Ο δρόμος προς την κόλαση (ή τον παράδεισο) ήταν ανέκαθεν στρωμένος με τις καλύτερες των προθέσεων. Και ο δρόμος που διένυσε ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ είχε την δική του ιστορία.
Τίποτα όμως δεν προμήνυε αυτό που θα συνέβαινε την ημέρα των Χριστουγέννων του 1991: τότε που το θρυλικό μεταλλικό σφυροδρέπανο κατέβηκε και γκρεμίστηκε με πάταγο από την οροφή του Κρεμλίνου και ο τελευταίος γενικός γραμματέας του Σοβιετικού Κομμουνιστικού Κόμματος, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ (και, τύποις, πρώτος πρόεδρος της αποσυντιθέμενης ΕΣΣΔ), απευθύνθηκε στο λαό: «Στην παρούσα πολιτική κατάσταση, που ακολουθεί την ίδρυση της κοινοπολιτείας ανεξάρτητων κρατών της ΕΣΣΔ, παύω από αυτή την στιγμή να ενεργώ ως πρόεδρος της Σοβιετικής Ένωσης».
Στα μάτια του σημερινού προέδρου, Βλαντίμιρ Πούτιν, η πράξη αυτή του Γκορμπατσόφ, εκείνη η κομβική ιστορική στιγμή, αποτέλεσε, κατά τον ίδιο, «τη μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή του 20ου αιώνα». Ήταν όμως όντως έτσι;
Και ποια είναι εντέλει η πολιτική παρακαταθήκη του πρώτου προέδρου και τελευταίου ηγέτη της ΕΣΣΔ; Υπήρξε ανυποψίαστα αθώος (σύμφωνα με πολλούς ρώσους, αλλά και διεθνείς ιστορικούς) ή εγκληματικά ένοχος (σύμφωνα με πολλούς συμπολίτες του, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Πούτιν) ως προς τις πράξεις και τις παραλείψεις του;
Ο ίδιος ο «Γκόρμπι» πιθανότατα δεν θα είχε ανέλθει ποτέ στην εξουσία του Κομμουνιστικού Κόμματος χωρίς την προστασία του Γιούρι Αντρόποφ, επί χρόνια επικεφαλής της σοβιετικής υπηρεσίας πληροφοριών, της γνωστής μας ΚGB. Από το 1968 κιόλας, στα 37 του χρόνια, ο Γκορμπατσόφ έγινε το προστατευόμενο παιδί του Αντρόποφ και το «πουλέν» του για την ηγεσία του κόμματος, μεσομακροπρόθεσμα. Στον Μιχαήλ ο Γιούρι διέκρινε ένα ανοικτό μυαλό, μια διάθεση για πραγματική καινοτομία, μακριά από παλαιοσοβιετικές αγκυλώσεις, και ένα πνεύμα εκσυγχρονισμού της σοβιετικής κοινωνίας που τότε βρισκόταν, πιθανώς, στην χειρότερη μεταπολεμική της κατάσταση.
Ο Αντρόποφ διαδέχθηκε τον Λεονίντ Μπρέζνιεφ το 1982, όμως σύντομα αρρώστησε σοβαρά από νεφρική ανεπάρκεια και, καλού κακού, παρότρυνε τους υφιστάμενούς του να επιλέξουν τον Γκορμπατσόφ ως διάδοχό του. Ο Γκορμπατσόφ όμως δεν έκανε και ο ίδιος, από την πλευρά του, το lobbying που απαιτούνταν εντός του ΚΚΣΕ (γιατί, στην πραγματικότητα, ποτέ του δεν ήταν ένας, διψασμένος και πεινασμένος για εξουσία, πολιτικός άνδρας), οπότε μετά τον θάνατο του Αντρόποφ, στην ηγεσία του κόμματος ανήλθε ο Κονσταντίν Τσερνιένκο. Και όταν ο 72χρονος Γ.Γ. πέθανε και αυτός εντός ενός έτους, τότε ήρθε η ώρα του «Γκόρμπι».
Ήταν το νεότερο μέλος του Πολίτμπουρο που έγινε ποτέ Γ.Γ. και έγινε ο πρώτος και μοναδικός Σοβιετικός ηγέτης που γεννήθηκε μετά την επανάσταση του 1917. Ήταν μόλις 54 ετών. Νεότατος και διψασμένος όχι για εξουσία, αλλά για πραγματικές μεταρρυθμίσεις προς όφελος της ΕΣΣΔ.
Ο Γκορμπατσόφ κατέληξε από νωρίς στο συμπέρασμα ότι ο μόνος τρόπος για να διατηρηθεί η εξουσία του Κομμουνιστικού Κόμματος στη σοβιετική κοινωνία ήταν να ανοίξει το ευρύτερο πολιτικό σύστημα και να παροτρύνει την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συμμετοχικότητα σε αυτό των απλών σοβιετικών πολιτών. Άντε τώρα να πείσεις για κάτι τέτοιο τους hard-lined, σκληροπυρηνικούς Σοβιετικούς που φοβόντουσαν όπως ο διάολος το λιβάνι κάθε έννοια πολιτικοκοινωνικού ρεφορμισμού. Ήθελαν να εξακολουθεί να υφίοσταται το υπάρχον status quo. Ήταν, άλλωστε, κάτι που τους βόλευε όλους, εντός και εκτός Πολίτμπουρο.
Για να το καταφέρει ο Γκορμπατσόφ αυτό, αρχικά αντικατέστησε τον Αντρέι Γκρομίκο από το υπουργείο Εξωτερικών στη θέση του «επικεφαλής του σοβιετικού κράτους». Και, κατόπιν ξεκίνησε να μιλάει ο ίδιος ο Γκορμπατσόφ με τους διεθνείς ηγέτες, προκειμένου να τους πείσει αφενός για το αγαθό των προθέσεών του [μιλάμε για μια εποχή όπου ο Ψυχρός Πόλεμος δεν έχει ακόμη τελειώσει και ο Ρόναλντ Ρίγκαν αποκαλεί δημοσίως της ΕΣΣΔ ως «την Αυτοκρατορία του Κακού»] και αφετέρου για μια νέα λέξη που μπήκε γρήγορα στο διεθνές γεωπολιτικό λεξιλόγιο: «περεστρόικα», δηλαδή «ριζική αναδιάρθρωση». Σε όλα.
«Μπορούμε να συνεργαστούμε μαζί του»
Αρκετούς μήνες πριν ο Γκορμπατσόφ γίνει γενικός γραμματέας, είχε επισκεφθεί τη Μεγάλη Βρετανία και είχε εντυπωσιάσει με τα λόγια του και την στάση του τη Μάργκαρετ Θάτσερ, η οποία είχε παραδεχτεί δημοσίως και προς έκπληξη όλων ότι «Μπορούμε να συνεργαστούμε καλά με αυτόν τον άνθρωπο». Ήταν η πρώτη έξωθεν καλή μαρτυρία για την πολιτική προσωπική προσωπικότητα του «Γκόρμπι» – έστω και προερχόμενη από μια, φύσει και θέσει, πολιτικά και κοινωνικά ασυμπάθιστη και οριακά απεχθή φιγούρα.
Στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, ο πολύ λιγότερο διορατικός (σε πολιτικό επίπεδο) Ρόναλντ Ρίγκαν, ήταν αρχικά αρκετά δύσπιστος ως προς τις αιτιάσεις της «Σιδηράς Κυρίας», αλλά μια Σύνοδος Κορυφής στη Γενεύη το φθινόπωρο του 1985 «έσπασε τον πάγο», με αμφότερους τους ηγέτες να χαρακτηρίζουν τη συνάντησή τους ως «αποκάλυψη» και «απότοκο μιας εξαιρετικής προσωπικής χημείας μεταξύ τους». Στα μάτια του Ρίγκαν, η πάλαι ποτέ «Αυτοκρατορία του Κακού» είχε αρχίσει να δείχνει τα πρώτα της σημάδια «καλοσύνης». Ναι, ασφαλώς, και το σοβιετικό μπλοκ ήταν ακόμα μια εξαιρετικά μεγάλη αυτοκρατορία, αλλά ξαφνικά φάνταζε λιγότερο επικίνδυνη από ό,τι πριν την συνάντηση αυτή.
Ο Γκορμπατσόφ – φανατικός υπέρμαχος του ελέγχου των εξοπλισμών και της πιθανής εξάλειψης των πυρηνικών όπλων – θα συναντούσε, από την θέση του επικεφαλής της ΕΣΣΔ πλέον, τον πρόεδρο Ρίγκαν στη σύνοδο κορυφής του Ρέικιαβικ το 1986 στην πρώτη από τις πολλές εξαιρετικά σημαντικές συνόδους κορυφής για θέματα πυρηνικών όπλων. Ο Γκορμπατσόφ έσπρωξε το θέμα όσο περισσότερο μπορούσε, αλλά κατάφερε τελικά ελάχιστα, ειδικά αν αναλογιστούμε ότι σήμερα, το 2022, αμφότερες οι χώρες επανεκσυγχρονίζουν τα οπλοστάσια τους, ενώ ο αριθμός των πυρηνικών κεφαλών σε όλο τον κόσμο αυξήθηκε φέτος για πρώτη φορά μετά την λήξη του Ψυχρού Πολέμου. Ο «Γκόρμπι» θα έπρεπε να νιώθει δικαιωμένος ήδη.
Όπως αντίστοιχα θα έπρεπε να νιώθει δικαιωμένος για την έτερη λέξη που επέβαλλε ετσιθελικά σχεδόν στην σοβιετική κοινωνία των μέσων της δεκαετίας του ’90: «γκλάσνοστ», δηλαδή «άνοιγμα / ελευθερία λόγου». Ο Γκορμπατσόφ ήθελε η σοβιετική κοινωνία να γίνει πιο εξωστρεφής. Να μιλήσει για όλους και για όλα: για την περίοδο του σταλινισμού, για τα γκούλαγκ [τα οποία, σημειωτέον, έκλεισαν επισήμως και δια παντός με δική του πρωτοβουλία], για τις διώξεις των αντιφρονούντων, για τις, συχνά, απάνθρωπες πτυχές της σοβιετικής ιστορίες. Και αυτές ήταν πολλές. Στο μυαλό του, ο στόχος του ήταν ένας και μοναδικός; ο διαρκής και συνεχόμενος εξανθρωπισμός της σοβιετικής κοινωνίας και πολιτικής. Και ο εκσυγχρονισμός της, ακόμη και στηριζόμενος πάνω σε, εν μέρει, κάποια δυτικά πρότυπα -είπαμε, ο άνθρωπος αυτός ήταν καινοτόμος και δεν διέθετε αγκυλώσεις.
Και εκεί ήταν που έκανε λάθος. Εκεί ήταν που έπεσε πάνω σε έναν «τοίχο» αρνητικότητας και απροθυμίας. Αντί να εκμοντερνίσει την σοβιετική κοινωνία, τελικά συνέβαλε, εν αγνοία του και δίχως να το θέλει, στην πτώση της αυτοκρατορίας (του). Δεν έφταιγε φυσικά τόσο ο ίδιος, στο μέτρο που του αναλογούσε: έφταιγαν, κυρίως, οι άλλοι γύρω του που δεν είχαν τα ίδια μυαλά με τον ίδιο. Αλλά, εντέλει, και ο ίδιος που δεν κατάφερε να διαβλέψει την ενδεχόμενη αποτυχία των τακτικών του -γιατί ο πραγματικά μεγάλος ηγέτης είναι πάντα 2-3 κινήσεις μπροστά, σαν σκακιστής.
Το «άνοιγμα» της σοβιετικής ηγεσίας απέναντι στην κοινωνία ήταν σημαντικό καθώς σηματοδότησε την επιστροφή των γνήσιων και καθαρόαιμων εκλογών στη Σοβιετική Ένωση, που είχαν να λάβουν χώρα από την επανάσταση των Μπολσεβίκων. Ο Γκορμπατσόφ διενήργησε εκλογές για ένα νέο Κογκρέσο των Λαϊκών Αντιπροσώπων της ΕΣΣΔ, κάτι εξαιρετικά δημοκρατικό για τα δεδομένα της Σοβιετικής Ένωσης. Η κάθε επαρχία θα έστελνε τους δικούς της αντιπροσώπους στο Κονγκρέσο, μόνο που ο «Γκόρμπι» είχε υπολογίσει χωρίς τον ξενοδόχο: την παντελή απροθυμία των υπολοίπων μελών του Πολίτμπουρο να εκχωρήσουν εξουσίες στους απλούς σοβιετικούς πολίτες. Το πολιτικό παιχνίδι, σύμφωνα με τους ίδιους, έπρεπε να συνεχίζει να παίζεται όπως παιζόταν μέχρι σήμερα: αποκλειστικά εντός του ΚΚΣΕ. Το κόμμα δεν έπρεπε να αποδυναμωθεί, υπο οιαδήποτε συνθήκη. Τέλος.
Κάπως έτσι, ξεκίνησε και η πτώση του Γκορμπατσόφ, η αρχή του πολιτικού τέλους του. Γιατί ο πιο σημαντικός από αυτούς τους περιφερειακούς ηγέτες που αντιστέκονταν σθεναρά στα σχέδια του ήταν ο Μπαρίς Γέλτσιν, πρώην σύμμαχος του Γκορμπατσόφ. Ο Γκορμπατσόφ είχε πάρει τον Γέλτσιν από την πρωτεύουσα της επαρχίας Σβερντλόφσκ στα Ουράλια και τον έβαλε επικεφαλής του ΚΚΣΕ στην Μόσχα. Και κάπως έτσι, ο Γ.Γ. της ΕΣΣΔ, ως άλλος Φρανκενστάιν, δημιούργησε το δικό του Τέρας: τον εχθρό του, την πολιτική του Νέμεση. Ο οποίος τελικά τον έριξε μετά από μερικά χρόνια. Γιατί, αν για κάτι γυάλιζε το μάτι του Γέλτσιν, αυτό ήταν για εξουσία. Σε αντίθεση με του, πολυ πιο μετριοπαθούς (σχεδόν πολιτικά απαθούς), Γκορμπατσόφ.
Κατά της βίας και υπέρ της ειρήνης
Το πόσο μετριοπαθής ήταν ο Γκορμπατσόφ φάνηκε επίσης στο πολιτικό του δόγμα απέναντι στις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Όταν το 1989 ο Γκορμπατσόφ προήδρευσε σε μια σύνοδο κορυφής των κρατών-μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας, ο ίδιος εγγυήθηκε «την ισότητα, την ανεξαρτησία και το δικαίωμα κάθε χώρας να καταλήξει στη δική της πολιτική στρατηγική και τακτική χωρίς καμία απολύτως παρέμβαση από το εξωτερικό», εννοώντας φυσικά την Μόσχα. Ήταν ακόμη νωπές οι αναμνήσεις από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν η Ανατολική Γερμανία, η Ουγγαρία και η Τσεχοσλοβακία είχαν κάνει κάποιες προσπάθειες απελευθέρωσης από τον σοβιετικό ζυγό, μόνο και μόνο για να δουν μετά να εισβάλουν σοβιετικά τανκ στις πρωτεύουσές τους.
Ο Γκορμπατσόφ είδε την παραίτησή του από τη παλαιοσοβιετικής κοπής στρατιωτική βία ως το απαραίτητο εκείνο θεμέλιο της φιλειρηνικής διακυβέρνησής του -μια διόλου κοντόφθαλμη τακτική που, σύμφωνα με τον ίδιο, θα είχε διπλό αποτέλεσμα: τόσο την επιβίωση της Σοβιετικής Ένωσης, όσο και την διατήρηση ενός ειρηνικού status quo μεταξύ της Μόσχας και των «σοσιαλιστών» αδελφών της στην Ανατολική Ευρώπη.
Τελικά, τίποτα από αυτά δεν συνέβη: οι χώρες αυτές στην πορεία επέλεξαν την σταδιακή τους αποκοπή από την «Μαμά Σοβιετική Ένωση», ενώ ο χειμώνας του ’91 που οδήγησε, διαμέσου διεργασιών κινούμενων από τον ίδιο τον Γέλτσιν, στην παραίτηση του Γκορμπατσόφ, κατέδειξε και απέδειξε το αναπόδραστο της παγκόσμιας ιστορίας; ότι, όσο και αν προσπαθήσεις, δεν μπορείς να «μάθεις νέα κόλπα στον γέρικό σου σκύλο», που λέει και μια αγγλοσαξονική παροιμία.
Το 2006, ένας δημοσιογράφος ρώτησε τον Γκορμπατσόφ αν είχε ποτέ σκεφτεί, τον Δεκέμβριο του 1991, τη χρήση στρατιωτικής και αστυνομικής βίας ως το μέσο ή το εργαλείο για να διατηρήσει άθικτη την εξουσία του και ανέπαφη την ΕΣΣΔ, ο ίδιος ξεκαθάρισε ρητά ότι «Φυσικά και όχι. Δεν μου πέρασε ποτέ στο μυαλό, γιατί αν μου είχε περάσει, δεν θα ήμουν ο Γκορμπατσόφ».
Ο Γκορμπατσόφ θέλησε να αλλάξει ριζικά ολόκληρα τη νοοτροπία μιας χώρας που δεν είχε γνωρίσει ποτέ της τη δημοκρατία, έχοντας περάσει κατευθείαν από τους Ρομανόφ στους Μπολσεβίκους και από εκεί στον σταλινισμό. Και ο Γκορμπατσόφ έκανε μερικά πραγματικά τεράστια βήματα προς την κατεύθυνση της Δημοκρατίας: συνέβαλε στην ίδρυση της Novaya Gazeta, μια από τις πιο σημαντικές ανεξάρτητες εφημερίδες της Ρωσίας, που απειλείται πολύ αυτές τις μέρες από το καθεστώς του Πούτιν. Ανοιξε το «Ίδρυμα Γκορμπατσόφ», το οποίο προώθησε πολλές από τις ιδέες του για την παγκόσμια ειρήνη και την προσπάθεια διατήρησης των συμφωνιών ελέγχου των πυρηνικών εξοπλισμών κατά την ύστερη περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Μέσω της glasnost, έφερε νέες και πρωτάκουστες ελευθερίες στην σοβιετική κοινωνία: τα ΜΜΕ ήταν κατά τι πιο ανεξάρτητα, ο ακαδημαϊκός χώρος λιγότερο «κλειστός», υπήρξε μια αθρόα εισαγωγή στην ΕΣΣΔ δυτικής μουσικής, κινηματογράφου, μέχρι και συναυλίες δυτικών συγκροτημάτων σε μια χώρα που μέχρι το 1989 έμοιαζε με την σημερινή Βόρεια Κορέα: αποκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο, κάπου μόνη της.
Συνεργάστηκε πολύ στενά με τον πρόεδρο Ρίγκαν προς την κατεύθυνση της λήξης του Ψυχρού Πολέμου και εξαιτίας τους ο κόσμοςέγινε λίγο ασφαλέστερος, αφενός με την ειρηνική αποχώρηση των σοβιετικών δυνάμεων από την Ανατολική Ευρώπη, αλλά και με την επίσημη λήξη του απεχθούς Cold War, ο οποίος ουσιαστικά τελείωσε χωρίς να χυθεί ούτε μια σταγόνα αίμα – ένα κατόρθωμα για τον οποίο του απονεμήθηκε το Νομπέλ Ειρήνης.
Ο θάνατός του συμπίπτει χρονικά με μια συγκυρία κατά την οποία ο Βλαντίμιρ Πούτιν αποφάσισε να γυρίσει την Ρωσια στο χρονοντούλαπο της δεκαετίας του ’60 και του ’70 και να αρχίζει να κάνει μιλιταριστικά μπρα-ντε-φερ με τους γύρω της. Γι’ αυτό και το 2011, όταν ο Γκορμπατσόφ ρωτήθηκε για την γνώμη του ως προς τον Πούτιν, ήταν αρκούντως λάβρος: «Το μόνο πράγμα που είναι σημαντικό για κάποιους ηγέτες δεν είναι η βελτίωση του κράτους τους, αλλά να κρατήσουν όσο μπορούν την εξουσία. Πιστεύω ότι κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στη χώρα μας αυτή τη στιγμή», είπε εμφατικά.
Η Ιστορία πιθανώς να δείξει ότι τον Γκορμπατσόφ τον ξεπέρασαν τόσο οι εξελίξεις, όσο και οι παλαιοσοβιετικοί πολιτικάντηδες και καρεκλοκένταυροι που αποτελούσαν τον κύκλο του. Ανθρωποι που τού έβαλαν διαρκώς τρικλοποδιές ως προς το πολιτικό του όραμα.
Ή ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν λίγο πιο μπροστά, σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, απ’ ότι άρμοζε τότε στην ΕΣΣΔ.