Η επιστροφή του Jimmy Kimmel στην late night τηλεόραση, μετά από μια σχεδόν εβδομαδιαία «τιμωρία», απέδειξε πως μερικές φορές η λογοκρισία είναι το καλύτερο διαφημιστικό τρικ: το σόου του κατέγραψε τα υψηλότερα νούμερα της δεκαετίας. Σύμφωνα με τη Disney, 6,26 εκατομμύρια θεατές συντονίστηκαν στο Jimmy Kimmel Live! την Τρίτη – σχεδόν τριπλάσιο ποσοστό από τον μέσο όρο του, παρότι περίπου το ένα τέταρτο των σταθμών του ABC στις ΗΠΑ δεν το μετέδωσαν. Ακόμα 26 εκατομμύρια παρακολούθησαν το 28λεπτο, συναισθηματικά φορτισμένο μονόλογό του στα social media.
Για να καταλάβουμε το μέγεθος: ο μέσος όρος του σόου την περίοδο 2024–2025 ήταν μόλις 1,42 εκατομμύρια τηλεθεατές. Τώρα, η «ποινή» που του επιβλήθηκε για τα σχόλια εναντίον του Τραμπ και της συντηρητικής ακροδεξιάς, μετατράπηκε σε θρίαμβο. Ο Kimmel είχε τολμήσει να πει το αυτονόητο: ότι ο Τραμπ και οι σύμμαχοί του προσπαθούν απεγνωσμένα να παρουσιάσουν τον νεαρό που δολοφόνησε τον ακτιβιστή Charlie Kirk ως κάτι διαφορετικό από «δικό τους παιδί», για να αποκομίσουν πολιτικά οφέλη. Και φυσικά, δεν παρέλειψε να παρομοιάσει την αντίδραση του Τραμπ με τον τρόπο που «ένα τετράχρονο θρηνεί τον χρυσόψαρό του».
Η αναστολή του σόου ήρθε λίγο μετά τις απειλές του προέδρου της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Επικοινωνιών (FCC), Brendan Carr, ο οποίος απείλησε να κινηθεί εναντίον του ABC και της Disney. Το αποτέλεσμα; Ο Kimmel γύρισε θριαμβευτικά, με νούμερα που οι επικριτές του ούτε στα πιο υγρά όνειρά τους δεν θα έβλεπαν. Η Αμερική διψάει για σάτιρα που δεν χαρίζεται. Και το απέδειξε.
Η διαμάχη άναψε φωτιές σε όλη την Αμερική, ανοίγοντας έναν νέο γύρο συζητήσεων για την ελευθερία του λόγου.
Στην εκπομπή της Τρίτης, ο Jimmy Kimmel –συγκινημένος και με δάκρυα στα μάτια– τόνισε πως «ποτέ δεν ήταν πρόθεσή μου να ελαφρύνω τη δολοφονία ενός νέου ανθρώπου». Παράλληλα, κατηγόρησε τον Brendan Carr ότι χρησιμοποιεί «τακτικές μαφίας» για να φιμώσει όσους ενοχλούν την εξουσία.
Δεν σταμάτησε εκεί: έβαλε ξανά στο στόχαστρο τον Donald Trump, ο οποίος έχει επανειλημμένα ζητήσει να κοπούν από την τηλεόραση οι παρουσιαστές των late-night shows που τον σατιρίζουν. «Ο ηγέτης μας πανηγυρίζει όταν άνθρωποι χάνουν τη δουλειά τους, μόνο και μόνο επειδή δεν αντέχει ένα αστείο», είπε ο Kimmel, προσθέτοντας ότι μια τέτοια στάση είναι «αντιαμερικανική» και «επικίνδυνη».
Η επιστροφή του βρήκε θερμούς υποστηρικτές, όπως τον ηθοποιό Ben Stiller, που μίλησε για «μονολόγιο-διαμάντι». Όμως, δεν ήταν όλοι ευχαριστημένοι. Ο Trump έσπευσε να επιτεθεί ξανά μέσω social media: «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι το ABC Fake News έδωσε πίσω τη δουλειά στον Jimmy Kimmel». Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Andrew Kolvet, εκπρόσωπος της Turning Point USA και πρώην παραγωγός του Charlie Kirk, έγραψε ότι ο παρουσιαστής «θα έπρεπε να είχε ζητήσει πλήρη συγγνώμη» για την υπόνοια ότι ο φερόμενος δολοφόνος ήταν υποστηρικτής του MAGA. «Δεν είναι αρκετό», σχολίασε στο Χ.
Η υπόθεση Kimmel πέρα από μια απλή διαμάχη ανάμεσα σε έναν παρουσιαστή και έναν πολιτικό, είναι η αντανάκλαση μιας βαθύτερης κρίσης γύρω από τη σάτιρα και τα όρια της ελευθερίας του λόγου στην Αμερική του 2025. Η σάτιρα –από τον Αριστοφάνη μέχρι τον Chaplin και τον Lenny Bruce– υπήρξε πάντα ο καθρέφτης που κανένας εξουσιαστής δεν θέλει να αντικρίσει, γιατί δεν χαρίζεται, δεν στρογγυλεύει, δεν σιωπά. Ο Trump, σε αυτό το πλαίσιο, δεν δείχνει απλώς μια αλλεργία προς το χιούμορ εις βάρος του, δείχνει μια αδυναμία να δεχθεί ότι η σάτιρα είναι εργαλείο δημοκρατίας, ένας μηχανισμός που προστατεύει την κοινωνία από την τυραννία της σοβαροφάνειας και της αυθεντίας.
Όταν ένας πρόεδρος απαιτεί να «κοπούν» οι φωνές που τον κριτικάρουν, δεν στοχεύει μόνο στο γέλιο, αλλά στο δικαίωμα να γελάμε με την εξουσία – κι αυτό είναι πολύ πιο επικίνδυνο. Η προσπάθεια να φιμωθεί ο Kimmel δεν είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό· εντάσσεται σε μια στρατηγική που θέλει να κάνει την πολιτική αδιαπέραστη από τον σαρκασμό και την ειρωνεία, να μετατρέψει την εξουσία σε μια θρησκευτική εικόνα που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Η ειρωνεία, όμως, είναι το αλάτι της δημοκρατίας: χωρίς αυτήν, το σώμα της κοινωνίας σαπίζει.
Η σάτιρα πονάει, γιατί ξεγυμνώνει. Δεν σέβεται «ιερά και όσια», δεν υπακούει σε κανόνες ευπρέπειας. Αλλά ακριβώς γι’ αυτό είναι πολύτιμη. Αν κάτι απέδειξε η επιστροφή του Kimmel με νούμερα-ρεκόρ, είναι ότι το κοινό δεν θέλει μια τηλεόραση που φοβάται. Θέλει την υπερβολή, την καυστικότητα, τον παραλογισμό που αποκαλύπτει την αλήθεια. Και όσο κι αν ο Trump και οι μηχανισμοί του επιχειρούν να θάψουν το χιούμορ κάτω από απειλές, απαγορεύσεις και χαρακτηρισμούς, το ίδιο το κοινό αποδεικνύει ότι η σάτιρα παραμένει αήττητη, ίσως το τελευταίο οχυρό ελευθερίας.
Στο τέλος, αυτό που κέρδισε ο Kimmel δεν ήταν η τηλεθέαση… Ήταν η επιβεβαίωση ότι το γέλιο είναι πολιτική πράξη. Και κάθε φορά που η εξουσία επιχειρεί να το φιμώσει, το γέλιο γίνεται ακόμα πιο εκκωφαντικό.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.