Όσο άνθρωπος καταδυναστεύει άνθρωπο, δε νομίζω να υπάρχει άλλο είδος που ταλαιπωρεί έτσι το είδος του. Από την άλλη, ο άνθρωπος στήνει ωραία και καλά αγάλματα, γράφει αφιερώσεις, ερωτεύεται, έχει απόλυτη γνώση του θανάτου ως τέλους. Συνέπεια της κοινωνικότητάς μας, αν όχι προϋπόθεση, η κριτική μας ικανότητα: αντί για χαυλιόδοντες, ζεστή γούνα και πτερύγια ή προβοσκίδες, προικιστήκαμε με μυαλό, βλέπεις.

Ωραίο σπορ η ενασχόληση με τον άλλον, με τους άλλους. Κάνει τον χρόνο να περνά και η ανθρώπινη ψυχή βιώνει συναισθηματικό Ουμάμι: πίκρα, γλύκα, ξινίλα, μέταλλο, ξύλο, καπνό, χόρταση απαράμιλλη. Αυτό το σπορ είναι ομαδικό, είναι και ατομικό. Στις ομάδες, οι άνθρωποι αλληλοπαρηγορούνται σχολιάζοντας τα υποτιθέμενα κακώς κείμενα άλλων ομάδων και έρχονται πιο κοντά ο ένας με τον άλλον. Ενώνονται συχνά με κριτήριο τα κοινά τους αντι-πάθη. Σιχαίνονται ομαδικώς τα σκυλάδικα, τη νοοτροπία του δημοσίου υπαλλήλου, την ψευτιά, την καρμιριά. Άλλες ομάδες, απέναντι ή παραπλεύρως τους, μισούν και απαξιούν με την απλυσιά, την τεμπελιά, την καλλιτεχνικότητα, την αναρχία, την υπερευαισθησία, το δήθεν. Κι άλλες, σηκώνουν τα χέρια ψηλά με τους ισχυρούς χαρακτήρες, αυτούς που αγαπούν πολλά και διαφορετικά πράγματα, τους ισαποστάκηδες, τους γαληνεμένους απολιτίκ ερωτευμένους, τους ατάραχους ταξιδιώτες με ή χωρίς φράγκα. Η λίστα ατελείωτη.

Ατομικά, το σπορ παίζεται εξίσου επιτυχημένα. Οχυρωνόμαστε πίσω από το εγώ μας, που η εποχή μας έχει σηκώσει παντιέρα-μετά από ατυχή, ενδεχομένως, ανεμίσματα συλλογικών μπαϊρακίων που δεν φτούρησαν-και το εγώ μας το αγαπάμε περισσότερο από ό, τι αγαπήθηκε ποτέ, ως έναν βαθμό ακολουθώντας τις συστάσεις των ψυχοθεραπευτών μας, οι οποίοι νοιάζονται ακριβώς για γιατρεμένες ατομικότητες για να δικαιολογούν (απολύτως σωστά!) τον οβολό που λαμβάνουν στις συνεδρίες τους. Η κοινωνικότητα, η αποδοχή και η αγάπη προβάλλουν ως τρόποι υγιέστερης επιβίωσης, ως τεχνικές του ατόμου να απομυζά την ηρεμία που χρειάζεται για την αυτο-ανάπτυξή του. Η εντατική ψυχοθεραπεία, η επαφή με τον εαυτό, με τον ψυχισμό μπορεί να πείσει πολλούς από εμάς ότι είμαστε κατ’ ουσίαν άκακα, μεγαλωμένα παιδιά σπαρμένα τραύματα που χρειάζεται να προστατεύσουμε τις καρδιές μας απέναντι στους άλλους ανθρώπους, για να είμαστε καλά, να τους εμπιστευθούμε, για να είμαστε καλά, λειτουργικοί και παραγωγικοί. Επιζητούμε εύκολους δρόμους, αναίμακτους, για να έχουμε την ενέργεια να ξυπνάμε πρωί, να τρώμε τα φρούτα μας, να κερδίζουμε χρήματα, να διεκδικούμε εμπειρίες, να μας κρατάμε για τους ωραίους, δουλεμένους εντός κι εκτός εαυτούς μας και να μη στεναχωριόμαστε επειδή η ζωή είναι μικρή.

Η κριτική μας απέναντι στους άλλους λέγεται πως απηχεί ένα είδος κριτικής για τους εαυτούς μας. Είμαστε, λέει, αυτό που βλέπουμε στον άλλον, στον καθρέφτη μας. Ζούμε, στα χρόνια μας, ένα συμφέρον ή βλακώδες αμάλγαμα φιλοσοφικών ρευμάτων, εύκολου life coaching και επιφανειακής ψυχολογίας, εμμένουμε στο παρελθόν φροϋδικά και ανυπεράσπιστα, κοπιάζουμε στο παρόν, σηκώνουμε τα χέρια ψηλά στο μέλλον. Και δεν περνάμε κατά βάθος και πολύ καλά. Πώς να περάσουμε καλά με τόσα όρια, με τόσους φόβους μην και δεν δείξουμε ενσυναίσθηση, κατανόηση, αυταπάρνηση, αντοχή, με τόσους φόβους μην και σπάσουμε, μην και δεν εξελιχθούμε όπως μας αξίζει;

Η εποχή απαγορεύει ρητά, με πρόσχημα την καλότητα, την αλληλεγγύη και τον σεβασμό, την αποσιώπηση των απόψεών μας. Ανέκαθεν υπήρχε το «πού να μπλέκω τώρα» και το «μη μιλάς πολύ, άκου»-ελληνοπρεπείς, αλλά όχι βεβαίως αποκλειστικά ντόπιες, τάσεις. Πάντοτε, ένας ή μία βγαίνει δημοσίως και τολμάει να απηχήσει την κρυμμένη, αποσιωπημένη φωνή του πλήθους. «Με βιάζουν, μας βιάζουν», «Η ζωή δεν παλεύεται έτσι», «Αυτή η κοπέλα είναι χοντρή, δεν μπορούμε να τη θεωρούμε κορμάρα, στρώσεις λίπους σκεπάζουν την καρδιά και τα ζωτικά της όργανα», «Αυτοί οι άνθρωποι είναι φασίστες και επικίνδυνοι, προσοχή και αντεπίθεση», «Όχι, η Αθήνα δεν είναι ωραία τη νύχτα, είναι μια ασχημούπολη που οι ευσεβείς μας πόθοι την περιγράφουν ως ιδανική να ζήσουμε τις τελευταίες εποχές της μποεμίας», «Ο τάδε είναι μαλάκας», «Η τάδε είναι ατάλαντη, αλλά καλή στις δημόσιες σχέσεις», «Η τάδε είναι πολύ ταλαντούχα, αλλά δεν το έχει με την επικοινωνία».

Και τα πλήθη στοιβάζονται πίσω από τις απόψεις που τους ταιριάζουν, τις ενδύονται, ζουν και κινούνται εμφορούμενα, πια, από αυτές. Είναι οι απόψεις τους. Η νέα ηθική: η άποψή μου. Κοινώς, η κωλοτρυπίδα μου. Δεν με νοιάζει αν πενθείς για τον Τσάντλερ από τα Φιλαράκια, εγώ δεν πενθώ, δεν έβλεπα ποτέ αυτή τη χαζοσειρά, έλα τώρα με τις αμερικάνικες παπάτζες. Δεν με αφορά η μπάντα σου, τι είναι αυτά που παίζετε, εγώ ακούω Τερλέγκα και κλαρίνα, στην Ελλάδα είμαστε όχι στη Μεγάλη Βρετανία. Δεν με ενδιαφέρει αν είσαι ευτυχισμένος, εγώ δεν είμαι. Δεν με αφορά αν τα πας καλά στη δουλειά σου κι αν τα κατάφερες μδε τρία όνειρα, εγώ θα σε αποκαλέσω νοικοκυραίο και θα ξυπνάω κατσούφης κάθε πρωί, μέχρι να πάει βράδυ και ν’ αρχίσω να πίνω. Πίνεις; Είσαι αλκοολικός. Μην μου πεις στρίβεις και μπάφους; Είσαι πρεζάκι. Κι εσύ είσαι υστερική. Κι εσύ ψώνιο. Κι εσύ βίαιος, πατριαρχικός μούσχαρος. Κι εσύ ξέρεις τι είσαι; Είσαι ανεγκέφαλη, απολίτικος, είσαι ανόητη, είσαι βλάκας, εσύ δεν ξέρεις, εσύ δεν διάβασες, εσύ δεν είδες, δεν άκουσες, όχι, όχι, εσύ δεν έχεις ιδέα από χωή, εσύ δεν μόχθησες, δεν ίδρωσες, είσαι καλομαθημένος, είσαι παρτάκιας, είσαι ανεγκέφαλη, δεν ξέρεις από μουσική, από λογοτεχνία, δεν έχεις ιδέα τι πα να πει να είσαι μάνα, δες τα ρούχα σου, ντύσιμο είναι αυτό; Κι εσύ, πού πας έτσι, άνθρωπέ μου, πρωί πρωί; Είσαι γελοίος. Είσαι θρασύτατη. Είσαι αγάμητος. Είσαι αμόρφωτη. Είσαι παλιαδερφάρα. Είσαι γυναικούλα της γειτονιάς, κυρα Μαρία και μου την σπας. Είσαι ψευτοδιανοούμενος, ενοχλητικός, είσαι ψεύτης. Είσαι χυδαία, μανιακή, είσαι βάρος.

Η ψυχική μας τάση να εχθρευόμαστε το διαφορετικό είναι απολύτα δικαιολογημένη σε σχέση με την ανάπτυξή μας ως είδους. Είναι ο φόβος. Γι’ αυτό λέμε «ομοφοβία», ας πούμε. Δεν φοβόμαστε μην μας κάνει κακό ο ομοφυλόφιλος, φοβόμαστε που είναι ομοφυλόφιλος, ίσως φοβόμαστε μην είμαστε κι εμείς οι ίδιοι ομοφυλόφιλοι. Η ανάγκη μας να διαφωνούμε και να συναλλασόμαστε μας εξέλιξε, μας ωρίμασε. Τα social media μάς καλωσόρισαν στην σαπίλα, στην αποσάρθρωση της κριτικής σκέψης. Όλα τα πενιχρά και ποταπά αισθήματα που φυλάμε στις καρδιές μας μπορούν να βγουν αναίμακτα, ακόμα και ανώνυμα, σίγουρα υπό καθεστώς ασφάλειας. Κι οι απόψεις δεν μεταβολίζονται σε ζωή. Αυτό είναι το χειρότερο, κατά την άποψή μου.

Να έχουμε τον Πρωθυπουργό μπροστά μας και να του πούμε «τι κάνεις, εκεί, ρε με την χώρα και με τις ζωές μας;» Να πολεμήσουμε στ’ αλήθεια ενάντια σε ό, τι μισούμε, σε όποιους μισούμε. Να καυλώσουμε στ’ αλήθεια με έναν χοντρό, εμείς οι θιγμένες από την χονδροφοβία, που τρέμουμε αν δε δείχνει καλά ο κώλος μέσα από το κολάν μας. Κι επίσης, μοιάζουμε κι απρόθυμοι να ξεβολευτούμε από την άποψή μας. Κι αν τελικά τα Φιλαράκια τα σπάνε σαν σειρά; Κι αν δίκιο κάπου έχουν όλοι αυτοί που ράγισαν όταν πέθανε ένας εκ των πρωταγωνιστών; Κι αν η ποίηση δεν είναι δύσκολη, ούτε για φλώρους; Κι αν έχει νοήμα να πιστέψουμε ξανά στην αλλαγή, ότι κάτι μπορεί (γιατί πρέπει, φλογισμένα πρέπει) να αλλάξει;

Μπα, μωρέ, όλα αυτά είναι γραφικότητες. Καπιταλισμός, μαυρίλα, η ευτυχία πουθενά, η προοπτική πουθενά. Ας πιούμε τη μπίρα μας ήσυχοι, κράζοντας. Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα, μπορεί και να…

ΥΓ: Κι αντί να θέλουμε να σταματήσουμε να κρίνουμε γιατί είναι απλώς μαλακία, προτρέπουμε να σταματήσουμε να κρίνουμε γιατί δεν συνηγορεί με την προσωπική μας ανάπτυξη. Ή επειδή πρέπει να πάψουμε επιτέλους να ασχολούμαστε. Ή επειδή αν κρίνουμε, θα κριθούμε και δε γουστάρουμε. Pooches ble.

ΥΓ2: Μη βαράτε, ντε, αφήστε μας να περάσουμε καλά. Να κλαίμε για τον Τσάντλερ, να καψουρευόμαστε με ό, τι μουσική μας αρέσει, να φοράμε αυτό που θέλουμε ανεξαρτήτως ώρας και μέρας, να είμαστε αυτοί που είμαστε. Κι εσείς αυτό θέλετε. Να ομολογήσετε ότι κάπου κι ο Ταρκόφσκι σας κούρασε. Αλλά αν δεν σας κούρασε, δείτε τον χιλιάδες φορές. Και διατυμπανίστε το ελευθέρως. Χωρίς υψωμένο δάχτυλο (έστω και υποχθόνιο) σε εκείνες κι εκείνους που Ταρκόφσκι νομίζουν είναι μπαρ στα Εξάρχεια. Είστε καθόλα βέβαιοι και βέβαιες ότι δεν υπάρχει μπαρ με αυτό το όνομα;

ΥΓ3: Μήπως να ανοίξουμε ένα;