Η βασική πηγή των ανθρώπινων παραπόνων είναι η έλλειψη αγάπης που αισθάνονται. Αγάπης και αποδοχής. Άλλοι άνθρωποι που νιώθουμε πως μας απορρίπτουν, πως δεν μας θέλουν, πως μας υποτιμούν, μας εμπαίζουν, μας σπάνε τα νεύρα, μας καθυστερούν, μας πληγώνουν, μας χρησιμοποιούν. «Μυρίζει μπαρούτι ο κρίνος», λέει ο ράπερ Εθισμός. Το ερμηνεύω ως-τόσο απλά-ότι δεν υπάρχει ειρήνη. Όλα πόλεμος, όλοι σε μάχη, την πιο δύσκολη, αυτή με τον εαυτό μας, και αυτές που συνηθίζουμε, σιγά σιγά, αυτές με τους άλλους ανθρώπους.

Η Αγγελική, στον Μαύρο Γάτο, στο Ναύπλιο μου είπε εκείνη τη νύχτα της Κυριακής: «Με κουράζουν, Γεωργία, οι άνθρωποι, με πιέζουν να είμαι μια άλλη.»  Κι από την άλλη, συζητήσεις με αγαπημένους μου μουσικούς, φίλους, δικούς: «Δεν αντέχω να παρακαλάω άλλο για να παίξω. Αν θέλουν, ας παίξουν. Ας μου το πουν. Δεν γίνεται να ξεκινούν όλα πάντα από μένα». Πολύ πολύ πρόχειρα, οι δυο βασικές ανθρώπινες καταστάσεις: καταπίεση και αδιαφορία. Σαν άγνωστα νερά, εκείνα της αποδοχής, της φροντιστικότητας, της διακριτικότητας, της άφεσης του άλλοι να είναι εκείνος που είναι, της προσπάθειας να βρεθεί (μέσω αγάπης, φυσικά) χώρος, χρόνος και τρόπος συνύπαρξης. Σκέφτομαι ότι δεν μπορεί να νιώθουν τόσες ψυχές αδικημένες, μόνες, ανεπιθύμητες. Ένας, μία να κάνει το πρώτο βήμα και να ανοιχθεί, να εκφράσει καθαρά και ανοιχτά την επιθυμία του/της, αισθάνομαι ότι θα ξεκινήσει ένα γαϊτανάκι ευχάριστων εξελίξεων. Το χειρότερο που μπορεί να πάθει κανείς ζητώντας ακριβώς αυτό που θέλει από την μαμά του, τον συνάδελφό του, το γκομενάκι του είναι να απορριφθεί. Το καλό είναι το λάβει. Το ακόμα καλύτερο είναι να το λάβει και, μαζί με αυτό, να ακούσει και την επιθυμία ή σκέψη της απέναντι πλευράς. Αυτό είναι που λέμε επικοινωνία, σωστά;

Όσοι έχουμε χάσει ανθρώπους από την ζωή μας, οι οποίοι είτε δεν μας συγχώρεσαν κάποια δική μας μαλακία είτε απλώς έφυγαν μαλακίας ουδεμίας μεσούσης, ξέρουμε τον πόνο της απόρριψης. Άνθρωποι που ζουν με τα μπούνια τη ζωή τους έχουν απορριφθεί και μια και δυο και τρεις και δεκατρείς. Μόνο οι πολύ νέοι, οι πολύ εγωιστές (που δεν μπορούν να το δουν) και οι πολύ τυχεροί (που δεν τους έχει συμβεί!) ζουν με την άγνοια της αίσθησης αυτού του πράγματος, που φαντάζει βουνό συχνά. Οι δυνατοί διεκδικούν το απωλεσθέν συναίσθημα, διεκδικώντας τον άνθρωπο πίσω. Ξενύχτια κάτω από πόρτες, συγγραφή σεντονιών στα social, επεξηγηματικών μέιλ, ιπποτικά πράγματα. Και μην περιορίζετε την σκέψη σας μόνο στο γκομενικό-ερωτικό τερέν. Κάποιοι από εμάς, έχουμε διεκδικήσει και φίλους και συγγενείς και συνεργάτες επαγγελματικούς, τα πάντα όλα. Οι αδύναμοι που απορρίπτονται κλείνονται, παγώνουν, ακινητοποιούνται. Και δυσκολεύονται να εμπιστευτούν ξανά, ίσως καταστρέφονται, ίσως το πλήγμα που τους κατάφερε η εκάστοτε προδοσία ή εγκατάλειψη είναι βαθύ, βαθύτερο στην περίπτωσή τους.

Χωρά συμβουλή εδώ; Υπάρχουν λάθη και σωστά; Πρόσφατα με ελέησε η τύχη μου να βιώσω την συνθήκη του ανθρώπου που παρακαλούσε, που πάλευε να επανασυνδεθεί με τον μεγάλο έρωτα, αυτόν που πέρασε και δεν άντεξε. Αυτό το κλίμα της βαθιάς ταπείνωσης που επιφέρει ο έρωτας μόνο στους απολύτως πιστούς του δύσκολα συγκρίνεται με κάτι άλλο: φθάνεις στο τέρμα του εγώ σου, γίνεσαι ένα τίποτα, ένα αλουμινόχαρτο τσακισμένο στην χούφτα του λατρεμένου προσώπου. Όλοι οι φίλοι μού λέγανε: «δεν αξίζει να κάνεις ΕΣΥ έτσι γι’ ΑΥΤΟΝ» και μέσα μου έλεγα «δεν μου πάτε στον διάολο, και για ΠΟΙΟΝ αξίζει να κάνω έτσι, αν όχι για ΑΥΤΟΝ που ΑΥΤΟΣ με έκανε να νιώσω τόσα πολλά, τόσο βαθιά, ώστε τώρα να κάνω έτσι;». Δεν είμαι του βολέματος, παιδί. Και θα κλάψω και θα χτυπηθώ. Δεν τη θέλω τη ζωή στρωτή, δεν είναι μαρέγκα η ζωή, είναι θάλασσα και γύρω γύρω βράχια, κι όποιος θέλει τα πανάκριβα ηλιοβασιλέματα και τα μακρινά, δίχως ναυτία ταξίδια με ορίζοντα ανοιχτό, θα πρέπει (ναι, ψυχούλες μου) να αποδέχεται και το καραβοτσάκισμα, το σπάσιμο μούρης, το μάτωμα γονάτων στην πέτρα πάνω και τον αχινό. Πέτρα κι αχινός ο έρωτας, όταν τον ζεις ολόκληρο, σου μπήγεται και σε πονάει. Πέτρα κι αχινός η ζωή, ούτως ή άλλως, όλο ραγίσματα μεταβαίνει ο καλοζωισμένος άνθρωπος στον άλλον κόσμο-αλλιώς, λογίζεται αβίωτος, του γλυκού νερού, άπειρος και αβούτηχτος.

Αλλά και το μάτωμα, και το χτύπημα και η επιμονή πάνω στην πληγή, το θάρρος να την βλέπεις ανοιχτή και να της ορμάς και πάλι (γιατί έτσι νιώθεις κι είναι βαθιά η δική σου η καρδιά), όλα αυτά έχουν ένα Όριο. Πάντα υπάρχει όριο. Διαφορετικό για την καθεμιά, για τον καθένα μας. Έρχεται η ώρα που κάτι μέσα σου, γύρω σου ενδεχομένως, στο φωνάζει: «Να πηγαίνεις εκεί που σε θέλουν». Κι απαντάς: «μα εγώ θέλω εκεί!» και κλαις πάλι, πάλι, πάλι και τσακίζεσαι στα βράχια.

Μα εγώ θέλω αυτόν! Μα εγώ θέλω να κάνω θέατρο με αυτήν την ομάδα! Μα εγώ θέλω να δουλεύω στην Lifo! Μα εγώ θέλω να με συμπαθεί η Βίβιαν Στεργίου, έχω αγοράσει τα βιβλία της, είμαι φαν! Γιατί δεν μου λέει κι αυτή πόσο γαμάτα γράφω; Ήμασταν και συμφοιτήτριες! Μα εγώ θέλω να με ξανακάνει παρέα η Τζούλη Αγοράκη! Αφού κάναμε τόσο ωραία παρέα! Μα εγώ θέλω να με θέλουν αυτοί, εκείνες, οι τάδε, οι συγκεκριμένες!

(Χαμογελώ) Το πληγωμένο παιδάκι μέσα μας κάνει σκληρό repeat (μήτηρ μαθήσεως, φευ) των πρώτων απορρίψεων της ζωής του: από μαμά, μπαμπά, αδελφό, αδελφή, δασκάλους, συμμαθητές, από την ίδια την ζωή. Κάποια παιδάκια τρώγαν ξύλο μικρά. Κάποια παιδάκια πόνεσαν από νωρίς. Κάποια άλλα, πάλι, καλόμαθαν, δέχθηκαν πλείστα χάδια, μάθαν πως ο κόσμος τους ανήκει-μέχρι που πέσαν πάνω σε έναν τοίχο, σε κάποιον τοίχο, σε οποιονδήποτε ρημαδιασμένο τοίχο. Χάσαν μια δουλειά, μια γκόμενα, μια ευκαιρία, μια συνεργασία. Χάσαν το όνειρο, το ψευτο-όνειρο, να τους πει αυτός που είχε διαλέξει η καρδιά τους πως αξίζουν. Γιατί δεν τους το λέει, γιατί δεν μας το λέει, ο εαυτός μας.

Μέχρι που έρχεται μια νύχτα και κάποιος που μιλάτε λίγο καιρό τώρα σε καλεί σε ραντεβού στην Πατησίων, στο αγαπημένο σου μπαρ. Για να σε ακούσει να του λες την ιστορία σου, να καταθέσεις την ψυχή σου. Και σε βοηθά (χωρίς να κάνει τίποτα ή να λέει τίποτα τρελό και out of this world) να καταλάβεις ότι είσαι γαμάτη. Όπως είσαι. Με αυτή τη μύτη. Αυτούς τους φίλους. Με το Olafaq, το ζόρικο καράβι. Σου γνωρίζει φίλους και φίλες καινούργιους. Σου λένε «σε διαβάζουμε». Σε αγκαλιάζουν. Σου ανοίγονται. Κατανοείς ότι τώρα, εδώ που βρίσκεσαι, σε θέλουν. Σε θέλει Εκείνος, εκείνος ο κάποιος, και σε θέλει κι ο αέρας που αναπνέει, τα άτομα γύρω του. Και τόσο πολύ έχεις ανάγκη ν’ αφεθείς και να θελήσεις κι εσύ το ίδιο και περισσότερο. Και σύντομα το καταφέρνεις. Μέχρι να μην τους αγαπάς επειδή σε αγαπάνε. Αλλά να τους αγαπάς επειδή σε αγαπάς. Κι όταν μας αγαπάμε, όταν μας αγαπάμε αλήθεια, ε, ναι, τότε πηγαίνουμε εκεί που μας θέλουν, ρε.

Δε λέω, είναι μακρύς ο δρόμος. Πολύ ζόρικη κι αυτή η Ιθάκη, ρε παιδί μου. Πολύ.