Κάθομαι σε ένα άκυρο καφέ στο Μαρούσι, μην με ρωτάτε πώς βρέθηκα εδώ, όλοι κάπου πάντα βρισκόμαστε για κάποιον λόγο και είναι φορές που αυτό το κάπου μπορεί να μας αλλάξει την ζωή. Γιατί το πιλατεύσαμε πολύ στα όνειρά μας, το ζυμώσαμε, το αναγγείλαμε, το ευχηθήκαμε σε καλοκαιρινό πεφταστέρι. Φυσάει, είναι Οκτώβρης, τα πράγματα γύρω αλλάζουν, μια κοπάζουν μια αλαλάζουν, ορμά η πραγματικότητα λυσσασμένη και δαγκώνει τα όνειρα, τις επιθυμίες, τις προσευχές.

Κάποιοι συνεχίζουμε. Ένα παιδί σήμερα μαθαίνει πως πέρασε το πιο δύσκολο μάθημα της εξεταστικής του και κανονίζει να το γιορτάσει. Μια γυναίκα μαθαίνει πως κατάφερε επιτέλους να μείνει έγκυος, αφού το προσπαθούσε καιρός. Μια σλατίνα που εμπορεύεται την ζωή της στα σόσιαλ συμπλήρωσε 10.000 ακολούθους, αρχίζοντας να βλέπει λιγότερο μακριά το όνειρό να γίνει κανονική και με το νόμο ινφλουένσερ, να δρέψει δάφνες ποικίλες τα επόμενα χρόνια και να κάνει ίσως κι έναν κοσμικό (με νέους όρους κοσμικότητας) γάμο. Ένας πρωτάρης γιατρός σώζει την ζωή κάποιου ανθρώπου. Μια γιαγιά μαθαίνει στο εγγόνι της πώς ανοίγουν φύλλο και συγκινείται σύγκορμη. Καθημερινά, γεννιούνται νέοι άνθρωποι, εκείνοι που πιθανώς θα αλλάξουν την ζωή ημών των ήδη γεννημένων. Γεννιέται τώρα κάπου εκείνη η συγγραφέας που θα με κάνει να ανατριχιάσω σε 40 χρόνια, στα γεράματά μου, που θα μου θυμίσει κάτι από τη νιότη μου και γεννιέται ο άνθρωπος που θα ερωτευτεί το ανιψάκι μου και μαζί θα οργώσουν τον κόσμο.

Τίποτα δεν συμβαίνει απλώς τυχαία ή χωρίς κόπο. Εντάξει, κάποια πράγματα συμβαίνουν τυχαία. Αλλά στις ραφές αυτής της τύχης, έχει πέσει βελόνα προσπάθειας, επιμονής, αντοχής, υπομονής, ισχυρής θέλησης, ενίοτε και γροθιάς στο μαχαίρι. Καθένας και καθεμία μας πετυχαίνει κάτι μετά από διαδρομές, βάσανα. Κι ένας ωραίος έρωτας ακόμα που δυο άνθρωποι επιλέγουν να αφεθούν στο να τον ζήσουν, μπορεί να  έπεται μιας μακράς περιόδου δακρύων, δουλειάς με τον εαυτό και ένα σωρό δυσκολιών, αρνήσεων, προσπαθειών να βρουν αυτό που θέλουν. Και, ναι, όταν το βρίσκουν, τους λέμε όλοι τυχερούς. Κι εκείνοι νιώθουν, ενδεχομένως, έτσι.

Αλλά, ας αφήσουμε τον έρωτα και τις σχέσεις στην άκρη. Υπάρχουν ένα σωρό άλλα επιτεύγματα. Να περάσει κανείς στη δραματική σχολή. Να πετύχει στο επάγγελμά του. Να χάσει 10 κιλά. Να πάρει μετάλλιο. Να καταφέρει να πάει και να γυρίσει αλώβητος από την εκταφή του πατέρα του. Τα κάνουμε όλα αυτά, τα ζούμε, κάποια τα προετοιμάζουμε για χρόνια και κάποια, για να είμστε ειλικρινείς αρκετά από αυτά, τα πετυχαίνουμε. Όπως θα έλεγε ο συνάδελφος Νίκος Παγουλάτος σε πιθανό τίτλο του: Ε, και;

Εννοώ, ωραία και καλά όλα αυτά. Όλο το αφήγημα της προετοιμασίας κι όλη η πραγματική ουσία της προετοιμασίας: της ψυχή τε και σώματι. Μετά, δεν υπάρχει κανένα βάθρο, τίποτα στ’ αλήθεια πανηγυρικό. Δε σου χρωστάει η ζωή, ούτε εμένα. Μπορεί να έχεις μόλις δει το κρανίο του γονιού σου στο χώμα, να έχεις αντέξει, να το έχεις βγάλει εις πέρας, να είσαι δυνατός και να μην σε πάρει από κάτω και λίγα λεπτά μετά να σε βρίσκει κάποιος στον δρόμο χυδαία. Μπορεί να κρατάς το πτυχίο σου στο χέρι, να έχεις παλέψει πολύ γι’ αυτό, και μερικά χρόνια αργότερα να δεις ότι δεν αρκεί αυτό για να σε σέβονται. Μπορεί να έφτασες 15.000 followers, αλλά να νιώθεις ακόμα το ίδιο κενό-πουθενά, ανάμεσά τους, αυτό το συναίσθημα που περίμενες να διαρκέσει. Κι αν ακόμα κατάφερες να βγεις αλώβητη από μια περιπέτεια υγείας, αυτό οι άλλοι (οι συνάδελφοι, οι γείτονες κτλ) δεν το ξέρουν. Γυρνάς ένα απόγευμα από το νοσοκομείο με ένα κεφάλι καζάνι κι έναν ψυχισμό ανάστατο κι οι δίπλα τα σπάνε ως τις 3 το πρωί, στερώντας σου τον ύπνο που τόσο χρειάζεσαι.

Δεν υπάρχει δικαιοσύνη στην ζωή, στην φύση. Ένα είδος λογικής που συνορεύει με το παράλογο υπάρχει κι αυτό εναλλάσσεται και περιόδους που νιώθουμε δυνατοί και φωτεινοί μάς έρχονται συνήθως ωραία πράγματα-και το αντίστροφο. Όμως, η δικαιοσύνη και η κατασκευή κανόνων είναι ανθρωπίσιο χούι, είναι παιδί πολιτισμού. Κι από την άλλη, είναι και ανθρώπινη τάση, και μάλιστα αρκετά συνήθης, να αισθανόμαστε ότι αδικούμαστε. Ότι κάτι ακόμα, περισσότερο αξίζουμε. Ότι κάποιος μας φθονεί, μας κουτσομπολεύει, μας ματιάζει, μας σκορπά αρνητική ενέργεια. Ότι μας υποτιμούν, μας ντροπιάζουν, μας απαξιώνουν. Συχνά, άνθρωποι που είχαν μια κακή μέρα συναντιούνται με ανθρώπους που είχαν επίσης κακή μέρα και αρχίζουν να εξάγονται συμπεράσματα, να ανοίγουν πληγές βασισμένες σε ελλείμματα και προβλήματα άλλης φύσης και ίσως παιδικών χρόνων, κι όλα μπάχαλο.

Οι νάρκισσοι λένε τους νάρκισσσους νάρκισσους, κι οι γάιδαροι τους πετεινούς κεφάλες. Οι ινσταγκράμερς ζητάνε σύνταξη από το ελληνικό κράτος και οι δάσκαλοι στα χωριά και τα νησιά δεν έχουν πού να μείνουν από την τουριστίλα και την εκμετάλλευση. Τα παιδάκια ξεζουμίζονται από το σύστημα να προκόψουν και να σπουδάσουν, για να τους πει κάποιος στα 25 τους ότι «με σκληρή δουλειά βγαίνουν τα λεφτά»-τρισμέγιστο ψέμα, τρελή καπιταλίλα. Γιατί και να τα βγάλουν τα λεφτά με σκληρή δουλειάν (δηλαδή μη ζωή), τότε δεν μπορούν να αξιώνουν την απόλυτη ευτυχία: θα τους προδώσει μια κολλητή, ένας γκόμενος, θα τους πεθάνει ο σκύλος, θα τους πέσουν τα μαλλιά, θα δεχθούν ένα σωρό από τις «αδικίες της ζωής».

Γιατί η ζωή ούτε στον ”πετυχημένο” χρωστάει, ούτε στον ”αποτυχημένο”, πληγωμένο, παρατημένο. Απλώς, το καλό και το κακό, η χαρά και η θλίψη είναι φάσματα, είναι μπερδεμένα σαν ενωμένες πλαστελίνες σε παιδικό γραφειάκι και κυβερνούν συνεχώς την ζωή μας. Το συμπέρασμα αυτών των σκέψεων που λαμβάνουν χώρα σε ένα άκυρο καφέ στο Μαρούσι είναι ότι η ζωή έχει πλάκα, γιατί είναι ό, τι να’ ναι, γιατί την προτιμούμε οπωσδήποτε από τη μη-ζωή (που μπορεί να είναι ο θάνατος, αλλά και άλλα πράγματα, επίσης), γιατί μπορούμε να προβλέψουμε και να οργανώσουμε μεγάλο μέρος της, αλλά πάντα εκείνη μάς φυλάει εκπλήξεις ευχάριστες ή δυσάρεστες.

Και μπορούμε επίσης να σκεφτούμε ότι καλό θα ήταν να πάψουμε να κάνουμε τομακτικά πολλά και μέχρι λεπτομέρειας καταρτισμένα σχέδια και να ονειρευόμαστε εμμονικά τους εαυτούς μας βαλμένους σε μέρη και καταστάσεις που μάλλον μας πλασαρίστηκαν ως σουξέ ή ως κάτι θετικό. Δεν προκύπτει έτσι η επιτυχία. Είναι η αυταπάτη του γέρου που βλέπει τον πιτσιρικά να κλωτσά μια μπάλα και ποθεί τα νιάτα του νομίζοντας πως τα νιάτα είναι πηγή καλού, απλώς γιατί λησμόνησε τα δικά του ζόρια, παρόμοια με την φθονερή ματιά της επιβάτισσας λεωφορείου στην κοπέλα που επιβαίνει σε ένα διθέσιο αυτοκίνητο, περόμοια με εκείνη του κουρασμένου από τα νούμερα επιχειρηματία πάνω στη νομιζόμενη ανεμελιά του καλλιτέχνη του δρόμου και τούμπαλιν.

Η ζωή δεν χρωστά σε κανέναν μας τίποτα, εμείς της χρωστάμε πολλά, πρωτίστως όμως μια ενδελεχέστερη ματιά στο παρόν μας και μια μικρή ανάση προτού αποθεώσουμε ή κατακρημνίσουμε όσα πετύχαμε ή δεν πετύχαμε, όσα είμαστε ή δεν είμαστε. Αν ρίξουμε μια ματιά σε ουρανό μ’ αστέρια ένα βράδυ που αισθανόμαστε ήρεμοι, θα θυμηθούμε ξανά πόσο μόρια σκόνης είμαστε σε έναν από τους πολλούς γαλαξίες του ατελείωτου σύμπαντος-που καθόλου μικρό δεν είναι για να χωρέσει τον αναστεναγμό μας, κατά το λαϊκό άσμα. Τεράστιος είναι και δεν τον χωρά ο νους μας. Μικρές εμείς, μικροί εμείς, και τα όνειρά μας κι οι αναποδιές μας.

Να κουλάρουμε λίγο; Το λέω πρώτα στον εαυτό μου. Τελείωσε κι ο καφές.