Πάντα θαύμαζα τους ανθρώπους που έχουν την ικανότητα να προσαρμοστούν σε οποιαδήποτε κοινωνική συνθήκη. Αρκετά χρόνια θέλω να ξεκινήσω κάποια πολεμική τέχνη, αλλά η ιδέα ότι θα είναι τουλάχιστον άλλα 40 μάτια που μπορεί να με κοιτάνε πάντα με σταματάει. Το ίδιο έχει συμβεί και με το γυμναστήριο. Σε αυτή την περίπτωση κατάφερα να κάνω την εγγραφή, αλλά μαντέψτε, δεν πήγα ποτέ. Το κοινωνικό άγχος δεν μου χτύπησε μία μέρα άξαφνα την πόρτα στην ενήλικη ζωή.
Το πρώτο σοκ ήταν στο Γυμνάσιο, που άλλαξα σχολείο. Την πρώτη μέρα στον αγιασμό, έβλεπα τους υπόλοιπους συμμαθητές να είναι ήδη ενταγμένοι σε κάποια παρέα, με εμένα να με λούζει σιγά σιγά κρύος ιδρώτας, όσο συνειδητοποιούσα ότι ήμουν η μόνη που είχε έρθει από άλλο σχολείο. Ένιωθα σα να είμαι σε μία λίμνη με πιράχνας, κι εγώ ήμουν το θήραμα που θα με κατασπάραζαν με την πρώτη ευκαιρία. Τη δεύτερη μέρα, μπαίνοντας στην τάξη, την σκάναρα και εντόπισα το σημείο που θα τραβούσα λιγότερο την προσοχή και θα είχα όσο το δυνατόν λιγότερη οπτική επαφή ήταν δυνατό.
Ναι, όλο αυτό με τον καιρό εξομαλύνθηκε. Ωστόσο το να σηκωθώ στον πίνακα για να εξεταστώ ή να παρουσιάσω μία εργασία, ήταν μία συνθήκη ακόμη πιο έντονη από την προηγούμενη. Η κάθε λέξη που θα έλεγα θα κρινόταν. Ο τρόπος που στέκομαι ή που μιλάω, το ίδιο. Με το που σηκωνόμουν από την καρέκλα το άγχος με κατέβαλλε, ένιωθα ότι δεν μπορούσε να αρθρώσω λέξη και ότι είχε διαγραφεί κάθε πληροφορία που είχα διαβάσει από την μνήμη μου, με αποτέλεσμα τις περισσότερες φορές να παθαίνω σεντόνι ή να κεκεδίζω.
Όλες οι αντιδράσεις που με φόβο σκεφτόμουν, ερχόντουσαν κάθε φορά κατά πάνω μου σα να έτρωγα απανωτές σφαλιάρες από τις οποίες δεν μπορούσα να συνέλθω. «Τους μαθητές τους τρώει το στρες» έχει τραγουδήσει η Άννα Βίσση, όμως δεν αναφερόταν σε αυτή συνθήκη. Το μόνο που με βοήθησε σε αυτή την περίπτωση ήταν να προσπαθώ να σατυρίζω τον εαυτό μου και να χρησιμοποιώ το χιούμορ ως άμυνα ή προληπτικό μέτρο. Αυτό το εφαρμόζω μέχρι και σήμερα που πλέον γίνεται υποσυνείδητα. Το χιούμορ ως μηχανισμός άμυνας, λειτουργεί στον αυτόματο πιλότο και με έχει σωσεί σε πολλές καταστάσεις. Ταυτόχρονα είναι ένα εξαιρετικό βοήθημα κοινωνικοποίησης που με έχει βοηθήσει να επιβιώσω σε πολλές κοινωνικές συνθήκες, όχι σε όλες όμως.
Μέχρι και σήμερα, η χειρότερη κοινωνική συνθήκη που μπορώ να βρεθώ είναι κάποιο πάρτι ή μάζωξη άνω των 10 ατόμων και ο μόνος που θα γνωρίζω εγώ θα είναι ο οικοδεσπότης. Όσα small talk και να προσπαθήσω να κάνω, όσο και να βοηθήσω τον προαναφερθέντα οικοδεσπότη, η ώρα δεν περνάει και νιώθω ότι βιώνω ένα βασανιστήριο που δεν φαίνεται να έχει τέλος. Η εξώπορτα μπορεί να ήταν δίπλα μου, ωστόσο δεν μπορούσα να φύγω από το πρώτο μισάωρο και να φανώ αγενής ή περιέργη (όχι ότι δεν φαινόμουν ήδη).
Όπως καταλαβαίνετε για να επιβιώσω, να καταφέρω να μειωθεί η αμηχανία και να απασχολήθω με κάτι τον εαυτό μου, κατέβαζα το ένα ποτό μετά το άλλο. Από περίεργη, σίγουρα φαινόμουν αλκοολική, αλλά τουλάχιστον τον συνειδητοποιώ τώρα που το γράφω κι όχι όταν γινόταν. Αν έκανα τότε αυτή τη συνειδητοποίηση υπό την επήρεια του αλκόολ, το πιο πιθανό είναι να μεγένθυνα την κατάσταση, να ένιωθα ότι όλοι με κοιτούσαν και με έκριναν, με αποτέλεσμα να πάθω κάποια κρίση άγχους.
Πλέον έχω σταματήσει να παρίσταμαι σε τέτοιες κοινωνικές καταστάσεις, με τον στενό μου κύκλο να μην μπαίνει πλέον πια στον κόπο να με προσκαλέσει, αφού είτε γνωρίζουν για το κοινωνικό μου άγχος είτε έχουν δει όλη την παραπάνω περιγραφή με τα ποτά να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια τους, έχουν εμπεδώσει ότι δεν μπορώ να ανταπεξέλθω με τους ίδιους, να μην αντέχουν να με βλέπουν να βασανίζομαι.
Ένα τέτοιο βασανιστήριο, όχι τέτοιας κλίμακας, πέρασα όταν μπήκα σε καινούργια σχέση. Σε λιγότερο από ένα μήνα βρέθηκα σε ένα τραπέζι 12 ατόμων μαζί με τους γείτονές του και τους φίλους των τελευταίων, με εμένα να βρίσκομαι στην πιο απομακρυσμένη γωνιά του (όπως ήταν αναμενόμενο), ενώ οι λέξεις που έβγαιναν από το στόμα μου ήταν μετρημένες. Τα περισσότερα θέματα συζήτησης ήταν ειδικά και αφορούσαν την παρέα και τα συλλογικά ή μη βιώματά τους, γεγονός που με έσπρωχνε ακόμα περισσότερο στην κοινωνική απομόνωση.
Όπως καταλαβαίνετε, πολύ εύκολα μου δόθηκε η ταμπέλα «μουγκή» και εκείνη τη στιγμή κατάλαβα το μέγεθος του κοινωνικού μου άγχους που αμέσως το μετέφρασα μόνη μου σε κοινωνική δυσλειτουργικότητα. Ναι, με πείραξε η ταμπέλα «μουγκή», όπως όλες οι ταμπέλες που δίνονται με τόση μεγάλη ευκολία. Σίγουρα, θα έχω στην πλάτη μου κι άλλες ταμπέλες για το συγκεκριμένο ζήτημα, που δεν έφτασαν ποτέ στα αυτιά μου, αφού έτσι έχουμε μάθει να λειτουργούμε.
Οτιδήποτε μας είναι ανοικείο, ξένο και δεν μπορούμε ή μάλλον δεν μπαίνουμε στον κόπο να το κατανοήσουμε, του καρφώνουμε μία ταμπέλα ως ποινή για το διαφορετικό χαρακτηριστικό που εμείς έτυχε να μην διαθέτουμε.
Συνεχώς προσπαθώ να δουλεύω το κοινωνικό άγχος, έτσι κι αλλιώς και η ίδια η δουλειά με έβαλε σε αυτή διαδικασία, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι μπορώ ακόμα να αφήσω τον εαυτό μου εκτεθειμένο σε κάποιο πάρτι με την προαναφερθείσα περιγραφή. Για να φτάσω σε αυτό το σημείο θα πρέπει να έχω ξεπεράσει άλλους κοινωνικούς φόβους, που ακόμα και γι’ αυτούς χρειάζονται πολλά και συνεχή μικρά βήματα. Σε περίπτωση που σταματήσω να “βαδίζω”, πολύ εύκολα θα έρθουν ξανά στην επιφάνεια κοινωνικοί φόβοι που φαινομενικά είχα καταφέρει να ξεπεράσω.
Το κοινωνικό άγχος είναι και θα είναι μία αδιάκοπη διαδικασία πάλης με τον εαυτό, αλλά και ένα προσωπικό στοίχημα που έχω βάλει ώστε να φτάσω στο σημείο να μην μου προκαλεί πρόβλημα στην κοινωνική μου ζωή. Άλλες μέρες νιώθω ότι είμαι κοντά στο να κερδίσω κι άλλες πάω κατευθείαν κουβά. Αυτό που έχει σημασία είναι να κονταροχτυπιόμαστε μαζί του κι όσο μπορούμε να μην το αφήνουμε να μας χειρίζεται.