Πολλά τα ερωτήματα που εγείρονται.

Συμβαίνει ή λέγεται κάτι που, χωρίς social media, θα πέρναγε στα ψιλά (βλ. Ζέτα Μακρυπούλια και πτήση που έχασε, ζεϊμπέκικο Μπισμπίκη στο μαγαζί όπου τραγουδάει η σύντροφός του, δηλώσεις Άντζυς Σαμίου περί πολιτικής, κλισέ ρητορικές Σωτήρη Τσαφούλια περί του ότι καλλιτέχνης μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε) και εμείς δημιουργούμε περιεχόμενο. Γράφουμε αν συμφωνούμε, αν διαφωνούμε, αποθεώνουμε κάτι χιλιοειπωμένο ως ούλτρα πρωτότυπο, κατακεραυνώνουμε κάποιον που είπε κάτι που λέει κάθε δεύτερη Κυριακή ο πατέρας μας στο οικογενειακό τραπέζι, γενικώς το ζούμε.

Το ζούμε ψηφιακά, κυρίως. Δεν θα διανοούμασταν στην πραγματική ζωή να βγάζαμε όλον τον οχετό που ξερνάμε στο διαδίκτυο. Να πετύχουμε δηλαδή την Ζέτα ή τη Νεφέλη Μεγκ στη λαϊκή και να τους πούμε «καλό ψόφο, σούργελο» ή κάτι ακόμα πιο βαρύ, κι ύστερα να συνεχίσουμε να ψωνίζουμε μανταρίνια.

Έτσι, κάποιοι από εμάς, νιώθουμε έντονα ότι καταπολεμάμε τον σεξισμό, ότι ενδυναμώνουμε την γυναίκα, ότι προσφέρουμε κάτι στην κοινωνία. Χιλιάδες γυναίκες θα ήθελαν να βρίσκονται στο πλευρό του Βέρτη, χιλιάδες γυναίκες απολαμβάνουν να μαγειρεύουν για τον άνθρωπο που αγαπούν τις σπεσιαλιτέ τους, χιλιάδες άντρες απολαμβάνουν να περιποιούνται επίσης τον άνθρωπό τους, με χίλιους δύο πιθανούς τρόπους.

Ενώ κατανοώ τον θυμό του Ίντερνετ με την δήλωση Βέρτη, που κάποιος πονηρεμένος μπορεί και να χαρακτήριζε έως και προβοκατόρικη, ξέρω πολύ καλά (και ενοχλούμαι με αυτή μου την γνώση) ότι αν η Πάολα ή μια άλλη πανδιάσημη γυναίκα τραγουδίστρια δήλωνε ότι θέλει ο άντρας της να ψήνει παϊδάκια όπως ο μπαμπάς της και να είναι νοικοκύρης, τότε θα έπεφταν μέχρι και εύσημα.

Κάτι που θα έβρισκα εξίσου υποκριτικό.

Κι ενω κατανοώ ότι τα πράγματα αλλάζουν, οι ιδέες ανανεώνονται, μεγάλο μέρος της κοινωνίας επιθυμεί ανατροπή στερεοτύπων και πράττει αντιστοίχως, ενώ κατανοώ ότι η ισότητα ανάμεσα στα δύο φύλα δεν είναι ακόμα κατακτημένη και εμπεδωμένη, βρίσκω ότι δεν αποτελεί ούτε λίγο κομμάτι του φεμινιστικού αγώνα το να κράζουμε τον Βέρτη για μια δήλωσή του.

Ο Βέρτης είναι ένας καλλιτέχνης και, φυσικά, ένας διασκεδαστής. Μες στα βαθιά μεσάνυχτα βγαίνει στις πίστες, σχολάει πρωί, διασκεδάζει, ψυχαγωγεί, συγκινεί, αφορά χιλιάδες ανθρώπους την ώρα που βγάζει μεροκάματο. Για ποιον λόγο πρέπει να πάρουμε σοβαρά μια δήλωσή του; Είναι ένας τραγουδιστής. Αντιστοίχως, είμαστε πολύ αυστηροί με τους αθλητές. Οι άνθρωποι είναι αθλητές. Προπονούνται σκληρά, ιδρώνουν ξ-ιδρώνουν, αγωνίζονται για όχι εύκολους στόχους. Δεν είναι πολιτικοί αναλυτές, δεν είναι διανοούμενοι, δεν είναι άνθρωποι που χειρίζονται τις μοίρες μας. Και όχι, δεν το λέω καθόλου ελιτίστικα. Δεν υπάρχει γνωμόμετρο, καθεμιάς μας η άποψη έχει αξία και σημασία και αυτό είναι βασικό νόμισμα της δημοκρατίας (με καλή και με κακή όψη, όπως όλα τα νομίσματα)-οφείλουμε να μην ξεχνάμε να το υπερασπιζόμαστε, ακόμα και αν πρόκειται αυτή η υπεράσπιση να γίνει για χάρη κάποιας άποψης αντίθετης με την δική μας.

Ο Βέρτης είπε μια μαλακία. Όμως, αν έλεγε «θέλω μια γυναίκα ανεξάρτητη, μορφωμένη και δυναμική, με διδακτορικό στη νευροεπιστήμη» δεν θα ήταν μαλακία; Οποιαδήποτε ερώτηση σε συνέντευξη πηγαίνει σε επίπεδα κιτρινοειδώς προσωπικά (ποιοι άντρες είναι του γούστου σου; ποια γυναίκα θα παντρευόσουν; τι πιστεύεις για τις σύγχρονες γυναίκες; σε ανάβουν τα λαϊκά παιδιά; κλπ), οδηγεί σε απάντηση-μαλακία. Από την άλλη, πρέπει να αναγνωρίσουμε το δικαίωμα κάποιων να μη ραφινάρουν το λεκτικό τους σε συνεντεύξεις, να μη θέλουν να ακολουθήσουν τις τάσεις στα πράγματα. Πολλοί άνδρες που εμφανίζονται φεμινιστές στις τηλεοπτικές και όχι μόνο συνεντεύξεις τους, είναι δεσποτικοί φαλλοκράτες στην κανονική ζωή.

Δεν μας ενδιαφέρει ίσως να ακούσουμε, δεν μας νοιάζει εμάς τις αντιρρησίες και τις επαναστάτριες αν ο Βέρτης έχει κάνει τις συντρόφους του ευτυχισμένες, αν επιθυμεί μία γυναίκα που να επιθυμεί από μόνη της να μαγειρεύει και να μένει σπίτι της, τακτοποιώντας, ακούγοντας μουσική και σχεδιάζοντας την ζωή της με τον άντρα της όπως γουστάρει, δεν μας νοιάζει αν ο Βέρτης είπε κάτι που στ’ αλήθεια πιστεύει κι ας μας προξενεί αποστροφή, αηδία, διαφωνία, θυμό. Προτιμάμε τους ριζοσπαστικούς τίτλους, την χρήση του @ στις καταλήξεις, τα πράγματα τακτοποιημένα κατ’ έκφραση και κατά δήλωση, όχι κατ’ ουσία.

Το παιδί του Βέρτη μια μέρα θα πέσει πάνω στα χυδαία υβρεολόγια στα οποία επιδόθηκαν διάφοροι random κύριοι και κυρίες. Ο Βέρτης μάλλον (αλλά ποτέ δεν ξέρεις) τους έχει γραμμένους, γιατί μάλλον (αλλά ποτέ δεν ξέρεις) δεν έχει χρόνο για τέτοια. Αντίστοιχες καταστάσεις είχαν συμβεί και με δηλώσεις Οικονομόπουλου. Και θα συνεχίσουν να συμβαίνουν. Πειράζει που βαριέμαι; Κι ευτυχώς δεν είμαι η μόνη.

Δεν αντέχω να νιώθω ενοχές αν λικνιστώ με το «Αν είσαι ένα αστέρι». Δεν αντέχω να νιώθω ενοχές αν επιθυμώ, ανά περιόδους, να φροντίζω έναν άντρα μου ή εραστή μου όπως η μητέρα του. Ούτε ενοχές, φυσικά, αν θέλω να γείρω επάνω του όπως μπορεί να έγερνα μικρή στο στέρνο της δικής μου μητέρας ή πατέρα. Γιατί να θυμώνουμε με τις επιθυμίες και τις γνώμες των άλλων ανθρώπων; Ειδικά επί θεμάτων βαθιά προσωπικών τους. Πώς καυλώνουν. Πώς δένονται. Πώς επιθυμούν να ζουν και να ερωτεύονται.

Τι βαθύς συντηρητισμός είναι αυτός; Σύντομα και οι τελευταίοι τολμηροί και ανοιχτοί θα πάψουν να μιλούν για να μη μπλέξουν. Να μη μπλέξουν κατ’ ουσίαν με μια μειονότητα ψηφιακή… Η πολιτική ορθότητα ήταν αναγκαία για να οργανώσει έναν δημόσιο λόγο κακοποιητικό για αρκετές ομάδες συνανθρώπων μας. Τώρα, οι γκρούπις της πολιτικής ορθότητας επιθυμούν να απομυζήσουν τον δημόσιο λόγο από τις προσωπικές, μοναδικές για τον καθένα αποχρώσεις, πιθανώς και από το χιούμορ ή την έκφραση μιας παλιομοδίτικης ιδέας.

Η πολιτική ορθότητα είναι η νέα θρησκεία; Οι υπερασπιστές της είναι οι νέοι παπάδες; Ευτυχώς, οι αληθινά πιστοί ξέρουν για ποιον λόγο προσέρχονται στις εκκλησίες.