Από την άλλη, τα τελευταία χρόνια υπάρχει και άλλη μία τάση, της celebriτοποίησης των πολιτικών.
Έχοντας συνειδητοποιήσει τη δύναμη των clicks στα social media και της αναγνωρισιμότητας της τηλεόρασης, ολοένα και περισσότεροι πολιτικοί εφαρμόζουν την μαϊντανοποίηση.
Τα παράθυρα σε ειδήσεις και ενημερωτικές εκπομπές αλλά και τα talk shows έχουν γεμίσει όσο ποτέ με πολιτικούς και υποψήφιους. Πλέον ακόμα και τα πρωινάδικα, που κάποτε ασχολούνταν μόνο με celebrities, γυμναστική και μαγείρεμα, φιλοξενούν πρόσωπα της πολιτικής σφαίρας.
Ο εναγκαλισμός της βιομηχανίας του θεάματος , των μέσων ενημέρωσης και της διασημότητας που αυτά υπαγορεύουν, με την πολιτική διαμορφώνει το φαινόμενο celebrity politics (της πολιτικής διασημότητας).
Είναι πασιφανές, πως η εποχή της εικόνας και των social media έχει αλλάξει το προφίλ της πολιτικής. Ακόμα και πρόσωπα μεγάλου βεληνεκούς, με χρόνια πολιτικής καριέρας, προσπαθούν να σπάσουν το αυστηρό και σοβαρό προφίλ τους δημιουργώντας βίντεο στο Tik Tok, κάνοντας καμπάνιες στο instagram, παρουσιάζοντας έτσι ένα πιο χαρούμενο και χαλαρό προσωπείο, ώστε να αποκτήσουν μεγαλύτερη εμβέλεια και το κοινό να μπορεί να ταυτιστεί ευκολότερα.
Η παραστατική κουλτούρα μας με την εμμονή στην εικόνα και στα social media ευθύνεται εν μέρει και για τα δύο φαινόμενα. Τα κοινωνικά δίκτυα έχουν άλλωστε αποδειχθεί ως μία ισχυρή δύναμη που χειραγωγεί, καθορίζει τάσεις, πρότυπα καθώς προωθεί μια επίπλαστη πραγματικότητα στην οποία τα υλικά αγαθά ή μία τάση είναι ικανά να φέρουν την ευτυχία.
Έλλειψη εμπιστοσύνης στην πολιτική
Η ολοένα αυξανόμενη εμπλοκή των διασημοτήτων στη σφαίρα της πολιτικής αλλά και το αντίστροφο, η υιοθέτηση, από τους «παραδοσιακούς» πολιτικούς, στρατηγικών και συμπεριφορών που έλκουν την καταγωγή τους από την εμπορική επικοινωνία, έχει επέλθει και με την ολοένα και περισσότερη απογοήτευση του εκλογικού σώματος από την πολιτική και την άνοδο του λαϊκισμού.
Η Natasha Lindstaedt, Καθηγήτρια Διακυβέρνησης στο Πανεπιστήμιο του Έσσεξ επισημαίνει το οικονομικό κραχ του 2008 ως τη στιγμή που το εκλογικό σώμα άρχισε να απομακρύνεται από τους ειδικούς και τους καριερίστες πολιτικούς. «Υπήρξαν τεράστιες οικονομικές ανισότητες – οι τράπεζες ουσιαστικά σώθηκαν και ο μέσος άνθρωπος όχι. Αναπτύχθηκε ένα αίσθημα ότι οι άνθρωποι χρειάζονταν κάποιον που νοιάζεται για αυτούς».
Αυτή ακριβώς η διάθεση επέτρεψε στον Τραμπ να εισέλθει στον Λευκό Οίκο με μηδενικό πολιτικό υπόβαθρο και οδήγησε σε λαϊκιστές με επικίνδυνες συχνά ρητορικές να μπουν στην ελληνική βουλή. Η αντίστοιχη ιδιότητά τους ως «αουτσάιντερ», ο λαϊκισμός τους, οι ευθύγραμμες συμπεριφορές και οι υποσχέσεις να αντανακλούν τις επιθυμίες του λαού, αποδείχθηκαν ακαταμάχητα για τους ψηφοφόρους που αισθάνονταν ότι οι καριερίστες πολιτικοί ανήκουν σε ελίτ και δεν τους εμπιστεύονται για να εκπροσωπήσουν τις καθημερινές ανάγκες τους.
Και πώς μπορούμε να τους κατηγορήσουμε;
Παγκοσμίως, ηγέτες, πολιτικοί αρχηγοί, πρόεδροι και μέλη κυβερνήσεων κατηγορούνται για διαφθορά, για παιδεραστία, για σεξουαλικές επιθέσεις, υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος, για μαύρο χρήμα, για συμπεριφορά ποινικά κολάσιμη, εμπόριο ναρκωτικών και μία ζωή παραβατικότητας. Ζούμε σε μία κοινωνία που θεωρεί δεδομένο ότι όποιος ασχολείται με την πολιτική είναι διεφθαρμένος και αυτό είναι επικίνδυνο για δύο λόγους.
Αφενός, απαξιώνεται το λειτούργημα της πολιτικής εκπροσώπησης -γιατί θα έπρεπε να είναι λειτούργημα και όχι καριέρα-. Και αφετέρου, μαρτυρά ότι βρισκόμαστε σε μία εποχή χωρίς απαιτήσεις ηθικές, χωρίς να θέτουμε όρια. Λες και σταδιακά μας έχουν μετατρέψει σε άβουλα όντα με κυρίαρχη τη ματαιότητα και τη ρητορική της ισοπέδωσης που μας καθιστά ανήμπορους να αντιδράσουμε και να απαιτήσουμε κάτι καλύτερο, και έτσι απέχουμε γιατί τίποτε δεν μπορεί να αλλάξει.
Όταν πρόκειται για διασημότητες, εξηγεί η καθηγήτρια Lindstaedt, αν και δεν είναι απαραιτήτως λαϊκιστές, η ιδιότητα του αουτσάιντερ σημαίνει ότι θεωρούνται ως ένα διάλειμμα από την παραδοσιακή πολιτική και απευθύνονται σε ψηφοφόρους που αισθάνονται απογοητευμένοι από την τρέχουσα πολιτική εικόνα σε μια εποχή αυξανόμενου σκεπτικισμού απέναντι σε καριερίστες πολιτικούς.
Η Sharon Coen, Ανώτερη Λέκτορας στην Ψυχολογία των Μέσων στο Πανεπιστήμιο του Salford εξηγεί ότι όλα σχετίζονται με τη δύναμη των παρακοινωνικών σχέσεων, το φαινόμενο της φανταστικής σύνδεσης με διάσημα πρόσωπα. Η επανειλημμένη έκθεση σε ανθρώπους μπορεί να μας οδηγήσει να ταυτιστούμε μαζί τους στο σημείο που νιώθουμε ότι τους γνωρίζουμε πραγματικά. «Οι παρακοινωνικές σχέσεις δίνουν την αντίληψη της οικειότητας και, όταν είναι θετικές, αυτό μπορεί να προκαλέσει μια αίσθηση οικειότητας και εμπιστοσύνης». Όσο για το γιατί δεν θεωρούνται μέλη της ελίτ, κάτι που, με πολλά μέτρα, αναμφίβολα είναι – αυτό συμβαίνει επειδή θεωρούμε τις διασημότητες ως primus inter pares, που σημαίνει «πρώτοι μεταξύ ίσων». «Η διασημότητα συχνά γίνεται αντιληπτή ως “ένας από εμάς που τα κατάφερε”, οπότε αν και αυτό μπορεί να μην είναι αλήθεια, διατηρούν μία στενή σχέση με τον λαό».
Έτσι οι πολιτικοί προσπαθούν να καλλιεργήσουν τις παρακοινωνικές αυτές σχέσεις ενισχύοντας την παρουσία τους στα media ενώ πολλές θέσεις σε ψηφοδέλτια καλύπτονται από διασημότητες για να εξασφαλίσουν το πολυπόθητο σταυρό.
Έλλειψη πολιτικής παιδείας και απαξίωση πολιτικού συστήματος
Τα φαινόμενα αυτά είναι όμως αποτέλεσμα ενός πιο σημαντικού ζητήματος. Της έλλειψης πολιτικής παιδείας και πολιτικοποίησης.
Ελάχιστοι γνωρίζουν το ρόλο των ευρωπαϊκών θεσμών. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θεσπίζει νόμους που μας επηρεάζουν όλους: μεγάλες χώρες και μικρές κοινότητες, ισχυρές εταιρείες και νεοφυείς επιχειρήσεις, σε παγκόσμιο και σε τοπικό επίπεδο ενώ εστιάζει σε θέματα που είναι σημαντικά για όλους μας: το περιβάλλον, την ασφάλεια, τη μετανάστευση, τις κοινωνικές πολιτικές, τα δικαιώματα των καταναλωτών, την οικονομία, το κράτος δικαίου.
Η απαξίωση ειδικά των ευρωπαϊκών εκλογών και η ολοένα και μεγαλύτερη αποχή αποτελεί τρανταχτό παράδειγμα της αποτυχίας και της παθογένειας του πολιτικού μας συστήματος.
Τα 15 χρόνια οικονομικής κρίσης έχουν περιορίσει τα αντανακλαστικά του ψηφοφόρου καθώς η ματαιότητα κυριαρχεί στην καθημερινότητά του. Τιμές στα ύψη, μισθοί περικόπτονται, ενοίκια απλησίαστα, ενώ οι παροχές του κράτους ολοένα και μειώνονται.
Τα ευρωπαϊκά θέματα φαντάζουν πολυτέλεια μπροστά στα καθημερινά προβλήματα της επιβίωσης και του κατακερματισμού της ποιότητας ζωής μας. Οι ψηφοφόροι απορρίπτουν το πολιτικό σύστημα, απαξιώνοντας ταυτόχρονα τα κόμματα/παρατάξεις με το να απέχουν από εκλογές που θεωρούν καθαρά ελιτίστικες και που δεν μπορούν να φέρουν λύση στα ζητήματά τους.
Όλα άλλωστε φαίνονται μάταια μιας και το σύστημα θα απομυζεί και το μεδούλι τους, ανεξάρτητα από το πόσο αγωνίζονται και αντιδρούν.