«Σε κάθε γωνία, υπάρχει αστυνομία/ Η χούντα δεν τελείωσε το 73!», φώναζα παρέα με συμφοιτητές μου από τη Νομική στους δρόμους-σε διαδηλώσεις για τον Αλέξη, το Πολυτεχνείο, συλαλλητήρια, γενικές απεργίες. Μου άρεσε. Φυσικά, είχα απόλυτη συναίσθηση ότι ούτε χούντα είχαμε (κι ας μην τελείωσε ακριβώς το 1973), ούτε ότι σε κάθε γωνία της πόλης υπήρχε αστυνομία, κατά κυριολεξία. Όμως, η ορμή, η αγωνιστικότητα, η ανάγκη του σώματος και της ψυχής να ανήκει κάπου, οι ιδέες περί αλλαγής του κόσμου με έσπρωχναν να ανοίγω το στόμα μου και να το ξεφωνίζω, αυτό και άλλα συνθήματα, μέχρι να κλείσει ο λαιμός μου.
Κάποιοι σύντροφοι συμφοιτητές μου αποκαλούσαν τα παιδιά από την ΔΑΠ φασίστες κι εμένα κάπως αυτό με ενοχλούσε, πρώτον επειδή θεωρώ βαρύ χαρακτηρισμό το να λες κάποιον «φασίστα» και δεύτερον εξ όσων γνώριζα μέχρι τα ταπεινότατα 19 μου χρόνια τα παιδιά της ΔΑΠ (αγοράκια με τζιπ μπαμπά, ανασφαλή κορίτσια με τριπλό μέικ απ, μουσικές ανησυχίες επιπέδου Κιάμου) δεν είχαν να κάνουν ούτε λίγο με τον φασισμό.
Είναι βαρύ πράγμα να λες κάποιον φασίστα. Δεν είναι σα να τον λες μ@λ@κα. Έχει συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο, διαδρομή σπαρμένη με αίμα και υπάρχει μέχρι σήμερα, απειλώντας ανθρώπους και θεσμούς. Έχει μπει στην Βουλή, υπάρχει ανάμεσά μας. Και αυτό είναι αρκετά τρομακτικό για να θεωρήσουμε οκ να αποκαλούμε και να περιγράφουμε, αβρόχοις ποσί, ανθρώπους ως φασίστες.
Ορισμένοι υποστήριξαν ότι οι όροι φασισμός και φασιστικός έχουν γίνει απελπιστικά ασαφείς από την εποχή του Β Παγκόσμιου Πολέμου, αντλώ από την Βικιπαίδεια. Η λέξη φασίστας μερικές φορές χρησιμοποιείται για να αμαυρώσει ανθρώπους, φορείς ή ομάδες που δεν περιγράφουν τους εαυτούς τους ως ιδεολογικά φασίστες, και που μπορεί να μην εμπίπτουν στο επίσημο ορισμό της λέξης. Ως πολιτικό επίθετο, το φασίστας έχει χρησιμοποιηθεί σε μια αντι-εξουσιαστική έννοια για να τονίσει την κοινή ιδεολογία της κυβερνητικής καταστολής της ελευθερίας του ατόμου. Έτσι, η λέξη φασίστας σημαίνει, στην εποχή μας, καταπιεστικός, μη ανεκτικός, σωβινιστής, δικτατορικός, ρατσιστικός ή επιθετικός. Όπως όλες οι λέξεις που ζυμώνονται με τα χρόνια και αποκτούν νέες χροιές και ειδικά βάρη, έτσι και ο φασίστας δεν είναι, σήμερα, ο οπαδός του Μουσολίνι. Με τον τρόπο που ένας ρεμπέτης σήμερα (ένας άνθρωπος που παίζει μπουζούκι και ακούει ρεμπέτικα) δεν θα πάει φυλακή, ούτε φουμάρει στον τεκέ, έτσι κι ένας φασίστας σήμερα μπορεί να μην εμπίπτει ακρι΄βως στους ορισμούς που τόσοι και τόσοι θεωρητικοί, πολιτικοί αναλυτές και φιλόσοφοι έχουν δώσει ανά τα χρόνια.
Αρχικά, πάντως, ο όρος «φασισμός» αναφερόταν σε ένα πολιτικό κίνημα που επικράτησε στην Ιταλία από το 1922 έως το 1943 υπό την ηγεσία του Μπενίτο Μουσολίνι. Σημαντικό να σημειώσουμε επίσης ότι άλλο φασισμός και άλλο ναζισμός-τα λέει πολύ ωραία η Μηχανή του Χρόνου.
Ο ιστορικός Zeev Sternhell λέει ότι ο φασισμός δεν γεννήθηκε στα χαρακώματα του 14-18 και ότι δεν πέθανε σε ένα μπούνκερ του Βερολίνου το 1945. Ο φασισμός έχει μεταλλαχθεί, έχει προσαρμοστεί σε μια νέα συγκυρία, έχει μάθει να γίνεται δυσδιάκριτος και χαμαιλεοντικός, να εναγκαλίζεται την κυρίαρχη ιδεολογία. Και μπορεί να μην υπάρχει εδραιωμένο φασιστικό καθεστώς στις μέρες μας, αλλά υπάρχουν κόμματα, μορφώματα, ομάδες ανθρώπων που εμφορούνται από το φασιστικό ιδεώδες και προπαγανδίζουν διάφορες φασιστικές ιδεολογίες.
Στην Ευρώπη σημειώνεται άνοδος της ακροδεξιάς και, γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε, και του φασισμού. Οι λόγοι γι’ αυτό, εκτός της καταφανούς κρίσης που περνά ο καπιταλισμός, πολλοί και διάφοροι: κανάλια υποστηρικτικά μιας απολιτίκ «θολοκουλτούρας» που εξυπηρετεί συνήθως τις άρχουσες τάξεις, λαϊκές τάξεις ευάλωτες σε προπαγάνδα του στιλ «οι ξένοι μας παίρνουν τις δουλειές», απογοητευμένος κόσμος από τις αριστερές οργανώσεις που μοιάζει να αδυνατούν να προτείνουν πειστικές εναλλακτικές διακυβέρνησης. Και, βέβαια, τρομαχτική διάδοση θεωριών συνωμοσίας, ελέω Internet και social media.
Όμως, δεν έχουν γίνει ξαφνικά όλοι φασίστες.
Υπάρχουν άνθρωποι που ψηφίζουν ΠΑΣΟΚ χρόνια και συνεχίζουν να θεωρούν ανώμαλους τους ομοφυλόφιλους, να χειροκροτούν τον γιο τους στην ορκωμοσία του στρατού και να μην πολυσυμπαθούν τον Μπαγκλαντεσιανό ψιλικατζή της γειτονιάς τους. Αυτοί, ας πούμε, όχι δεν είναι φασίστες. Μπορεί να είναι ομοφοβικοί, ενδεχομένως ρατσιστές, μπαϊλντισμένοι πολίτες και τόσα άλλα, μα όχι κατ’ ανάγκην φασίστες.
Διάβαζα αναρτήσεις στο Facebook τις προάλλες και κάποιοι αποκαλούσαν φασίστες τους παράτυπους μετανάστες που υποτίθεται ότι είχαν βάλει τις φωτιές (τελικά, καμία φωτιά δεν έβαλαν, σύμφωνα με απόφαση δικαστηρίου). Μάλιστα, ανέλυαν ότι είναι φασισμός η καταστροφή της φύσης κι ότι αυτοί είναι φασισταριά-άρα, ας τους φάμε άφοβα, γιατί, άλλωστε, το ρητό «φασίστας καλός μόνο νεκρός» έχει γίνει σχεδόν λαϊκό, ακούγεται σχεδόν λογικό, παρά τον κίνδυνο που ενέχει η εξάπλωσή του. Για να μην σχολιάσουμε εδώ ότι κάποιος που μπορεί να διαφωνεί με την φράση αυτή (επειδή δεν έχει πρόθεση να σκοτώσει κανέναν άνθρωπο, ακόμα και κάποιον δολοφόνο ή με δολοφονικές ιδέες), κινδυνεύει να θεωρηθεί-guess what!-φ α σ ί σ τ α ς.
Το 2014, σε τηλεοπτική συζήτηση για τα μνημόνια και τον ρόλο της Γερμανίας, ένας από τους συμμετέχοντες αμφισβήτησε την δημοκρατικότητα του Γερμανού Υπουργού Οικονομικών. Χρησιμοποίησε ως επιχείρημα ότι οι φασίστες έχουν πάρει διαζύγιο με το χαμόγελο, ο Σόιμπλε φορά μάσκα χαμόγελου, άρα είναι φασίστας. Όπως γράφει η Κατερίνα Τζωρτζινάκη στο άρθρο της στο trikalanews.gr, από όπου άντλησα αυτήν την ενδιαφέρουσα παρατήρηση:
«Πού είναι το πρόβλημα στη χρήση ενός επιθέτου µε τόσο φαιά απόχρωση, όπως το «φασίστας», για πολιτικούς που υιοθετούν αµφιλεγόμενα και οµολογουμένως σκληρά μέτρα; Στη σχετικοποίηση. Δεν είναι καινούργιο φρούτο, μα φούντωσε στα χρόνια της πολλαπλής κρίσης. Σύννεφο οι συσχετισμοί, που δεν κάνουν στην τελική τίποτα άλλο από το να εξωραΐζουν τον φασισμό, όπως και οι συσχετισμοί με τη χούντα φτιασιδώνουν τη χούντα.»
Αν ο κάθε ένας που σκοτώνει έναν γάιδαρο, καίει (ή δεν καίει, τελικά!) ένα δάσος, βρίζει μια γυναίκα ή κάνει άλλα αποτρόπαια, παράνομα ή ανήθικα, αντι-ανθρώπινα και σκατόψυχα πράγματα, θεωρείται φασίστας, τότε έχουμε πρόβλημα. Όπως, επίσης δεν είναι βιαστής ένας γλοιώδης τύπους που την πέφτει άκομψα στο μπαρ. Γιατί αν είναι βιαστής κι αυτός, ο άλλος που απειλεί, βρίζει, κολλάει στον τοίχο, κατεβάζει εσώρουχα, δέρνει, κακοποιοί σεξουαλικά τι είναι; Κι αν είναι φασίστας ο κυρ-Ηλίας που φοβήθηκε με τα τσιπ στις ταυτότητες, τότε ο Ηλίας Κασιδιάρης τι είναι;
Μπορούμε να πούμε κάποιον άνθρωπο που διέπεται από μισανθρωπιά, μισογυνισμό ή ομοφοβία, σκατάνθρωπο, απόβρασμα, κάθαρμα, αλήτη και ό, τι άλλες βρισιές-αλλά το φασίστας θέλει προσοχή. Από σεβασμό και στα εκατομμύρια θύματα του φασισμού. Από σεβασμό στην λογική, στην διάκριση των καταστάσεων, για να μπορούν να αντιμετωπιστούν στην ρίζα τους.
Αν όλοι γίναμε άξαφνα φασίστες, κανείς μας, τελικά, δεν θα τιμωρηθεί. Η Κική Δημουλά (άλλη φασίστρια [sic] κι αυτή) θα μείνει στην ιστορία με τον ίδιο χαρακτηρισμό που αξίζει να μείνουν επικίνδυνοι εγκληματίες, οι οποίοι αυτήν την στιγμή κλειδώνουν ανθρώπους σε καρότσες ή διασπείρουν fake news ή απειλούν ή όλα αυτά μαζί;
Η εκλαϊκευση της λέξης φασίστας σε χαλαρή βρισιά για όποιον «δεν είναι αριστερός σύμφωνα με τους κανόνες της τρέχουσας, ξύλινης πολιτικής εκφοράς της αριστεράς εν Ελλάδι» και για όποιον «δεν συμπαθεί μετανάστες, ζώα, γκέι και γυναίκες» είναι επικίνδυνη, όταν υπάρχουν τόσες άλλες λέξεις και φράσεις για να περιγράψουν προβληματικές συμπεριφορές και δράσεις.
Ο ορισμός του Ουμπέρτο Έκο για τον φασισμό βγάζει μέχρι σήμερα νόημα
Στο δοκίμιο του Αιώνιος Φασισμός, γραμμένο το 1995, ο Ουμπέρτο Έκο, μεγαλωμένος υπό τον μουσολινικό ζυγό, παραθέτει δεκατέσσερεις γενικές ιδιότητες της φασιστικής ιδεολογίας χρησιμοποιώντας τον όρο «Ur-φασισμός» (πρωτογενής φασισμός) ως γενική περιγραφή των διαφόρων ιστορικών μορφών του φασισμού-αν και ο ίδιος τονίζει ότι ο ναζισμός είναι ένας και συγκεκριμένος. Όπως σημειώνει εύστοχα:
«Το φασιστικό παιχνίδι μπορεί να παίξει σε πολλές μορφές και το όνομα του παιχνιδιού δεν αλλάζει. Τα 14 χαρακτηριστικά δεν μπορούν να οργανωθούν σε ένα σύστημα. Πολλά από αυτά είναι αντιφατικά μεταξύ τους και ταιριάζουν επίσης σε άλλα είδη δεσποτισμού ή φανατισμού, αλλά ένα από αυτά αρκεί για να επιτρέψει στον φασισμό να εξαπλωθεί γύρω του».
Τα πιο σημαντικά είναι τα εξής:
Η λατρεία της παράδοσης. Η απόρριψη του μοντερνισμού-άρα κάτι σαν ανορθολογισμός. Η λατρεία της δράσης, έναντι της σκέψης («η σκέψη είναι μια μορφή εξαναγκασμού»). Χρησιμοποιεί, μάλιστα, ο φασισμός μια Νέα Γλώσσα, για να περισταλεί, όσο γίνεται, η κριτική, ελεύθερη σκέψη.
Επίσης, δεν υπάρχει διαφωνία, δεν προωθείται ο διάλογος-αν συμβεί κάτι τέτοιο, εκλαμβάνεται ως προδοσία. Ο φόβος για το διαφορετικό, η έκκληση στην κοινωνική απογόητευση-απογοητευμένη, εξουθενωμένη μεσαία τάξη που φοβάται την πίεση από την ενδεχόμενη άνοδο χαμηλότερων κοινωνικών ομάδων. Ο καλύτερος τρόπος να εγκαθιδρυθεί ο φόβος και ο θυμός είναι η εμμονή σε ένα στόρυ, έστω κι αν αυτό είναι κατασκευασμένο: οι κακοί μετανάστες, μεταδίδουν αρρώστιες, το’ χουν στη ράτσα τους να κλέβουν και να βιάζουν κλπ.
Ο πασιφισμός είναι εμπόριο με τον εχθρό. Οι αδύναμοι είναι απεχθείς-χρειάζεται δύναμη και παλικαρισμό, κοκορομαχία και «παλικαριά» ο φασισμός. (Τι είμαστε, τίποτα γυναικούλες;)
Όλοι εκπαιδεύονται για να γίνουν ήρωες. Τα όπλα έχουν πρωταγωνιστική θέση. “Ο σωβινισμός συνεπάγεται τόσο περιφρόνηση για τις γυναίκες όσο και μισαλλοδοξία και καταδίκη των μη συνηθισμένων σεξουαλικών συνηθειών, από την αγνότητα έως την ομοφυλοφιλία”.
Ο Αλέξης Τσίπρας, ξανά, ο Α λ έ ξ η ς Τ σ ί π ρ α ς, προς δυσαρέσκεια πολλών υποστηρικτών του, του ΣΥΡΙΖΑ και της Αριστεράς είπε κάτι που, καλώς ή κακώς, είναι η αλήθεια, λίγο πριν τον δεύτερο γύρο των εκλογών:
«Υπάρχουν φασίστες, υπάρχουν και λαϊκοί άνθρωποι στους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής. 600.000 άνθρωποι ψήφισαν Χρυσή Αυγή, τους θεωρούμε όλους φασίστες; Πρόκειται για ανθρώπους που παρασύρθηκαν και πρέπει να προσεγγίσουμε. Το ταξικό τους συμφέρον είναι από εδώ».
Το ξεχείλωμα του φασισμού, ως αιτίασης, ούτε φαίνεται να τον περιορίζει ως ιδεολογία που αφορά πολλούς ανθρώπους στο σήμερα, ανά την Ελλάδα, την Ευρώπη και τον κόσμο, ούτε και να τον καθιστά απεχθή, άκρως αταίριαστο με τις σύγχρονες, αστικές δημοκρατίες-ασχέτως αν και με αυτές έχουμε δεκάδες αντιρρήσεις και ανάγκες αλλαγής τους. Πώς να είναι απεχθές κάτι που εκστομίζεται και γράφεται καθημερινά, παντελώς άκριτα και τσουβαλιαστά; Μερικοί μπορεί να τον εκλαμβάνουν και ως τίτλο τιμής, σε λίγο καιρό. Σου λέει, τόσοι και τόσοι κατηγορήθηκαν για φασίστες, τώρα ήρθε η σειρά μου, μωρέ μήπως τελικά κάνω κάτι καλά; (φοβάμαι)
Σε λίγο καιρό, μήπως θα κάνουμε και αστεία σε σχέση με αυτό; Θα λέμε σε κάποιον «καλώς τον φασίστα», σε αντιστοιχία του ελληνοπρεπέστατου «καλώς τον μ@λ@κα»; Ω, Θεέ. Όχι.