Η ιδέα του «ελληνικού καλοκαιριού» εν πολλοίς κατασκευάστηκε θεωρητικά από τον γάλλο συγγραφέα Jean Lacarierre. Λάτρης της αρχαίας ελληνικής ιστορίας και της μυθολογίας, το δοκίμιό του «Το ελληνικό καλοκαίρι» (1976), του χάρισε τεράστια επιτυχία. Ο Λακαριέρ εφηύρε ένα είδος που έμοιαζε με δοκίμιο, ταξιδιωτικό ημερολόγιο, αυτοσχέδιο πεζό ποίημα στον ρυθμό του περπατήματος και αφήγηση απαλλαγμένη από όλους τους τυπικούς κώδικες. Φυσικά είχαν προηγηθεί ο Καζαντζάκης, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ταινίες και μουσικές όπως ο Ζορμπάς και ο Αριστοτέλης Ωνάσης με την Ολυμπιακή του αεροπορία. Η έκρηξη ήταν πρωτοφανής. Η επίδραση της τουριστικής επιτυχίας της Ελλάδας μετά τη δεκαετία του ’60 είχε δυσθεώρητη επίδραση τόσο στα ήθη της ελλαδικής κοινωνίας όσο και στο κτισμένο περιβάλλον της χώρας. 

O John Donne, απόγονος των ουτοπικών ενοράσεων του Thomas More, εξυμνούσε την «ουτοπική νεότητα» των ευγενικών ψυχών του ιταλικού τοπίου, προλέγοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, την ουτοπική ρομαντική νοσταλγία του Βορρά για τον ιταλικό ηλιοκεντρικό και μυστηριώδη νότο. Οι ριζοσπαστικές μέρες των 60s πήραν ηλιόλουστες προεκτάσεις όταν το χίππικο μονοπάτι [hippy trail] περνούσε από το Αιγαίο για να διασχίσει τη δυτική Ασία και να καταλήξει στο Νεπάλ. Χίππικα κοινόβια απλώθηκαν σ’ όλο το Αιγαίο όμως μάλλον δεν εμφανίστηκε ποτέ μια ουτοπική κομμούνα σαν αυτή που περιγράφει ο Alex Garland στο  The Beach. Ξανθοί μακρυμάλληδες άσχημα ηλιοκαμένοι έκαναν γυμνισμό, κάπνιζαν φούντα με τις ώρες και χόρευαν τις νύχτες πριν κοιμηθούν στους υπνόσακούς τους τα ξημερώματα στις παραλίες. Η χωροφυλακή της δικτατορίας και η εκκλησία έπαθαν ένα στιγμιαίο σοκ όμως το πράγμα προχώρησε: «Ευλογημένα ήταν τα νησιά μας», έγραφε ο  Αυγουστίνος Καντιώτης, Μητροπολίτης Φλωρίνης. «Αλλ’ έφτασαν κι εκεί οι ξένοι, οι τουρίστες, όχι απλώς τουρίστες, αλλά αλητοτουρίστες. Στην αρχή τους είδαν οι νησιώτες και τρόμαξαν, έφυγαν μακριά και δεν ήθελαν να έχουν καμιά σχέση μ’ αυτούς. Ακουστήκαν και διαμαρτυρίες. Αλλά με τον καιρό ατόνησαν και οι νησιώτες συνήθισαν τα φριχτά θεάματα. Άρχισαν κι αυτοί να μιμούνται τους τουρίστες, να ντύνονται -ή μάλλον να γδύνονται- όπως εκείνοι, να χορεύουν έξαλλους χορούς, να τραγουδούν αισχρά τραγούδια, να πέφτουν στη θάλασσα και να κάνουν τα μπαιν-μιξ. Από νησιά αγιοσύνης έγιναν νησιά αμαρτίας, ακολασίας και διαφθοράς. Από νησιά Χριστού νησιά Διαβόλου. Το Χριστό στα παλιά τα χρόνια κήρυτταν τα ξωκλήσσια που υπήρχαν στα νησιά, το διάβολο κυρήττουν τώρα τα αναρίθμητα κέντρα που υπάρχουν στις ακροθαλασσιές. Μας έφαγε ο τουρισμός, μας έφαγε η ξενομανία. Δεν μπορέσαμε ν’ αντέξουμε στη φοβερή επιρροή τους.» 

Το Σοκ του Καινούργιου, το ίδιο που παρατηρούσε ο Μπωντλέρ στην εμπειρία της Μητρόπολης, αποτέλεσε τον κύριο, ίσως, στόχο του ταξιδιώτη του παρελθόντος. Στο παρελθόν τα Ταξίδια έβγαζαν το αίσθημα της Ξενότητας. Ο Μαζικός Τουρισμός όμως είναι σαν τα Μαζικά Μέσα επικοινωνίας: Ήδη από το 1925 στο δοκίμιό του «Ταξίδι και Χορός», ο Siegfried Kracauer σημείωνε ότι οι τουρίστες είναι προετοιμασμένοι για τους ξένους τόπους από τα εικονογραφημένα περιοδικά. Σήμερα, ήδη τα περιοδικά, τα πολυτελή λευκώματα με φωτογραφίες από εξωτικούς προορισμούς ή, ακόμη, τα ντοκιμαντέρ της τηλεόρασης έχουν δώσει τη θέση τους στην απέραντη πληροφορία του διαδικτύου. Μια επίσκεψη στα Ιμαλάια άφηνε ένα παράδοξο αίσθημα οικείου, ένα déjà vu, οι εικόνες ήταν ήδη γνωστές.

Και μετά, στα 80s κυρίως, εμφανίστηκαν οι μικροαστοί τουρίστες. Τουριστικά «πακέτα», κλιματιζόμενα πούλμαν, ξεναγοί, όσο το δυνατόν μικρότερη επαφή με τους ιθαγενείς, φωτογραφικές μηχανές, βιντεοκάμερες, σορτσάκια, σανδάλια με κάλτσες ή χωρίς, γυαλιά ηλίου, καπελάκια: τα βασικά αξεσουάρ ενός συχνά γελοίου και αντιαισθητικού (αν η αισθητική έχει οποιοδήποτε λόγο ύπαρξης εδώ) φαινομένου. Οι κάτοικοι των συννεφιασμένων «γκρίζων» βορειοευρωπαϊκών ή βορειοαμερικανικών μεγαλουπόλεων αλλά και των νεότερων, εξίσου βιομηχανικών ασιατικών μητροπόλεων, μοιάζουν να αναζητούν επειγόντως σύντομες πακεταρισμένες δόσεις εξωτισμού. Το όνειρο του μικροαστού υπαλλήλου είναι να ξοδέψει τις μετρημένες ώρες της ετήσιας άδειας του δίπλα σε μια τροπική παραλία, μέσα σ’ ένα έξαλλο club ή μπροστά σε κάποιο φορτισμένο ιστορικά μνημείο. Φυσικά ελάχιστοι τουρίστες που προέρχονται από αυτή την κατηγορία είναι προετοιμασμένοι να δεχτούν όλα τα συνεπακόλουθα της εξωτικής εμπειρίας, να δεχτούν δηλαδή την πραγματικότητα του συγκεκριμένου τόπου στον οποίο θα βρεθούν: περίεργες μυρωδιές, καυσαέριο, θόρυβος, σύγχρονη ζωή, φτώχεια και ντόπιοι. Το ζητούμενο εδώ είναι ο τόπος να είναι όσο το δυνατόν πιο κοντά στην αισθητική και την καθαριότητα της Disneyland ή το ελεγχόμενο περιβάλλον ενός κλιματιζόμενου δωματίου σε ξενοδοχείο πέντε αστέρων. Νέα ακόμη μεγαλύτερα πλοία άρχιζαν να πιάνουν λιμάνι στα πιο απόμερα λιμάνια και ο μαζικός τουρισμός έφερε μαζί του μαμάδες με τάπερ με κεφτέδες και παιδιά που κάνουν ουρές για να αγοράσουν τσιπς από την καντίνα. Προσκυνητές προς την Τήνο, Οικογένειες για τη Σέριφο, Κοσμικοί στη Μύκονο, Βορειοευρωπαίοι ψόφιοι για μπυροποσίες στην Πάρο, το Αιγαίο διαλύοντας τις ίδιες του τις μυθολογίες έγινε one size fits all, κάτι που ταιριάζει με όλους. Τα rooms to let έδωσαν στα πιο τουριστικά νησιά τη θέση τους σε τεράστια πανομοιότυπα τουριστικά συγκροτήματα. Αυτά προσφέρουν κάποιες ανέσεις όπως καθαρές τουαλέτες και κλιματισμό, σπάνια όμως υπερβαίνουν το στερεότυπο πρωινό με τη συσκευασμένη μαρμελαδίτσα και το βουτυράκι με ξερή φρυγανιά. 

Είναι αλήθεια, αν το δει κανείς ανθρωπολογικά, πως ο τουρισμός άλωσε την «καθαρότητα» και την «αγνότητα» του αιγαιοπελαγίτικου πολιτισμού. Το κακό ξεκίνησε με την ταινία Zorba the Greek που έθεσε τις βάσεις για να χτιστούν τα στερεότυπα: γαϊδουράκι, παπάς, άσπρα σπιτάκια, καλοσυνάτοι ντόπιοι, greek salad, djadjiki, το καφενείο, τα ούζα και τα τσίπουρα, ήλιος, γυμνές τουρίστριες και, ίσως το πιο κρίσιμο σημείο σ’ αυτή την κατασκευή, το πρότυπο του Greek Lover. Τελικά χάρη στις ταινίες του Δαλιανίδη (Παλικάρια χορεύουν συρτάκι στο λιμάνι, Βαρκάρηδες χαμογελούν) τα κλισέ που φτιάχτηκαν για να προσελκύσουν τουρίστες έγιναν πιστευτά από τους ιθαγενείς. Σήμερα περισσότερο ακόμη κι από τους αλλοδαπούς, οι κάτοικοι των Αθηνών (κυρίως) ορμούν στο Αιγαίο κάθε καλοκαίρι προκειμένου να ζήσουν το όνειρο του αιγαιοπελαγίτικου ηδονισμού. O ΕΟΤ, τα ξενοδοχεία Ξενία, ο Κοσμοπολιτισμός των 70s μέσα από τον κινηματογράφο και τη διαφήμιση έδωσε τη θέση, μοιραία, στην παρακμή του ίδιου του μοντέλου που κατασκεύασε. Η υπερπροβολή οδήγησε στην καρικατούρα. 

Η αθωότητα της Φίνος Φιλμ έδωσε τη θέση της στα πορνό με αιγαιοπελαγίτικο σκηνικό του ’80 όπως Το Παλαμάρι του Βαρκάρη. Μετά από τον υπερκορεσμό του σεξ (βοήθησε και το AIDS) η ιδιότυπη περίπτωση του νεοελληνικού καμακιού, όπως το ξέραμε στη δεκαετία του ’70, είναι μάλλον είδος υπό εξαφάνιση αφού οι νεοέλληνες άντρες ραγδαία μετατρέπονται σε μετροσέξουαλ ή, ακόμη, σε gay. 

Ο Lewis Mumford στο βιβλίο «Η Πόλη στην Ιστορία»,  αφηγείται μια παράξενη ιστορία του πώς η κωμόπολη της Νέας Αγγλίας στην Αμερική μπόρεσε να συνεχίσει το πρότυπο της μεσαιωνικής ιδανικής πόλης επειδή κατόρθωσε να απαλλαγεί από τα τείχη και να αναμίξει την πόλη με την εξοχή. Οι οικισμοί στο Αιγαίο θα μπορούσαν να είναι ένα τέτοιο παράδειγμα όπου εξαφανίζεται ο διαχωρισμός πόλης-προαστίων-εξοχής. Τα κοσμοπολιτικά, κατά τα άλλα, αστικά κέντρα των Κυκλάδων διατηρούν ακόμη μια μεσαιωνική πολεοδομία πάνω στην οποία διαρθρώνονται εντελώς ετεροτοπικές χρήσεις όπως μπαράκια, κλαμπ, ίντερνετ καφέ.. Η Φαντασμαγορία της μητρόπολης που αναζητούσε ο Walter Benjamin, κατά έναν περίεργο τρόπο, εμφανίζεται (τα καλοκαίρια) στα στενά σοκάκια των νησιών του Αιγαίου. Οι απολαύσεις που είχαμε συνδέσει με την αστική ζωή παρέχονται και στα –πιο τουριστικοποιημένα- από τα νησιά. Shopping, nightlife, ακόμη και πολιτισμός, ή περίπου. Ο πληθυσμός του Αιγαίου παρουσιάζει τεράστια διακύμανση από καλοκαίρι σε χειμώνα. Παρόλα αυτά υπάρχουν οι μόνιμοι κάτοικοι και μάλιστα απρόσμενοι τέτοιοι. Μεγάλος αριθμός αλλοδαπών –expats- έχει κάνει το Αιγαίο σπίτι του.

Η μόνιμη εγκατάσταση στα νησιά του Αιγαίου, στα ακριτικά νησιά, στην (πρώην) άγονη γραμμή δεν είναι πλέον μια αδιανόητη προοπτική. Ο χώρος δεν είναι πια στη γεωγραφία –είναι στην ηλεκτρονική, υποστηρίζει ο Paul Virilio. Η διάδοχη κατάσταση της μητρόπολης, η Μετάπολη, αν πιστέψουμε τους κριτικούς του μοντέλου του αστικού κέντρου, βρίσκει την ενότητά της στα τερματικά των υπολογιστών, στις ψηφιακές υπερδομές και τα δίκτυα. Υπάρχει μια μετατόπιση από τη γεω- στη χρονο-πολιτική: η κατανομή της επικράτειας είναι απαρχαιωμένη, η σημασία της ελαχιστοποιείται. 

Ο Giorgio Agamben μας υπενθυμίζει ότι στο τέλος των Εννεάδων ο Πλωτίνος, για να ορίσει την πιο ουσιαστική μορφή ζωής για τους Θεούς και τους «θεϊκούς και ευτυχισμένους ανθρώπους» (δηλαδή τους φιλοσόφους), χρησιμοποιεί τη διατύπωση που παραμένει υποδειγματική και προς τον ορισμό του υπέρτατου σκοπού του μυστικιστικού πλατωνισμού: η φυγή μόνου προς μόνον. Η περιγραφή αυτή θα μπορούσε να αφορά και την έννοια του flaneur, όπως ορίζεται από τον Walter Benjamin. Αν δει κάποιος την έννοια του πλάνητα στο αρχιπέλαγος του Αιγαίου, έχει μια ενδιαφέρουσα παρεκτροπή. Εδώ το Island-hoping -Πηδάω από νησί σε νησί- δίνει έδαφος στην «άεργη» περιπλάνηση και την ελευθερία του βλέμματος. Όμως η φυγή, η περιπλάνηση, η μοναχικότητα είναι συγγενείς έννοιες και με την εξορία.

Αξίζει να σημειωθεί ότι πολύ πριν το κύμα του μαζικού τουρισμού μετά το ’70, τα νησιά του Αιγαίου (και, παραδόξως, όχι αυτά των Επτανήσων ή η ηπειρωτική Ελλάδα) υπήρξαν τόπος εξορίας, πολιτικών εξόριστων κυρίως, συλλήβδην αλλά και ειδικά (Άι Στράτης, Λέρος, Μακρόνησος, Τζια).

Οι διακοπές, όπως τις εννοούμε σήμερα, πρέπει να θεωρούνται εφεύρεση της ρωμαϊκής περιόδου. Το πρώτο και ένα από τα πιο γνωστά κέντρα παραθερισμού της εποχής θα είναι οι Βάιες [Baiae], περίπου δεκαέξι χιλιόμετρα δυτικά της Νάπολης. Συγκέντρωνε κάθε είδους γλεντζέδες και, όπως ήταν φυσικό, απέκτησε φήμη ως τόπος απολαύσεων. Όπως αναφέρει ο Βάρρων, έκαναν μπάνιο ολόγυμνοι, «οι ανύπαντρες κοπέλες είναι κοινό κτήμα, οι γέροι φέρονται σαν νεαροί και πολλοί νεαροί σαν νεαρά κορίτσια». «Γιατί να βλέπω μεθυσμένους να παραπατούν στην παραλία ή θορυβώδεις βαρκάρηδες;», αναρωτιέται ο ηθικολόγος Σενέκας, έναν αιώνα μετά. Το βασικό πρόγραμμα αιγαιοπελαγίτικων (για την ακρίβεια, κάθε είδους) διακοπών περιλαμβάνει κατά τη διάρκεια της ημέρας εντατική ηλιοθεραπεία, με πιθανό διάλειμμα για καρπούζι ή ούζα, και μπαρότσαρκες ή κλάμπινγκ το βράδυ μαζί με, προσδοκία τουλάχιστον, σεξ. Στα αγγλοσαξονικά γκέτο της Ρόδου ή της Κρήτης (αλλά και της Κέρκυρας από την άλλη μεριά της Ελλάδας) η κατεύθυνση είναι προς το φτηνό ποτό μέχρι τελικής πτώσης και one night stand με πλήρη απώλεια μνήμης την επόμενη μέρα. Μετά το ρωμαϊκό ξεκίνημά του, ο τουρισμός όπως περίπου τον εννοούμε σήμερα, επανεφευρίσκεται τον 19ο αιώνα, όπως και οι πιο πολλές εθιμικές συνήθειες του αστικού βίου. Στο παρελθόν οι αιτίες για τις οποίες ταξίδευε κανείς ήταν ο πόλεμος, το εμπόριο ή το προσκύνημα. Άραγε ποια από τις τρεις αυτές αιτίες γέννησε τον σύγχρονο τουρισμό; O Hakim Bey στο βιβλίο του, «Ξεπερνώντας τον Tουρισμό», γράφει ότι μερικοί θα απαντούσαν αυτόματα ότι πρέπει να είναι το προσκύνημα. «O προσκυνητής πηγαίνει “εκεί” για να δεί, ο προσκυνητής κανονικά φέρνει πίσω κάποια σουβενίρ, ο προσκυνητής παίρνει “άδεια” από την καθημερινότητα, ο προσκυνητής έχει μη-υλικούς σκοπούς». Σύμφωνα με αυτή τη συλλογιστική, πράγματι ο προσκυνητής προμηνύει τον τουρίστα της εποχής μας. Όμως το προσκύνημα προϋποθέτει μια σταδιακή μύηση και μια κατανόηση. Kατ’ αυτή την έννοια ο σημερινός τουρίστας μοιάζει πιο πολύ με ανυπόμονο πελάτη ταβέρνας παρά με προσκυνητή. Aνυπομονεί να του σερβιριστεί γρήγορα το πιάτο με τον εξωτισμό. Όμως, παρότι δελεαστικό, δεν θα το φάει. Προτιμά να το φωτογραφίσει ή να το πάρει σπίτι. Aν είναι δυνατόν να πάρει ολόκληρη την ταβέρνα μαζί του, ακόμη καλύτερα. Εν αντιθέσει με άλλους «ηλιόλουστους» τουριστικούς προορισμούς (Καραϊβική, Μεξικό, Νοτιοανατολική Ασία, Ινδία, Ιταλία) το Αιγαίο δεν προσφέρει ιδιαίτερες δυνατότητες αγοράς σουβενίρ στον επισκέπτη. Απλά και μόνο Sea Sex and Sun. Πέρα από τα εισαγόμενα από την Αθήνα «Greek Arts» με τις αναπαραγωγές αρχαιοελληνικών «έργων τέχνης» μένουν κάποια λίγα φαγώσιμα είδη…

Και αν οι θερμές μεσογειακές παραλίες εξακολουθούν να αποτελούν ένα βόρειο όραμα, σήμερα ιθαγενείς τουρίστες, οι κάτοικοι της Αθήνας κυρίως, πλειοψηφούν σε πολλά αιγαιοπελαγίτικα θέρετρα. Και το syrtaki dance εκεί υποσκελίζεται από τα τελευταία λαϊκά ποπ χιτς. Η έννοια του Αιγαίου δεν περικλείει μόνον τα νησιά αλλά και τις ακτές της ανατολικής και βόρειας Ελλάδας και, φυσικά, τα δυτικά παράλια της Τουρκίας. Μεταπολεμικά υπήρξε μεγάλη ένταση μεταξύ των δύο χωρών σχετικά με την Υφαλοκριπίδα ενώ, πιο πρόσφατα, στη δεκαετία του ’90, οι αμφιλεγόμενης κυριότητας βραχονησίδες Ϊμια/Καρντάκ έφεραν τις δύο χώρες στα πρόθυρα του πολέμου. Και εδώ έχει ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς τη διαφορετική αντίληψη για τον τουρισμό που αναπτύσσεται στην ανατολική πλευρά του αρχιπελάγους σε πόλεις όπως το Μποντρούμ (Bodrum), το Κουσάντασι (Kusadasi), τη Μαρμαρίδα (Marmaris) και το Αϊβαλίκ, αλλά και τη συνεχόμενη ζώνη από ξενοδοχεία και μπανγκαλόους που απλώνεται σαν τεράστια συνεχή οικοδομική γραμμή κατά μήκος της τουρκικής ακτής. Πιο τελευταίο φαινόμενο, θα ακουγόταν ως ανέκδοτο λίγα χρόνια πριν, οι Τούρκοι τουρίστες, πλούσιοι και με κότερα, οι οποίοι επισκέπτονται πολλά από τα ελληνικά νησιά, τη Ρόδο κυρίως. Το μέλλον μάλλον προβλέπει τη συνολική μετατροπή της ξηράς του πελάγους σε ένα τεράστιο υπερσυγκρότημα διάστικτο με ζώνες  για ηλιοθεραπεία. Η εθνολογική σύνθεση αυτής της μετάπολης, ήδη έντονα αλλοιωμένη σήμερα, προβλέπεται να πάρει χαρακτηριστικά Βαβέλ οπότε ένα αναρχικό (;) σύνθημα σε τοίχο της Αθήνας μοιάζει να περιγράφει τα πράγματα πολύ πιο ψύχραιμα: «Το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του».

Το τέλος του φαινομένου ήρθε τόσο άδοξα όσο και τετελεσμένα. Τα νησιά απλά βούλιαξαν. Ο κόσμος ήταν τόσο πολύς ώστε δεν έμειναν πολλά περιθώρια στο κάδρο της selfie να χωρέσει «παραδοσιακά κτίσματα», ανεμόμυλους, άμμο και θάλασσα. Τα ελληνικά νησιά, όπως τα ισπανικά ή η Βενετία πολύ πριν απ’ αυτά, έπαψαν να είναι αληθινά. Οι κάτοικοι τον χειμώνα φεύγουν. Τα παραδοσιακά αρχοντικά κτίσματα πουλήθηκαν σε πλούσιους αλλοδαπούς. Η τοπική κουζίνα εν πολλοίς ξεχάστηκε και τη θέση της πήραν τα generic σουβλάκια, μουσακάδες καιχωριάτικες (για να μη μιλήσουμε για τα σούσι και τα σεβίτσε). Οι παραλίες στουμπώθηκαν τόσο πυκνά από ξαπλώστρες και ομπρέλες ώστε η άμμος δύσκολα διακρίνεται. Μια έντονη αποφορά αντιηλιακού με άρωμα καρύδας κάλυψε τα πάντα. Ακόμη και την τσίκνα των σουβλακιών.

Όμως, νομίζω, το τέλος του μύθου του Ελληνικού Καλοκαιριού δεν ήρθε από την υπερπώληση του προϊόντος και τον κορεσμό από τις μάζες των τουριστών. Πολύ πιο πεζά, το κόστος ανέβηκε τόσο πολύ ώστε να κάνει το όραμα της Μυκόνου και της Σαντορίνης άπιαστο για τα πλήθη των ντόπιων. Κι όταν ακόμη και τα λιγότερο glamorous νησιά βούλιαξαν κι αυτά από τον κόσμο και το κόστος, η πρωτεύουσα της χώρας, τόπος προέλευσης κάποτε των περισσοτέρων επισκεπτών των νησιών, ανέλαβε να τους κρατήσει αφού τα νησιά ήταν πλέον άπιαστα. Και εκεί όμως, οι νέοι επενδυτές και επιχειρηματίες, μαζί πάντα με τον δήμαρχο κ. Μπακογιάννη, ανέλαβαν να εξευγενίσουν τα πάντα και να προσφέρουν κρύους καφέδες προς έξι ευρώ και, ακόμη πιο κρύα κοκτέιλ προς είκοσι. Τι έμενε πλέον παρά να μοντάρουμε τον πιο ωραίο μας εαυτό στο photoshop μπροστά σε τροπικό φόντο ώστε οι φίλοι μας στα social media να σιγουρευτούν ότι παραμένουμε ενεργοί και ευτυχισμένοι…