Το πιο ωραίο και έξυπνο πράγμα που έχει συμβεί με λέξη/λέξεις, το πέτυχα σε ένα μαγαζί στου Ψυρρή, ψιλο-viral. Με κόκκινα νέον γράμματα (ή φούξια, συγχωρέστε με) λέει SEXEXASA. Λεξιπλασιάρα. Πόσες σκέψεις γεννά, πόσα stories εμπνέει.

Οι φράσεις που μας ιντριγκάρουν, στην ζωή και τα social, είναι πιο τολμηρές και έξυπνες από τους περισσότερους από εμάς. Θα ήταν κριντζ, βέβαια, να γνωριζόμασταν με κόσμο και να πιάναμε κουβέντες με το ύφος και το περιεχόμενο φράσεων που λατρεύουμε να κοινοποιούμε.

Από την άλλη, είμαστε (ή το παίζουμε) κουλ όλη την ώρα, αλλά μετά σπίτι μυξοκλαίμε συγκινημένοι με διάφορα ωραία και εύστοχα που σκάνε μπροστά μας. Ένοχη απόλαυση, ίσως ή κάτι βαθιά ιδωτικό μας-καλά, μερικά τα κοινοποιούμε έτσι δήθεν μου τάχα μου.

«Το να είσαι τρυφερός σημαίνει ότι είσαι δυνατός» και «η θάλασσα ηδονίζεται με τα ναυάγια», αποκομμένοι στίχοι από ποιήματα πασίγνωστων ποιητών ή φράσεις νέων τύπων και τυπισσών (τύπου Ρενέ, «τελικά, έκανα λάθος-υπάρχουν αναντικατάστατοι») και δώστου να κοινοποιούμε σε συγκεκριμένους κολλητούς που, με την σειρά τους, απαντούν κάτι σε στιλ «αχ» ή με αντίστοιχης λογικής και αισθητικής τσιτάτα/φράσεις/στίχους.

Και καλά αυτά τα ποιητικά τσιτάτα. Πες, κομίζουν και λίγη ανεμελιά, λίγη ασημόσκονη στις πεζές ζωές μας με τις χίλιες πρακτικές δυσκολίες και αδιέξοδα. Τα άλλα; Τα υποτιθέμενα ψυχοθεραπευτικά; «Μακριά από τους τοξικούς ανθρώπους»-ω, πότε θα παλιώσει αυτή η αηδία; Η λέξη τοξικός είναι λέξη ετερόφωτη, απαιτεί για να νοηματοδοτηθεί διάδραση. Τοξικός σε κάποιον άλλον. Όχι τοξικός per se. Παντελώς αδύνατον. Φράσεις τρομακτικές όπως «εγώ τραβώ τον δρόμο μου με σάκο τις ευαισθησίες μου-γι’ αυτό είμαι μοναχικός περιπατητής», φράσεις που, εμένα προσωπικά, με στενεύουν πολύ.

Ότι τι; Ότι οι ευαίσθητοι μένουν μόνοι;

Ότι όλοι, κατά κάποιον τρόπο, είναι εγγενώς αντίπαλοι με όλους και ότι μόνο οι εκλεκτοί των εκλεκτών, οι μη τοξικοί (sic), οι άριστοι της επικοινωνίας και της ενσυναίσθησης δικαιούνται κομμάτι στην πίτα της ευτυχίας, της συντροφικότητας και της γαματοσύνης;

Με πιάνω να σκέφτομαι συγκεκριμένα πρόσωπα, σημαντικά για μένα, καθώς διαβάζω αυτές τις ευκολίες, τις σαχλαμάρες, τα fast food της διανόησης, όπως θέλετε πείτε τα. Λέω «κι αν ο τάδε ταυτίζεται με αυτό και θεωρεί ΕΜΕΝΑ τοξική;», «κι αν το δει και σκεφτεί ότι περιττεύω από την ζωή του;». Ναι, είναι δικό μου θέμα, το ξέρω. Όλα δικά μας θέματα είναι πια. Η κοινωνία έχει υψώσει, εσχάτως, ένα λάβαρο που γράφει επάνω ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ/ΑΥΤΟΒΕΛΤΙΩΣΗ/ΑΥΤΟΦΡΟΝΤΙΔΑ και το κουνάει σαν μαθήτρια σε παρέλαση.

Όλο και περισσότερο διαβάζω άρθρα για το πώς θα γίνουμε καλύτεροι ως Εαυτοί και Εαυτές. Πώς θα βάλουμε όρια. Πώς θα γινόμαστε πιο ξεκάθαροι. Πώς, πώς, πώς. Ελάχιστα για το πώς θα βελτιώσουμε την σχέση μας. Πώς θα κάνουμε ένα γαμάτο δώρο έκπληξη στον κολλητό, στο άλλο μας μισό. Για να μην γίνομαι άδικη, συμβουλές για σεξ (να μια διάδραση που μας αφορά ακόμα πολύ) δίνουν και παίρνουν. Συμβουλές για αγάπη; Για υπομονή; Για απαντοχή; Μήπως όλο αυτό είναι, πλέον, φριχτά παλιομοδίτικο και γιαγιαδέ; «Ό, τι σε πιέζει, κόφτο», σου λένε οι ανώνυμοι σοφοί των οθονών.

Μα εύκολα πιεζόμαστε. Εύκολα αγχωνόμαστε. Στενά τα όριά μας. Γίναμε όλες ψυχολόγοι. Ερμηνεύουμε με ταχύτητες φωτός. Κρίνουμε. Αδικούμε και αδικούμαστε. Κατά βάθος, παραμύθια ονειρευόμαστε, όπως είναι, κατά την άποψή μου, απόλυτα φυσιολογικό. Βαθιά συναισθήματα, αμοιβαία βλέμματα-φωτιά, φιλίες που διαρκούν στο χρόνο ως βαθιά γεράματα, νιότη που δεν σβήνει άγρια, αλλά γλυκοθολώνει πάνω στο σώμα και το πρόσωπό μας. Τέτοια. Ουτοπικά, αλλά όχι και εντελώς απλησίαστα.

Γι’ αυτό χαμογελάμε ή συγκινούμαστε ή μπαίνουμε σε σκέψεις με όλα αυτά που διαβάζουμε. Αλλά, κοντεύουμε, μήπως να κλειδώσουμε την ζωή μας στα τσιτάτα; Να ζούμε την ζωή μας ουδέτερα και άχρωμα (για να μην πληγωνόμαστε) και να ζούμε μια άλλη, δεύτερη (επί της ουσίας πιο ουσιαστική!) ζωή κάνοντας σκρολ;

Θέλουμε να γίνουμε ανίκητοι με τρεις λέξεις, ας πούμε. Είναι δυνατόν; 

Απομονωμένες, χαριτωμένες φράσεις ως κολώνες του Τρυφερού Εαυτού μας. Κι εκεί με έκπτωση βέβαια. Αξίζει όλη η Ασκητική του Καζαντζάκη, όχι μόνο η φράση «Δεν φοβάμαι τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι ελεύθερος.» Ο Καζαντζάκης λέει κι άλλα καταπληκτικά, σημαντικά. Λέει ότι καθένας μας και καθεμία είναι υπεύθυνος /η για την σωτηρία του κόσμου. Λέει για την πίστη στον εαυτό, στον θεό, στον Άλλο. Εμείς ερμηνεύουμε κατά βούληση την δημοφιλή ρήση και την τοποθετούμε στα ενδύματα του δικού μας μικρόκοσμου, κατά πώς μας συμφέρει.

«Δεν φοβάμαι τίποτα», δηλαδή είμαι γενναίος εγώ, ρε «δεν ελπίζω τίποτα», δηλαδή δεν θα κάνω και πολλά, καλά είμαι εδώ που είμαι, ας μην αλλάξουν τα πράγματα και «είμαι ελεύθερος», δηλαδή παραμένω κοσμάρα μου, όλα για πάρτη μου, μη μου τους κύκλους τάραττε.

Ο Καζαντζάκης εννοούσε ότι ελεύθερος είναι όποιος δεν φοβάται τίποτα και όποιος δεν ελπίζει σε τίποτα. Πράξη, αντί για ελπίδας. Θάρρος, αντί φόβου. Αυτά-αλλά δεν είμαι και φιλόλογος, μην το πάρετε και τοις μετρητοίς.

Βολεύει το σύντομο, ασφαλές μέγεθος του τσιτάτου. Είναι ασορτί με τις ταχύτητες της εποχής. Με τα γρήγορα, δίχως ανάσα πηγαινέλα ανθρώπων στις ζωές άλλων ανθρώπων. Τις παραιτήσεις, κάθε λογής. Τις αφέσεις. Τα μοναχικά καπνίσματα μπροστά από κάποια θέα. Καλύτερα μόνοι, παρά σε «τοξικές σχέσεις». Όλα πάνε να βγουν τοξικά. Ακόμα και ο έρωτας. Υπάρχουν άρθρα για την «υγιή αγάπη». Ανατριχιάζω.

Θέλω να πάω στον τάφο του Καζαντζάκη στην Κρήτη να του πω ότι φοβάμαι πολλά, ότι ελπίζω σε περισσότερα. Ότι καθόλου ελεύθερη δεν είμαι, αλλά ότι δεν με πολυνοιάζει. Ν’ αγαπάω θέλω και ν’ αγαπιέμαι. Με πράξεις και με λέξεις εκστομισμένες, όχι εξυπνάδες του Internet. Με μάτια να κοιτάνε μάτια, όχι μάτια να κοιτάνε φρασούλες για το Κοίταγμα. Μαγεία χειροπιαστή, εύθραυστη, μαγεία που απαιτεί ιδρώτα και αιματάκι, όχι μελανάκι ψηφιακό.

Μπορώ;