Το κοινό κάνει τον καλλιτέχνη ή ο καλλιτέχνης το κοινό; Εν είδει αυγού και κότας το ρωτώ, καταλαβαίνετε.

Δεν είναι πάντα δίκαιος τρόπος ζύγισης των πραγμάτων η σύγκριση. Αισθάνομαι ότι ζω σε μια εποχή πλαδαρή, με τις χρονικές βαθμίδες να είναι ενοποιημένες σαν τζελ -χθες, αύριο και σήμερα, ένα και το αυτό, με τα καλά και τα δυσάρεστα που μπορεί να απορρέουν από την συνθήκη τούτη. Έρχομαι στην μουσική. Η μουσική η μία, η αδιαίρετος, η πανάγια. Που έρχεται από τα βάθη του χρόνου, σαν ανάσα αστείρευτη πνεύμονα ισχυρού και φυσά μέχρι πέρα, μακριά, κι όπου φθάσει. Που συνεχώς ανανεώνεται, γράφονται τόσα κομμάτια, τόσα τραγούδια, σπαταλιούνται χρήματα και όνειρα, το καλολαδωμένο κάποτε σύστημα που την εξυπηρετούσε έχει αρχίσει πια να σκουριάζει. Η έννοια «δισκογραφική» έχει ξεπέσει στ’ αυτιά μας. Την ακούμε και κάνουμε, δηλαδή, άλλους συνειρμούς από αυτούς που θα κάναμε είκοσι χρόνια πριν και βάλε.

Η παράδοση της ελληνικής μουσικής μοιάζει με ρίζα αρχαίου δέντρου. Οι βυζαντινοί δρόμοι άνοιξαν την λεωφόρο του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού. Πλάι στις παχιές ρίζες, μικρά χαμόμηλα μυρωδάτα, τ’ αντάρτικα, τα «ευρωπαϊκά», οι καντάδες, τ’ αλαφριά. Και το νερό απ’ όπου ξεδιψά η ρίζα, το δημοτικό τραγούδι, το βαρύ κεφάλαιο του πολιτισμού (πολιτισμός είναι οι φλέβες και η ραχοκοκαλιά των ανθρώπων, όχι τα μουσεία και οι κεφαλές των αγαλμάτων) που καπηλεύτηκε η χούντα και κατάφερε να το απομυζήσει από την ζωογόνο ομορφιά του, από την διαύγεια και την δύναμή του. Έπειτα, οι χρόνοι γίναν τζελ. Τα τραγούδια τα παλιά ανακατεύτηκαν σαν τράπουλες τρελές σε χέρια επιδέξια, χέρια αδέξια, χέρια χωρίς δάχτυλα, χέρια χωρίς δαχτυλίδια. Διασκευές, ρεμίξ, covers, τα τραγούδια πεθαμένα ζωντανεύουν, ζόμπι μέσα σε λαρύγγια φρέσκα και με εμπλουτισμένες μουσικές και με νέες δισκογραφήσεις. Και κάτι ατάλαντοι, κάτι άψυχοι τύποι που τα τραγουδάν, νιώθουν σπουδαίοι. Νιώθουν σημαντικοί επειδή τραγουδάνε (Κύριος οίδε πώς!) Χατζιδάκι και Ξαρχάκο. Έρχονται, λοιπόν, λες για να ξορκίσουν αυτήν την σπουδαιολαγνεία και αυτή την παρελθοντίλα που πιθανώς (τους) μυρίζει ναφθαλίνη και βουλοκέρι, έρχονται κάποιοι έτεροι αρτίστες-μουσικοί, αοιδοί, ουατέβερ. Και λένε, και καλά λένε, «εμείς φτιάχνουμε τα δικά μας τραγούδια, εμείς κάνουμε τα δικά μας πράγματα» και νομίζουν πως επειδή κάνουν τα δικά τους πράγματα είναι πολύ καταπληκτικοί, εκείνοι δεν μιμούνται όπως οι κλαρινογαμπροί τραγουδιστάδες τον Καζαντζίδη, εκείνοι είναι παιδιά αντι-κανονικά και όχι ακριβώς φυσιολογικά, είναι ευαίσθητα, αρθρώνουν λόγο δικό τους, μακριά από την ελληνοπρεπή, ποιητική πεπατημένη. Βαφτίζουν την ευκολία και την μετριότητα της βολικής αδιαβασιάς τους τέχνη και καλά κάνουν. Τέχνη είναι αυτό που φτιάχνουν οι άνθρωποι κάθε εποχής. Το ύψος της κρίνεται από το πόσο νερό απορροφά από δαύτην το σφουγγάρι του μέλλοντος. Αν θ’ αναριγούν το 2190 με την “Ανισόπεδη Ντίσκο” οι ψυχούλες, τότε η “Ανισόπεδη Ντίσκο” θα έχει δικαιωθεί.

Ως τότε, εμείς οι ζωντανοί έχουμε χάσει (ως δια μαγείας παράξενης) το δικαίωμά μας να κρίνουμε ουσιαστικά και με αγάπη. Η κρίση κρίνεται ως κακία, μιζεραμπιλιτέ, διανοουμενίλα, ψώνιο -ψώνιο πολύ χειρότερο από αυτό του δημιουργού, του όποιου δημιουργού. Σου λέει ο δημιουργός δημιούργησε κάτι, ποιος είσαι εσύ που το κρίνεις; Αν δεν είσαι ο τάδε σημαντικός Κριτής και αν δεν σου επιτρέπεται κάπως άγραφα να κρίνεις, βούλωνε. Γιατί δεν γίνεται να κρίνεις αρνητικά ένα τραγούδι που κατασπαράζει το προνόμιο του λευκού αρσενικού, ή ένα τραγούδι που εξυψώνει τις πάντοτε σωστές, δίκαιες και αλάνθαστες θηλυκότητες του ντουνιά. Αν το κρίνεις αρνητικά, όχι απλά θα πει πως δεν σκαμπάζεις τίποτα από σημερινή τέχνη, αλλά ότι κιόλας είσαι μισογύνης/ομοφοβικός/επικίνδυνος/πιθανώς φασισταριό απολιτίκ και κυρ παντελάκος. Η παράδοση έχει νόημα όταν ανανεώνεται, όταν η Σάττι παίζει νταούλια με μπιτ από πίσω, όχι όταν η σκυλού Ρία Ελληνίδου χοροπηδάει σαν κατσίκι στις γυφτοπανήγυρεις. Θέλουμε ελληνικότητα, αλλά θέλουμε να της φορέσουμε μωβ τρέσες και να την ανεβάσουμε με τρίπατα σνίκερς πάνω σε τρακτέρ μιας άγνωστης επαρχίας, η οποία μας ενδιαφέρει μόνο αν έχουμε καλό σήμα για να ανεβάσουμε ανεπιτήδευτα, φυσιολατρικά και τόσο όσο φασέικα στόριζ. Θέλουμε ρεμπέτικη καύλα, αφαιρώντας τους στίχους που δεν μας ευνοούν. Θέλουμε γλεντοκόπια, αλλά πετσοκομμένα στα σημερινά μας μέτρα, τα φλούο, τα ποπ, τα ψευτοσυνεσταλμένα. Εμείς δεν είμαστε τίποτα ψώνια, εμείς απλώς εκφραζόμαστε και ύστερα συνεχίζουμε την ζωή μας, ύστερα πίνουμε μπίρα και ρευόμαστε και το δείχνουμε γιατί τι άλλο θα μπορούσε να είναι η αλήθεια για μας, παρά το πλήρες ξεπέτσιασμα της ποίησης και της φινέτσας;

Οι βουγιουκλακισμοί και τα σταριλίκια παρήλθαν, η σκληρή όψη της πραγματικότητας μέσα από τις πολιτικού κυρίως τύπου ματαιώσεις (αλλά και λόγω της ίδιας της ανθρώπινης φύσης που κάνει κωλοτούμπες και επανεφευρίσκεται συνεχώς) κατέστησαν τον θαυμασμό παλιό ρούχο, τρύπιο. Και όμως, δεν γνώρισα μέχρι σήμερα άνθρωπο, καλλιτέχνη που δεν επιθυμεί τον θαυμασμό. Όχι, φυσικά, με τρόπο που αποκλείει και άλλες επιθυμίες: ναι, να περάσει το μήνυμα, ναι, να εκφραστεί, ναι, να υπάρξει. Αλλά και να θαυμαστεί. Η Βουγιουκλάκη με όλους της τους επιφορεμένους και τους εκτός σκηνής ή κάμερας θεατρινισμούς και νάζια μου μοιάζει ως επιτομή ταπεινότητας μπροστά σε κάποιους καλλιτέχνες που απαξιώνουν οι ίδιοι τους εαυτούς τους και το έργο τους, με το πολύ εύκολο πια, στιλ του «σιγά, δεν κάνω και τίποτα σπουδαίο» και με βλέμμα αταίραχτο με τα λόγια. Γιατί μάς καλούν στις παραστάσεις και τις συναυλίες τους; Γιατί μας δίνουν συνεντεύξεις; Πώς επιθυμούν να βιοπορίζονται αποκλειστικά από την τέχνη τους; Για να το καταφέρουν, πρέπει να ζουν από την τέχνη τους. Ποιος από τους μπλαζέ, δήθεν ταπεινόφρονες νεορευματίσιους δημιουργούς κι ερμηνευτές θα τολμούσε να δώσει μια συνέντευξη σαν αυτήν που έδωσε η Αλίκη στην Μαλβίνα; Ο συντηρητισμός τους, οχυρωμένος πίσω από βολικά αντισυστημικές απόψεις (κατά βάθος, βαθύτατα συστημικές, βαθύτατα ανήκουσες στο δικό τους σύστημα, δίκτυο και κύκλο ανθρώπων), τους εμποδίζει να τιναχτούν ψηλά, πάνω από την τέχνη τους, πάνω από τον χρόνο.

Φορούν second hand ρούχα και παρακαλούν την δημοσιογράφο να μην πει στους αναγνώστες της ότι έχουν το τελευταίο μοντέλο του iPhone. Δεν κερνούν ούτε τον καφέ της δημοσιογράφου. Αυτά είναι παλιακά πράγματα -άσε, μην μας παρεξηγήσουν κιόλας. Η μετριότητα στα συναισθήματα, στις αντιδράσεις απέναντι στα ερεθίσματα, η διάθεση κατεβάσματος της τέχνης στην γη με συνθλίβουν, μου τσακίζουν τα κόκαλα. Δεν θέλω να ακούω έναν τύπο να γρατσουνά την κιθάρα και να μου κάνει αστειάκια, ακκιζόμενος που το μαγαζί, έτσι ή αλλιώς, είναι πήχτρα. Θέλω να ανυψωθώ μαζί με τον καλλιτέχνη. Θέλω να κοινωνήσω, να ξεφύγω από την ζωή. Και δεν αντιλαμβάνομαι ως πολιτικά τα τραγούδια που μιλούν για τις γυναικοκτονίες, την στιγμή που αυτές συμβαίνουν και βρίσκονται στις ειδήσεις και τα πρωτοσέλιδα. Θες να φανείς μαζί με τις νεκρές γυναίκες; Και δεν το παραδέχεσαι κιόλας; Μου προκαλείς αναγούλα. Ίσως ζηλεύω που το κοινό, επαρκώς καθοδηγούμενο από μέρος των media, σου δίνουν ισχύ και εξουσία που, εννοείται, δεν παραδέχεσαι ότι έχεις, γιατί τα αποστήματα, κατά την άποψή σου, βρίσκονται στα μεγάλα στούντιο των κατεστημένων δισκογραφικών, στα βραδινά τσαντιρο-μπουζουκο-σόου. Εννοείται ότι εσύ αισθάνεσαι επαναστάτρια και αποστάτης, ξεχωριστή και μοναδικός, ένας τραγουδοποιός που δεν ξέχασε τις αξίες του και που απλώς καταθέτει την ψυχή του με τρόπο δικό του. Μάλιστα, είσαι τόσο γαμάτος που θρήνησες και για τον Καρρά, μιας που έδωσε το ΟΚ και ο Μάλαμας, με την δική του ανάρτηση για τον εκλιπόντα.

Πρότυπο τώρα το κοινό. Οι καλλιτέχνες αφουγκράζονται τις αναρτήσεις, τα ψου ψου στα μπαρ της Ασκληπιού, τις τάσεις μες στις παρέες της πόλης και φτιάχνουν τραγούδια. Κάποτε, τα τραγούδια σημιουργούσαν τάσεις. Κάποτε, πολιτικό ήταν κάτι που σαν ξυραφιά σου έπαιρνε μυαλό και καρδιά, όπως το “Δρόμοι Παλιοί” του Αναγνωστάκη που μελοποίησε ο Θεοδωράκης. Ούτε μισή αναφορά στην εξορία. Η πολιτική στην τέχνη δεν είναι αλατοπίπερο να πασπαλιστεί πρόχειρα πάνω από την ομελέτα. Είναι τ’ αυγά που πρέπει να σπάσουν και ν’ ανακατευτούν για να έχουν γεύση. Προτείνω το κοινό να κάθεται στα πάλκα και οι καλλιτέχνες να τραγουδούν μέσα από το μπαρ, σερβίροντας παράλληλα ποτά, γιατί καθόλου δε θέλουν να είναι ψηλότερα από το κοινό τους, δεν έχουν να πουν κάτι περισσότερο ή ωραιότερο από αυτά που ήδη σκέφτεται και λέει το κοινό τους.

Άσε που, τελικά, όλοι, όλες, όλα είμαστε καλλιτέχνες. Απλώς, κάποιοι, από τύχη και λίγη τρέλα, βρέθηκαν με μια κιθάρα στο χέρι και είσοδο 15 ευρώ με μπίρα/κρασί. Όλα κουλ. Μην το κάνουμε και θέμα. Σεις τραβάτε Οικονομόπουλο να προσκυνήσετε αν θέλετε. Εμείς εκφραζόμαστε αλλιώς, τι δεν καταλαβαίνεις; Κι αν εσύ δεν μας βρίσκεις αυθεντικούς, μας αρκεί που μας βρίσκουμε εμείς.